Η μεγαλύτερη αδυναμία/ part 1
Τόσα και άλλα τόσα, σοφά λόγια, ή υπερβολές, μύθους και παραμύθια είχε εφεύρει η ανθρωπότητα για την μορφή των βρικολάκων. Η Γκάμπι πλέον, γνώριζε την αλήθεια, η οποία φάνταζε εκατοντάδες μίλια μακριά από τα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά βαμπίρ. Πλάσματα της νύχτας ήταν σίγουρα, που οι σκιές τα τύλιγαν και η σκοτεινάγρα, σαν άλλος σιωπηλός συνοδοιπόρος βάδιζε πλάι τους. Είχαν όμως αισθήματα και μία ψυχή που κουβαλούσε αναμνήσεις από την άλλη τους ζωή. Εκείνη την ανθρώπινη, τη ξεχασμένη που ίσως και να στάθηκε ως η βασική αιτία για την μεταθανάτια κατάστασή τους. Οι πιο πολλοί βρικόλακες, ανήκαν σε ανθρώπους που εν ζωή είχαν βασανιστεί και που διατηρούσαν την ελπίδα πως ίσως μετά τον θάνατό τους, κατόρθωναν να επιστρέψουν και πάλι πίσω, προκειμένου να συνεχίσουν αυτό που είχαν αφήσει στη μέση, ή είχαν στερηθεί βίαια, όπως ο Χάινς, ή ο Γκιάελ ή ακόμη και ο Γουάιλαν.
Καθώς βρισκόταν καθισμένη στο δωμάτιό της, έτοιμη να επιστρέψει πίσω στη Ντούτραμ δίχως να γνωρίζει την ανακοίνωση εκ μέρους της διευθύντριας, η πόρτα άνοιξε και μέσα εισήλθε ο Λέοναρντ.
«Πέρασες καλά;» τη ρώτησε και εκείνη βυθισμένη στις σκέψεις της, άργησε να του απαντήσει.
«Χρειάζεται και ερώτηση; Υπέροχα, μα αυτό δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Εγώ όμως, αν διδάχτηκα κάτι, ήταν η έννοια του θάρρους και αφού βρίσκομαι στο πλάι του Βλαντ, το λιγότερο που έχω να κάνω, είναι να τον βοηθήσω να φύγει. Ξέρω πως πολλές φορές έχω ευχηθεί να έμενε, μα αιώνια δεν μπορεί να τριγυρίζει στις εποχές που περνούν. Η θέση του, η θέση του Βλαντ...Ανήκει στο τότε».
Τις τελευταίες λέξεις, τις ξεστόμισε ανάμεσα σε λυγμούς, μα το είχε πάρει πλέον απόφαση. Η ιστορία τους θα έληγε, με αμφίβολο αντίκτυπο στην καρδιά της, που είχε πλέον επάνω της σχηματισμένες χιλιάδες ρωγμές. Αυτή τη στιγμή, ο Βλαντ βρισκόταν στο κάστρο του και εκείνη ευχόταν να μπορούσαν να βρεθούν ξανά στο Ποενάρι και να κοιμούνταν αγκαλιά, έπειτα από έναν έρωτα γεμάτο πόθο και ανάγκη. Ήταν μικρή, δίχως εμπειρία, μα δεν μετάνιωνε λεπτό που όλα τα έζησε στο πλάι του. Το πολυτιμότερο δώρο εξάλλου για εκείνη, ήταν το χαμόγελο που έβλεπε να σχηματίζεται σε αυτό το χιλιοταλαιπωρημένο πρόσωπο, με τα τραχιά χαρακτηριστικά και τα έντονα μάτια που έκρυβαν μέσα τους, το βάρος μίας ολόκληρης ιστορίας. Τελευταία, τα οράματα τα είχε περιορίσει, ίσως γιατί δεν ήθελε να βλέπει άλλες μαρτυρικές σκηνές. Πλέον είχε μάθει να τα μπλοκάρει.
«Να ξέρεις πως αν κάτι χρειαστείς, θα είμαι εδώ» της επεσήμανε τη θέση του ο νεαρός και εκείνη τον αγκάλιασε.
Είχε και ο Λέοναρντ τους δικούς του εφιάλτες. Εφιάλτες που αφορούσαν εκείνη την υγρή νύχτα, που βρέθηκε ολομόναχος στο κοντινό δάσος, όπου μην έχοντας προχωρήσει βαθιά στο εσωτερικό του, βρέθηκε περιτριγυρισμένος από εκείνη την παράξενη και σκοτεινή αύρα ενός γλοιώδους πλάσματος. Ενός πλάσματος σχεδόν άμορφου, σύμμαχου του Ραντού. Τότε εκείνος, έμοιαζε περισσότερο με τέρας. Η φύση της μαύρης μαγείας καθρέπτιζε ξεκάθαρα τον εσωτερικό του κόσμο. Γι' αυτό η Γκάμπι είχε δει εκείνα τα απαίσια χέρια να γδέρνουν τους τοίχους της κατακόμβης. Πλέον, με αρκετή δύναμη μέσα του, η μορφή του η αρχική και ανθρώπινη, είχε βγει στην επιφάνεια, επιτρέποντας στην ομορφιά του να λάμψει.
Σήμερα, ο νεότερος Ντράκουλα, στεκόταν πιο αβέβαιος από ποτέ, μπροστά στην εικόνα εκείνης της κοπέλας στην ξύλινη καντίνα στο Μπρασόβ. Το κρύο ήταν υπερβολικά τσουχτερό και φαινόταν να πασχίζει μαζί με την μητέρα της να ζεσταθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Περαστικοί σταματούσαν συχνά για μία κούπα ζεστό κρασί και ο Ραντού αναρωτιόταν τι στο ανάθεμα είχε πάθει με την εικόνα αυτής της συνηθισμένης κοπέλας. Ποτέ πριν δεν είχε ασχοληθεί με τα ανθρώπινα συναισθήματα. Ο ίδιος από μικρός είχε αφεθεί στην τύχη του, στο πλάι των Οθωμανών. Μπορεί να έμεινε από επιλογή, μα του φαινόταν πως το παλάτι του Σουλτάνου φάνταζε περισσότερο σαν σπίτι, παρά το πατρικό του. Ήταν πολλά τα χρόνια εξάλλου που έμεινε εκεί και η μεταχείριση καλή. Ωστόσο, αυτή η εικόνα της ταλαιπωρημένης κοπέλας, του είχε τραβήξει την προσοχή. Φαινόταν πάντοτε συννεφιασμένη, στενάχωρη, μα χαμογελούσε προκειμένου να κάνει τη μητέρα της να νιώσει καλύτερα. Μία γυναίκα που φαινόταν να έχει υποστεί πολλά στη ζωή της.
Έμεινε να τις παρακολουθεί από απόσταση, όταν η νεαρή κάρφωσε τα καστανά της μάτια επάνω του. Ελπίδα και χαρά φάνηκαν ολοκάθαρα στο πρόσωπό της και ο Ραντού ήταν έτοιμος να στρέψει το κεφάλι του προς τα πίσω, πιστεύοντας πως το χαμόγελο κατευθυνόταν σε κάποιον άλλο. Την είδε όμως να του κάνει νόημα από μακριά δείχνοντάς του την πήλινη κούπα, την οποία γέμισε με ζεστό και μυρωδάτο κρασί. Ο Ραντού πλησίασε και ο ξαφνικός, βάρβαρος και αιμοβόρος σκοτεινός μάγος, είχε μετατραπεί στον νεαρό του Μεσαίωνα που στην ουσία, δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά.
«Ευχαριστώ» της είπε «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε.
«Βικτόρια» απάντησε εκείνη με μάτια που ποτέ τους σχεδόν δεν αντάμωναν τα δικά του.
«Πηγαίνετε αν θέλετε κάποια βόλτα. Έχεις δουλέψει πολύ από το πρωί και έχει νυχτώσει» άκουσε τη φωνή της μητέρας της που διέκρινε μία έλξη και που φυσικά, θαύμαζε την ομορφιά του νεαρού δίχως να γνωρίζει την αλήθεια πίσω από την γλυκάδα του προσώπου του.
«Θα ήθελες;» τον ρώτησε η Βικτόρια και εκείνος ένευσε θετικά «Ελπίζω να μην γυρίσει ο μπαμπάς και εγώ να λείπω» ψέλλισε.
«Αν συμβεί κάτι τέτοιο, άστον σε εμένα» άκουσε την αυστηρή του φωνή καθώς απομακρύνονταν για μία σύντομη βόλτα, γεμάτη αμηχανία στο Μπρασόβ.
Μεταξύ τους, ήταν άγνωστοι. Στον Ραντού άρεσε η παρέα της καθώς επιτέλους μπορούσε να μιλά για θέματα που δεν αφορούσαν τον επικείμενο πόλεμο, μα κυριότερα το παρελθόν. Του εξήγησε για τα όνειρά της, αλλά και την φτώχια της οικογένειάς της που συχνά πυκνά έκαναν βίαιο τον πατέρα της. Η αδερφή της τύχαινε καλύτερης μεταχείρισης από την ίδια, όπως και εκείνος εξάλλου σε σχέση με τον Βλαντ κάποτε. Όλα φάνταζαν υπέροχα, μέχρι τη στιγμή που θέλησε να μάθει για τη ζωή του και τον είδε να κομπιάζει. Καθώς για πολλά, αμέτρητα χρόνια ήταν εγκλωβισμένος στις κατακόμβες, κυριολεκτικά δεν είχε ιδέα από τη ζωή στο σήμερα όσο και αν είχε προσαρμοστεί. Πάλευε να πλάσει μία φανταστική ιστορία, μα ήταν σίγουρος πως θα έπεφτε σε πολλά κενά.
«Καλύτερα να μην μιλήσουμε για εμένα» ψιθύρισε στο τέλος, όταν τα μάτια της κοπέλας έπεσαν επάνω στο δαχτυλίδι που φορούσε και που ήταν ό,τι πιο παράξενο είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Αυτό το δαχτυλίδι, μου θυμίζει πολύ το Τάγμα του Δράκου. Είμαι φανατική με την ιστορία και ομολογώ πως το όνομά σου έμεινε χαραγμένο στο μυαλό μου εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του»
«Ή εξαιτίας του γεγονότος πως είναι συνυφασμένο με την ιστορία του Βλαντ» απάντησε βιαστικά εκείνος.
«Η ιστορία του είναι πράγματι διάσημη. Αυτό όμως που στα μάτια μου τον ξεχώρισε είναι η αγάπη του για την πατρίδα του και η γενναιότητά του» πήγε να ολοκληρώσει τη φράση της, όταν από το βάθος του σκοτεινού δρόμου του πάρκου όπου βάδιζαν, φάνηκε μία φιγούρα που έκανε το αίμα του Ραντού να παγώσει. Είχε έρθει την πιο ακατάλληλη στιγμή.
Μαζί του έφερνε και έναν άνεμο παράξενο που έκανε την κοπέλα να ανασκουμπωθεί, τυλίγοντας το παλτό της πιο σφικτά στο σώμα της. Κάτω από μία τσιμπλιασμένη λάμπα, το πρόσωπο του Μεχμέτ αχνοφαινόταν, σε σημείο όμως που τα χαρακτηριστικά του ήταν ευδιάκριτα. Δεν έκανε ούτε μισό βήμα παρακάτω για τους πλησιάσει, ωστόσο η απόσταση ήταν αρκετή για την Βικτόρια που τον κοιτούσε παράξενα. Το πρόσωπο αυτό, της ήταν οικείο. Κάπου το είχε στα σίγουρα ξαναδεί, ίσως σε κάποιο σκισμένο βιβλίο ιστορίας που το είχε ανασύρει από το ξεχασμένο χρονοντούλαπο. Ο άνδρας που είχε μπροστά της, συνέχισε να την κοιτάζει μέσα στα μάτια, μέχρι που σε ένα δευτερόλεπτο, τα πάντα της έβγαζαν νόημα, ή και όχι. Το δαχτυλίδι στο χέρι του, η απίστευτη ομορφιά του, η έμμεση σύγκρισή του με την ιστορική μορφή του Βλαντ, τα νέα για την ύπαρξη δήθεν βρικολάκων που ολημερίς κραύγαζε η τηλεόραση και ο άνδρας που τον κοιτούσε με ένα απροσδιόριστο βλέμμα και έμοιαζε τόσο σε ένα ιστορικό πρόσωπο που τώρα της διέφευγε...
Κοίταξε ξανά τον Ραντού και ο τρόμος, παρέα με τη θλίψη, αγκάλιασαν την καρδιά της. Ίσως οι σκέψεις της να ήταν τρελές, αφού εκτός από την ιστορία λάτρευε και τη φαντασία. Ωστόσο, ο συνδυασμός της σκιερής, οικείας φιγούρας με τον νεαρό δίπλα της, ήταν παράξενος.
«Η ιστορία κάνει κύκλους. Μιας που την αγαπάς, να ξέρεις το εξής. Η αλήθεια ίσως και να κρύβεται στα στόματα εκείνων που την έζησαν, ή τελοσπάντων ένα μέρος της αλήθειας. Για τα υπόλοιπα, κράτησε το μυαλό σου ανοιχτό» τελείωσε ο Ραντού και σηκώθηκε με κόπο, μέχρι που η φιγούρα του Μεχμέτ είχε χαθεί. «Να προσέχεις» της είπε και το εννοούσε.
«Ακόμη και αν η ζωή σε κάνει διάσημο, σημασία πραγματική έχει το τέλος της. Αυτό να γνωρίζεις. Τι να τα κάνεις τα πλούτη και τη φήμη, αν δεν έχεις κάποιον να τα μοιράζεσαι; Ο Βλαντ κάποτε στην ιστορία αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του ταξίδεψε στον Πορθητή σαν έκθεμα. Είμαι βέβαιη πως αν υπήρχε και τον ρωτούσες, διόλου δεν θα τον ένοιαζε η φήμη, αλλά όλα αυτά που δεν μπόρεσε και δεν πρόλαβε να ζήσει» άκουσε τη φωνή της κοπέλας που τώρα ήταν αλλαγμένη.
«Θα σε ξαναδώ;» τη ρώτησε εκείνος και πλέον τα βλέμματα που αντάλλαζαν, ψιθύριζαν σκοπούς περίεργους.
«Να προσέχεις και εσύ» ήρθε η μελαγχολική της απάντηση.
***
Η καμπάνα της Ντούτραμ ήχησε τρείς φορές και ο Βλαντ μπορούσε να την ακούσει καθαρά, παρά το γεγονός πως βρισκόταν υπό την κάλυψη του μαγικού πέπλου του δισκοπότηρου. Τα χέρια του διαρκώς σφίγγονταν σε γροθιές, ενώ ήταν απολύτως βέβαιος πως είχε ταράξει τα νεύρα του βρικόλακα Χάινς, εξαιτίας της αναμονής. Διόλου δεν τον ενδιέφερε ωστόσο. Ο θάνατος του Στεφάν τον είχε αποσυντονίσει και ο Μεχμέτ, ήταν βέβαιος πως έτριβε τα χέρια του χαιρέκακα. Για ακόμη μία φορά όμως, θα τα έβαζε όλα στην άκρη και θα έκλεινε νοητά τη μορφή του σουλτάνου, σε ένα κενό, λευκό δωμάτιο. Έτσι ο στόχος του θα φάνταζε ευκολότερος καθώς το μόνο που θα έβλεπε, θα ήταν εκείνον και τίποτε άλλο. Κανείς δεν θα τον αποσυντόνιζε έτσι. Με θυμό, απέσυρε το βλέμμα του από τα σκουροπράσινα δάση της Τρανσυλβανίας και έδωσε διαταγή να μεταφερθεί ο Χάινς στην αίθουσα όπου κάποτε γίνονταν οι χοροί. Πλέον, εκεί δεχόταν τους καλεσμένους, τις ελάχιστες φορές που έρχονταν.
Η πόρτα της κρεβατοκάμαράς του άνοιξε και το αποφασιστικό βλέμμα του αετού τρεμόπαιξε υπό το φως των κεριών που δέσποζαν στους τοίχους. Μέσα στην ησυχία την απόλυτη του Μπραν, το κοφτερό του βήμα αντηχούσε στους άδειους διαδρόμους, μέχρι που έφτασε στην αίθουσα για να αντικρύσει τον Χάινς να τον καρτερά με γυρισμένη την πλάτη.
« Αρχηγέ Χάινς; Δεν με ακούσατε;» τον ρώτησε ειρωνικά.
«Και με το παραπάνω και μάλιστα σας υποδέχτηκα όπως σας αρμόζει άρχοντα. Με την πλάτη γυρισμένη. Σας καρτερώ ώρα τώρα και η υπομονή μου, όπως εικάζω και η δική σας, είναι περιορισμένη. Κατανοώ τη στεναχώρια σας, μα η αναμονή ήταν αγενώς μεγάλη» του είπε και ο Βλαντ ένιωσε για πρώτη φορά πως ήρθε σε δύσκολη θέση. Παλιότερα θα τον πετούσε έξω, λέγοντάς του πως αυτός ήταν, ή ίσως τον σκότωνε προτού να κατορθώσει να διαβεί το κατώφλι. Σήμερα όμως, ο χαρακτήρας του είχε βελτιωθεί και η σχέση του με την κοπέλα, είχε κάπως καταλαγιάσει μέσα του, τον πρωτόγονο τρόπο αντίδρασης.
«Πράγματι ήταν μεγάλη. Ωστόσο, γύρισε τον κορμό σου προς το μέρος μου ώστε να λήξει το θέμα εδώ. Ο Στεφάν για εμένα, ήταν ο αγαπημένος μου ξάδερφος. Έχουμε ζήσει αιωνιότητες ολόκληρες μαζί. Όσο και αν η κατάληξή του, ήταν η πρέπουσα με δεδομένο πως θα συνέβαινε την κατάλληλη στιγμή, ομολογώ πως με τάραξε» ολοκλήρωσε και ο Χάινς έστρεψε την κοφτερή ματιά του κατευθείαν μέσα στις ομίχλες της αντίστοιχης του σκοτεινού πρίγκιπα.
«Το κακό με όσους ανήκετε στην υψηλή κοινωνία, ιδίως του Μεσαίωνα, είναι πως σας ταράζει ο θάνατος των δικών σας ανθρώπων, ενώ για τους υπόλοιπους δεν δίνετε δεκάρα τσακιστή. Τα λέω καλά Άρχοντα; Με όλο το σεβασμό απέναντι στην ιστορία που κουβαλάς και την οποία σαφώς και σέβομαι, έχω να σου πω πως και εγώ έγινα μάρτυρας αποτρόπαιων θεαμάτων και βασανιστικών θανάτων, ίσως και χειρότερων από το παλούκωμα και τελικά κατέληξα να γίνω ένας μονόχνοτος ερημίτης. Η διαφορά μας είναι πως εμένα, με οδήγησε στην μοναξιά η ανθρωπιά μου και η αδυναμία μου να δεχτώ αυτά τα αποτρόπαια θεάματα. Εσύ όμως;» τον ρώτησε και ο Βλαντ του χαμογέλασε με σεβασμό και του ζήτησε να καθίσει.
«Χάινς, δεν περίμενα ποτέ πως θα το έλεγα αυτό, μα έχεις δίκιο. Δεν δικαιολογώ αυτό που είμαι, ούτε το κρύβω. Δεν το έκανα ποτέ. Είμαι σχεδόν όλα όσα γνωρίζεις, με μία δόση υπερβολής από ένα σημείο και μετά. Στη μοναξιά, δεν με οδήγησε η ανθρωπιά των τύψεων, όπως εσένα απέναντι στα θύματα, με οδήγησε η πικρή συνειδητοποίηση πως πλέον η παρουσία μου στον κόσμο δεν είχε νόημα. Έζησα μία εποχή διαφορετική. Κάθε μέρα, ισοδυναμούσε με τρία δευτερόλεπτα γιατί πολύ απλά συμβαίνανε εκατό πράγματα ταυτόχρονα. Οι ευγενείς σκότωσαν τους δικούς μου ανθρώπους, οι Τούρκοι με αιχμαλώτισαν στην εφηβεία μου και το μόνο που βίωνα, ήταν ξυλοδαρμοί, παρακολούθηση ανασκολοπισμών, βασανιστηρίων και...Δεν έχει σημασία αυτό το τελευταίο. Έχασα την παιδικότητά μου, έχασα την ανθρωπιά μου και μπήκε η επιβίωση στη μέση. Αγαπώ ό,τι είναι δικό μου και πράγματι δεν έχω χώρο για κάτι που δεν το περικλείει η καρδιά μου» του απάντησε με κοφτερή ειλικρίνεια και ο Χάινς ένιωσε να τον εξιτάρει αυτή η μονομαχία διαλόγου.
«Με όλη την ειλικρίνεια Άρχοντα, γιατί με κάλεσες;» τον ρώτησε πετώντας το σωστό μπαλάκι, τη σωστή στιγμή.
«Για σύμμαχο. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία τεράστια απειλή που δεν αφορά εμένα αποκλειστικά, αλλά τη χώρα μου και τον κόσμο. Ο Μεσαίωνας πρέπει να σβήσει και ο κόσμος ο υπερφυσικός και ο ανθρώπινος, να ζήσουν απαλλαγμένοι με τον τρόπο που επιθυμούν. Οι βρικόλακες είμαστε καταραμένοι στην ουσία και νομίζω πως αυτό, σε βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Σε κάλεσα να δώσουμε ένα τέλος. Είσαι υπεύθυνος της κοινότητας των απέθαντων, επομένως από εσένα εξαρτάται».
Στο άκουσμα αυτής της απάντησης, ο Χάινς ανασκουμπώθηκε. Ήθελε να έχει ανοιχτά τα χαρτιά του στους μελλοντικούς συμμάχους και απαιτούσε και από εκείνους την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση.
«Θα μου επιτρέψεις να εκφράσω ελεύθερα τις τσουχτερές μου απόψεις; Αν με αποκαλείς σύμμαχο, τότε ελπίζω πως θα εκτιμήσεις την ειλικρίνειά μου που ίσως και να μην είναι ιδιαιτέρως κολακευτική» τον προειδοποίησε και ο Βλαντ ξεφύσησε.
Ωστόσο, δεν πτοήθηκε λεπτό. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά καθώς είχε καταλάβει πως ο άνδρας απέναντί του, εξέφραζε απόψεις αιχμηρές που μάτωναν μεν τα νεύρα του, μα που πάνω τους μπορούσε να πατήσει με σταθερότητα. Εξάλλου, βοήθησε στην διάσωση του ξαδέρφου του και αυτό του το χρωστούσε.
«Καλώς» του έδωσε την άδεια και ο Χάινς σηκώθηκε και τον πλησίασε.
«Απέναντί σου, έχεις έναν αντίπαλο ισάξιο, θα έλεγα σχεδόν κατ εικόνα και ομοίωση με εσένα. Από τους δύο, ο αδερφός σου είναι ένα ακίνδυνο σκουλήκι που μπορεί ναι μεν να καταστρέφει τη σοδειά αργά, μα δεν την σαρώνει όπως το κοράκι, ο σουλτάνος. Εσύ και ο Μεχμέτ μοιάζετε πιο πολύ από όσο πιστεύεις. Δύο άνδρες σκληροί, πανούργοι, έξυπνοι, καλοί πολεμιστές, κακούργοι και απάνθρωποι. Εδώ όμως, υπάρχει μία τόση δα διαφορά, την οποία ο Μεχμέτ εκμεταλλεύτηκε υπέρ του. Ονομάζεται Υπομονή. Εσύ δεν τη διαθέτεις, σε αντίθεση με εκείνον που κάνει αιώνες σχέδια και είναι ικανός να περιμένει για όσο χρειαστεί, προκειμένου να οδηγήσει την κατάσταση στο σημείο που επιθυμεί. Επίσης, γνωρίζει την αδυναμία σου και είμαι βέβαιος γι' αυτό» έκανε παύση καθώς ο Βλαντ είχε γουρλώσει τα μάτια απέναντι σε αλήθειες που στην ουσία γνώριζε, μα που αρνιόταν να συνειδητοποιήσει ως εκείνη την ημέρα.
«Γνωρίζω πως γνωρίζει για τη Γαβριέλα» του απάντησε και κάπου εκεί ο Χάινς χαμογέλασε.
«Ω, όχι Άρχοντα. Η αληθινή σου αδυναμία, είναι ο αδερφός σου ο Ραντού. Ο αδερφός που είχες τόσες πολλές ευκαιρίες να σκοτώσεις από τη στιγμή που ο δεσμός σας έσπασε, όσες και ο αριθμός των κατοίκων της Κίνας. Κοινώς άπειρες. Ο Μεχμέτ να ξέρεις όμως, πως είναι έξυπνος. Το έχει ήδη μυριστεί και μπορεί να αγαπά τον Ραντού, όμως το συμφέρον τον γαργαλά περισσότερο. Καταλαβαίνεις τι εννοώ»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top