Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 2
Το κεφάλι του βρισκόταν σφηνωμένο σε μία σιδερένια λαβή. Η θέση του Στεφάν ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη. Αρχικά, το μοναδικό πράγμα που ατένιζε, ήταν ο λερωμένος τοίχος ενός μπουντρουμιού, ωστόσο καθώς είχε ζήσει σε μία εποχή πολύπαθη, τίποτε πλέον δεν ήταν ικανό να τον ταράξει, εκτός ίσως από τους φρικτούς πόνους του ασημιού που έκαιγε τον λαιμό του και που είχε μετατρέψει σε βαθιά πληγή το μαλακό δέρμα. Αυτή τη στιγμή βρισκόταν υπογείως, σε μία κενή και σκοτεινή αρένα, όταν άξαφνα πρόσεξε όλα τα κεριά που βρίσκονταν κρυμμένα στους τοίχους, να ανάβουν το ένα μετά το άλλο. Από το βάθος, είδε τον Ραντού να ξεπροβάλει, πάντα αέρινος, πάντα όμορφος. Δεν είχε καμία σχέση η εμφάνισή του με εκείνη του Βλαντ. Πίσω του ωστόσο, στάθηκαν χιλιάδες Σκοτεινοί, αναρίθμητοι θα έλεγε κανείς, Οθωμανοί στρατιώτες ή και όχι, έτοιμοι να υπηρετήσουν τον Μεχμέτ που έκανε και εκείνος με τη σειρά του την εμφάνισή του.
«Ξέρω πως δεν θα έρθει ο Βλαντ να σε σώσει. Δεν είναι τρελός. Θα περιμένω όμως όποιον και αν είναι, να είσαι βέβαιος γι'αυτό. Μέχρι τότε, θα σε απολαμβάνω να αργοπεθαίνεις με το ασήμι να σου τρώει τη σάρκα» τελείωσε ο σουλτάνος και αποχώρησε με τον Ραντού να στέκεται για λίγα λεπτά παραπάνω.
Ανεβαίνοντας στην επιφάνεια, ο νεότερος Ντράκουλα, φορούσε ένα πουκάμισο γαλάζιο και ένα πουλόβερ στους ώμους του. Ήθελε να γίνει ορατός από τους ανθρώπους, δεν τον απασχολούσε καθόλου. Ήταν απόγευμα, όταν έφτασε στην κεντρική πλατεία του Μπρασόβ. Τα μαλλιά του τώρα έφταναν περίπου μέχρι τους ώμους του και είχαν το χρώμα το ανοιχτό του σταχιού. Για λίγο άφησε και εκείνος με την σειρά του πίσω τις σκοτούρες, όσο αυτό ήταν δυνατό δηλαδή. Μπροστά του, ο κόσμος βάδιζε ανέμελος. Με όλα αυτά τα χρόνια του εγκλεισμού εκεί κάτω και όλα εκείνα των μαχών, δεν είχε αφήσει ποτέ τον εαυτό του ελεύθερο να σκεφτεί, τι είδους ζωή υπήρχε γύρω του και πως οι άνθρωποι που βάδιζαν μπροστά του έμοιαζαν σχεδόν απαλλαγμένοι από άγχη. Ο Ραντού είχε την τυπική εικόνα ενός νεαρού άνδρα, αρκετά σύγχρονου. Καθώς πάντοτε προσαρμοζόταν εύκολα στις καταστάσεις, πολύ ευκολότερα από τον Βλαντ, δεν του ήταν καθόλου δύσκολο να παρακολουθήσει τις συνήθειες και να τις υιοθετήσει.
Σε μία μικρή, ξύλινη καντίνα, πουλούσαν ζεστό κρασί παραδοσιακό. Την είχε μία κοπέλα και η μητέρα της. Ο Ραντού πλησίασε και κοίταξε για λίγο τον μπροστινό του που σερβιριζόταν σε ένα πήλινο ποτηράκι. Έχοντας σταθεί πλέον μπροστά, ζήτησε ευγενικά από την κοπέλα, να του προσφέρει και εκείνου λίγο. Η νεαρή στην θέα του, φάνηκε να κοκκινίζει ολόκληρη, σε σημείο που όταν τον πλησίασε, σχεδόν απέστρεψε το βλέμμα της εξαιτίας της ντροπής.
«Είσαι...είσαι πολύ όμορφος» του ψιθύρισε στα πεταχτά και δίνοντάς του το ποτήρι με το αχνιστό και μυρωδάτο άλικο κρασί, υποχώρησε και χώθηκε πίσω από τη μητέρα της που κοιτούσε τον νεαρό χαμογελαστή δίχως να γνωρίζει.
Ο Ραντού έμεινε να κοιτάζει το ρόφημα και κατόπιν μειδίασε με το αθώο της σχόλιο. Μονάχος του κάθισε σε ένα παγκάκι βλέποντας τα ζευγάρια να τριγυρνάνε και φέρνοντας στο νου του, την παράξενη σχέση του με τον Μεχμέτ. Ήταν ιδιαίτερη, μία σχέση που ακροβατούσε στα όρια της φιλίας και ίσως κάτι περισσότερο. Είχαν μεγαλώσει μαζί, είχε προσαρμοστεί σε μία ζωή του παλατιού, σε αντίθεση με τον Βλαντ που ήταν αντιδραστικός και όλοι τον τιμωρούσαν με τον χειρότερο τρόπο, ενώ εκείνος ήταν ο εκλεκτός. Είχε μάθει αυτόν τον τρόπο ζωής και σεβόταν τον παράδοξο σύντροφό του, τον Μεχμέτ, ωστόσο η εικόνα η απλή που έζησε μόλις, για λίγο τον αποσυντόνισε. Ήταν απόγευμα, το αεράκι δροσερό, η ατμόσφαιρα καθαρή ενώ πότε-πότε γάργαρα γέλια έφταναν στ' αφτιά του από οικογένειες, φίλους και περαστικά ζευγάρια. Το χαμόγελο ωστόσο εκείνης της μελαχρινής κοπέλας, είχε μείνει να κρέμεται στη μνήμη του. Ήταν η πρώτη φορά που τον πλησίαζαν με ειλικρινή θαυμασμό και ντροπαλότητα, η πρώτη φορά που δεν ήταν ο ετεροθαλής και άγνωστος αδερφός του διάσημου Παλουκωτή. Ήταν απλά μία φυσιογνωμία που τραβούσε την προσοχή και αυτό του άρεσε. Το γεγονός δηλαδή πως δεν τον προσδιόριζε καμία ταμπέλα.
Βυθισμένος στις σκέψεις του, ούτε που κατάλαβε για πότε είχε πιεί το ζεστό του κρασί, ωστόσο δίσταζε να πλησιάσει τη μικρή, ξύλινη καντίνα, ώσπου εκείνη έκλεισε και οι δύο γυναίκες βάλθηκαν να μαζεύουν τα πράγματά τους. Από μακριά, ένας άντρας τις πλησίασε με θράσος περισσό και τους ζήτησε να του δείξουν τις οικονομίες που είχαν συγκεντρώσει. Από όσο μπορούσε να υποθέσει, ήταν ο πατέρας, ο οποίος φαινόταν λίαν δυσαρεστημένος με το αποτέλεσμα και ξεκίνησε να φωνάζει στην κοπέλα τονίζοντάς της, πως έμεινε μία αμόρφωτη, όπως η μητέρας της, ενώ αντίθετα η μικρή της αδερφή σπούδαζε για να μπει στην ιατρική. Κάπου εκεί ξεκίνησε να σκέφτεται, πως τα παιδικά και νεανικά βιώματα, καθορίζουν σε ένα βαθμό και τον χαρακτήρα, μα και την πορεία κάποιου ανθρώπου. Αρκετοί, κατορθώνουν να ξεφύγουν από το μονοπάτι που τους χαράχτηκε, ενώ κάποιοι άλλοι το ακολουθούν πιστά, παρά τις αραιές λοξοδρομήσεις. Ίσως και η δική του περίπτωση, να ήταν παρόμοια.
Στη θέα ωστόσο της άδικης και αδυσώπητης συμπεριφοράς του άνδρα, ο Ραντού με μία κρυφή κίνηση, άναψε φωτιά στο μανίκι του, κάνοντάς τον να καταλήγει στο κεντρικό σιντριβάνι, προκειμένου να σωθεί. Οι δύο γυναίκες κοιτούσαν έντρομες το απόκοσμο περιστατικό και ο Ραντού ξεκίνησε να αποχωρεί με τρόπο. Η ζωή του ήταν διαφορετική, ανήκε αλλού. Τα βήματά του τον απομάκρυναν ολοένα και περισσότερο, όταν συνειδητοποίησε πως στα χέρια του κρατούσε το πήλινο κουπάκι που του είχαν δανείσει για το κρασί.
΄΄Θα το ψάχνουν΄΄ σκέφτηκε και επέστρεψε, μονάχα για να τις δει να φεύγουν.
Επιταχύνοντας ελαφρώς, τις πρόφτασε και τείνοντας το χέρι του σιωπηλός, το έδωσε πίσω στην κοπέλα, η οποία ζήτησε από την μητέρα της να την περιμένει.
«Σήμερα, είχα μία άσχημη μέρα. Μία από τις πολλές που θα ακολουθήσουν. Συγγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση με το σχόλιό μου. Αυτό εδώ που κρατάς, είναι το τυχερό μου κουπάκι να ξέρεις. Δεν το έδωσα τυχαία σε εσένα. Ήλπιζα πως στο τέλος, θα κατόρθωνε να κάνει για εμένα ένα μικρό θαύμα και το έκανε. Χάρηκα που σε γνώρισα και ας μην ξέρω το όνομά σου» του είπε.
«Ραντού» της απάντησε.
«Ουάου! Σπάνιο έως μεσαιωνικό. Σαν τον αδερφό του πρίγκιπα Βλαντ» πρόφερε ενθουσιασμένη δείχνοντάς του την εικόνα που απεικονιζόταν στο μικρό ποτήρι. Ήταν το κάστρο Μπραν.
«Γνωρίζεις λοιπόν την ιστορία του Βλαντ;» την ρώτησε με περιέργεια.
«Φυσικά. Όλοι στη Ρουμανία τη γνωρίζουμε και μπορεί κάποιους να τους τρομάζει η ιδέα του, μα για εμένα ήταν ήρωας εθνικός. Στεναχωρήθηκα όταν διαβάζοντας την ιστορία, ανακάλυψα πως μισούσε τον αδερφό του και το αντίστροφο»
Εκείνος ξεφύσησε.
«Μερικές φορές, η εξήγηση είναι δύσκολη. Σύμφωνα με την ιστορία μεγάλωσαν διαφορετικά. Ήταν αιχμάλωτοι των Οθωμανών, μονάχα που ο ένας είχε άψογη σχεδόν μεταχείριση και ο άλλος όχι. Ο Βλαντ ήταν αντιδραστικός πολύ, ενώ ο Ραντού του Μεσαίωνα είχε προσαρμοστεί πλήρως στο παλάτι. Ήταν πολλά τα χρόνια της αιχμαλωσίας, ο άνθρωπος αλλάζει. Ο ένας ήθελε να γίνει φίλος με τους Οθωμανούς και ο άλλος όχι» της είπε και η κοπέλα φάνηκε να προβληματίζεται.
«Ξέρεις και εγώ τυχαίνω διαφορετικής μεταχείρισης σε σχέση με την αδερφή μου, μα δεν τη μίσησα ποτέ. Ας αφήσουμε όμως την ιστορία εκεί που είναι και ας επικεντρωθούμε στο σήμερα. Εμένα με νοιάζει, που η μέρα μου έγινε λιγάκι πιο φωτεινή εξαιτίας σου» του χαμογέλασε.
«Και εμένα η ψυχή μου. Λίγο πιο φωτεινή....» της ψιθύρισε και εκείνη αντιδρώντας τολμηρά, άφησε ένα φιλί πεταχτό στο μάγουλό του και απομακρύνθηκε κοκκινίζοντας εκ νέου και ακολουθώντας τη μητέρα της.
΄΄Το φως αυτό όμως, δεν αρκεί για να καλύψει το δικό μου το σκοτάδι΄΄ σκέφτηκε και ίσως ήταν αλήθεια. Ο κύκλος ο αέναος του μίσους που είχε μπλεχτεί, σχεδόν τον παρέσυρε στα δικά του δίχτυα. Εκείνος, ο Βλαντ και ο Μεχμέτ θα ήταν αιώνιοι αντίπαλοι, μιας που αυτή η ρίζα ήταν βαθιά και έφτανε μέχρι τον Μεσαίωνα.
***
Τα καλά του ανήκειν στον είδος το υπερφυσικό, ήταν το ότι τόσο οι βρικόλακες όσο και οι μάγοι, μπορούσαν να διασχίζουν εκτάσεις ολόκληρες δίχως κανένας να τους αντιληφθεί. Με την κατεύθυνση μίας ομάδας Αλχημιστών, των οποίων τη βοήθεια αρχικά ο Χάινς ετοιμαζόταν να αρνηθεί, κατόρθωσαν και διακτινίστηκαν σχεδόν, στα σύνορα με την Ουγγαρία. Σύντομα, πέρασαν σε ρουμάνικο έδαφος και για την ακρίβεια, βρέθηκαν στην πόλη Οράντεα, στη βορειοδυτική Ρουμανία. Χτισμένη στις όχθες του ποταμού Κρισούλ Ρεπέντε, ήταν ένας υπέροχος σταθμός, μία πόλη γεμάτη χρώματα. Το πρώτο πράγμα που τους τράβηξε την προσοχή, ήταν το μπαρόκ παλάτι της. Οι δρόμοι της ήταν πεντακάθαροι και όλα τα κτήρια είχαν ένα δικό τους, μοναδικό στυλ. Είχαν κάτι το μεσαιωνικό και ταυτόχρονα κάτι το σύγχρονο, ήταν σαν οι εποχές να συναντιούνταν στο δικό τους σταυροδρόμι. Ο Χάινς δυσκολευόταν ιδιαίτερα με την πολυκοσμία. Το μυαλό του είχε κολλήσει στα γεγονότα του πολέμου και μέσα στα μάτια των ανθρώπων, έβλεπε έναν εν δυνάμει εχθρό και αυτός ήταν ο λόγος που τους κοιτούσε, τους περισσότερους καχύποπτα.
Η διαδρομή τους μέσα από τα βουνά και τα φαράγγια, τους ξύλινους φράχτες, την καταπράσινη φύση της Ρουμανίας καθώς και ορισμένα, φτωχικά χωριά, κρυμμένα στους χαμηλούς λόφους, ή απλωμένα στην πεδιάδα, τους έκοβε την ανάσα. Όσο προχωρούσαν, ο αέρας έμοιαζε αλλιώτικος και η Σιγκισοάρα ήταν κοντά. Στόχος τους μπαίνοντας, ήταν εκείνος ο οχυρωμένος λόφος με τις βαθιά κεκλιμένες στέγες στην άκρη της πόλης. Περνώντας πεζοί κάτω από τη μεγάλη πύλη του παλαιού τείχους, είχαν ήδη μπει στον Μεσαίωνα μιας και η κίνηση των οχημάτων ήταν ελάχιστη.
«Πρέπει να βιαστούμε. Έχω κιόλας ανατριχιάσει» ψέλλισε ο Γκιάελ.
«Πολύ ευαίσθητος μας βγήκες. Αν με ρωτάς, σε σύγκριση με τα πειράματα και τις χιλιάδες κραυγές ανήμπορων παιδιών, τη στιγμή του θανάτου τους στον θάλαμο αερίων, προτιμώ το αξύριστο προσωπάκι του Μεχμέτ και τον εκπάγλου καλλονής μισητό αδερφό του Βλαντ Τσέπες, με την πολυσχιδή προσωπικότητα. Κοινώς, βάλε τα πόδια σου στην πλάτη και φύγαμε» πρόφερε ο Χάινς, όταν παρακάμπτοντας το κάστρο, βρέθηκαν να κοιτάζουν από ψηλά το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top