Φύλακες της μνήμης/ part 3
Το σούρουπο, μετέφερε μαζί του και το ελαφρύ κρύο του φθινοπώρου. Ο Βλαντ καθόταν οκλαδόν στο έδαφος θέλοντας να ουρλιάξει. Το να είσαι βρικόλακας δεν είχε πραγματικά κανένα νόημα, τουλάχιστον για εκείνον. Ανήκε στον Μεσαίωνα, η Βλαχία ονομαζόταν πλέον Ρουμανία, βασιλιάδες και πρίγκιπες του παρελθόντος δεν υπήρχαν και ο ίδιος θεωρούσε πως διαδραμάτιζε έναν ρόλο άσκοπο και παράταιρο, σε έναν κόσμο που τον φοβόταν εξαιτίας των θρύλων και που πλέον δεν διανοούταν να αντέξει τα εγκλήματα και τις τακτικές του τότε. Ο Στέφανος ο Μέγας που στην δική του εποχή ήταν βοεβόδας της Μολδαβίας και τον είχε βοηθήσει, πλέον ζούσε με το όνομα Στεφάν και το προφίλ του φοιτητή της Ντούτραμ, ώστε να επιβλέπει μαζί με την Αλεξάνδρα και τον αδερφό του, την επικράτεια του Μπραν και δική του φυσικά.
Για πρώτη φορά κατέβασε το κεφάλι και αποφάσισε να επιστρέψει στην γενέτειρά του, τη Σιγκισοάρα. Θα βάδιζε αόρατος ανάμεσα στον ανυποψίαστο κόσμο. Ανέβηκε επάνω στο άλογό του και κάλπασε μακριά. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τον δουν από τη στιγμή που το επέλεγε. Οι καινούριες πόλεις τον ζάλιζαν. Απεχθανόταν τους δυνατούς θορύβους των αυτοκινήτων. Το σπίτι του το πατρικό, δεν είχε πλέον καμία θέση στο σήμερα. Φάνταζε παράταιρο, μίζερο σε έναν κόσμο που εξελισσόταν ραγδαία, μετατρέποντάς το σε μνημείο του υπερφυσικού και του τρόμου.
Πράγματι, μπαίνοντας, ήταν σαν να παρέλασαν από μπροστά του εικόνες του μακρινού παρελθόντος. Το σπίτι που γεννήθηκε, βρισκόταν πάνω στην κεντρική πλατεία και ήταν ίσως το ομορφότερο της πόλης. Το πιο παραδοσιακό. Μπροστά του φιγουράριζε άκομψα μία καρικατούρα του Κόμη Δράκουλα και ο Βλαντ ένιωσε να εξοργίζεται. Είχαν σπιλώσει με θράσος κάθε ανάμνηση της αλήθειας. Δεν υπήρχε Κόμης Δράκουλας, παρά μονάχα εκείνος και η σκοτεινή ιστορία του. Βαριά, μεσαιωνικά ντουβάρια με αψιδωτές πόρτες και παράθυρα, του θύμισαν τα παιδικά του χρόνια σε μία εποχή τρέλας. Πλέον, το σπίτι του είχε μετατραπεί σε εστιατόριο και αυτό για εκείνον ήταν μαχαιριά στην καρδιά. Θυμόταν την μητέρα του αχνά πια, το πρόσωπό της ελάχιστα. Ποτέ του, εδώ και τόσους αιώνες, δεν είχε πατήσει στο πατρικό του θέλοντας να αποφύγει όλους αυτούς τους ηλίθιους συναισθηματισμούς. Συναισθηματισμούς που θα μπορούσαν να τον καταστήσουν αδύναμο.
΄΄Εδώ ήταν η αρχή΄΄ σκέφτηκε και το μυαλό του φτερούγισε στο μοναστήρι, στη λίμνη Σναγκόβ.
Αυτή τη φορά ήθελε να γίνει ορατός. Ήθελε να διαντιδράσει με κάποιον άνθρωπο, οποιονδήποτε που θα τον συνόδευε στην τελευταία του κατοικία. Η λίμνη Σναγκόβ ήταν τριάντα πέντε χιλιόμετρα βόρεια από το Βουκουρέστι. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει, χρωματίζοντας με γλυκά άλικα χρώματα το τοπίο, και ο Βλαντ επέτρεψε στην εικόνα του να γίνει ορατή. Φορούσε εξάλλου ένα απλό λευκό πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι. Φτάνοντας μετά από ώρα, μπήκε σε ένα σκαφάκι που το οδηγούσε ένα γέρος κύριος, ντυμένος με χοντρά ρούχα. Στη θέα του νεαρού άνδρα με την παράξενη εμφάνιση, ο γέρος ένιωσε ένα ρίγος. Κάτι σαν να του θύμιζε. Η εικόνα του απέπνεε μία αρχοντιά που καθήλωνε τον οποιονδήποτε, ακόμη και αν δεν τον γνώριζε.
«Παράξενη ώρα διαλέξατε για να έρθετε εδώ. Σας καταλαβαίνω όμως, θέλετε να ζήσετε τον μύθο του Δράκουλα» σχολίασε.
«Το όνομα, είναι Βλαντ Ντρακούλ» τον διόρθωσε παλεύοντας να φανεί ψύχραιμος και ο γέρος μετάνιωσε το σχόλιό του. Η φωνή του νεαρού ήχησε στεντόρεια και βαριά.
«Έχετε δίκιο. Τώρα που σας παρατηρώ, θα γελάσετε, μα μου θυμίζετε την αρχοντιά μίας άλλης εποχής».
Ο Βλαντ τον κοίταξε διεισδυτικά, μα δεν απάντησε ποτέ μήτε γέλασε. Πάνω στη νησίδα, ήταν χτισμένο από τον δέκατο τέταρτο αιώνα, ένα μοναστήρι με επίκεντρο το ναό της Θεοτόκου. Από εκεί που έδεσε το σκαφάκι, ένα μονοπάτι τον οδήγησε σε ένα ξέφωτο, όπου δέσποζε ο ναός της τελευταίας του κατοικίας. Εκεί όπου πίστευαν πως είχε θαφτεί το σώμα του. Η πόρτα ήταν επτασφράγιστη, με μία χοντρή, σκουριασμένη αλυσίδα. Καθώς κανείς δεν βρισκόταν τριγύρω, εκείνος άρπαξε την αλυσίδα και βάζοντας δύναμη, την διέλυσε. Μπαίνοντας, εντόπισε ευθύς τον τάφο του με μία προσωπογραφία του. Μια εικονίτσα θλιβερή δηλαδή, την οποία άρπαξε και βγήκε τρέχοντας, μονάχα για να πέσει πάνω σε μία γριά καλόγρια.
«Κλέβεις τον ναό; Και πώς μπήκες;» πήγε να του φωνάξει όταν πρόσεξε καλύτερα το πρόσωπό του και ξεκίνησε να σταυροκοπιέται «Παναγία μου βοήθα με! Εσύ! Είσαι εσύ! Ο Άρχοντας Βλαντ ο απέθαντος. Γι'αυτό ο τάφος σου ήταν κενός» μουρμούρισε τρέμοντας.
Ο Βλαντ σταμάτησε. Πώς τα γνώριζε όλα αυτά; Πώς είχε δει άραγε ότι ο τάφος ήταν κενός;
« Πολλά θα επιθυμούσα να σας ρωτήσω. Όσο για τον τάφο, το γνωρίζω πως είναι κενός, αλλιώς εγώ δεν θα βρισκόμουν εδώ τώρα. Η φωτογραφία ωστόσο είναι άθλια» έκανε μερικά βήματα γύρω της.
«Πώς ήξερες ποιος είμαι; Πώς ήσουν τόσο βέβαιη;»
«Κάποιοι, Πρίγκιπά μου, γνωρίζουμε καλά την ιστορία και ακούμε προσεκτικά»
«Είμαι καλός ανιχνευτής ψέματος» της έδωσε πίσω την εικόνα «Δεν κλέβω. Αν γνωρίζεις την ιστορία τότε θα ξέρεις πως εγώ, πιο πολύ από όλους, σιχαίνομαι τους κλέφτες και τους έχω τιμωρήσει δίχως έλεος. Θα σου φέρω αύριο μία καλύτερη. Μία αληθινή»
«Να προσέχεις» ψέλλισε εκείνη, μα ο άνδρας δεν μίλησε. Μονάχα τον είδε να απομακρύνεται με τα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν. Ήταν εκείνος. Το ένιωθε, το ήξερε.
Βγήκε μικρό γιατί δεν υπολόγισα το πόσο έπρεπε να ανεβάσω. Κανονικά έπρεπε να το κολλήσω στο προηγούμενο!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top