Σκοτεινοί Δρόμοι
Ρούφηξε ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο του, τελειώνοντας το, και το πέταξε με μια απότομη κίνηση του χεριού του, κάπου μεσα στο σκοτεινό σοκάκι.
Το βλέμμα του κόλλησε γι'αρκετή ώρα στον κατάμαυρο, σαν πίσσα, ουρανό. Δεν είχε αστέρια, και το φεγγάρι δεν ηταν ορατό από το σοκάκι εκείνο, που είχε βρει ως καταφύγιο.
Συνέχισε να κοιτάει τον ουρανό, προσπαθώντας να καταλάβει μέχρι που τελείωνε. Βυθίζονταν με σχετική ταχύτητα στο σκοτάδι εκείνο, μα δεν έβρισκε πάτο.
Διέσχιζε το άπειρο, με την σκέψη του, κι αναζητούσε ένα ανύπαρκτο τέλος.
Είχε υποσχεθεί, πως όταν βρει εκείνο το τέλος, θα επέτρεπε στον εαυτό του να χαμογελάσει.
Το χαμόγελο, για εκείνον, ήταν μια απαγόρευση, που ειχε επιβάλει στον εαυτό του, εδώ και πολλά χρόνια.
Άκουσε βήματα να τον πλησιάζουν, και γύρισε το κεφαλι του αργά για να δει, χωρίς όμως να νοιάζεται ουσιαστικά, για το ποιος είναι.
Μια γυναίκα με προκλητικό ύφος, γεμάτο υποσχέσεις, τον πλησίαζε, με τα τακούνια της να χτυπούν ρυθμικά στο βρώμικο τσιμέντο.
Την κοίταξε φευγαλέα, αδιάφορα, και της έκανε νόημα να φύγει. Η κοπέλα, φανερά εκνευρισμένη, έφυγε γρήγορα, ψάχνοντας για κάποιον άλλο, πιο πρόθυμο πελάτη.
Άναψε ένα ακόμη τσιγάρο.
Σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά, απελευθέρωσε τον καπνό από τα πνευμονία του, αργά.
Μέσα στον καπνό, έβλεπε εικόνες. Εικόνες που κανένας άνθρωπος δεν αξίζει να δει, πόσο μάλλον να θυμάται.
Έβλεπε τον εαυτό του ευτυχισμένο. Να γελάει, να παίζει με τους φίλους του, να τον αγκαλιάζουν τρυφερά οι γονείς του.. Και μετα τον ίδιο παλι·
Να βρίσκεται κρυμμένος στο υπόγειο, μια κι οι γονείς του, του είπαν να πάει γρήγορα να κρυφτεί· θα έπαιζαν κρυφτό.
Το υπόγειο όμως, είχε μια μικρή χαραμάδα που έβλεπες, κατευθείαν στο σαλόνι. Οι άλλοι, παρόλαυτα, δεν μπορούσαν να σε δουν.
Από εκεί έβλεπε τους γονείς του. Από εκεί είδε τον ξυλοδαρμό και βιασμό της μητέρας του, απο εναν άγνωστο, μαυροφορεμένο άνδρα. Από εκεί είδε να κρατάνε άλλοι τρεις τον πατέρα του, που ούρλιαζε, και έκλαιγε, προσπαθώντας να σώσει την αγάπη του, που της έκαναν το χειρότερο κακό όλων· μπροστά στα μάτια του. Ήταν άσχημα χτυπημένος..
Και τέλος, από εκεί είδε τα άψυχα σώματα τους, να πέφτουν σαν πάνινες κούκλες στο έδαφος, έπειτα από αρκετούς πυροβολισμούς.
Δεν έβγαλε άχνα.
Περίμενε μέχρι να φύγουν. Μετά μπήκε στο σαλόνι, και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον τρόμο, βλέποντας έτσι τους ανθρώπους που τον έμαθαν να γελάει και να είναι ευτυχισμένος.
Δεν έκλαψε.
Απλά έσκυψε και φίλησε τον καθένα ξεχωριστά, στο μάγουλο, κι έφυγε.
Από τότε, ζει στους δρόμους.
Από τότε, έχει απαγορεύσει στον εαυτό του να γελάει..
Ο καπνός διαλύθηκε, και πήρε μακριά και τις αναμνήσεις του.
Στη θύμηση των, μέχρι ένα σημείο, ευτυχισμένων παιδικών του χρόνων, έκλεισε τα μάτια του.
Χαμογέλασε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top