Η μεγαλύτερη αδυναμία/ part 2

Φυσικά και καταλάβαινε. Κάποτε, όταν είχε πλήρη και απόλυτη γνώση της φύσης και επιλογής στρατοπέδου από την πλευρά του Ραντού, δεν σκέφτηκε, ή δεν ήθελε να σκεφτεί την απόλυτη προδοσία για τα μάτια του θρόνου. Ήταν τότε που χάθηκε για πάντα η Εκατερίνα και εκείνος μέχρι σήμερα, δεν είχε μπορέσει να στείλει στον άλλο κόσμο, τον μικρότερο αδερφό του. Αυτή η αλήθεια τον πόνεσε φρικτά, ίσως περισσότερο και από τα κοσμητικά επίθετα που είχε μόλις εισπράξει από το στόμα αυτού του Εβραίου βρικόλακα με την καρδιά λιονταριού. Ναι, για τα κοσμητικά επίθετα δεν έδινε δεκάρα. Για τον Ραντού όμως...

«Άκουσέ με» ολοκλήρωνε τη σκέψη του ο Χάινς «Όσο και αν αποφεύγω τους ανθρώπους, έχεις ένα πλεονέκτημα. Γνωρίζεις την ιστορία σου. Αυτό που έχεις να κάνεις, για να στείλεις τον Μεχμέτ στα οθωμανικά θυμαράκια, στο πάτο του Βοσπόρου ή παρεούλα με το πτώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ήταν και είδωλό του, είναι να αλλάξεις την ιστορία. Κανείς στην ουσία δεν σε χώνευε ιδιαίτερα, καθώς χόρευες ανάλογα με το συμφέρον σου πάντοτε, για να προστατέψεις τα εδάφη σου. Αυτό μην το ξανακάνεις ποτέ. Στο σήμερα, ο κόσμος της Ρουμανίας σε θεωρεί ήρωα, οι βρικόλακες σε σέβονται. Βγάλε τη μάσκα και δείξε ποιος είσαι. Δείξε σεβασμό στον κόσμο σου και κέρδισέ τους με αυτόν τον τρόπο. Έτσι, θα γλιτώσεις από τους προδότες που σε αποκεφάλισαν κάποτε, όταν είδαν πως δεν έχεις στον ήλιο μοίρα απέναντι στις δυνάμεις του Μεχμέτ. Αν σε σέβονται όμως και σε αγαπούν, θα πέσουν στο πλάι σου και δεν θα σε προδώσουν. Κάνε αυτό που σου λέω και μαζί θα στείλουμε τον σουλτάνο στο χώμα, στην αυλή του Τοπ Καπί» τελείωσε και είδε τον Βλαντ για πρώτη φορά να υποκλίνεται μπροστά στον ισχνό βρικόλακα με την διορατική σκέψη.

«Θέλω να μηνύσεις στους δικούς σου, πως θα συνεργαστώ απόλυτα. Ήσουν κοφτερά ειλικρινής . Διαβάζω το μυαλό των άλλων και σε εσένα δεν υπήρχε ούτε μία κρυφή σκέψη πίσω από τα λεγόμενά σου. Είμαι απόλυτος με την δικαιοσύνη και εσύ ήσουν δίκαιος. Χρειάζομαι τέτοιους συμμάχους» τελείωσε και ο Χάινς υποκλίθηκε και εκείνος.

«Σε εκτιμώ Βλαντ Ντράκουλα. Αν δεν σε εκτιμούσα, δεν θα χαλούσα μισό τόνο σάλιο. Με ένα ποτήρι νερό, νομίζω είμαστε εντάξει με τη συμφωνία μας» αστειεύτηκε.

«Κάθισε να φας. Το έχεις στερηθεί. Μείνε αν θέλεις απόψε στο Μπραν και διέταξε για ό,τι επιθυμεί η όρεξή σου» του είπε και αποχώρησαν μαζί για την χρυσοποίκιλτη τραπεζαρία του κάστρου.

***

Έχοντας στο πλάι του τον Ραντού, η επιστροφή του Μεχμέτ στο υπόγειο βασίλειό τους, έγινε μέσα στην απόλυτη σιωπή. Κανένας τους δεν σχολίασε την εικόνα του όμορφου νεαρού στο πλάι εκείνης της πανέξυπνης κοπέλας. Ο σουλτάνος τα είχε καταλάβει όλα. Όλα και πολλά περισσότερα από όσα ήθελε να παραδεχτεί. Έβλεπε την ιστορία να ξετυλίγεται μπροστά του και σχεδόν αδυνατούσε να πιστέψει πως οι αιώνες είχαν περάσει και τα πάντα πλέον ήταν αλλιώτικα. Τόσο πολύ κάποιες καταστάσεις, του θύμιζαν το τότε. Γύρισε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον σύντροφο της αιώνιας ζωής του. Η ιστορία τους και τα συναισθήματα που τους κατέκλυζαν ήταν τόσο περίεργα και ταυτόχρονα, τόσο εκπληκτικά, αν κάποιος αποφάσιζε να τα εξερευνήσει. Κοιτάζοντας μέσα στα παγερά μάτια του Μεχμέτ, ο Ραντού δυσκολευόταν να διαβάσει όλα όσα δεν μπορούσε ο άνδρας να του πει. Αντίθετα, ο Μεχμέτ μπορούσε να δει την ψυχή του, σαν να τους χώριζε ένα λεπτό, διάφανο τοιχίο. Κατεβάζοντας το κεφάλι του άκεφα και βαρύθυμα, ο Μεχμέτ αποχώρησε αφήνοντας τον Ραντού μονάχο του.

Αν και κρύο, με τον παγερό άνεμο να σφυρίζει προσπερνώντας τις άγριες πλαγιές της Τρανσυλβανίας, ο Μεχμέτ κυκλοφορούσε με ένα μονάχα σκούρο πουκάμισο, σαν λινό και με το κεφάλι του καλυμμένο, σαν να φορούσε τουρμπάνι, μονάχα που το είχε προσαρμόσει στο σήμερα. Η εικόνα εκείνης της κοπέλας, του είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Ο Μεχμέτ λάτρευε τους έξυπνους ανθρώπους και θα υποστήριζε ακριβώς το ίδιο, ακόμη και αν ήταν γένους θηλυκού. Η ματιά αυτής της κοπέλας, είχε καρφωθεί στο μυαλό του. Τα μάτια της τον κοιτούσαν αρχικά με απορία και κατόπιν με έναν αδιευκρίνιστο τρόμο, μιας που στο μυαλό της αδυνατούσε να ανακαλέσει την ταυτότητά του. Σε αντίθεση με τον Βλαντ, ο σουλτάνος είχε τα πάντα τακτοποιημένα στο μυαλό του, σαν να ήταν ένα ιερό ράφι βασιλικής βιβλιοθήκης. Λίγο ακόμη και θα μπορούσε να πει, πως ήταν ικανός να προβλέψει το μέλλον. Όμως όχι. Ακόμη η σιγουριά του, επέτρεπε σε ένα μικρό παραθυράκι τρωτού σημείου να εμφανιστεί.

Στόχος του ήταν να βγάλει από τη μέση τους διαφωνούντες. Μπορεί στα παλαιά τα χρόνια να θεωρούσε τα χριστιανικά εδάφη, ως ζώνη πολέμου, μα πλέον, ο βασικός του στόχος, ήταν να φτάσει στο σημείο που τότε δεν κατόρθωσε. Να αναστήσει την οθωμανική αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο πλέον δεν υπήρχε, επομένως, οι πιθανότητες ήταν με το μέρος του. Η νύχτα εκείνη, ήταν παράξενα σιωπηλή. Η φύση απολάμβανε τη δροσιά και η μυρωδιά της φρεσκάδας των δασών, ήταν αναζωογονητική. Το βήμα του, σχεδόν τον έφτασε μέσα στα δάση των παλουκωμένων. Εκεί, που χρόνια πριν, αιώνες πριν, ο στρατός του είχε γυρίσει πίσω αηδιασμένος και φοβισμένος από τα διαμελισμένα πτώματα και την φρικτή μυρωδιά της σαπίλας. Στο σήμερα, βάδιζε απτόητος, κρυμμένος από τους φύλακες του Βλαντ.

΄΄Ερασιτέχνες΄΄ σκέφτηκε χαιρέκακα, μέχρι που ακούμπησε το χέρι του στο μαγικό πλέγμα. Το πλέγμα εκείνο που συγκρατούσε στην ουσία το Δισκοπότηρο. Όντας μάγος πανίσχυρος, ήταν έτοιμος να το προσπεράσει, όταν μία σιλουέτα που τρέκλιζε παράδοξα, του τράβηξε την προσοχή. Έπρεπε να το περιμένει.

Εκείνη η κοπέλα, έχοντας μάλλον καταλάβει την αλήθεια για τον Ραντού, ερχόταν προς το Μπραν, έχοντας διασχίσει ένας θεός ήξερε πώς, την απόσταση από το Μπρασόβ.

΄΄Η περιέργεια στα σίγουρα συγκαταλέγεται στις ανθρώπινες αδυναμίες΄΄ σκέφτηκε, ενώ η κοπέλα μάταια, προσπαθούσε να καταλάβει αν το κουφάρι του Μπραν είχε ζωή. Στον δικό της κόσμο, ή πιο σωστά στη διάσταση, ήταν ένα μνημείο που τώρα ήταν κλειστό.

Δίχως να τον νοιάζει η αποκάλυψη, την πλησίασε και η Βικτόρια μέσα από τα σκοτάδια, είδε να ξεπροβάλει εκείνη η ψυχρή φιγούρα, με το μαντήλι να τυλίγει το κεφάλι και τον λαιμό της, αφήνοντας το πρόσωπο εκτεθειμένο στο χάδι του αδύναμου σεληνόφωτος. Η Βικτόρια κοντοστάθηκε. Αν έκρινε από τις προθέσεις του άνδρα, δεν ένιωσε πως θα της έκανε κακό. Μάλλον είχε και εκείνος την ίδια περιέργεια με την ίδια. Αντάμωσαν ταυτόχρονα λοιπόν, κάπου στη μέση της διαδρομής τους.

«Άδικα τον αναζητάς» άκουσε τη φωνή του Μεχμέτ. Πλέον είχε καταλάβει ποιος ήταν. Το άρωμά του την οδηγούσε στην Ανατολή. Παρά την ιστορία, η Βικτόρια απολάμβανε νοητά ταξίδια σε όλον τον κόσμο και η πρωτεύουσα της Τουρκίας ήταν μέσα σε αυτά.

«Πώς το ξέρεις...» πήγε να του πει.

«Θαρρώ πως δεν κυνηγάς αγριογούρουνα στις πλαγιές. Φαίνεσαι τραυματισμένη, πράγμα που μου δείχνει πως κυριολεκτικά πάλευες να φτάσεις ως εδώ. Η αλήθεια, αν και δεν το είχα προγραμματίσει, μήτε το επιθυμούσα, χαίρομαι που βλέπω την αιτία της πλήρους σύγχυσης του Ραντού. Δεν απορώ όμως. Αν και άνθρωπος, είσαι αδίστακτη και έξυπνη και εγώ αγαπώ αυτά τα χαρακτηριστικά» της είπε.

«Πράγματι, ήσουν και τα δύο θαρρώ» ψέλλισε η κοπέλα.

«Ήμουν πολλά περισσότερα από αυτά. Όμως, παρά το γεγονός πως λένε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, εδώ θα διαφωνήσω. Κάποτε ήμουν ευάλωτος, όπως κάθε προσωπικότητα που τολμούσε να ξεχωρίσει. Όσο πιο λαμπρός και ιδιαίτερος είσαι, τόσο πιο πολλούς εχθρούς μαζεύεις. Ως άνθρωπος είχα πολλούς, στο σήμερα όμως, έχω έναν μόνο. Αυτόν που γυρεύεις με τόσο ενθουσιασμό, σε σημείο να αδιαφορείς για την επικινδυνότητα των δασών αυτών»

Η Βικτόρια τον κοίταξε, σαν να πάλευε να χωνέψει την εικόνα του. Ο κόσμος τελικά ήταν βαθιά νυχτωμένος. Το κάστρο του Μπραν είχε μέσα του ζωή και ο κάτοικος δεν ονομαζόταν κόμης δράκουλας, αλλά Βλαντ ο Παλουκωτής. Θυμόταν τον ρόλο του Πορθητή και το μίσος που σιγόκαιγε στην καρδιά των δύο ανδρών. Ήταν απίστευτο το πώς η ιστορία σηκωνόταν μέσα από το ταφικό της μνημείο, τίναζε τις στάχτες της λήθης από επάνω της και με βήμα αρχοντικό έβγαινε στην αρένα.

«Απίστευτο» μονολόγησε εκείνη.

«Πιστευτό, αλλιώς δεν θα ήσουν εδώ» της απάντησε.

Η αλήθεια, την είχε φέρει μία φίλη της στην οποία δεν είχε δώσει την παραμικρή εξήγηση πριν να έριχνε μία ματιά στο Μπραν και που αυτή τη στιγμή την περίμενε στο δρόμο.

«Λυπάμαι δεσποσύνη, μα πρέπει να φύγω. Ήθελα να δω κάποια στιγμή από κοντά, το πρόσωπο εκείνης που κέρδισε την προσοχή του Ραντού και όχι μόνο» της είπε καθώς της γυρνούσε την πλάτη και απομακρυνόταν.

«Ο Ραντού όμως είναι.....» πήγε να του πει.

«Ένα παιδί και τίποτε περισσότερο» ήρθε η απάντηση του Μεχμέτ προτού χαθεί οριστικά από τα μάτια της και ακούσει τις φωνές της φίλης της.

Πάλι θα έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι της και πάλι την επομένη θα πάγωνε στην πλατεία του Μπρασόβ πουλώντας κρασί ζεστό και κερδίζοντας κάτι, ώστε να μην προκαλέσει τα νεύρα του πατέρα της. Ο κόσμος τελικά γύρω της ήταν απέραντος. Εκείνη λάτρευε την ιστορία και τα παραμύθια. Ξέφευγε από την καθημερινότητά της. Θυμόταν τις φορές που κλεινόταν στο δωμάτιό της, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσει τις φωνές των γονιών της. Τα πράγματα όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Φοβόταν. Φοβόταν και δεν ήθελε να μπλεχτεί με κάτι τόσο επικίνδυνο.

΄΄Ένα παιδί΄΄ ακούστηκαν τα τελευταία λόγια του Μεχμέτ, που τώρα βάδιζε αόρατος στις σκιές, προσπερνώντας το φάσμα και ξεγελώντας άπαντες τους βρικόλακες. Σκοπός του ήταν να συναντήσει τον εχθρό του. Τον άνθρωπο που μεγάλωσε δίπλα του στην αυλή του παλατιού και που ήταν μίσος με την πρώτη ματιά. Ήθελε να ζυγίσει καταστάσεις πριν την μεγάλη έφοδο. Δεν βιαζόταν, ποτέ δεν βιαζόταν. Άρμεγε λαίμαργα οτιδήποτε θα του εξασφάλιζε πληροφορίες, ώστε να προβλέψει όλες τις πιθανές αιτίες που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στην αποτυχία.

***

Η καμπάνα του Ντούτραμ ήχησε. Ήταν Δευτέρα πρωί και η Μόνικα είχε φωνάξει την Καμίλια στο δωμάτιο των κοριτσιών για να μην είναι μόνη. Όλο το βράδυ ονειρευόταν τον Χάρι. Μπορεί να ήταν ένα ντροπαλό αγόρι, μα ταυτόχρονα έκρυβε μέσα του γενναιότητα. Ήξερε πως εκείνος κατασκεύαζε τις θεραπείες για τις πληγές των βρικολάκων και ήταν ένας εξαιρετικός Αλχημιστής. Για πρώτη φορά άκουγε αυτόν τον ήχο και κατόπιν την φωνή της Άλμπα. Στο διπλανό κρεβάτι, η Καμίλια πετάχτηκε και κατόπιν οι δυο τους φορώντας ακόμη τις χνουδωτές τους πιτζάμες και χτενίζοντας πρόχειρα τα μαλλιά τους, βγήκαν στο διάδρομο για να αντικρίσουν το θέαμα του Μίρτσεα να κοιμάται καθιστός σε ένα σκαλοπάτι και ακουμπισμένος στα κάγκελα που συγκρατούσαν την κουπαστή. Ως βρικόλακας μισούσε το πρωινό ξύπνημα και τριγύρω δεν υπήρχε κανένας Στεφάν να τον σκουντήσει και να τον τραβήξει. Τον ρόλο αυτόν, προσωρινά ανέλαβε η Αλεξάνδρα.

«Τρία λεπτά ακόμη» ψέλλισε εκείνος μέχρι που του έφερε την κούπα με τον αχνιστό καφέ στο πρόσωπο.

«Σήκω αδερφέ» τον μάλωσε ευγενικά και εκείνος σύρθηκε μέχρι την κεντρική αίθουσα που είχε μία ομορφιά βγαλμένη από κάποιο σκοτεινό παραμύθι.

Εκτός από εκείνον, την Αλεξάνδρα και τον Γουάιλαν που στεκόταν στην πόρτα, οι υπόλοιποι βρικόλακες κοιμούνταν. Οι μάγοι- Αλχημιστές ήταν παρόντες, με τα μυτερά καπέλα τους που στα μάτια των ανθρώπων ήταν αόρατα. Η Άλμπα, φαινόταν κουρασμένη πια. Είχε χάσει εκείνη τη λάμψη και σπιρτάδα. Αγαπούσε τη Σχολή και τη δουλειά της. Την κρατούσαν ζωντανή όσο τα χρόνια περνούσαν άψυχα από δίπλα της. Η επικοινωνία της με τους μαθητές ήταν βάλσαμο στην ψυχή της. Τώρα όμως, να που είχε φτάσει η ώρα να ανακοινώσει το κλείσιμο μέχρι νεοτέρας. Το νέο δημιούργησε έναν ακούσιο πανικό στους θνητούς μαθητές και ειδικά τους απλούς ανθρώπους που ξεκίνησαν να συνδυάζουν το κλείσιμο με τον βανδαλισμό των νεκροταφείων και τις ομιλίες ιερέων περί απέθαντων βρικολάκων και περί κατάρας του κάστρου Μπραν.

«Κυρία, πιστεύετε στους βρικόλακες;» ρώτησε ένα κορίτσι μετά την ανακοίνωση.

«Πιστεύω στην καλοσύνη και την κακία που δεν γνωρίζουν είδος και φωλιάζουν στις καρδιές, δίχως διακρίσεις» της απάντησε σοβαρά.

Η Γκάμπι εισήλθε ακριβώς τη στιγμή που άπαντες είχαν συγκεντρωθεί στην αίθουσα, μαθαίνοντας τα νέα για το κλείσιμο της Σχολής. Τα πράγματα γίνονταν ολοένα και πιο σοβαρά, ενώ στον κόσμο ξεκινούσαν περίεργες συναθροίσεις κόσμου που είχαν κατακλυστεί από τον τρόμο των ειδήσεων για ύπαρξη βρικολάκων και σατανικών πνευμάτων. Μάρτυρες εμφανίζονταν στα δελτία, περιγράφοντας την εικόνα ζοφερών, σκυφτών υπάρξεων που σέρνονταν τις νύχτες στις γειτονιές και βανδάλιζαν τα νεκροταφεία. Μάλιστα, υπήρχε και μία εικόνα από ένα μνήμα, πάνω στο λευκό μάρμαρο του οποίου είχαν εντοπιστεί κηλίδες από αίμα, κάνοντας την κοινότητα των βρικολάκων να αναρωτιέται πώς στην ευχή είχε συμβεί κάτι τέτοιο.

Για κακή τύχη της Άλμπα, οι απλοί μαθητές φαίνονταν πανικοβλημένοι, ενώ στα αφτιά της είχαν φτάσει οι ειδήσεις από το προηγούμενο βράδυ και την επίσκεψη του Μεχμέτ στο ανάκτορο του Μπραν. Τα γεγονότα ολοένα χειροτέρευαν και οι ψίθυροι του πανικού απλώνονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, όταν άνοιξε η πόρτα και στο εσωτερικό εισήλθε ο Χάινς εμφανώς κουρασμένος. Καθώς στα μάτια όλων ήταν ένας όμορφος νεαρός, κανένας δεν έδωσε περισσότερη σημασία, μέχρι την ώρα που πλησίασε την Άλμπα και της ζήτησε να πάρει τον λόγο. Στα σκούρα μάτια του καθρεφτιζόταν η αποφασιστικότητα. Αν ο Μεχμέτ ήταν μία φορά έξυπνος, εκείνος ήταν δέκα. Δεν θα έπρεπε να επιτρέψουν άλλο στην παραπληροφόρηση και την τρομολαγνεία να κυριαρχήσει. Κοίταξε τους μαθητές με δισταγμό. Μισούσε την έκθεση σε τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων. Στην ουσία ένιωθε φόβο, μα πάλευε με τον εαυτό του κάθε μέρα για να τον νικήσει. Έπρεπε. Το όφειλε ως μία γροθιά στην φρικτή μούρη των βασανιστών του.

«Καλημέρα» ψέλλισε στο μικρόφωνο και η φωνή του ακούστηκε βραχνή. « Το όνομά μου είναι Χάινς. Είμαι Εβραίος που γεννήθηκα στην Πολωνία και αργότερα μετακόμισα στο Βερολίνο. Στα μάτια σας, μοιάζω με ένα νεαρό παιδί είκοσι περίπου χρονών, ενώ στην πραγματικότητα, κοντεύω τα εκατό» στην παύση του, οι μαθητές αλληλοκοιτάχτηκαν «Στις ειδήσεις καθημερινά, ακούτε για νεκροταφεία και τέρατα, ή μάλλον βρικόλακες που τρώνε τους ανθρώπους και δαγκώνουν τους λαιμούς πίνοντας αίμα. Καθώς μισώ την κοροϊδία και την παραπληροφόρηση, θα σας μιλήσω ειλικρινά με αντάλλαγμα την ψυχραιμία σας» έκανε ξανά μία παύση και όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. «Όποιος πιστεύει πως δεν θα αντέξει, παρακαλώ να αποχωρήσει» πρόσταξε μα κανένας δεν κουνήθηκε. «Τα παιδιά της νύχτας υπάρχουν. Εμείς, οι βρικόλακες, υπάρχουμε, μα η ιστορία μας δεν έχει καμία σχέση με τα αιμοδιψή καθάρματα που σας παραμυθιάζουν. Είμαστε παιδιά, έφηβοι ή ηλικιωμένοι, άνθρωποι που κάποια στιγμή στη ζωή μας, οι περισσότεροι από εμάς, βρεθήκαμε σε δυσμενέστατη θέση και πιστέψαμε στην αιώνια ζωή μετά τον θάνατό μας που θα μας εξασφάλιζε τη χαρά και την πραγματοποίηση των ονείρων μας. Δεν είμαστε επιθετικοί, δεν τρεφόμαστε με αίμα και δεν ΄΄αλλάζουμε΄΄ έναν κοινό, ζωντανό άνθρωπο σε βαμπίρ. Αυτό πραγματοποιείται μονάχα με τη θέληση του ατόμου αφού πλέον έχει πεθάνει. Ως κοινός θνητός, ήμουν αιχμάλωτος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε πολύ γνωστό στρατόπεδο. Πριν από αυτό, είχα ζωή, οικογένεια, όνειρα και...φίλους» πρόφερε πικρά την τελευταία λέξη, τη στιγμή που ο Γκιάελ εισερχόταν και εκείνος στην αίθουσα. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top