Σκοτεινή Ακαδημία/part 2
Οι βαλίτσες χτυπούσαν σε κάθε σκαλοπάτι κάνοντας πάταγο και η Γκάμπι μαζί με τις άλλες δύο είχαν κάνει δύο φορές στάση στη μέση της φιδογυριστής, πέτρινης σκάλας.
«Μου εξηγείτε γιατί δεν υπάρχει ανελκυστήρας;» έσκουξε η Μόνικα, όταν εμφανίστηκε ο Μαξιμίλιαν ελαφρώς αναμαλλιασμένος και κρύβοντας ένα χασμουρητό. «Α! Ο σωτήρας μας» έκρωξε μόλις τον είδε ενώ εκείνος τις παρατηρούσε με την διεισδυτική του ματιά.
«Νομίζω πως θα αγαπήσετε την πρωινή γυμναστική. Είναι μάθημα επιλογής και ας μην ταιριάζει στη Σχολή. Προνοούν για την σωματική σας ευεξία που αν κρίνω από την εικόνα αυτή, απουσιάζει. Λοιπόν, ανεβείτε και αφήστε τα πράγματα εκεί που είναι. Θα σας τα φέρω μέχρι την κορυφή και μετά θα αποσυρθώ για να συνεχίσω με τον ύπνο μου» ανακοίνωσε εύθυμα.
«Δεν είσαι και πολύ πρωινός τύπος, ε;»
«Δεσποινίς όχι. Το ομολογώ. Ο ήλιος μου φέρνει νύστα, ειδικά αν εκθέσω τον εαυτό μου πολλές ώρες για να ζεσταθώ. Αυτή η εποχή για εμένα είναι ιδανική. Οι ακτίνες εκπέμπουν την κατάλληλη θερμότητα, τόση ώστε να με ευχαριστήσουν και να με νυστάξουν παράλληλα» τελείωσε ωστόσο εκείνη, έχοντας αφήσει τις κοπέλες να προηγηθούν από την ίδια, ρώτησε ξανά.
«Η κυρία Άλμπα, πώς είναι;» πρόφερε αν και στην ουσία ήθελε να ρωτήσει ΄΄τι είναι΄΄.
«Ήρεμη αν δεν την ωθήσει στα άκρα κάποιος τρελός έφηβος μαθητής» της απάντησε ανέμελα και ανέβηκε μαζί με τα πράγματα, όταν η κοπέλα παρατήρησε πως οι δύο βαλίτσες κρέμονταν απλά από ένα δάχτυλο του χεριού του.
΄΄Αδύνατον΄΄ σκέφτηκε και η ταχυπαλμία επανήλθε για πολλοστή φορά.
Καθώς τον καρτερούσε να ανέβει τα σκαλοπάτια, τα μάτια της έμειναν για λίγο σταθερά επάνω στα χαρακτηριστικά του. Σχεδόν ποτέ δεν τον είχε δει να χαμογελά. Ήταν κοινωνικός και ευγενικός, μα υπήρχε μία αδιόρατη εγκράτεια στην συμπεριφορά του.
«Σε ευχαριστούμε» πρόφερε καθώς τον κοιτούσε και εκείνος ένευσε θετικά. Λίγο πριν φύγει, του έθεσε μία τελευταία ερώτηση «Υπάρχει δρόμος για να φτάσω μέχρι το Μπραν από εδώ;»
Ξαφνικά το βλέμμα του σκοτείνιασε και τα χείλη του κύρτωσαν.
«Ξέχασε το Μπραν μικρή» ήταν η μόνη κουβέντα που της είπε. Τα μάτια του είχαν καλυφθεί από μία αδικαιολόγητη σκοτεινιά σαν να είχε αναφερθεί κάτι απαγορευμένο. Ο πράος και όμορφος νεαρός, είχε δώσει τη θέση του σε έναν, ας πούμε δίδυμο αδερφό, σκληρό και απότομο.
«Εντάξει, μην μου πεις τώρα πως και εσύ συμφωνείς με τις απόψεις που κυκλοφορούν εδώ γύρω; Πως το Μπραν είναι γρουσουζιά; Δεν θέλω να μπω μέσα, μονάχα να το ζωγραφίσω. Από κοντά θα μπορέσω να προσέξω καλύτερα τις λεπτομέρειες. Επομένως, αδίκως ανησυχείς τόσο» του πέταξε στο τέλος και έκανε σήμα στις φίλες της να την ακολουθούν από κοντά. Ο Μαξιμίλιαν την κοιτάξε έντονα, προτού της γυρίσει την πλάτη και απλώς αποχωρήσει.
«Ειλικρινά, εγώ τρόμαξα» κλαψούρισε η Μόνικα «Γυάλισε το μάτι του στο άκουσμα του Μπραν, μα φιλενάδα, δεν έχει και άδικο. Τόσα έχουν γίνει, ο αδερφός σου εξαφανίστηκε, δεν φοβάσαι για τη ζωή σου; Μπορεί όπως υποστηρίζεις και εσύ, να είναι δολοφόνοι ή βιαστές. Για εκείνους τα απομονωμένα βουνά, με φήμες σκοτεινές όπως αυτό, είναι ο καλύτερος τόπος δράσης» πάλεψε να την πείσει μέχρι που έφτασαν στο δωμάτιο με τον αριθμό πέντε μπροστά, χαραγμένο επάνω στην ξύλινη, μεσαιωνικού σχεδιασμού πόρτα. Η Καμίλια προχώρησε λίγο παρακάτω για να ανοίξει το δικό της δωμάτιο.
Το εσωτερικό του περιλάμβανε μία δίφυλλη ντουλάπα από σκούρο ξύλο, με δύο κεφαλές λεόντων να δεσπόζουν στη μέση κάθε πλευράς. Το σχέδιό της ήταν βαρύ και ιδιαίτερο, ενώ από το ταβάνι κρεμόταν ο ίδιος πολυέλαιος που δέσποζε και στην κεντρική αίθουσα, μονάχα που είχε το μισό μέγεθος.
«Από πάντα σιχαινόμουν το μαύρο και εδώ θα το φάμε με το κουτάλι» κλαυθμήριζε η Μόνικα και η Γκάμπι άνοιξε την βαλίτσα και ξεκίνησε να τακτοποιεί τα πράγματά της.
Η κάθε κοπέλα είχε το δικό της κρεβάτι, το οποίο μάλιστα είχε και ουρανό. Ακόμη και οι κουρτίνες ωστόσο, αποτελούνταν από ένα ημιδιάφανο, μαύρο ύφασμα. Το παράθυρό τους, είχε θέα στον κήπο, που ήταν γεμάτος τριανταφυλλιές, ενώ ολόγυρα περιβαλλόταν από δέντρα ψηλά και πυκνά που έμοιαζαν με κυπαρίσσια. Η αλήθεια ήταν πως καθώς το κάστρο κρεμόταν σχεδόν στον γκρεμό, ο κήπος δεν είχε και πολλά περιθώρια επέκτασης. Τα δύο κορίτσια ξάπλωσαν για λίγο, μέχρι να ερχόταν η ώρα του βραδινού γεύματος. Την πρώτη τους μέρα, θα ήταν ελεύθεροι και τα μαθήματα θα ξεκινούσαν την επομένη το πρωί, επομένως, η σημερινή μέρα ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στη χαλάρωση και στην ξενάγηση.
Βγάζοντας τα υπάρχοντά της, έφτασε στη μπλούζα του αδερφού της. Την κοίταξε για λίγο, ωστόσο, αποφάσισε να μην την αγγίξει, καθώς μία κρίση της, ή ένα όραμα,θα λάμβανε χώρα μπροστά στα έντρομα μάτια της φίλης της. Κάτι τέτοιο έπρεπε αδιαπραγμάτευτα να αποφευχθεί. Με το ένα της χέρι, έπιασε τα υπόλοιπα ρούχα αφήνοντας αυτό στην άκρη.
«Είναι του Λέοναρντ, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε αμήχανα η Μόνικα.
Στην ουσία, πνιγόταν στις τύψεις. Αγαπούσε τον Λέοναρντ, μα δεν τον έβλεπε ερωτικά. Είχαν σχεδόν μεγαλώσει μαζί και εκείνο το φιλί την είχε ξαφνιάσει. Το μυαλό της γύρισε ξανά στο αναθεματισμένο βράδυ. Αν δεν είχε αντιδράσει, ίσως ο Λέοναρντ να μην την αναζητήσει ολομόναχος. Και αυτό το σκοτάδι; Την τρόμαζε. Πάντοτε την τρόμαζε.
«Συγγνώμη» ψέλλισε καθώς δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της.
«Μόνικα τι είναι αυτά που λες; Γιατί μου ζητάς συγγνώμη; Σε παρακαλώ, δεν φταις εσύ...» προσπάθησε να την καθησυχάσει και δύο λεπτά αργότερα βρέθηκαν αγκαλιασμένες να κλαίνε μαζί «Μην αφήνεις όλο αυτό να σε επηρεάζει. Είναι και ο λόγος που με βλέπεις να πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα. Γιατί δεν θέλω να με παρασύρει, αλλιώς θα τρελαθώ! Κοντεύω!»ξέσπασε και η Μόνικα την κοίταξε παραξενευμένη.
«Σε νιώθω...Προσπαθώ» πήγε να της πει.
«Όχι!Δεν αναφέρομαι μονάχα στον Λέοναρντ. Από τότε που χάθηκε, νομίζω πως χάνω και εγώ το μυαλό μου. Συμβαίνουν περίεργα πράγματα για τα οποία δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν, αλλά θα σκάσω αν τα κρατήσω άλλο μέσα μου» ψέλλισε η Γκάμπι και ένιωσε το καθησυχαστικό άγγιγμα της φίλης της στον ώμο.
«Είμαι εδώ για εσένα. Μαζί έχουμε αντιμετωπίσει φόβους και προβλήματα».
Η Γκάμπι στράφηκε στην πεσμένη μπλούζα και της την έδειξε από μακριά.
«Μπορείς να μου την φέρεις;» την ρώτησε θέλοντας να διαπιστώσει αν το συμβάν,θα πραγματοποιούταν και στην δική της περίπτωση.
Πράγματι, η Μόνικα έπιασε το ύφασμα και με μία κίνηση έτεινε το χέρι της προς το μέρος της.
«Ορίστε» της είπε και η Γκάμπι ξεκίνησε να τρέμει.
«Δεν μπορώ» είπε κοφτά. «Όποτε την αγγίζω βλέπω πράγματα. Σκοτεινά πράγματα. Σκόρπιες, ασύνδετες εικόνες όλες τους εφιαλτικές. Την τελευταία φορά, είδα κάποιον. Μάλλον άντρα, αλλά δεν διέκρινα χαρακτηριστικά. Φοβάμαι να την αγγίξω» ψέλλισε και η Μόνικα την τίναξε από πάνω της στα ξαφνικά.
«Γκάμπι...»
«Όχι δεν είμαι τρελή και δεν φταίει ο Λέοναρντ γι' αυτό!» φώναξε και βγήκε έξω από το δωμάτιο θέλοντας να πάρει αέρα.
Περπάτησε για λίγο στον πέτρινο διάδρομο. Μαθητές μπαινόβγαιναν στα δωμάτια, άλλοι συζητώντας και άλλοι κοιτάζοντάς την περίεργα. Η Γκάμπι αγνόησε τα βλέμματα και προχώρησε. Στα δεξιά του διαδρόμου υπήρχε μία στενή σκάλα, η οποία οδηγούσε στους επόμενους ορόφους. Η κοπέλα κοντοστάθηκε στο πρώτο σκαλί. Οι δάδες στους τοίχους φώτιζαν αχνά και εκείνη ξεκίνησε να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, προσπερνώντας τους ορόφους και φτάνοντας σε ένα σημείο όπου η συνέχεια της πέτρινης, φιδογυριστής σκάλας, ήταν κλειστή. Μία θολωτή, ξύλινη πόρτα χώριζε την κοπέλα, από την συνέχεια και εκείνη μαγνητισμένη σχεδόν από το μυστήριο με το οποίο ήταν ποτισμένη η ατμόσφαιρα της Σχολής, έστριψε το κλειδί και άφησε την πόρτα να ανοίξει με ένα τρίξιμο. Από όσο μπορούσε να καταλάβει, είχε πλέον φτάσει στον όροφο των δωματίων των τελειόφοιτων, ωστόσο κανένας δεν πλησίαζε σε αυτήν την απόμερη γωνιά και ευτυχώς κανένας δεν ήθελε αυτή τη στιγμή να χρησιμοποιήσει τις σκάλες.
Αυτό που της έκανε εντύπωση, ήταν πως επάνω στην πόρτα, ήταν χαραγμένο το σχέδιο ενός δαχτυλιδιού. Η Γκάμπι τέντωσε το χέρι της και ψηλάφισε το σχέδιο, προσέχοντας πως επάνω του είχε σχεδιασμένη την μορφή ενός δράκου. Άξαφνα τα μάτια της γούρλωσαν απότομα, καθώς στο μυαλό της ήρθε η εικόνα εκείνου του φρικαλέου χεριού, που σερνόταν στον τοίχο ακονίζοντας τα νύχια του. Φορούσε ένα δαχτυλίδι. Ένα δαχτυλίδι σαν αυτό ακριβώς που απεικονιζόταν στην πόρτα.
Για λίγο τράβηξε το χέρι της σαν να την είχε κάψει η φλόγα ενός κεριού. Φοβήθηκε πως ίσως αγγίζοντάς το, έβλεπε ξανά εκείνη τη μυστηριώδη μορφή των οραμάτων. Αυτό ωστόσο που πάλευε να καταλάβει, ήταν τι την είχε οδηγήσει να βλέπει οράματα και εικόνες. Ποτέ ξανά στην ζωή της, δεν είχε έρθει αντιμέτωπη με ένα τέτοιο παιχνίδι του μυαλού. Από την ημέρα της εξαφάνισης του αδερφού της όμως, τα πράγματα μέσα της είχαν αλλάξει. Πρώτα οι εικόνες που έμοιαζαν ασύνδετες και δυσνόητες μεταξύ τους και τώρα αυτό. Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσει κάποιον για τον συμβολισμό του δαχτυλιδιού. Έτσι, θα έβρισκε πιθανότατα μία άκρη, ή θα τρελαινόταν χειρότερα.
Κοίταξε την ώρα και συνειδητοποίησε πως είχε αρκετό χρόνο μέχρι το δείπνο των φοιτητών. Μαζεύοντας όσο περισσότερο κουράγιο μπορούσε, συνέχισε την πορεία της όλο και ψηλότερα, μέχρι που οδηγήθηκε σε έναν πυργίσκο κενό, με τις λιλά, βελούδινες κουρτίνες του πιασμένες στο πλάι, αφήνοντας τη θέα του βουνού και των βράχων εκτεθειμένη στα μάτια όσων έφταναν ως εδώ. Η κοπέλα κοίταξε ολόγυρα και αποκαμωμένη ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο, ο οποίος μετατοπίστηκε κατά ένα εκατοστό. Ευθύς εκείνη σηκώθηκε, διαπιστώνοντας πως είχε σχηματιστεί μία ανεπαίσθητη ρωγμή, σαν άνοιγμα. Η Γκάμπι τοποθέτησε τα δάχτυλά της στο σημείο της ρωγμής και τράβηξε τον τοίχο, με αποτέλεσμα να ανακαλύψει ένα αντικείμενο, κρυμμένο σε μία αόρατη βιτρίνα. Ήταν ένα δισκοπότηρο, στο ίδιο βαρύ στυλ, με ρουμπίνια να το στολίζουν. Η πρώτη της σκέψη ήταν πως αποτελούσε πιθανότατα περιουσία της Σχολής από τα μεσαιωνικά χρόνια και γι' αυτό το φυλούσαν σε ένα σημείο απομονωμένο από τους υπόλοιπους φοιτητές. Τα χέρια της το άγγιξαν για να το θαυμάσει, όταν ένιωσε έναν φοβερό πόνο στο κορμί της. Η όρασή της χάθηκε στα ξαφνικά και το κορμί της χτύπησε στο κρύο πάτωμα.
Τα χέρια της έτρεμαν μέσα στον ύπνο της. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Η μόνη ανάμνηση που της είχε απομείνει, ήταν ένα υπέροχο και συνάμα απόκοσμο δισκοπότηρο. Η Γκάμπι σηκώθηκε με κόπο, για να χτυπήσει εκ νέου το κεφάλι της σε μία μικρή, ξύλινη, στρογγυλή τραπεζαρία. Το ξύλο της, ήταν ανάμεικτο με μία κοκκινωπή απόχρωση και οι καρέκλες ήταν ντυμένες με ένα βελούδινο, μπορντό ύφασμα. Μπροστά της ακριβώς, βρισκόταν ένα ψηλό, ανορθόδοξο, ξύλινο έπιπλο, με χιλιάδες μορφές σκαλισμένες επάνω του. Σηκώθηκε με κόπο, ωστόσο το περιβάλλον γύρω της, δεν θύμιζε σε τίποτε το Ντούτραμ, ενώ δεν υπήρχε ίχνος δισκοπότηρου τριγύρω. Ο χώρος είχε μία ατμόσφαιρα ζεστή, από την άποψη πως δεν θύμιζε εγκατάλειψη. Μάλιστα, το τζάκι απέναντί της σιγόκαιγε.
΄΄Ή έχω πεθάνει, ή βρίσκομαι απρόσκλητη στο σπίτι κάποιου ανθρώπου΄΄ σκέφτηκε αφελώς.
Βγαίνοντας, παρατήρησε πως η διακόσμηση ήταν απλή και ψυχρή. Οι σιδερένιοι πολυέλαιοι που κρέμονταν επιθετικά, δεν είχαν καμία σχέση με την μεγαλοπρέπεια εκείνων που βρίσκονταν στη Σχολή της. Σταματώντας μπροστά από ένα παράθυρο, διαπίστωσε με τρόμο πως στο βάθος φαινόταν το χωριό της. Τότε μονάχα κατάλαβε, πως η συγκεκριμένη θέα ανήκε σε ένα και μόνο μέρος. Το κάστρο Μπραν. Όπως ήταν φυσικό, αυτή η διαπίστωση την έφερε σε ακόμη δυσκολότερη θέση, μιας που μία σειρά ερωτήσεων ξεκίνησε να σχηματίζεται μέσα στο μυαλό της. Αν αυτό ήταν το Μπραν, τότε γιατί δεν θύμιζε σε τίποτε μουσείο; Γιατί το τζάκι λειτουργούσε κανονικά και γιατί η ατμόσφαιρα γενικά θύμιζε μέρος που κατοικούταν από κάποιον; Παρά το γεγονός πως ήθελε να τρέξει μακριά, αποφάσισε να επιτρέψει επιτέλους στον εαυτό της να το δει από τόσο κοντά. Η ιστορία του συγκεκριμένου οχυρού που χτίστηκε το 1377, της ήταν γνωστή. Σε όλη τη Ρουμανία ήταν δηλαδή. Θυμόταν από αφηγήσεις οικογενειακών γνωστών,πως προτού το κάστρο μετατραπεί σε μουσείο, εντός της μικρής αίθουσας που βρισκόταν εκείνη, υπήρχε ένα μυστικό πέρασμα μέσα από το τζάκι, κρυμμένο από ανεπιθύμητους επισκέπτες. Στην περίπτωση του σήμερα, είχε κλείσει, αφήνοντας απλώς ως αντικαταστάτη, μία οβάλ ξύλινη πόρτα και μία σειρά από σκαλιά. Όταν γύρισε το κεφάλι της ολόγυρα, συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε καμία οβάλ πόρτα. Το τζάκι άξαφνα έπαψε να λειτουργεί, σαν μία μαγική δύναμη να είχε καταπιεί τη φλόγα του και εκείνο να έμοιαζε σαν να μην είχε ποτέ του χρησιμοποιηθεί.
Με τον ιδρώτα να στάζει από το πρόσωπό της και τα χείλη μισάνοιχτα από το άγχος, πλησίασε το παλαιό τζάκι αναζητώντας το πέρασμα εκείνο μέσα από την καμινάδα. Δίχως να χάσει χρόνο, πήδηξε μέσα και από ένα στενό πέρασμα, βρέθηκε να ανεβαίνει μικρά, πέτρινα σκαλοπάτια. Ήταν τόσο στενό που ίσα την χωρούσε, για να την οδηγήσει τελικά μέσα από μία βιβλιοθήκη σε μία μεγάλη αίθουσα, εκείνη των εκδηλώσεων. Χαμογελώντας, κοίταξε ολόγυρα με θαυμασμό. Το μέρος ήταν καθαρό και περιποιημένο. Απέπνεε μία αρχοντιά. Με τα χέρια της χάιδεψε μερικά βιβλία, όταν είδε μία σκιά να κινείται απέναντί της σε αργούς ρυθμούς. Τρομοκρατημένη παράτησε το βιβλίο στη θέση του, πάντοτε έχοντας καρφωμένα τα μάτια της στη σκιά που στεκόταν ακίνητη, σαν να την παρακολουθούσε με μία ειρωνική και περιπαικτική διάθεση.
Τότε, το πρώτο καμπανάκι κινδύνου ήχησε και κατάλαβε πως έπρεπε να φύγει. Το πρώτο δικό της βήμα, συνοδεύτηκε και από μία ανάλογη κίνηση της φιγούρας. Ήταν σαν να προσπαθούσε να την τρελάνει, να παίξει με το μυαλό της. Την έβλεπε παντού, όταν τρέχοντας έπεσε επάνω σε έναν καθρέπτη. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή και με το ένα της χέρι έσπρωξε με φόρα τα μαλλιά της προς τα πίσω. Τότε, μέσα σε δευτερόλεπτα, φάνηκε η μορφή ενός νεαρού άντρα, με μακριά, καστανά μαλλιά λίγο κάτω από τον ώμο του. Η Γκάμπι έστρεψε ταχύτατα το πρόσωπό της προς το μέρος του για να πέσει επάνω στη φιγούρα ενός εξαγριωμένου Μαξιμίλιαν.
«Για τω Θεώ! Τι κάνεις εδώ, μου λες; Αυτό ήταν που απλώς θα πήγαινες να το δεις από μακριά; Πρέπει να φύγουμε» της είπε και την άρπαξε από το χέρι.
«Μια στιγμή! Εγώ ήμουν στο Ντούτραμ. Δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκα εδώ μέσα. Απλώς έκανα βόλτες στην Σχολή, όταν είδα ένα αντικείμενο, ένα δισκοπότηρο και πήγα να το πιάσω» πρόφερε παλεύοντας να θυμηθεί και η ίδια τα γεγονότα, όταν ο νεαρός ξεφύσησε.
«Τελικά έχεις έμφυτη την περιέργεια μέσα σου. Νομίζω πως χτύπησες απλώς άσχημα το κεφάλι σου. Πάμε πίσω στη Σχολή και θα σου βάλω λίγο πάγο» προσπάθησε να αλλάξει το θέμα όταν η κοπέλα μπήκε μπροστά.
«Μαξ, δεν είμαι τρελή! Έλεος τι έχετε πάθει όλοι σας;» διαμαρτυρήθηκε όταν κοιτώντας για ακόμη μία φορά τον νεαρό, παρατήρησε πως το πρόσωπό του είχε αλλάξει. Ξαφνικά το ένα του μάτι, ήταν ανύπαρκτο, βγαλμένο βίαια και το πρόσωπό του φαινόταν κατακρεουργημένο, γεμάτο μώλωπες.
«Γκάμπι, είσαι καλά;» τη ρώτησε όταν κουνώντας ελάχιστα το κεφάλι της, η μορφή του έμοιαζε και πάλι φυσιολογική. Είχε και τα δύο μάτια στη θέση τους, ενώ η όμορφή του εμφάνιση είχε επιστρέψει.
«Όχι, Δεν είμαι καθόλου καλά. Θέλω να φύγω από εδώ το συντομότερο» ψέλλισε για να ακούσει ένα υπόκωφο ΄΄συγγνώμη΄΄ από την μεριά του Μαξ και να χάσει για ακόμη μία φορά τις αισθήσεις της.
Η απαλή αίσθηση του κρεβατιού της την υποδέχτηκε γλυκά, το ίδιο και η φιγούρα του γκόθικ πολυέλαιου με τα ρουμπινένια κρύσταλλα να κρέμονται σχεδόν πάνω από το κεφάλι της. Δίπλα της στεκόταν η Μόνικα σαν φύλακας άγγελος, με ένα δίσκο στο χέρι.
«Αγάπη μου, με κατατρόμαξες! Σε είδα χλωμή και αδύναμη στα χέρια του Μαξ. Γιατί πήγες να ζωγραφίσεις αυτόν τον αναθεματισμένο πύργο; Θα σου φέρω μία φωτογραφία του, να την έχεις και να την χρησιμοποιείς για το πορτραίτο του, να ησυχάσεις πια. Θα μπορούσες να πάθεις κακό!» φώναζε και η Γκάμπι στο άκουσμα του ονόματος του Μαξ, πετάχτηκε επάνω.
«Αυτός!Κάτι μου έκανε!» ψέλλισε.
«Ναι, σε φορτώθηκε στο σβέρκο σαν το πρόβατο και σε κουβάλησε από το Μπραν μέχρι εδώ! Μπορώ να πω πως στην αρχή με τρομοκρατούσε, αλλά καλοσύνη του που βρέθηκε εκεί και σε πρόλαβε. Σου έφερα βραδινό καθώς το έχασες το γεύμα και όχι τίποτε άλλο, μα με την Καμίλια ανακαλύψαμε νέο και ενδιαφέρον αίμα στην παρέα μας. Θα τους γνωρίσεις αύριο. Η κοπέλα είναι στην ίδια τάξη μαζί μας και σκοπεύει να επιλέξει τα ίδια μαθήματα με εμάς. Την λένε Αλεξάνδρα και τον νεαρό Στεφάν»ξεκίνησε την αφήγηση των γεγονότων της ημέρας με την Γκάμπι να νιώθει ανακούφιση για λίγο που όλα είχαν επιστρέψει στο φυσιολογικό.
Αυτό που την προβλημάτιζε, ήταν πως μονάχα εκείνηέμοιαζε να ζει κυριολεκτικά στη ζώνη του λυκόφωτος. Έβλεπε περίεργα πράγματα,οι μορφές των ανθρώπων άλλαζαν, από το Ντούτραμ είχε βρεθεί στο Μπραν, επειδήτόλμησε να χαϊδέψει ένα δισκοπότηρο και πολλά ακόμη ατελείωτα, υπερφυσικάγεγονότα. Το χειρότερο από όλα όμως, ήταν πως όλα αυτά τα βίωνε μονάχητης.Κανέις δεν πίστευε και όλοι έσπευδαν να την βγάλουν παράφρονα. Ίσως γιατίείχαν πάθει άρνηση εξαιτίας του φόβου, ή ακόμη χειρότερα, ίσως προσπαθούσαν νασκεπάσουν την αλήθεια όπως στην περίπτωση του Μαξιμίλιαν. Είχε βρεθεί στο Μπραντην κατάλληλη στιγμή. Τη στιγμή που μέσα από τον καθρέπτη, είχε εμφανιστεί γιαδευτερόλεπτα, το πρόσωπο ενός άνδρα με μακριά καστανά μαλλιά
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top