Ντούτραμ/ part 2
Όλο το βράδυ, παρέμενε κλεισμένος στο δωμάτιό του, στριφογυρνώντας αδέξια. Από την μία ζεσταινόταν τρομερά, ενώ υπήρχαν φορές που η σκέψη της Γκάμπι τον έκανε να ανατριχιάζει. Ο Μαξιμίλιαν είχε ζορίσει τρομερά το μυαλό του, προκειμένου να βγάλει ένα ασφαλές και λογικό συμπέρασμα σχετικά με την περίεργη αυτή κοπέλα που δεν ανήκε στους Ντούτραμ. Κοινώς, δεν ήταν μήτε μάγισσα, μήτε βρικόλακας. Στην διάσταση την ορατή, οι μάγοι αναγκάζονταν να κυκλοφορήσουν ανάμεσα στους ανθρώπους, με ρούχα φυσιολογικά. Όταν αποφάσιζαν να αποσυρθούν από την ανθρώπινη κοινωνία, ζώντας μέσα σε ένα λεπτό χρονικό φάσμα, τότε τους ξεχώριζες γιατί φορούσαν καπέλα μαύρα, ελαφρώς μυτερά. Οι Αλχημιστές είχαν κατορθώσει να κρύβονται από το ανθρώπινο μάτι, ζώντας στη δική τους διάσταση. Η είσοδος βρισκόταν μέσα στην ίδια την Σχολή και την αντανακλούσε το δισκοπότηρο.
Αυτό το πολύτιμο αντικείμενο είχε πολλές πτυχές. Σκοτεινές και μη. Το μυαλό του Μαξιμίλιαν ωστόσο, γυρνούσε γύρω από την εμφάνιση και δημιουργία όλο και περισσότερων απογόνων του πρώτου και καταραμένου Μάγου. Δεν είχε ιδέα πού θα οδηγούσε όλη αυτή η κατάσταση, μα για την ώρα υποψιαζόταν πως εκείνος θα πάλευε με όλες του τις δυνάμεις, να δημιουργήσει μία στρεβλή άποψη για τα παιδιά της νύχτας. Η εκκλησία εξάλλου, ετοιμαζόταν να περάσει στα χέρια του και εκείνος είχε την ικανότητα να εισχωρήσει στα μυαλά των παπάδων και να τα διαφθείρει. Μα όχι μονάχα τα δικά τους. Μπορούσε να τρελάνει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον ίδιο, γι'αυτό φρόντιζε πάντοτε να έχει το μυαλό του κλειστό.
Τα βράδια ένιωθε αναζωογονημένος. Γλίστρησε αθόρυβα από το δωμάτιό του και κατέβηκε στην κεντρική αίθουσα με τον μαύρο, γυάλινο πολυέλαιο να φωτίζει τον χώρο.
«Αυπνίες;» τον πείραξε μία φωνή, όταν στράφηκε πίσω του και είδε τον Στεφάν.
«Δεν θα έπρεπε να σε προβληματίζει. Νόμιζα πως μετά από πεντακόσια και κάτι ακόμη χρόνια, όλα αυτά θα τα θεωρούσαμε δεδομένα. Αν το σκεφτείς, τα χρόνια περνούν γρήγορα»
«Τα χρόνια περνούν και εκείνος αποκτά όλο και περισσότερη δύναμη. Κάποτε, είχαμε κατορθώσει να διαλύσουμε το πνεύμα του, καθώς άνθρωπο δεν τον αποκαλείς έτσι και αλλιώς, ωστόσο τα τελευταία χρόνια, τα σημάδια διόλου με το μέρος μας δεν είναι. Οι παπάδες έχουν αρχίσει να διαφθείρονται, οι πολιτικοί επίσης και οι εξαφανίσεις πληθαίνουν. Κάποτε, είχαμε κατορθώσει να τον εγκλωβίσουμε στην Ασημένια Πύλη, βαθιά στις κατακόμβες. Πλέον έχω αρχίσει και πιστεύω πως η δύναμή του του επιτρέπει να διαβάζει και να επηρεάζει τα μυαλά των άλλων, καθώς επίσης και να φυτεύει μέσα τους το κακό. Μάντεψε ωστόσο, ποιος αποφάσισε να αποσυρθεί, αφήνοντάς μας μονάχους απέναντι τους και εκείνους να σουλατσάρουν ανενόχλητοι» έκανε μία παύση ο Στεφάν.
«Σουλατσάρουν; Τι είδους κουβέντα είναι αυτή; Χάλασε η γλώσσα μας, θα πρέπει να το αποδεχτώ» πρόφερε ο Μαξιμίλιαν.
«Σίγουρα χάλασε, μα αν επιθυμείς να μοιάζεις φυσιολογικός, θα πρέπει να εγκαταλείψεις την διάλεκτο του Μεσαίωνα. Επίσης, άλλαξε το ντύσιμό σου. Μοιάζει κάπως, σκονισμένο. Ξέρεις, σαν να το έχεις ανασύρει από κάποιο παλαιό, ιστορικό ράφι. Εκείνο πίσω-πίσω» τον πείραξε και συνέχισε την πορεία του για τον κήπο.
Ο Μαξιμίλιαν κοίταξε από ένα οβάλ, πέτρινο παράθυρο το κάστρο του Μπραν που ήταν σκοτεινό. Το αντίστοιχο, της παράλληλης διάστασης, θα είχε τα φώτα αναμμένα και το τζάκι να σιγοκαίει. Ωστόσο, ο ίδιος δεν είχε απολύτως καμία όρεξη να επισκεφτεί το μέρος. Αύριο θα ξημέρωνε μία άλλη μέρα και ο ήλιος θα του προκαλούσε εκείνη τη γλυκιά ζαλάδα. Αν ήθελε λοιπόν να αντέξει, θα έπρεπε είτε να αρχίσει να ετοιμάζει καφέδες, είτε να προσπαθήσει να κοιμηθεί, πράγμα δύσκολο. Ίσως θα έπρεπε να αρχίσει να αναζητά διάφορους τρόπους με τους οποίους θα κατόρθωναν να διαγράψουν από το σύμπαν την παρουσία εκείνου, που εξαιτίας της διαβολικής του φύσης, αν και μάγος, ο Σατανάς έμοιαζε να θέλει να τον κρατήσει ζωντανό. Αναστενάζοντας έκλεισε τα φώτα. Το σκοτάδι του προκαλούσε το δίχως άλλο εφορία, μα έπρεπε να κλείσει τα μάτια του και ίσως μετρώντας τους αιώνες ζωής του, να κατόρθωνε να κοιμηθεί.
-----------------
Το φως του ήλιου κατόρθωσε να τρυπώσει με θράσος ανάμεσα από τις σκουρόχρωμες κουρτίνες, διαπερνώντας ακόμη και τα κλειστά βλέφαρα της Γκάμπι. Μουγκρίζοντας, προσπάθησε να αλλάξει πλευρό, μόνο για να συγκρουστεί με τον διαπεραστικό ήχο από το ξυπνητήρι της. Αρχικά άνοιξε το δεξί της μάτι, που ακόμη έβλεπε θολά από τον ύπνο, παρατηρώντας πως η κολλητή της δεν βρισκόταν στο κρεβάτι της. Έπρεπε να το περιμένει. Η Μόνικα ήταν πρωινός τύπος και αγχώδης με την εμφάνισή της, πράγμα που την οδηγούσε στο συμπέρασμα πως καλλωπιζόταν στις γυναικείες τουαλέτες. Επίσης, ήταν λάτρης και του πρωινού, που το θεωρούσε το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας, σε αντίθεση με εκείνη που για το μόνο που ανησυχούσε, ήταν η εύρεση καφέ. Ζαλισμένη, σηκώθηκε από το κρεβάτι και αρπάζοντας μία πετσέτα που την είχε βρει στα κατωπόδαρα, προχώρησε προς τα γυναικεία μπάνια για να δει την Μόνικα να βγαίνει απαστράπτουσα.
«Καλημέρα!» τη χαιρέτισε « Ωχ, κατάλαβα. Για εσένα δεν έχει ξημερώσει ακόμη» την πείραξε και η Γκάμπι την προσπέρασε με ένα ελαφρύ σκούντημα στον ώμο και κρυφογελώντας παράλληλα.
Μπαίνοντας, παρατήρησε πως έως και οι νιπτήρες είχαν ένα χρώμα μαύρο και γυαλιστερό. Τελικά σε αυτή τη Σχολή άπαντες λάτρευαν να αναβιώνουν τους μύθους και τους θρύλους που για αιώνες έτρεφε αυτή η χώρα. Οι νιπτήρες βρίσκονταν παραταγμένοι στη σειρά και πίσω ακριβώς ήταν τα ντους. Η Γκάμπι έχοντας ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, έριξε και μία ματιά στην αντανάκλασή της στον καθρέπτη. Είχε δίχως αμφιβολία τα χάλια της και η σημερινή μέρα ξεκινούσε με ένα πραγματικά υπέροχο μάθημα. Εργαστήρι ζωγραφικής. Κοιτάζοντας πίσω, στο σημείο όπου βρίσκονταν οι ντουζιέρες, αποφάσισε να χωθεί κάτω από το νερό και να το αφήσει να παρασύρει μαζί του όλα τα άγχη της. Το είχε ρυθμίσει στο καυτό και έπειτα από δέκα λεπτά, βγήκε, ντύθηκε πρόχειρα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της. Ούτε τρία λεπτά δεν πέρασαν και ένα χτύπημα στην πόρτα την αποσυντόνισε. Ήταν ο Μαξιμίλιαν.
«Μέρα» της είπε ενώ ακόμη τα μαλλιά της έσταζαν.
«Είναι μέρα πράγματι» τον πείραξε όταν μύρισε τον καφέ «Είσαι ο ήρωάς μου!» αναφώνησε και ο Μαξ γέλασε.
«Λοιπόν, θα πέθαινα ξανά για να το ακούσω αυτό από το στόμα κάποιου» του ξέφυγε και η Γκάμπι με την Μόνικα έμειναν να τον κοιτάζουν με τρόμο.
«Τι είπε μόλις;» ρώτησε η Μόνικα και η Γκάμπι πάλεψε να το καλύψει.
«Είναι μία ατάκα μωρέ που έλεγαν οι παλαιοί. Μη δίνεις σημασία. Μαξ, έφευγες» τον αγριοκοίταξε και εκείνος ξεφύσησε.
«Υποσχέθηκα να σε συνοδέψω εγώ στην τάξη σου. Λοιπόν, ετοιμάσου και έλα» της είπε και στάθηκε έξω ακριβώς από το δωμάτιο, όταν είδε την Καμίλια να τον πλησιάζει.
«Προσωπική φρουρά;» τον ρώτησε.
«Προσωπικός σοφέρ» απάντησε κοφτά όταν την είδε να στρώνει τα μαλλιά της. Ήθελε να γελάσει καθώς ένιωθε την έλξη που αισθανόταν η κοπέλα για εκείνον, όπως επίσης και την ξαφνική άνοδο της θερμοκρασίας του κορμιού της. Με μία κίνηση, υποχώρησε αφήνοντάς την να εισέλθει για να δει έπειτα και τις τρεις έτοιμες, να περιμένουν εκείνον να τις οδηγήσει. Όλοι μαζί, βάδισαν σε έναν όροφο κάτω από την κεντρική αίθουσα, που έμοιαζε με κατακόμβες, ωστόσο ήταν φωτεινός και όσο ευχάριστος θα μπορούσε να είναι σε μία τέτοια ιδιαίτερη σχολή. Εδώ οι πολυέλαιοι είχαν για βάση τους το κεφάλι ενός δράκου και τα φώτα κρέμονταν σε πέντε σώματα που ξεκινούσαν από το ίδιο κεφάλι. Στο μυαλό της Γκάμπι ήρθε το δαχτυλίδι εκείνης της φρικτής μορφής που είχε σαν σήμα του τον δράκο. Αποφάσισε ωστόσο να καταπιεί τη σκέψη της και να προχωρήσει αμίλητη.
Ο Μαξιμίλιαν τις άφησε έξω από την αίθουσα και με μία υπόκλιση αποχώρησε. Άπαντες σχεδόν είχαν έρθει και η Γκάμπι είδε την Μόνικα να χαιρετά μία κοπέλα και έναν νεαρό δίπλα της.
«Γκάμπι, να σου συστήσω δύο καινούργιες γνωριμίες. Είναι ο Στεφάν και η Αλεξάνδρα» τους σύστησε και εκείνοι χαμογέλασαν εγκάρδια, διατηρώντας μία στάση που θύμιζε παλαιά εποχή.
«Εκείνη είναι;» ψιθύρισε η Αλεξάνδρα στον Στεφάν όταν παρατήρησαν πως κανένας δεν τους άκουγε.
«Έτσι μου είπε ο δήθεν Μαξιμίλιαν...» γέλασε σιγανά και η Αλεξάνδρα στριφογύρισε τα μάτια της.
«Απορώ πώς το σκέφτηκε αυτό το όνομα. Μπερδεύομαι για να το προφέρω. Θα την έχουμε από κοντά λοιπόν....»τον διαβεβαίωσε προτού γυρίσουν ξανά προς το μέρος των κοριτσιών, καθώς το εργαστήρι ζωγραφικής ήταν έτοιμο να ξεκινήσει.
Η Γκάμπι ένιωθε έτοιμη να ρουφήξει κάθε πολύτιμη πληροφορία. Η καθηγήτρια φαινόταν μία σοβαρή γυναίκα, παλαιάς κοπής με ελαφρώς συντηρητικό και άτονο ντύσιμο, καθώς μονάχα η παλέτα του μπεζ έπαιζε στις στιλιστικές της επιλογές.
«Καλημέρα σας. Ονομάζομαι Μπεαρνίζ Μάθιου και έχω καταγωγή από το Παρίσι. Μαζί θα κάνουμε το εργαστήρι της ζωγραφικής και αυτό είναι το πρώτο μας μάθημα. Οι φοιτητές καλούνται να μελετήσουν τεχνικές ζωγραφικές δεξιότητες, τη σπουδή της ανθρώπινης φιγούρας, της νεκρής φύσης και την ύπαιθρο, καθώς και γνώσεις όσον αφορά στο χρώμα και στις τεχνικές των χρωμάτων. Στην πορεία, θα εφαρμόσουν τη θεωρία των χρωμάτων σε ασκήσεις εκ του φυσικού και αφού κατανοήσουν βασικές έννοιες της οπτικής αντίληψης, θα εφαρμόσουν τα βασικά στοιχεία της ζωγραφικής γλώσσας, και θα κατανοήσουν τη σημασία του σχεδίου σαν εργαλείο οργάνωσης-σύνθεσης του ζωγραφικού χώρου. Εκτός της μελέτης εκ του φυσικού, ενισχύονται να προσεγγίσουν τις σύγχρονες εικαστικές πρακτικές, να ερευνήσουν σύγχρονους σχηματισμούς της ζωγραφικής επιφάνειας και εικόνας σε σχέση με το πλαίσιο της μεγάλης ζωγραφικής παράδοσης, να πειραματιστούν και να χρησιμοποιήσουν το στοιχείο ερμηνείας του ζωγραφικού χώρου» έκανε μία ατελείωτη εισαγωγή και η Γκάμπι ετοιμάστηκε να λιποθυμήσει.
Μπροστά της ο Στεφάν κοιμόταν βαθιά για να εισπράξει ένα σκούντημα από την Αλεξάνδρα.
«Ροχαλίζεις κιόλας και ακούγεσαι. Δείξε σεβασμό» του ψιθύρισε.
«Ειλικρινά, εκτός του ότι έχουμε παίξει και διαλύσει τη νοημοσύνη της καημένης της γυναίκας μπροστά μας, ώστε να μας διαγράφει από τη μνήμη της, έχω παρακολουθήσει το μάθημα μυριάδες φορές, σε σημείο που και στον ύπνο μου, μπορώ να σου ζωγραφίσω τα πάντα» γκρίνιαξε ο Στεφάν, όταν φωνές ακούστηκαν έξω από την αίθουσα, ενώ μαθητές ταραγμένοι πηγαινοέρχονταν.
Η Αλεξάνδρα τινάχτηκε επάνω κυριολεκτικά και η καημένη η Μπεαρνίζ αναγκάστηκε να διακόψει το μάθημα. Ο Στεφάν βρισκόταν ήδη στο κατώφλι, όταν από μακριά αντίκρισε τον Μαξιμίλιαν που πλησίαζε αποφασιστικά.
«Ακόμη ένα θύμα. Γαμώτο!» έβρισε και ο Στεφάν χλόμιασε. Αυτή τη φορά, δεν είχε υπάρξει εξαφάνιση, αλλά φόνος. Ένας φόνος δίχως σημάδια εγκλήματος, ή χρήσης βίας. Φαινόταν λες και το θύμα είχε πάθει καρδιακή ανακοπή.
Η Γκάμπι μαζί με την Καμίλια και τη Μόνικα, ακολούθησαν το τρελαμένο κοπάδι των μαθητών για να βρεθούν στον κρεμαστό κήπο της Σχολής. Εκεί, ανάμεσα από τα τριαντάφυλλα, κειτόταν το νεκρό σώμα ενός νεαρού αγοριού σε ακανόνιστη στάση. Παγωμένο και βουβό. Η Γκάμπι παραμέρισε το πλήθος. Τότε, είδε κοντά στο κεφάλι του νεαρού ένα μυτερό μαύρο καπέλο, πεσμένο στο πλάι. Αρχικά παραξενεύτηκε.
«Τι στο καλό είναι αυτό το παράξενο καπέλο;» ρώτησε την κολλητή της που την ένιωσε να τρέμει δίπλα της εξαιτίας του φόβου.
«Γκάμπι, σε ποιο καπέλο αναφέρεσαι;» την ρώτησε κουρασμένα και η κοπέλα ετοιμάστηκε να ουρλιάξει. Όλο αυτό ήταν πολύ βαρύ για να το αντέξει.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η Καμίλια σιγανά λες και θα την άκουγε το πλήθος, μα ο Στεφάν είχε ακούσει τα πάντα. Αυτή η κοπέλα που φαινόταν κατά τα άλλα φυσιολογική, μπορούσε να διακρίνει την μαγική αμφίεση του νεαρού. Είχε δει το καπέλο. Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει με μία κοινή θνητή. Έπρεπε να το ερευνήσουν το θέμα και μάλιστα σύντομα. Έπρεπε να ειδοποιήσουν κάποιον. Τα σημάδια πως αυτή η Σκοτεινή Προσωπικότητα ανακτούσε τις δυνάμεις της ξανά, ήταν ολοφάνερα.
«Νομίζω πως χρειάζομαι ένα διάλειμμα» πρόφερε η Γκάμπι και ξεκίνησε να απομακρύνεται από τον κήπο τρέχοντας.
Το εσωτερικό της Σχολής έμοιαζε άδειο και μίζερο. Ο σχεδόν μεσημεριανός ήλιος έμπαινε μέσα από τα παράξενα βιτρό και εκείνη προσπέρασε την αίθουσα όπου βρισκόταν και το διευθυντικό γραφείο, για να ανέβει στο δωμάτιό της και να κλειδώσει. Ήθελε να μείνει μόνη της, με τις σκιερές της σκέψεις και τον εαυτό της. Δεν γινόταν οι μύθοι να ήταν αληθινοί. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Οι βρικόλακες ήταν παραμυθάκια που είχαν σκαρφιστεί οι άνθρωποι, αφήνοντας αχαλίνωτη τη φαντασία τους να καλπάσει προς όποια κατεύθυνση επιθυμούσε εκείνη. Ναι. Αυτό ήταν όλο, αυτό έπρεπε να είναι, μα η καθημερινότητά της κραύγαζε για το αντίθετο. Ως τώρα, ποτέ δεν είχε κάποια μαγική ή υπερφυσική ικανότητα. Η ζωή της ήταν απολύτως φυσιολογική, καθώς επίσης και εκείνη της οικογένειάς της. Κανένας τους δεν είχε κάποια σπουδαία καταγωγή. Όλα όμως ανατράπηκαν, την ημέρα που έχασε τον Λέοναρντ. Ήταν σαν να άνοιξε μία αυλαία μπροστά στα μάτια της, επιτρέποντάς της να βλέπει πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούσαν.
Δάκρυα κύλησαν από τα αμυγδαλωτά της μάτια και μούσκεψαν αργά το πρόσωπό της. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Φοβόταν πως όσο πιο πολύ σκάλιζε το υπερφυσικό, τόσο εκείνο θα αναστατωνόταν. Με έναν αναστεναγμό, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του μισοτελειωμένου σχεδίου της που απεικόνιζε το Μπραν. Το παλαιό κάστρο μέσα στο μυαλό της είχε πλέον αποκτήσει άλλες διαστάσεις. Ίσως και να ήταν πράγματι καταραμένο. Κοίταξε ξανά τη ζωγραφιά. Ήθελε να το τελειώσει, απλώς παραμένοντας έξω, σε μία σχετική απόσταση από αυτό. Το δισκοπότηρο όμως, την είχε στείλει αλλού. Κάπου, σε ένα σημείο του χρόνου όπου το Μπραν είχε ζωή και δεν ήταν απλώς ένα μουσείο. Ίσως εκεί να βρισκόταν η απάντηση, ίσως και το τέλος της.
Αρπάζοντας τον πίνακα, αποφάσισε να μην το ρισκάρει προκαλώντας την τύχη της. Η ζωγραφική ανέκαθεν την ξεκούραζε και συγκεκριμένα η ζωγραφική στην ύπαιθρο, θα ήταν θείο δώρο το δίχως άλλο. Ξεκλειδώνοντας, πήρε το τελάρο στα χέρια της και βγήκε έξω προσπαθώντας να αποφύγει να πέσει επάνω στις φίλες της ή τον Μαξιμίλιαν. Δεν είχε όρεξη να δει κανέναν τους. Έχοντας ανέβει τα στενά και απότομα, πέτρινα σκαλοπάτια, βγήκε ξανά στην κορυφή του βουνού. Εδώ ο αέρας ήταν ελαφρώς παγωμένος, η ομίχλη αισθητή και το θέαμα ολόγυρα απόκοσμα όμορφο. Τα δέντρα στους γύρω λόφους είχαν στρώσει ένα χρυσό χαλί, με ορισμένα τους σημεία να ξεκινούν να απογυμνώνονται. Το γκρίζο και μουντό κάστρο, έστεκε μπροστά της σιωπηλό και αγέρωχο με μία ιστορική θα έλεγε κανείς περηφάνια. Η Γκάμπι προχώρησε για λίγο και στάθηκε σε έναν βράχο που τον χρησιμοποίησε για να καθίσει, καθαρίζοντας όσο μπορούσε τα χώματα που κάλυπταν την επιφάνειά του. Κατόπιν, τοποθέτησε το τελάρο μπροστά της και ξεκίνησε να παρατηρεί το κάστρο, όταν τα μάτια της έπεσαν σε ένα μισοθαμμένο αντικείμενο. Αφήνοντας το τελάρο στην άκρη, έσκαψε λίγο και βρήκε ένα ασημένιο, στρογγυλό πράγμα, στο μέγεθος ενός κουμπιού περίπου. Παρατηρώντας το καλύτερα και γυρνώντας το στην παλάμη της με περιέργεια, αντίκρισε ξανά το σχήμα ενός δράκοντα χαραγμένου επάνω. Δευτερόλεπτα αργότερα, εκείνος ο πονοκέφαλος που συνοδευόταν από εικόνες, επανήλθε. Η κοπέλα ούρλιαξε και μέσα στο μυαλό της άκουσε μία ανάσα. Μία ανάσα που θαρρείς και αυτός που ανέπνεε, το έκανε μέσα στο αφτί της.
Η ανάσα ξεκίνησε να απομακρύνεται, αφήνοντας πίσω της την εικόνα μίας πλάτης γυμνής, γεμάτης ουλές, κάποιες από τις οποίες καλύπτονταν από μακριά, καστανά μαλλιά, ελαφρώς σπαστά. Η Γκάμπι ένιωσε για πρώτη φορά εγκλωβισμένη. Σαν να ήθελε να ξεφύγει από το όραμα, αλλά κάποιος την κρατούσε. Ο άνδρας συνέχιζε να έχει γυρισμένη την πλάτη του, μέχρι που έριξε ένα πουκάμισο λευκό στους φαρδιούς ώμους του.
«Τι δουλειά έχεις μέσα στο μυαλό μου και ποια είσαι;» άκουσε μία κοφτή ψυχρή ερώτηση και πάγωσε.
Μα σε ποιο μυαλό αναφερόταν; Εκείνος είχε εισβάλει στο δικό της.
«Άφησέ με!» του φώναξε, μα ο άνδρας δεν γύρισε ποτέ το πρόσωπό του.
«Να ξέρεις πως έκανες μόλις το μεγαλύτερο λάθος. Θα σε βρω, όπου και να είσαι και δεν θα έχεις καλό τέλος. Κανένας δεν είχε το θράσος να εισέλθει στις σκέψεις μου και ξέρεις, οι απρόσκλητοι επισκέπτες τιμωρούνται. Θα σε βρω, ακόμη και αν τώρα κατορθώσεις να ξεφύγεις» πρόφερε στριγκά και ο πόνος στο κεφάλι της κοπέλας διπλασιάστηκε, μέχρι που πέταξε πάνω στην ταραχή της το αντικείμενο και η σύνδεση μαζί του διακόπηκε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top