Ο αληθινός Νράκουλα/ part 3

στη φωτο ο Βλαντ

O διάδρομος του ορόφου των κοριτσιών πίσω στη Σχολή, ήταν πολύ ήσυχος και η Γκάμπι είδε την Καμίλια να βαδίζει, βυθισμένη στα δικά της εφηβικά ακόμη προβλήματα. Μόλις την αντίκρισε, έτρεξε και την αγκάλιασε σφιχτά, ενώ ταυτόχρονα η πόρτα του δωματίου της Μόνικα άνοιγε. Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν για λίγο, μα στα πρόσωπά τους διάβαζαν μονάχα μυστικά. Ήταν σαν η καθεμία να απέκρυπτε και κάποια πληροφορία από την άλλη. Τελικά τον ρόλο του αρχηγού ανέλαβε η Μόνικα και κάλεσε και τις δύο στο δωμάτιο.

«Με σκοτώνει η αμηχανία μας» ξεκίνησε η Καμίλια και συνέχισε «Ήθελα να σας ρωτήσω, αν σας έχω κάνει κάτι που σας ενόχλησε» πρόφερε και η Γκάμπι την χάιδεψε καθησυχαστικά.

«Τι είναι αυτά που λες;» την ρώτησε και την είδε να ξεφυσά.

«Τότε γιατί δεν μου μιλάτε με ειλικρίνεια; Τι συμβαίνει; Εσύ προσωπικά εξαφανίζεσαι ώρες ατελείωτες και κανένας δεν γνωρίζει το γιατί. Επίσης, τυχαία ένα βράδυ, είδα τον Στεφάν και τον Μαξ να βγαίνουν από εδώ. Η Μόνικα είναι αμήχανη συνέχεια και απλώς σκέφτηκα να ρωτήσω» τελείωσε και η Γκάμπι πράγματι διαπίστωσε πως η φίλη της ήταν περισσότερο αμήχανη από την τελευταία φορά.

«Κάμι δεν θα σου πω ψέματα. Πράγματι συμβαίνει κάτι, μα δεν είμαι βέβαιη πως μπορώ να μιλήσω γι' αυτό» της είπε και εκείνη ένευσε θετικά.

«Πολύ καλά. Αν ποτέ θελήσετε, ξέρετε πού είναι το δωμάτιό μου. Μπορεί να φαίνομαι στον κόσμο μου, ίσως και να είμαι τελικά, μα να ξέρετε πως τα μυστικά σας δεν κινδυνεύουν μαζί μου. Οι φίλες οι αληθινές τα διαφυλάσσουν όσο καλύτερα μπορούν» τους είπε και σηκώθηκε με τρόπο, κλείνοντας πίσω της την πόρτα και αφήνοντας τις δύο φίλες μόνες.

Για λίγο, επικράτησε μία εκκωφαντική σιωπή, μέχρι που τον λόγο πήρε η Μόνικα.

«Γκαμπ όλα καλά;» την ρώτησε καθώς την έβλεπε συννεφιασμένη.

«Νομίζω πως ναι. Ο Βλαντ με αποχαιρέτησε και ευτυχώς, τέρμα τα μαθήματα και η πίεση και ο Μεσαίωνας» της ανακοίνωσε και η Μόνικα στένεψε τα μάτια.

«Ε και δεν χαίρεσαι; Απαλλάχτηκες από αυτόν τον άνθρωπο, ή βρικόλακα ή διάβολο. Έχεις καταλάβει για ποιον μιλάμε; Για έναν δολοφόνο! Κάρφωσε σε κεφάλια Τούρκων κάποτε τα τουρμπάνια τους, γιατί αρνήθηκαν να τα βγάλουν και παλούκωσε τους αντιπάλους στην αυλή του. Και ζει. Αυτός ο μεσαιωνικός χαρακτήρας, ζει. Τον είδα και δεν θέλω να τον ξαναδώ» της είπε και την είδε να κατεβάζει τα μάτια «Γκαμπ, δεν μου αρέσει η σιωπή σου» την πίεσε.

«Κοίτα, με όλα συμφωνώ, μα ο Βλαντ δεν είναι μόνο αυτό. Είναι γενναίος άνδρας. Πολύ γενναίος. Έμεινε ώρες με ένα παλούκι καρφωμένο στην καρδιά του. Το είδα τη στιγμή που του το έχωναν στο στήθος. Παραλίγο να πεθάνει, μα δεν τον άφησα» της ομολόγησε και ξαφνιάστηκε.

«Γιατί; Ένας τρελός λιγότερος» της είπε, μα στο μυαλό της Γκάμπι σχηματίστηκε η Ρουμανία, η φύση της και τα μυθικά ονόματα των πριγκίπων που έζησαν εκεί. Οι χαράδρες οι βαθιές, τα φαράγγια και τα έλη, και μέσα σε όλα αυτά, τα δάση τα σκουροπράσινα, βαθιά φωλιασμένα στα μάτια του.

«Δεν ήθελα να πεθάνει» της είπε αφηρημένα και η Μόνικα πισωπάτησε.

«Όχι Γκαμπ! Δεν μπορεί. Έχεις αισθήματα γι' αυτόν! Το βλέπω, είναι ξεκάθαρο. Δεν γίνεται όμως. Αυτός είναι βίαιος, επικίνδυνος! Ένα λάθος σου και θα βρεθείς με ένα παλούκι στον πρωκτό που θα βγαίνει από το στόμα. Αυτά έκανε!» της φώναξε και η κοπέλα ξαφνικά ένιωσε πίεση. Η φίλη της ίσως και να είχε δίκιο.

«Συγγνώμη» της είπε και άνοιξε την πόρτα με σκοπό να φύγει, μόνο για να πέσει επάνω στον Μίρτσεα.

«Όλα καλά;» την ρώτησε και εκείνη δίχως να του απαντά, πήγε να τον σπρώξει για να περάσει «Τι πάθατε με τα νεύρα σας;» την ρώτησε.

«Μας;» του επέστρεψε την ερώτηση.

«Εσύ και ο αδερφός μου. Μία ώρα τώρα, σπάει γυαλιά» της είπε ξαφνιάζοντάς την.

«Δεν με νοιάζει Μίρτσεα, θέλω να ηρεμήσω. Θα τα πούμε το βράδυ» του ανακοίνωσε και έφυγε.

΄΄Το κακό είναι πως και τους δύο σας νοιάζει. Όμως είναι λάθος όλο αυτό. Καλύτερα έτσι, γιατί αλλιώς θα είναι αργά...΄΄ σκέφτηκε ο άνδρας.

***

Καθόταν όρθιος στην μέση ενός διαδρόμου, γλείφοντας και την τελευταία σταγόνα από αίμα. Βαθιά μέσα του, επιθυμούσε να γελάσει και ο στριγκός ήχος σκαρφάλωνε αδέξια στον λαιμό του και απελευθερωνόταν από τα ρουθούνια του. Ο λόγος; Γιατί οι συνήθειές του έρχονταν πολύ πιο κοντά, με αυτές που πίστευαν οι άνθρωποι για τα βαμπίρ. Μονάχα που δεν αποζητούσε το αίμα αναγκαστικά. Το χρειαζόταν μονάχα για να δυναμώσει και έκτοτε ποτέ ξανά. Ο Ραντού, είχε πάρει πλέον την ανθρώπινη μορφή, την πλήρη μορφή του εξαιτίας των δυνάμεων που κέρδιζε, συγκεκριμένα από το μεδούλι των κοκάλων του θύματος. Αυτή τη στιγμή, κοιτούσε το είδωλό του σε ένα σπασμένο γυαλί και από μέσα του δοξολογούσε το θεριό, τον Διάβολα που του χάρισε την μαγεία και μαζί και την αθανασία, παρά το γεγονός πως δεν ήταν βρικόλακας. Ο Μεχμέτ δεν είχε πλήρως αποκατασταθεί. Ήθελε ακόμη λίγο, για να τολμήσει να κάνει το μεγάλο βήμα και να διασχίσει την Ασημένια Πύλη. Σε αντίθεση με εκείνον, ο Ραντού τα είχε καταφέρει. Το ευνοούμενο παιδί, που κάποτε ο σουλτάνος είχε επιλέξει για να σταθεί στο πλευρό του και να πολεμήσει με την τρομερή φυσιογνωμία του αδερφού του, ο οποίος είχε κατορθώσει να τρέψει σε φυγή ακόμη και τον ίδιο τον Πορθητή, όταν το δάσος με τους παλουκωμένους ξεπρόβαλε μπροστά τους.

Σήμερα στεκόταν μπροστά στην Πύλη, έτοιμος να την διασχίσει και σκεπτόμενος τα πιστεύω των Ρουμάνων για τα παιδιά της νύχτας. Πως το βράδυ του Αγίου Ανδρέα, όλοι οι βρικόλακες προσπαθούν να φύγουν πια από την αθανασία, ζητώντας συγγνώμη από τον Θεό, γιατί εκείνη την ώρα θυμούνται τις κακές τους πράξεις στη γη. Ο Αφέντης τους όμως, ο Σατανάς, τεράστιος σαν κοιλάδα, με φτερούγες ανοιχτές σαν της νυχτερίδας, μάτια κόκκινα σαν τα αναμμένα κάρβουνα, στόμα μαύρο σαν την άβυσσο, έρχεται από την Δύση για να τους κόψει τον δρόμο. Τότε, ο κόσμος βλέπει τις σκιές αυτών των πανύψηλων στοιχειών που τριγυρνάνε μόνα, όπως το νερό στον τροχό του μύλου. Κάθονται κουρασμένα επάνω στις τριανταφυλλιές που φυτρώνουν στους τάφους, στηρίζονται στους κρύους, πέτρινους σταυρούς και πιέζουν με ισχύ τους κροτάφους τους. Ο Σατανάς τα κρατά δέσμια, γιατί είναι ο Θεός τους αποτρέποντάς τα να αναπαυτούν. Αυτά διέδιδε όλη μέρα και οι φτωχοί, απλοί άνθρωποι, τον πίστευαν. Αυτά και την μισή αλήθεια για τις φρικαλεότητες του Ντράκουλα.

«Ραντού» άκουσε τη φωνή του Μεχμέτ «Το αγόρι μας έφυγε. Τώρα το κορίτσι δεν έχει τίποτε να σκεφτεί. Η συμφωνία των τριών ημερών δεν ισχύει» του είπε και ένα χαμόγελο πλατύ φάνηκε να αυλακώνει το πρόσωπο του νεαρού πρίγκιπα, που είχε ανακτήσει την παλιά του αίγλη και ομορφιά, που του χάρισε κάποτε το παρατσούκλι του ΄΄ Ωραίου΄΄.

«Μπορεί να έχασα μία μάχη, μα όχι τον πόλεμο. Έχω μάθει να κοιτάζω μπροστά, στο επόμενο βήμα προτού ολοκληρωθεί το προηγούμενο. Τον Βλαντ τον γνωρίζω χρόνια» ξεκίνησε «Μπορεί να φαίνεται τρελός και ισχυρός, γενναίος, απέθαντος ακόμη και όταν ήταν θνητός. Μπορεί να προκαλεί δέος, μα όχι σε εμένα που μέσα από την ατσάλινη πανοπλία του, μπορώ να εντοπίσω την μικρή σχισμή της αδυναμίας. Ήταν εκείνη. Η Εκατερίνα. Η γυναίκα που από φόβο χάρισε το κορμί της το σφριγηλό και το νεανικό, στον ποταμό Άργκες. Πιστεύεις όμως, πως ακόμη και τότε, ο Βλαντ διέφυγε μέσα από τους υπόγειους δρόμους του Ποενάρι; Ο άπιαστος αυτός ηγεμόνας που τα δάση είχε κάνει φωλιά του και κινούνταν με ταχύτητα τρομερή και ευελιξία. Ακόμη και τότε λοιπόν, έδειξε σκληρότητα, μα την αλήθεια τη γνωρίζω. Την αγαπούσε και ας πάλεψε μέχρι το τέλος. Η ημέρα του θανάτου της, μέτρησε αντίστροφα τότε. Θα το κάνει και τώρα» του είπε και ο Μεχμέτ πλησίασε περισσότερο. «Η Εκατερίνα δεν χάθηκε ποτέ. Απλώς...Άλλαξε» ήταν η τελευταία του κουβέντα.

***

Εκείνο το βράδυ, τα βήματά του τον οδήγησαν έξω από το Μπραν. Τα δάση τα σκιερά τα γνώριζε. Έπαιζε μαζί τους, ήταν κτήμα του, εδάφη του ιερά. Ποτέ δεν άλλαξε αυτό για εκείνον και ας είχαν περάσει τόσοι αιώνες. Θυμήθηκε λοιπόν την υπόσχεση που είχε δώσει σε εκείνη τη μοναχή πίσω στην παρατημένη Σναγκόβ. Στην ουσία, η όψη η απόκοσμη του τόπου εκείνου, τον ανατρίχιαζε γιατί του θύμιζε την αρχή και το τέλος μίας ιστορίας. Της δικής του ιστορίας. Αποφασίζοντας να μην γίνει ορατός από κανέναν, φρόντισε μέσα στα μεσάνυχτα να πάρει μονάχος του τη βάρκα και να περάσει στο μικρό νησάκι της λίμνης, όπου δέσποζε το κουφάρι της Μονής. Δεν πρόλαβε το πόδι του να πατήσει χώμα και ένα φαναράκι τσιμπλιασμένο, μέσα από το βάθος της ομίχλης ξεπρόβαλε. Ήταν εκείνη η γριά γυναίκα. Πώς όμως ήταν δυνατόν να τον βλέπει; Αφού ο ίδιος είχε προσπαθήσει να κρυφτεί αυτή τη φορά από τον κόσμο.

«Γύρισες Άρχοντα» του είπε και ο Βλαντ την κάρφωσε με τα αετίσια του μάτια. «Τούτη η χώρα, αυτός ο τόπος, δικά σου ήταν πάντα. Μα η ψυχή σου γυρεύει απάγκιο και το νιώθω. Απόψε εδώ τυχαία δεν ήρθες» του είπε και ο Βλαντ αγέρωχα την πλησίασε, οι πράσινες σκιές των ματιών του, καλύπτονταν από το σκοτάδι της νυχτιάς.

«Τυχαία δεν είσαι κυρά μου. Έχεις άστρο, αλλιώς λόγο δεν βρίσκω άλλο, πέρα από το χάρισμα του να μπορείς να βλέπεις» της απάντησε με φωνή στεντόρεια.

«Βοεβόδα Ντράκουλα, όταν με την ψυχή σου κοιτάζεις, όλα τα μυστικά του κόσμου σου αποκαλύπτονται. Ας πάμε όμως να αντικαταστήσεις το πορτραίτο που δανείστηκες και έπειτα για να σε ευχαριστήσω για τον λόγο που κράτησες, θα ακούσω αν θελήσεις τον σιωπηλό καημό σου»

Οι δυο τους προχώρησαν βουβά, μέχρι το κούφιο εσωτερικό του ναού, εκεί που ο τάφος του βρισκόταν κενός, αιώνες τώρα. Άφησε μία καινούργια του εικόνα και αποχώρησαν ξανά. Ο ουρανός ήταν καθάριος εκείνο το ψυχρό βραδάκι. Τα μαλλιά του ανέμιζαν παραδομένα στην επιθυμία του βοριά. Πήρε μία βαθιά ανάσα και το οξυγόνο καθώς εισερχόταν στα πνευμόνια του, είχε άξαφνα άλλη αξία. Κάθισαν σε ένα φαγωμένο από τα χρόνια παγκάκι. Εκείνος, ο ανελέητος Πρίγκιπας με τα πολλά πρόσωπα και δίπλα του μία γυναίκα άγνωστη, που όμως είχε χαρίσματα κρυφά και αυτό ο Βλαντ το εκτιμούσε. Είχε μάθει πια να κρίνει τους ανθρώπους, δύσκολο δεν ήταν καθόλου για τον ίδιο.

«Θα είσαι το τελευταίο άτομο που θα με δει» της είπε άξαφνα και σχεδόν ταράχτηκε που η γυναίκα άκουσε τα λόγια του δίχως να του θέτει ερωτήσεις πάνω σε αυτό.

«Γιατί άξαφνα πιστεύεις πως ο χρόνος σου σε αυτή τη γη τελειώνει; Και γιατί άρχισε αυτό να σε ενοχλεί τόσο;» τον ρώτησε και τα μάτια του Βλαντ έπεσαν στη γη.

«Γιατί απέκτησε αξία. Γιατί χρειάστηκε να περάσουν χρόνια ατελείωτα, αιώνες δίχως νόημα, ζωή και αθανασία, για να φτάσει μία στιγμή που δεν θα κάνω τίποτε άλλο, από το να κοιτάζω τον έναστρο ουρανό και αυτόματα να ζωγραφίζεται χαμόγελο στα χείλη μου. Για κάτι απλό. Γεννήθηκα σε αιώνα ταραγμένο, μεγάλωσα με εκπαίδευση πρίγκιπα, πολιτική και στρατιωτική, μελέτησα το εθιμοτυπικό της Αυλής, τον ρόλο των μεγάλων της χώρας και την αγριότητα των συγκρούσεών τους. Μεγάλωσα με το να σκέφτομαι τον ασήμαντο ρόλο της χώρας μου απέναντι στην Ουγγαρία και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Πιάστηκα αιχμάλωτος, βασανίστηκα, φυλακίστηκα, προδόθηκα, ερωτεύτηκα και πένθησα, παντρεύτηκα από συμφέρον και τέλος έπειτα από τόσους πολέμους και βία και αίμα, αποκεφαλίστηκα. Σχεδόν σαράντα πέντε χρονών και όλη μου η ζωή κύλησε σαν χείμαρρος πολεμικών και αιματοβαμμένων γεγονότων, για να φτάσω στο σήμερα, να κοιτάξω τα άστρα και μία ανάμνηση να με κάνει να γελάσω. Μία ανάμνηση που επιτέλους, δεν σχετίζεται με τα ταραγμένα χρόνια του Μεσαίωνα. Η ανάμνηση μίας εικοσάχρονης κοπέλας, που με τόση μαεστρία ζωγράφισε το βλέμμα μου. Που είναι γενναία και ξεροκέφαλη και αφοσιωμένη σε μένα, μα πάνω από όλα, που είναι η αιτία του αμυδρού μου χαμόγελου. Γι' αυτό ο χρόνος ξαφνικά μέτρησε και το τέλος μου με φοβίζει. Γιατί θέλω να εξαγοράσω χρόνο, μα δεν έχω και αυτό με οργίζει» της είπε με μία ανάσα και η Μοναχή κατάλαβε και ένιωσε τον πόνο που βάραινε το στήθος του.

«Εκείνη το γνωρίζει;» τον ρώτησε.

«Γνωρίζει πως είμαι απέθαντος, μα όχι την απόφαση που έχω πάρει. Αυτός είναι και ο λόγος που της χάρισα την ελευθερία μακριά μου» πρόφερε κοιτώντας τις ομίχλες που αγκάλιαζαν τον χώρο πένθιμα.

«Είσαι γενναίος και οι στιγμές έχουν αξία. Μεγάλη. Είναι λίγες ακόμη και για την δική σου αιωνιότητα, μα πολύτιμες. Την απάντηση την γνωρίζεις, βοεβόδα που αρέσκεσαι να ξέρεις την γνώμη την ειλικρινή του κόσμου για εσένα. Ζήτα την και από την ίδια, μα μην αποκρύψεις την αλήθεια. Δεν το έκανες ποτέ εξάλλου και γι΄αυτό σε θαύμασα. Να έχεις καλό βράδυ και σε ευχαριστώ για την προσφορά της εικόνας στον ναό» τελείωσε και ο Βλαντ έμεινε μονάχος του.

Οι ομίχλες του ταίριαζαν, η αναμέτρηση με τον εχθρό δεν τον φόβιζε ούτε στο ελάχιστο. Δεν φοβόταν καθόλου για τον ίδιο, ακόμη και αν θα τον παλούκωναν ξανά και ξανά. Φοβόταν ίσως για εκείνη και αυτή ήταν η μεγαλύτερη αδυναμία του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top