Το Τάγμα του Δράκου/ part 2

Του άρεσε να μένει μόνος. Τον βοηθούσε να σκεφτεί. Έχοντας εισέλθει στην κρεβατοκάμαρά του, αφαίρεσε τα ρούχα του προσεκτικά, με αργές κινήσεις, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέπτη. Ειλικρινά δεν ήταν βέβαιος για το ποιος βρισκόταν με την μορφή του ειδώλου του, απέναντί του. Ήταν εκείνος, ή μήπως κάποιος άλλος; Η πλάτη του, οργωνόταν από αλλεπάλληλες ουλές. Ουλές που είχε αφήσει το μαστίγιο που προσγειωνόταν με λύσσα επάνω του, σκίζοντάς του το δέρμα, όταν έδειχνε ανυπακοή. Και η αλήθεια ήταν πως την έδειχνε συχνά όσο ήταν αιχμάλωτος των Οθωμανών. Σκυθρωπός, ξάπλωσε, προσπαθώντας να κλείσει τα μάτια του και να αποχαιρετήσει ακόμη μία ημέρα ρουτίνας. Κάθε φορά όμως που πάλευε να κοιμηθεί, το ίδιο όνειρο, ενός στοιχειωμένου παρελθόντος τον επισκεπτόταν.

΄΄Μέσα στο πυκνόφυτο δάσος, δίπλα από τον ποταμό Άρτζες, η ομίχλη κάλυπτε τα πάντα. Κάλυπτε ακόμη και τους πυρσούς που άναβαν κάποιοι πολεμιστές σε ένα πρόχειρα στημένο στρατόπεδο. Οι περισσότεροι ήταν ιππότες σιδερόφραχτοι και σαν έμβλημά τους είχαν έναν δράκο που κρεμόταν από ένα σταυρό. Κάτω από το δράκο, αναγραφόταν: «Societatis Draconistrarum». Οι ιππότες δεν ήταν και λίγοι. Και μαζί με τους άλλους στρατιώτες, αλλά και τους χωρικούς που τους ακολουθούσαν, άγγιζαν τους δέκα χιλιάδες άνδρες. Στη μέση του στρατοπέδου, κάτω από το φως λίγων πυρσών που έκαναν τη νύχτα να μοιάζει απόκοσμη, ένα πολεμικό συμβούλιο έφτανε στο τέλος του. Ανάμεσα σε μια ομάδα σιδερόφραχτων αξιωματικών, βρισκόταν ένας μάλλον, όχι ψηλός, άνθρωπος. Είχε φαρδιές πλάτες, χοντρό λαιμό και στιβαρά μπράτσα. Όμως εκείνο που δέσποζε στο παρουσιαστικό του ήταν το ψυχρό, αυστηρό, σκληρό και άγριο βλέμμα του. Ήταν ο εαυτός του όσο ζούσε. Τον έβλεπε πάλι σε κάποιον εφιάλτη.

Τα λόγια του ακούγονταν βαριά και οι αξιωματικοί πρόσεχαν ευλαβικά αλλά και με κάποιο τρόμο: «Έτσι έχει το σχέδιο. Η επίθεση θα γίνει όπως ακριβώς σας είπα. Θα τους πιάσουμε στον ύπνο. Δεν θα ξέρουν τι τους χτύπησε. Σας ξαναλέω. Προσοχή. Το στρατόπεδό του είναι χτισμένο κυκλικά. Η σκηνή του Τούρκου αφέντη βρίσκεται στο κέντρο για να τον προστατεύουν. Όπως έκαναν οι πρόγονοί τους οι Μογγόλοι στους χάνους τους, στα βάθη της Ασίας, έτσι χτίζουν ακόμη τα στρατόπεδα στις εκστρατείες τους. Όταν θα φτάσουμε στη σκηνή του, θα το καταλάβετε. Είναι η μεγαλύτερη μαζί με αυτή των βεζίρηδων. Προσέξτε, η σκηνή του σουλτάνου έχει απέξω ένα κοντάρι και πάνω σε αυτό, έχει έξι ουρές αλόγων. Είναι οι ιππουρίδες του, το έμβλημά του στις εκστρατείες. Εάν δείτε το κοντάρι με λιγότερες ουρές, τότε δεν είναι ο σουλτάνος, αλλά κάποιοι βεζίρηδες. Ξεκινάμε».

Ο Βλαντ του σήμερα, τινάχτηκε επάνω, ένα τέταρτο μετά την πρώτη του απόπειρα να κοιμηθεί. Η μάχη και ο ανταρτοπόλεμος. Το παρελθόν πάλι. Στο κάστρο έμεναν μονάχα εκείνος και ο Μίρτσεα. Αυτό που ο περισσότερος κόσμος δεν γνώριζε, ήταν πως ιστορικά, στο Μπραν, ο Βλαντ δεν έζησε ποτέ του. Το σπίτι του αποτέλεσε το κάστρο Ποενάρι, όχι πολύ μακριά από εκεί, σε μία δύσβατη περιοχή. Το δυστύχημα ήταν πως είχε καταστραφεί σε έναν μεγάλο βαθμό. Η νύχτα τον πότιζε με ενέργεια και τα νεύρα του ήταν τεντωμένα. Όσο και αν προσπαθούσε να το αρνηθεί, ανήκε στις σκιές, ανήκε στη νύχτα. Δεν ήταν άνθρωπος και δεν ήταν βέβαιος αν είχε ποτέ υπάρξει. Κάποτε, αιώνες πριν, είχε ένα όραμα. Ήθελε να προστατέψει τη χώρα του απέναντι στους Οθωμανούς και τελικά κατέληξε προδομένος από το ίδιο του το αίμα. Το αίμα που αποφάσισε να τον φέρει πίσω στη ζωή, καταραμένο, για να τον ορίζει απόλυτα, μα απέτυχε.

Οι σκιές όμως είχαν τους δικούς τους νόμους και κανόνες και οτιδήποτε μπλεκόταν με την Κόλαση και την αμαρτία, δεν είχε ποτέ καλό τέλος. Για να γίνει κάποιος βρικόλακας, μέσω της γνωστής τελετουργίας μετά από τον θάνατό του, έπρεπε να υπάρχει συγκατάθεση πριν από αυτόν. Για τον Βλάντ δεν ίσχυε κάτι τέτοιο μιας που ήταν ο πρώτος του είδους των Βρικολάκων. Αποτέλεσμα αυτού; Αδυνατούσε κυριολεκτικά να πεθάνει, ακόμη και με ένα παλούκι καρφωμένο στην καρδιά. Κοινώς, ο μόνος τρόπος, ήταν μαζί με εκείνον να πεθάνει και ο δημιουργός του. Αυτός που σκότωνε και εξαφάνιζε. Ήταν απόλυτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους και αυτό τον εξόργιζε περισσότερο. Η μόνη ευλογία που του είχε τύχει, ήταν το δισκοπότηρο. Το δισκοπότηρο του ανήκε απόλυτα. Κάποτε όταν ακόμη ήταν πρίγκιπας και στο τιμόνι της Βλαχίας, προκειμένου να καταπολεμήσει την αρρώστια της κλεψιάς, είχε τοποθετήσει το πανάκριβο δισκοπότηρο σε ένα απομονωμένο πηγάδι, στην μέση του πουθενά, ώστε να παρακολουθεί τους απλούς διαβάτες. Είχαν δικαίωμα να το χρησιμοποιήσουν για να πιούν νερό και μετά να το αφήσουν στη θέση του. Όποιος προσπαθούσε να το κλέψει, θα αποχαιρετούσε για πάντα τα εγκόσμια.

Το ίδιο αντικείμενο σήμερα, πεντακόσια χρόνια μετά, αποτελούσε πύλη όχι μονάχα για εκείνον, μα για όλη την κοινωνία των Αλχημιστών και της μαγείας που δεν είχε να κάνει με το σκότος. Όσο υπήρχε το δισκοπότηρο στην καρδιά της Σχολής από όπου αντλούσε και ενέργεια, ο μαγικός ή αλλιώς υπερφυσικός κόσμος ήταν προστατευμένος. Λειτουργούσε σαν ομπρέλα και σαν κάλυψη. Εδώ ακριβώς ερχόταν και η ερώτηση που τον βασάνιζε. Πώς στο καλό αυτή, η απλή κοπέλα, είχε φτάσει στο σημείο να το ανακαλύψει; Καθώς την πρώτη φορά που τον είχε δει μέσα από τον καθρέπτη, είχε μεταφερθεί στο Μπραν μέσω αυτής της πύλης.

Ο Βλαντ είχε πολύ αναπτυγμένο ένστικτο. Είχε αντιμετωπίσει στη ζωή του χιλιάδες προδότες και δοσίλογους για να μπορεί πλέον να τους ξεχωρίζει. Η κοπέλα δεν του φάνηκε ύποπτη, μα αδυνατούσε να εξηγήσει τη δύναμή της να φτάσει να τρυπήσει την κάλυψη των σκέψεών του. Ήταν σαν να την είχε δίπλα του εκείνη τη στιγμή. Στην ιδέα και μόνο, ανατρίχιασε, ωστόσο δεν την ένιωθε συνδεδεμένη τώρα. Αυτήν τη στιγμή, θα βρισκόταν στα ζοφερά κελιά του υπογείου του και ίσως την επομένη το πρωί να την καλούσε για ανάκριση.

Σε αντίθεση με τον ίδιο, ο Μίρτσεα βρισκόταν στο πλάι της κάτω στο μπουντρούμι. Η Γκάμπι είχε μαζευτεί σε μία γωνιά κλαίγοντας και αρνούμενη να αγγίξει το γεύμα που της πρόσφερε στα κρυφά. Είχε επίσης δει τις χιλιάδες κλήσεις της μητέρας της, η οποία θα είχε τρελαθεί έπειτα από το σημείωμα και θα ήθελε να γνωρίζει πως ήταν καλά. Τι θα πίστευε τώρα που κανείς δεν θα απαντούσε;

«Σε παρακαλώ φάε. Εσύ δεν είσαι υπερφυσική σαν εμάς και δεν θα αντέξεις» την παρακάλεσε ο Μίρτσεα και εκείνη τον κοίταξε οργισμένη.

«'Έμμεσα, είσαι και εσύ ψεύτης. Κυκλοφορείς με λάθος όνομα. Γιατί;» τον ρώτησε και τον άκουσε να ξεφυσά.

«Ας πούμε πως ο βασικός λόγος, είναι ο εξής. Οι Ρουμάνοι, ή τουλάχιστον αρκετοί από αυτούς, γνωρίζουν την αληθινή ιστορία του αδερφού μου, καθώς και το γεγονός πως είχε ως αδερφό του εμένα. Τι θα έλεγα στον κόσμο; Πως με αποκαλούν Μίρτσεα όπως τον συγχωρεμένο μεγάλο αδερφό του Βλαντ; Καταλαβαίνεις πως είτε θα γελούσαν, είτε θα ξεσκέπαζα την θλιβερή αλήθεια, πως τα Βαλκάνια και όχι μόνο, αποτελούνται από μυθικά πλάσματα. Πλάσματα, όπως τα παιδιά της νύχτας, δηλαδή εμάς τους βρικόλακες. Το κακό είναι πως με την πάροδο των χρόνων, οι άνθρωποι διαστρέβλωσαν την αλήθεια γιατί πολύ απλά δεν την γνώριζαν. Ένας βρικόλακας, στην ουσία αποτελεί μία διαταραγμένη ψυχή, την οποία από τον άλλο κόσμο την έφερες πίσω. Αυτό σημαίνει πως ακόμη και αν δαγκώναμε ανθρώπους, δεν θα μπορούσαμε να τους αλλάξουμε. Γιατί πολύ απλά είναι ζωντανοί. Δημιουργηθήκαμε από αίμα, ναι, αλλά δεν το πίνουμε. Η νύχτα μας γεμίζει ενέργεια, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο ήλιος μας καίει όπως στα παραμύθια. Απλώς μας ζαλίζει. Μία φορά, με είχε πάρει ο ύπνος στην αυλή της Ντούτραμ και όταν ξύπνησα, είχα παντού εγκαύματα σαν να είχα κάνει ηλιοθεραπεία. Από τότε, φροντίζω να κοιμάμαι στο κρεβάτι μου» έκανε μία παύση καθώς είδε την κοπέλα να νιώθει λίγο καλύτερα.

Πλησιάζοντάς τον, απλώς του έθεσε μία ερώτηση.

«Πώς πέθανες;»

Ήταν μία ερώτηση, σαν μαχαιριά στην καρδιά. Ο θάνατός του ήταν φρικτός.

«Έπεσα στα χέρια του Ιωάννη Ουνυάδη που υπήρξε στρατιωτική και πολιτική μορφή της Ουγγαρίας και διατέλεσε αντιαβασιλέας του βασιλείου της Ουγγαρίας για πάνω από δέκα χρόνια. Εκείνος σκότωσε τη μητέρα μας, τη Τσένια και πριγκίπισσα της Μολδαβίας. Γλίτωσαν μόνο ο Βλαντ και ο μικρός μας αδερφός ο Ραντού. Εμένα με βασάνισαν, μου κατέστρεψαν το ένα μου μάτι με ένα πυρακτωμένο σίδερο και έτσι αδύναμο με έθαψαν ζωντανό. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πώς νιώθεις όταν αναπνέεις χώμα αντί για οξυγόνο και όταν σε πνίγει και σε καταπλακώνει η γη» πρόφερε τρέμοντας και τα χέρια της Γκάμπι βγήκαν από το κελί για να πιάσουν τα δικά του.

Η ιστορία του δεν ήταν τόσο διαδεδομένη όσο του μεσαίου αδερφού, μα ο χαμός του έμοιαζε άδικος και φρικτός.

«Σε αγαπούσε ο Βλαντ, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.

«Ναι. Εκδικήθηκε για τον θάνατό μου και εκείνον της οικογένειάς του. Πέρασε πολλά και δύσκολα, μα είχε την συγκατάθεσή μου για την επικείμενη ανάσταση και το ήξερε και ας άργησε να με φέρει πίσω. Αποχωρίστηκε βίαια τη μητέρα και πιάστηκε αιχμάλωτος των Οθωμανών. Τους μισούσε και εξαιτίας της ανυπακοής του σε αυτούς, όσο ακόμη ήταν αιχμάλωτος, έτρωγε πολύ ξύλο με μαστίγιο» έκανε μία παύση.

«Τα σημάδια στην πλάτη του...» ψιθύρισε η κοπέλα και τον είδε να την κοιτάζει με νόημα.

«Έχεις δει την πλάτη του γυμνή; Να υποθέσω πως ήταν η στιγμή που μπήκες στο μυαλό του» της είπε και την είδε να οργίζεται.

«Όχι και εσύ! Δεν μπορεί να πιστεύεις πως το έκανα εσκεμμένα!» του φώναξε και εκείνος ανακάθισε.

«Καλά, αυτό είναι μία άλλη συζήτηση. Κοίτα. Ο Βλαντ είναι τρομερά δύσκολος χαρακτήρας. Όχι όμως σατανικός, ούτε άδικος. Έχει πολεμήσει γιατί αγαπούσε τη χώρα του και στο τέλος όλοι του γύρισαν τη πλάτη. Πρέπει να μας πεις τι συνέβη. Ό,τι ξέρεις» προσπάθησε να την πείσει και η κοπέλα πίεσε το μυαλό της.

«Έχω έναν δίδυμο αδερφό. Τον λένε Λέοναρντ. Εξαφανίστηκε ένα βράδυ που διασκεδάζαμε σε ένα μαγαζί εδώ κοντά στο κάστρο. Τον αναζητήσαμε παντού, απλώς για να καταλήξουμε πως είναι ακόμη ένα θύμα ανάμεσα στις τόσες εξαφανίσεις. Κανένας δεν γνωρίζει τι συμβαίνει και αυτό από μόνο του είναι περίεργο. Όταν ξεκίνησα να ετοιμάζω τη βαλίτσα μου για να έρθω στη σχολή, τη στιγμή που άγγιξα τη μπλούζα του αδερφού μου, προκειμένου να την πάρω μαζί μου, ώστε να έχω κάτι από εκείνον, ένιωσα ένα φριχτό πονοκέφαλο και μία ζαλάδα. Άξαφνα, νοητά, μεταφέρθηκα σε έναν τόπο σκοτεινό, σαν μπουντρούμι. Είχε ανήλιαγους, πέτρινους διαδρόμους, όπως αυτοί εδώ και μία μορφή σερνόταν εκεί. Μία φριχτή μορφή. Όταν είδα τον Βλαντ την τρίτη φορά που το έπαθα, πίστεψα πως ήταν το ίδιο άτομο. Από τη στιγμή του πρώτου μου οράματος, μπορώ και διακρίνω περίεργα πράγματα. Σε ρώτησα πώς πέθανες γιατί είχα δει το αληθινό σου πρόσωπο για μία στιγμή. Είχα δει πως σου έλειπε το μάτι, μα τότε δεν το συνειδητοποίησα. Επίσης, στο κεφάλι του νεαρού που δολοφονήθηκε στη σχολή, διέκρινα ένα μυτερό καπέλο. Μονάχα εγώ και κανένας άλλος» τελείωσε και το μυαλό του Μίρτσεα ξεκίνησε να παίρνει στροφές συνδέοντας τα γεγονότα.

«Να πάρει! Έχω μία θεωρία που αν αληθεύει, τότε ο κίνδυνος θα είναι τεράστιος. Στάσου ένα λεπτό. Έχω κάτι να σου δώσω και αν όλα είναι όπως νομίζω, τότε καήκαμε» της είπε και έφυγε για να επιστρέψει με ένα κομμάτι ύφασμα. «Λοιπόν, άγγιξέ το και στο τέλος θα μου πεις τι είδες» τελείωσε και τη στιγμή που το χέρι της κοπέλας απλώθηκε για να το αγγίξει, ο χαρακτηριστικός πονοκέφαλος επέστρεψε για να την ρουφήξει το όραμα.

΄΄Μια τεράστια φάλαγγα στρατιωτών προχωρούσε στα τυφλά. Δεξιά και αριστερά της πομπής υψώνονταν θεόρατοι, ορεινοί όγκοι. Το φως της ημέρας έφτανε με δυσκολία στο δρόμο και στα σημεία όπου τα βουνά σταματούσαν, οι δυνάμεις του άνδρα που ηγείτο έπρεπε να διασχίσουν ανήλεα σκοτεινά δάση. Η κούραση ήταν μεγάλη και κάθε λίγο οι ανιχνευτές τον ενημέρωναν για τις κινήσεις του άρχοντα Βλαντ. Ήταν ο σουλτάνος Μεχμέτ. Η Γκάμπι είχε ακούσει το όνομά του.

Ο Μεχμέτ, που είχε αποδείξει ότι ήξερε να διαβάζει τις συνθήκες μιας μάχης, ήταν σκεπτικός. Ο Βλάχος ηγεμών τον παρέσερνε σε μια ενδοχώρα άγρια και εφάρμοζε τέλεια την τακτική της καμένης γης. Ένιωθε να κινδυνεύει και ο ίδιος και ο στρατός του. Ύστερα από σκέψη αποφάσισε η καταδίωξη να γίνει μέχρι την πόλη Τιργκόβιστε. Η πομπή προχωρούσε αργά, αλλά σταθερά. Στην κορυφή μιας ανηφόρας λίγο έξω από το Τιργκοβίστε, το αίμα των Οθωμανών πάγωσε.

Ένας τεράστιος δρόμος φιδογύριζε και χανόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Από τις δύο πλευρές του δρόμου ξεκινούσαν τα δέντρα ενός δάσους που κανείς δεν τολμούσε να μπει μέσα. Δεξιά και αριστερά του δρόμου, η ίδια η κόλαση φάνηκε να πήρε σάρκα και οστά. Χιλιάδες άνθρωποι, παλουκωμένοι, έμοιαζαν σαν συνέχεια των δέντρων του δάσους. Τα παλούκια ήταν καρφωμένα στο έδαφος, αλλά το ύψος τους διέφερε. Η πομπή προχώρησε. Η σιγή ήταν νεκρική. Μέχρι και τα άλογα σαν να αισθάνθηκαν τον θάνατο να πλανάται, δεν χλιμίντριζαν. Κάπου - κάπου ακουγόταν κάποιος στρατιώτης που δεν άντεχε και άδειαζε το στομάχι του.

Στην ατμόσφαιρα η μυρωδιά του σαπισμένου κρέατος και των ούρων έπνιγε την ανάσα. Όταν οι Οθωμανοί πλησίαζαν τους αναρίθμητους παλουκωμένους, συνειδητοποιούσαν ότι οι περισσότεροι ήταν συμπολεμιστές τους. Τη νεκρική σιγή έσκιζαν κάποιοι ψίθυροι. Ήταν οι ικεσίες από τους παλουκωμένους που πολλοί από αυτούς ήταν ακόμη ζωντανοί. Ικέτευαν τους συντρόφους τους να τους απαλλάξουν από το μαρτύριο΄΄

Αυτό που ζούσε της φαινόταν απίθανο. Βρισκόταν στην ουσία, στο πεδίο της μάχης, σχεδόν πεντακόσια χρόνια πριν. Μπορούσε να δει, σχεδόν να μυρίσει το ξεραμένο αίμα από τα σάπια κουφάρια που κρέμονταν ανελέητα. Ωστόσο, για κάποιον λόγο και καθώς δεν είχε μάθει να το ελέγχει ακόμη, το όραμα την κρατούσε δέσμια, ενώ έμοιαζε να πηδά από εικόνα σε εικόνα.

΄΄Ο Ορχάν Μπερεκέτ σταλμένος από τον σουλτάνο Μεχμέτ, κοίταξε δεξιά και αριστερά για να μπορέσει να διακρίνει κάποια κίνηση ανάμεσα στα δέντρα. Ο ήχος από τις οπλές των αλόγων στο χώμα ακουγόταν απόκοσμα δυνατός. Ο ήλιος σχεδόν είχε βασιλέψει, και εκείνος μαζί με άλλους τριάντα έφιππους Δελήδες διέσχιζαν με κάθε προφύλαξη το πυκνόφυτο σκοτεινό δάσος στους πρόποδες των τρανσυλβανικών Άλπεων...

Μια ομίχλη έκανε την εμφάνισή της. Ευτυχώς τα σύννεφα δεν ήταν πολλά και σε λίγο το ολόγιομο φεγγάρι θα τους επέτρεπε να βλέπουν καλά. Ο Ορχάν είχε ένα άσχημο προαίσθημα από την ώρα που ο διοικητής του, έστειλε την ομάδα του για να ανιχνεύσει το δάσος και το ποτάμι Άρτζες που το διασχίζει. Έπρεπε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και να κοιτάζουν για άνδρες της εμπροσθοφυλακής του εχθρού.

Ο Μπερεκέτ αφαιρέθηκε από τη θέα και τράβηξε απαλά τα χαλινάρια από το αραβικό λευκό του άτι, μειώνοντας τον καλπασμό του. Το ποτάμι, αν και Ιούνιος, κατέβαινε μανιασμένα από το βουνό. Δεξιά και αριστερά από τις όχθες του υψώνονταν, σχεδόν κάθετα, τεράστιοι ορεινοί δασωμένοι όγκοι. Κάπου εκεί θα πρέπει να κρύβεται ο άρχοντας Βλαντ, σκέφτηκε ο Οθωμανός στρατιώτης και ένιωσε τις τρίχες της κεφαλής του να σηκώνονται. Η έφιππη ομάδα του συνέχισε να κατευθύνεται βόρεια. Με την άκρη του ματιού του, ο Μπερεκέτ, νόμισε πως έπιασε μια κίνηση στα δεξιά του, στις παρυφές του δάσους, ανάμεσα στα δέντρα. Κοίταξε καλύτερα, αλλά δεν είδε το παραμικρό. Ο ήχος του ορμητικού ποταμού τον εμπόδιζε να ακούσει καλά. Το άγχος άρχισε να φεύγει από το κορμί και την ψυχή του Οθωμανού Δελή. Μέχρι στιγμής δεν είχαν βρει το παραμικρό ίχνος από τον εχθρό. Ύψωσε το χέρι του και οι περίφημοι Οθωμανοί ιππείς σαν ένας άνθρωπος, σταμάτησαν τα άλογά τους. Η περιοχή ήταν καθαρή. Θα γύριζαν πίσω στο στρατόπεδό τους. Όπως όμως οι ακρίδες επιτίθενται στα σπαρτά, έτσι ξεπρόβαλλαν και όρμησαν από τα δέντρα οι άνδρες του Βλαντ. Βλάχοι όλοι τους, με ασημένιες πανοπλίες που λαμποκοπούσαν απόκοσμα κάτω από το φως του φεγγαριού, χωρίς να φωνάζουν. Σαν τζίνια της κόλασης, με τρομακτικές περικεφαλαίες, δίχως πρόσωπο, μόνο με δυο τρύπες για μάτια, σήκωναν και κατέβαζαν με ορμή τα τεράστια σπαθιά τους πάνω στους άτυχους Δελήδες της ομάδας του Ορχάν. Οι Οθωμανοί δεν κατάλαβαν τι τους χτύπησε. Σε λίγα λεπτά ήταν όλοι τους νεκροί. Το αίμα τους έρεε στις όχθες και κοκκίνιζε το ποτάμι. Διακρινόταν καθαρά, κάτω από το φως του φεγγαριού΄΄

Η Γκάμπι ούρλιαξε και το όραμα έσβησε πάνω στη στιγμή που η προσωπικότητα του σουλτάνου Μεχμέτ, την είχε αντιληφθεί. Οι παλαιές έχθρες δεν είχαν πεθάνει. Συνέχιζαν να ζουν στο σήμερα και να τραβούν μαζί τους το κουφάρι του παρελθόντος. Ένας κύκλος αίματος που είχε ξεκινήσει αιώνες πριν και δεν φαινόταν να έχει σταματημό. Ιδρωμένη και με το κορμί της να τρέμει, ζάρωσε σε μία γωνιά. Στη θέα της, κάτι σκίρτησε στον Μίρτσεα. Αυτή η κοπέλα έμοιαζε να βασανίζεται και χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Πλησιάζοντας προς τα κάγκελα του κελιού της, πάλεψε να την πείσει να του περιγράψει τις σκηνές που είχε δει. Ανέφερε το όνομα του μισητού σουλτάνου, τη σκηνή της επίθεσης του Βλαντ στο στρατόπεδο, ακόμη και το δάσος των παλουκωμένων, όπως το είδαν τα μάτια των Οθωμανών. Σε κάθε της λέξη, ξέφευγε και ένας λυγμός.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top