Το σπάσιμο του δεσμού/ part 1
Στη φωτό ο Βλαντ
΄΄Μία μέρα ο σουλτάνος έστειλε στον Βλάντ έναν δικό του, προκειμένου να εισπράξει το χαράτσι. Ο Βλαντ τον δέχτηκε με τιμές και δόξες και του είπε :
«Επιθυμώ όχι μόνο να πληρώσω τον σουλτάνο, αλλά επιπλέον να τεθώ στις υπηρεσίες του με όλο το στρατό μου και όλα μου τα πλούτη. Θα τον υπηρετήσω με όποιον τρόπο ορίσει εκείνος. Πήγαινε λοιπόν και ενημέρωσέ τον για όλα αυτά, ώστε να δώσει παντού τις σχετικές εντολές και να μην πάθω κακό ούτε εγώ, ούτε οι άνδρες μου. Όσο για εμένα, θα πάω ο ίδιος στον σουλτάνο λίγο μετά την αναχώρησή σου και θα του παραδώσω το χαράτσι»
Όταν ο σουλτάνος έμαθε από τον απεσταλμένο του, πως ο Ντράκουλα επιθυμούσε να τεθεί στις υπηρεσίες του, τίμησε αυτόν τον άνδρα και του έκανε δώρα πολλά και χάρηκε, γιατί εκείνη την περίοδο ήταν σε πόλεμο με τους κυρίαρχους και τις χώρες της Ανατολής. Έστειλε λοιπόν σε όλη του τη χώρα το μήνυμα, να μην κάνουν κακό στον Βλαντ και να τον υποδεχτούν με τιμές. Ο Βλαντ βάδισε στα τούρκικα εδάφη για πέντε μέρες και έπειτα, ξαφνικά έκανε μεταβολή και ξεκίνησε να λεηλατεί πόλεις και χωριά. Σε κανέναν δεν χάρισε τη ζωή. Αφού άρπαξε λάφυρα πολλά, επέστρεψε στη χώρα του.
΄΄Τον υπηρέτησα όσο καλύτερα μπορούσα. Αν οι υπηρεσίες μου τον ικανοποίησαν, τότε θα συνεχίσω να το κάνω με όλες μου τις δυνάμεις΄΄
Ο ήλιος έγερνε μπροστά στην πεδιάδα και τα μακριά μαλλιά του σκοτεινού πρίγκιπα ανέμιζαν παραδομένα στο ψυχρό αεράκι. Έφιππος κάλπαζε προς την ελευθερία του με όποιο κόστος. Όταν πριν από πεντακόσια, ίσως και περισσότερα χρόνια, ο Ραντού τον έφερε στη ζωή, πίστεψε πως στον λαιμό του είχε περαστεί το πιο βάναυσο λουρί. Δημιουργός και δημιούργημα ήταν δεμένοι για πάντα και όσο αυτό συνέβαινε, κανένας δεν μπορούσε να πεθάνει, για όσο ο άλλος ζούσε. Τότε, το καζάνι κόχλαζε και τα γεγονότα ήταν πρόσφατα. Πίστευε ακόμη πως ο κόσμος τον είχε ανάγκη και απλώς αποδυνάμωσε τον Ραντού, εγκλωβίζοντας εκείνον και τον Μεχμέτ, στις κατακόμβες της Ασημένιας Πύλης, θεωρώντας πως δεν θα έβγαιναν ποτέ τους από εκεί. Οι μοναχοί ωστόσο, έμοιαζαν να έχουν βρει επιτέλους τη λύση και έτσι ο Βλαντ δεν θα ήταν αναγκασμένος να εξαρτάται από τον Ραντού.
Απόψε λοιπόν, όδευε στο μοναστήρι Κομάνα για να τελειώσει το δέσιμο με τον μικρό του αδερφό και να ανακτήσει την ελεύθερη βούληση, να μπορεί να πεθάνει και να αποσυρθεί όποτε το επιθυμούσε. Επίσης, ο Ραντού δεν θα κρατιόταν στη ζωή εξαιτίας του. Θα μπορούσε να τον βγάλει επιτέλους από τη μέση. Όσο και αν πίστευε πως η θέση του βρισκόταν απλώς ανάμεσα στις σελίδες των ιστορικών βιβλίων, στην καρδιά βαθιά ήταν μαχητής και δεν θα το έβαζε κάτω αν δεν πετύχαινε το στόχο του. Το αποψινό θα ήταν επώδυνο, ίσως στεκόταν και μοιραίο, μα έπρεπε να προσπαθήσει. Καθώς κάλπαζε, τα μάτια του στο φως του δειλινού υιοθετούσαν μία πιο ανοιχτή απόχρωση. Έμοιαζαν περισσότερο πράσινα και έρχονταν σε αντίθεση με τα σκούρα του μαλλιά.
Φτάνοντας στις πύλες του ανατριχιαστικού μοναστηριού, που μάγου πόδι δεν πατούσε και η σιωπή πάντοτε βασίλευε, ήρθε αντιμέτωπος με πέντε Αδελφούς που ευθύς τον κύκλωσαν. Αν είχαν μάτια και χαρακτηριστικά, σίγουρα ένα σκοτεινό χαμόγελο θα ελλόχευε πίσω από το μονίμως σοβαρό παρουσιαστικό τους. Ίσως καταβάθος χαίρονταν για αυτό που θα ακολουθούσε. Για τον βασανισμό του αιμοδιψούς βρικόλακα, βοεβόδα της Βλαχίας. Ήθελαν πολύ να τον δουν να λυγίζει, να γίνεται τρωτός. Ακόμη και αν δεν μπορούσαν να τον κοροϊδέψουν για την μέθοδο και το αποτέλεσμα, αλλιώς θα έπνιγε το μοναστήρι στη φωτιά και θα εξαφάνιζε το πνεύμα τους, τουλάχιστον θα έβλεπαν το πρόσωπό του να διαστρεβλώνεται. Ήταν μία μικρή νίκη και ο Βλαντ το ήξερε, μα δεν θα τους έκανε τη χάρη. Καταβάθος τους μισούσε, μα καθώς υπολόγιζε τις δυνάμεις τους και τον φόβο που τους κρατούσε στη θέση τους, όποτε κάτι χρειαζόταν πρόστρεχε κοντά τους.
«Είσαι έτοιμος;» ρώτησε ένας Αδελφός.
«Είμαι» απάντησε ψυχρά.
Δίπλα τους ο ήλιος χανόταν. Μόλις και η τελευταία ακτίνα κρυβόταν, θα ξεκινούσαν. Ταυτόχρονα, η Γκάμπι είχε πείσει τον Μπογκτάν να την μεταφέρει ως εκεί. Δεν είχε ιδέα πώς να πάει και ο Μπογκτάν είχε δεχτεί, ακόμη και αν αυτό σήμαινε πως θα ερχόταν αντιμέτωπος με την οργή και την τιμωρία από τον Βλαντ. Ένιωθε το ειλικρινές ενδιαφέρον εκ μέρους της κοπέλας και καθώς κάτι τέτοιο σπάνιζε προς τον πρίγκιπα, πίστεψε πως όφειλε να την πάει. Η Γκάμπι φορούσε μία ελαφριά ζακέτα και το ψύχος της πεδιάδας την διαπερνούσε. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στη σκέψη αυτών των φρικτών και άκαρδων μορφών, μα δεν είχε επιλογή. Στην τελική, θα είχε δίπλα της τον Βλαντ που θα την υπερασπιζόταν αν κάτι τύχαινε. Όσο γελοία και αν φάνταζε αυτή η σκέψη, ειδικά αν λάμβανε υπόψη της την πρώτη τους συνάντηση, πίστευε πως ήταν αληθινή. Στα δεξιά της ο ήλιος χανόταν και για κάποιον λόγο αγχωνόταν. Φοβόταν μήπως ξεπετάγονταν μορφές σκιερές και τους έκαναν κακό. Ευτυχώς ο Μπογκτάν ήταν βρικόλακας και είχαν κάποιες πιθανότητες επιβίωσης.
Στο βάθος, το μοναστήρι έστεκε παρατημένο μέσα στα βάθη της ιστορίας. Κανένας δεν τολμούσε να πάει καθώς όλοι γνώριζαν την ύπαρξη των Αδελφών. Είπε στον Μπογκτάν να φύγει μόλις έφτασαν στην πύλη και εκείνος υπάκουσε αγχωμένα. Η Γκάμπι εισήλθε, μόνο για να δει τον Βλαντ ημίγυμνο από τη μέση και πάνω, ακουμπισμένο σε μία μαρμάρινη πλάκα, ενώ από επάνω του, οι Αδελφοί βαστούσαν υψωμένο ένα ξύλινο, μυτερό παλούκι, πασπαλισμένο με ασήμι. Στο θέαμα αυτό, της ξέφυγε ένα ουρλιαχτό και οι Αδελφοί την κάρφωσαν απότομα.
«Το κορίτσι! Είναι ζωντανή...»ψιθύρισαν συνωμοτικά και ο Βλαντ ευθύς σηκώθηκε και την κοίταξε σοκαρισμένος.
«Γαβριέλα; Τι στην ευχή;» την ρώτησε οργισμένα και εκείνη πάλεψε να βρει τα λόγια της.
«Τι πας να κάνεις; Είναι επικίνδυνο και αυτούς δεν τους εμπιστεύομαι!» φώναξε και ευθύς το κοκαλιάρικο χέρι ενός Αδελφού την άρπαξε από τον λαιμό.
Σύντομα ωστόσο, το μαύρο του μανίκι τυλίχτηκε στις φλόγες και οι απόκοσμες κραυγές του αντήχησαν παντού στον άδειο χώρο, εξοργίζοντας τους υπόλοιπος.
«Ούτε βήμα μην κάνετε» πρόσταξε ο Βλαντ και οι μοναχοί αναγκαστικά υποχώρησαν.
«Υπερασπίζεσαι μία σκοτεινή μάγισσα» του είπε ο ένας.
«Δεν απασχολεί εσάς αυτό. Είστε εδώ για την δουλειά που είπαμε. Φύγε Γαβριέλα, γύρνα στη Σχολή. Η θέση σου δεν είναι εδώ» πρόφερε κοφτά μα εκείνη αρνήθηκε.
«Θέλεις να με σκληραγωγήσεις. Ιδού λοιπόν η ευκαιρία» του είπε εκείνη.
«Όχι» της απάντησε μονολεκτικά.
«Γιατί; Τι θα κάνεις;» τον ρώτησε μα τότε ο ήλιος μόλις χάθηκε.
Ο Βλαντ πήρε ευθύς τη θέση του στο μάρμαρο.
«Μην με καθυστερείς. Είναι πολύ σημαντικό για εμένα. Θα σπάσω το δεσμό μου με τον Ραντού. Μπορεί να πετύχει, μπορεί και όχι. Απόψε έχει πανσέληνο και εγώ πρέπει να μείνω εδώ, με το παλούκι στην καρδιά μέχρι το πρώτο χάραμα. Όπως γνωρίζεις, ακόμη και με παλούκωμα δεν πεθαίνω εξαιτίας του Ραντού. Αν αντέξω λοιπόν και το ασήμι βγάλει το σκοτάδι, ο δεσμός θα σπάσει και το παλούκι θα αφαιρεθεί. Αν πεθάνω, τουλάχιστον θα αναπαυθώ και εσείς θα μπορέσετε να τον πολεμήσετε. Η διαδικασία είναι ειδική. Κανείς μας δεν γνώριζε μέχρι τώρα πως αυτό μπορούσε να συμβεί. Οι Αδελφοί το βρήκαν όμως. Βράδυ πανσελήνου δηλητηριάστηκε το αίμα μου και ήρθα πίσω και βράδυ πανσελήνου θα το εξαγνίσω»
«Τότε θα μείνω μαζί σου» επέμεινε.
«Γιατί είσαι ξεροκέφαλη Γαβριέλα; Σου είπα...» πάλεψε να την πείσει.
«Χάνεις χρόνο» τον εκβίασε και μούγκρισε.
Δεν ήξερε αν θα άντεχε το θέαμα να τον παλουκώνουν στην καρδιά. Είδε το μυτερό αντικείμενο να πλησιάζει, να σκίζει αργά την επιφάνεια του δέρματος και την πρώτη σταγόνα άλικου αίματος να ξεχύνεται αρχικά αργά, κατόπιν πιο έντονα όσο το παλούκι βυθιζόταν. Τον είδε να σφίγγει τα μάτια του και τις παλάμες του να τυλίγονται σε γροθιές. Το ξύλο γλιστρούσε βαθύτερα, σκίζοντας τη σάρκα και εκείνη με τη βία αντιστεκόταν στα δάκρυα που ήθελαν να κυλήσουν. Κλείνοντας τα μάτια της, πλησίασε το χέρι της και τότε, ένιωσε τα δάχτυλά του να ανοίγουν αργά για να υποδεχτούν τα δικά της. Πλέχτηκαν κατόπιν μεταξύ τους και ο Βλαντ ένιωσε μέσα στη θολούρα του αφόρητου πόνου, μία δροσιά ανακούφισης.
***
Ο κόσμος είναι σχεδόν πάντα γεμάτος μυστικά, μα τελικά ο άνθρωπος στο βάθος των αιώνων αποδείχτηκε αδύναμος να δεχτεί άκριτα ορισμένες αλήθειες. Ξεκινώντας με την βαθιά πίστη στην σατανική μαγεία και την καύση στην πυρά ακόμη και αθώων ανθρώπων, μη μάγων ή αλχημιστών που δουλεύουν για το καλό του κόσμου, το υπερφυσικό στοιχείο αποφάσισε να κρυφτεί για τα καλά, δημιουργώντας μία κοινότητα μέσα στην ήδη υπάρχουσα. Ομπρέλα κάλυψης της ύπαρξής τους, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο, από το δισκοπότηρο που βρισκόταν κρυμμένο στα βάθη της Σχολής. Οι διαφορετικοί, βρικόλακες και μάγοι, κάποτε ονομάζονταν και απόγονοι, εννοώντας την καταγωγή τους από τους δύο αρχικούς, που ήταν ο Βλαντ με τον Ραντού. Απλώς κάποιοι μάγοι τάχθηκαν με το καλό και ονομάστηκαν Αλχημιστές και κάποιοι με το κακό και έγιναν Σκοτεινοί. Σε αυτούς ανήκε και ο πρώτος ξάδερφος του Χάρι Κάρτερ, o Γκάρβευ Κάρτερ. Όλοι όσοι ήταν σκοτεινοί, είχαν το σήμα ενός δράκοντα, που είχε δημιουργηθεί από πυρακτωμένο σίδερο στο μπράτσο τους. Γενικά ο δράκος ανήκε και στον Βλαντ, μονάχα που εκείνου το σήμα περιλάμβανε και έναν σταυρό. Φυσικά, καθώς ήταν αναμενόμενο, δεν γίνονταν δεκτοί στη Σχολή.
Ο Γκάρβευ ήταν ένας από τους επιζώντες της ημέρας εκείνης που τους επιτέθηκε ο Παλουκωτής για να προστατέψει την κοπέλα στα δάση. Είχε δει την δύναμη του και την παράδοξη ικανότητά του να χειρίζεται τέλεια τη φωτιά. Πώς στο καλό ένας βρικόλακας χειριζόταν τη δύναμη του πυρός; Τραυματισμένος από την τελευταία συμπλοκή μαζί του και ζαλισμένος από τα απανωτά οράματα φρίκης, κατέφθασε στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Η ημέρα ήταν μουντή, η υγρασία πλανιόταν στον αέρα νοτίζοντας το χώμα και μπουκώνοντας την αναπνοή του. Ο νεαρός παρατήρησε τους πιστούς που συγκεντρώνονταν, καθώς και την ειρωνεία ύπαρξης της πλάκας εις μνήμην των εξαφανισμένων, ή νεκρών. Ναι, ορισμένων τα κόκαλα είχαν αφεθεί να λιώνουν κάτω στις κατακόμβες. Προσπερνώντας το πλήθος που αδυνατούσε να τον δει, κατευθύνθηκε στο βάθος του ιερού. Είδε τον Ραντού, με τη μορφή του πατέρα Γκρέγκορι να κηρύττει το μίσος και τον τρόμο για τα παιδιά της νύχτας. Έπρεπε οπωσδήποτε να πείσουν τους ανθρώπους πως οι βρικόλακες υπήρχαν και μάλιστα, πως ήταν εκείνοι υπεύθυνοι για τις εξαφανίσεις.
Η αλήθεια, οι μύθοι που συνοδεύουν τα βήματα των βρικολάκων στην ιστορία, είναι πολλοί. Ο Μπραμ Στοκερ τους έκανε κυριολεκτικά τεράστια χάρη παρουσιάζοντας το φρικτό του έργο, με τον Δράκουλα πρωταγωνιστή. Άνοιξε ένα παράδοξο μονοπάτι, σηκώνοντας την αυλαία της μαγείας και αφήνοντάς την έστω και με αυτόν τον τρόπο, εκτεθειμένη στους ανθρώπους. Ο Άρχοντάς του και στην ουσία δημιουργός του, ο Ραντού, έκανε καλή δουλειά. Φυσικά δεν είχε ιδέα για την ύπαρξη δεσμού ανάμεσα σε εκείνον και τον Βλαντ, καθώς και για τη σχέση του με τον Μεχμέτ.
Την ημέρα εκείνη ωστόσο, ο Μίχαελ είχε εξίσου ένα σχέδιο. Έπρεπε να αποδράσουν. Μαζί με τον Λέοναρντ, κάθονταν για ώρα αμίλητοι. Τα βασανιστήρια και η πείνα, είχαν δημιουργήσει στον νεαρό μία επιθετικότητα. Εξάλλου, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, προτιμούσε να πεθάνει. Όσο και αν αυτό τον στεναχωρούσε σε σχέση με την αδερφή και την οικογένειά του, δεν άντεχε άλλο. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν πολύ απλά σταματούσε να τρέφεται, έστω και με εκείνα τα σάπια ξεροκόμματα που τους έριχναν. Στο απέναντι κελί, η μία μάγισσα από το πρωί είχε λιποθυμήσει και σταματήσει να κουνιέται. Άκουγε τα αναφιλητά της νεαρότερης γυναίκας και η καρδιά του ράγιζε. Δεν άντεχε άλλο να ζει μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Ο Μίχαελ ωστόσο, όντας εξίσου αρχαίος όπως και ο Βλαντ, αλλά και οι υπόλοιποι της παρέας του Τάγματος, ήταν άριστος αναγνώστης σκέψεων. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούσε το χάρισμα, μα έβλεπε πως αυτή τη στιγμή ήταν απόλυτη ανάγκη.
Ο Λέοναρντ βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο σε μία δύνη χωρίς επιστροφή. Ένα αγόρι στην ηλικία του και στον αιώνα του, ήταν λογικό να μην αντέξει αυτήν την μεταχείριση. Εδώ ο ίδιος και βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου. Το δέρμα του έμοιαζε πιο χλομό από ποτέ, πληγές είχαν αρχίσει να ανοίγουν εξαιτίας της αφυδάτωσης, πόνοι και ρίγη τον επισκέπτονταν, μα εκείνος δεν θα το έβαζε κάτω, ή τελοσπάντων δεν θα πέθαινε τόσο ατιμωτικά.
«Λέοναρντ;» τον φώναξε και εκείνος ίσα που έστρεψε το βλέμμα του. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Άκου, αν καταφέρω το κόλπο μου, θα είμαστε ελεύθεροι» πάλεψε να του δώσει κουράγιο.
«Καλή η προσπάθεια» ψέλλισε ο Λέοναρντ.
«Έχε μου εμπιστοσύνη. Ωστόσο, από εσένα χρειάζομαι ενέργεια. Ξέρω πως διαθέτεις ελάχιστη, ωστόσο την έχω απόλυτη ανάγκη για να μας βγάλω από εδώ. Θα χρειαστεί απλώς να ακουμπήσω το χέρι μου στον αριστερό σου καρπό. Δεν θα σου πάρω πολύ, το υπόσχομαι» του είπε και πάνω στην απελπισία του, ο Λέοναρντ κατάλαβε πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Σύρθηκε λοιπόν προς το μέρος του, και είδε το χέρι του να απλώνεται προς τον καρπό του. Τα μάτια τότε του Μίχαελ μαύρισαν απότομα και ένιωσε ένα ελαφρύ γαργαλητό στις φλέβες αρχικά του χεριού του, το οποίο απλώθηκε σιγά σιγά και στο υπόλοιπο σώμα του. Οι δυνάμεις, οι τελευταίες που του είχαν απομείνει στον Λέοναρντ ξεκίνησαν να φτερουγίζουν μακριά, ωστόσο αποφάσισε να εμπιστευθεί τον Μίχαελ, μην έχοντας κυριολεκτικά κάποια καλύτερη λύση. Λίγο πριν λιποθυμήσει, ο βρικόλακας σταμάτησε και ο Λεοναρντ αμέσως παρατήρησε τις αλλαγές επάνω του. Φαινόταν ελαφρώς πιο ανανεωμένος και το δέρμα του έμοιαζε πιο υγιές.
«Και τώρα;» τον ρώτησε.
«Τώρα θα πέσεις στο πάτωμα και θα παραστήσεις τον λιπόθυμο. Το ίδιο και εγώ. Με τόσες κακουχίες που μας έχουν βρει, δεν θα είναι καθόλου δύσκολος ρόλος» τελείωσε και ο νεαρός ακολούθησε τις εντολές του «Ό,τι και να ακούσεις, ακόμη και λυγμό, δεν θα κουνηθείς από τη θέση σου» τον διέταξε και ο Λέοναρντ ένευσε θετικά.
Πέντε λεπτά αργότερα, ακούστηκαν βήματα αργά. Ο Γκάρβευ ετοιμαζόταν να κατέβει και να διαλέξει το επόμενο θύμα, το οποίο αν δεν γινόταν σκοτεινός μάγος, θα κατέληγε νεκρό. Άκουγαν την βιαστική του ανάσα, καθώς ακόμη πονούσε εξαιτίας του τραυματισμού. Βαδίζοντας στον διάδρομο, ο Μίχαελ τον άκουσε να στέκεται απέναντί τους και να ανοίγει το κελί των δύο μαγισσών. Άκουσε τα κλάματα της κοπέλας και ευχήθηκε ο Λέοναρντ πάνω στην παρόρμηση, να μην έκανε καμία ανόητη κίνηση. Ευτυχώς τον είχε υπακούσει πλήρως, έτσι τη στιγμή που ο μάγος στεκόταν μπροστά από το κελί τους θέλοντας να χλευάσει την κατάντια ενός συμμάχου του Βλαντ, το χέρι του Μίχαελ τινάχτηκε στο πόδι του και με την υπερφυσική δύναμη του βρικόλακα, τον πέταξε στο πάτωμα. Το κόλπο με τον Λέοναρντ του είχε φανεί χρήσιμο. Κατόπιν, του άρπαξε τον αριστερό καρπό και ξεκίνησε να του ρουφά λαίμαργα την ενέργεια. Ο νεαρός έβλεπε τον μάγο να αργοσβήνει και να χλομιάζει και η αλήθεια είναι πως ο Μίχαελ θα τον σκότωνε, αν ένας ακόμη θόρυβος δεν του τραβούσε την προσοχή. Ήταν ο Μεχμέτ. Ο δεύτερος και πιο ισχυρός αντίπαλος του Βλαντ.
«Δεν έχουμε χρόνο, πάμε!» φώναξε στο αγόρι και αρπάζοντάς τον, ξεκίνησαν να τρέχουν στις κατακόμβες.
Ευτυχώς θυμόταν πως υπήρχε ακόμη μία έξοδος και μαζί με την μάγισσα και τον θνητό, ο Μίχαελ προσπερνούσε κελιά ανθρώπων που ούρλιαζαν για βοήθεια, ενώ πίσω του η φωνή του Μεχμέτ που ακόμη βρισκόταν σε μορφή σχεδόν άυλη, τους ακολουθούσε. Τελικά κατόρθωσε να ανοίξει ακόμη μία πύλη από ασήμι, την οποία εκείνος και οι υπόλοιποι μπορούσαν να περάσουν, σε αντίθεση με το πνεύμα του Μεχμέτ. Όταν βγήκαν έξω στον καθαρό και υγρό αέρα, ο Μίχαελ τυφλώθηκε από το φως του ήλιου, που είχε αιώνα σχεδόν να αντικρίσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top