Ύφος σκληρό και άγριο/ part 3

Μόλις το χέρι της άγγιξε την σκαλιστή λαβή του μαχαιριού, παρά τις εμφανείς αντιρρήσεις του νεαρού, το όραμα ξεκίνησε να ξεπήδα και εκείνη βρέθηκε από όσο κατάλαβε, στην αυλή του σουλτάνου. Μπροστά της, στεκόταν ένα πανέμορφο αγόρι, το πολύ δώδεκα χρονών. Ήταν βράδυ.

΄΄Για λίγο η κοπέλα πίστεψε πως είχε έρθει στον Παράδεισο και άφησε το βλέμμα της ελεύθερο να πλανηθεί ολόγυρα. Δεν ήταν βέβαιη για την τοποθεσία, μάλλον σε κάποιο παλάτι της Ανατολής βρισκόταν. Η θάλασσα του Μαρμαρά, του Κεράτιου Κόλπου και του Βοσπόρου το κύκλωναν. Η Γκάμπι μπορεί να μην γνώριζε τα ονόματα των θαλασσών, μα στον αέρα μύριζε την αλμύρα και παράλληλα την ευωδία των ανθέων που απλώνονταν σαν χαλί πολύχρωμο γύρω της. Νερά ακούγονταν τρεχούμενα και κοπάδια πουλιών έκαναν στάση να ξαποστάσουν εκείνη την ήσυχη βραδιά. Σε αντίθεση με τα πολεμικά οράματα του Βλαντ, αυτό το μαχαίρι έκρυβε μία ανάμνηση διαφορετική. Για λίγο εγκατέλειψε τους υπέροχους και ευωδιαστούς κήπους και ακολούθησε τον μικρό Ραντού στο εσωτερικό του παλατιού, όπου για πρώτη φορά αντίκρυσε τον Μεχμέτ, ή όπως αλλιώς ονομάζεται, τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Ο Ραντού είχε κάτι διαφορετικό στους τρόπους του. Είχε μία ευγένεια και διακριτικότητα, κάτι που σε καμία των περιπτώσεων δεν υπήρχε στον Βλαντ. Ήταν ένα όμορφο αγόρι. Το βλέμμα του Μεχμέτ το αρρωστημένο ωστόσο, πίστευε ακριβώς το ίδιο. Πλησίασε το παιδί και τα χέρια του όργωναν το λεπτό κορμάκι. Στη θέα αυτή, η Γκάμπι ένιωσε μία ανακατοσούρα στο στομάχι. Ακόμη και αν η αναφορά γινόταν σε χρόνια παλαιά, όπου τέτοια εγκλήματα κατά την γνώμη της, ήταν σχεδόν νόμιμα, αδυνατούσε να το δεχτεί. Ο Ραντού φαινόταν να ενοχλείται και να παλεύει να ξεφύγει με τρόπο. Ο Μεχμέτ σταμάτησε για λίγο και τον διέταξε να καθίσει δίπλα του στο θρόνο, όπου τα αγγίγματα συνεχίζονταν αμείωτα και η Γκάμπι επιθυμούσε να του ορμήξει και να του κόψει τα δάχτυλα. Τον είχε ερωτευτεί τον μικρό και ο Ραντού δεν άντεχε σε αυτή τη σκέψη.

Ο χρόνος έτρεξε ωστόσο σε ένα βράδυ, όταν ο σουλτάνος τον κάλεσε στην κρεβατοκάμαρα δήθεν για να του φέρει νερό. Η Γκάμπι ακολουθούσε τα δειλά βήματα του μικρού, όταν τον είδε να εισέρχεται και τον Μεχμέτ να πιάνει ευγενικά το ποτήρι και να τον τραβά στο κρεβάτι με σκοπό εκείνη τη νύχτα να ενωθεί μαζί του. Μέσα σε κλάσματα, ο μικρός άρπαξε το μαχαίρι εκείνο που της είχε δώσει ο Μίρτσεα και το έμπηξε στο πόδι του ισχυρότερου άντρα της εποχής. Κατόπιν, έφυγε τρέχοντας, τρομοκρατημένος, με την κοπέλα να ακολουθεί, για να καταλήγει να τον βλέπει να σκαρφαλώνει με ταχύτητα σε ένα δέντρο και να μην κατεβαίνει με τίποτε. Τη στιγμή εκείνη, παρασυρμένη από την παιδική τραγωδία του φώναξε.

«Είσαι καλά; Μη φοβάσαι»

Αρχικά το αγόρι δεν ανταποκρίθηκε, καθώς ήταν όραμα. Η κοπέλα το συνειδητοποίησε, μα τη στιγμή που ετοιμάστηκε να αποκοπεί από το όραμα αυτό, καθώς πισωπατούσε, έπεσε επάνω σε κάτι σκληρό. Έναν άνδρα μάλλον με άρωμα ανατολής και βλέμμα οργισμένο. Φορούσε ένα πουκάμισο λευκό, λινό, παντελόνι αέρινο και μπότες κόκκινες δερμάτινες. Στο κεφάλι του δέσποζε ένα τουρμπάνι με μία πέτρα πολύτιμη να το στολίζει στο μπροστινό του μέρος. Είχε όμορφα χαρακτηριστικά, πολύ όμορφα, μα τώρα ήταν αλλοιωμένα πλήρως εξαιτίας του εκνευρισμού.

«Είσαι ο Ραντού;» τον ρώτησε με κομμένη την ανάσα για να τον δει να χαμογελά σατανικά.

«Για δες που συναντιόμαστε επιτέλους στη μέση ενός κήπου σαν και αυτόν. Παράτολμο εκ μέρους σου να μπεις στο μονοπάτι της ζωής μου και ακόμη χειρότερα, να μου μιλήσεις. Ίσως και να την γλίτωνες αν δεν άνοιγες το στόμα σου, μα θαρρώ ο αδερφός μου δεν σε δίδαξε καλά» της είπε ενώ πίσω τους το φοβισμένο αγόρι του παρελθόντος συνέχισε να κρέμεται στο δέντρο, αηδιασμένο και φοβισμένο.

Ο Ραντού έριξε μία ματιά στην εικόνα και στράφηκε ξανά προς το μέρος της με ύφος σκοτεινό.

«Συνέβαινε τα χρόνια εκείνα δεσποσύνη, μα και σήμερα συμβαίνει με την ίδια αγριότητα ίσως και χειρότερη. Ξέρεις πόσοι έρχονται στο εκκλησάκι για να εξομολογηθούν πράξεις κολασμένες;» την ρώτησε και ειλικρινά πάλευε να τον συναντήσει κάπου στη σκέψη.

«Ποιο εκκλησάκι;» τον ρώτησε.

«Ξέρεις ποιο» της απάντησε ωστόσο προτού σκεφτεί, μία άλλη απορία ξεπήδησε στο μυαλό της.

«Ο Μεχμέτ ζει έτσι δεν είναι; Τον ανέστησες! Γιατί; Τι είδους πλύση εγκεφάλου σου έκανε για να δεχτείς να φέρεις στη ζωή έναν παιδόφιλο;» σχεδόν φώναξε για να τον δει να καγχάζει.

«Σου ξαναλέω. Οι εποχές ήταν διαφορετικές. Πράγματι, αυτό που είδες ήταν...Ήταν φρικτό για τα σημερινά δεδομένα. Τότε όμως μάθαινες να το δέχεσαι και κατέληγες να σου αρέσει. Ήμουν ο ευνοούμενός του, το δεξί του χέρι. Με κοιτούσε στα μάτια και έβλεπα λατρεία, όταν ήξερα πως το κτήνος ο αδερφός μου θέριζε και παλούκωνε κόσμο. Ήξερα επίσης πως όλοι εκείνον προόριζαν για βοεβόδα. Εμένα δεν γύρισε κανείς να με κοιτάξει, εκτός από τον σουλτάνο, τον ισχυρότερο άντρα του κόσμου. Δίπλα του θα γινόμουν αυτό που ήθελα. Ο Βλαντ με μίσησε για την απόφασή μου να παραμείνω στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» της απάντησε.

«Λογικό. Ήταν προδοσία. Ο Βλαντ δεν είχε σκοπό να σε πολεμήσει, μα εσύ τον πρόδωσες» του είπε.

«Για εμένα ονομαζόταν ευκαιρία και όχι προδοσία. Για εμένα, η Βλαχία θα υπήρχε για όσο θα είχε ειρήνη με τους Οθωμανούς. Για τον Βλαντ θα υπήρχε δίχως αυτούς και αποφάσισε να τους πολεμήσει. Αντικρουόμενα συμφέροντα, δες το και έτσι. Θα τον κάνω να σέρνεται ωστόσο. Δεν θα πάει από προδοσία αυτή τη φορά, μα από εμένα. Ο αδερφός σου ζει και σου δίνω τρεις μέρες να σκεφτείς τις κινήσεις σου. Ή θα μείνεις δίπλα στο κτήνος, ή θα έρθεις μαζί μου και με τον αιώνιο συνοδοιπόρο μου τον Μεχμέτ. Ο Βλαντ Γκάμπι δεν είναι το καλό παιδί. Δεν ήταν ποτέ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Παλούκωνε κόσμο ανεξαιρέτως φύλου. Ήταν αδυσώπητος. Αν περιμένεις ας πούμε να σε συμπαθήσει, γιατί δεν ξέρω αν μπορεί να αγαπήσει, κάνεις λάθος. Μόλις του στραβώσεις, θα καταλήξεις στα τρανσυλβανικά δάση να κρέμεσαι και πίστεψέ με, ούτε ο Θεός δεν θα μπορεί να σε εντοπίσει. Σκέψου, είσαι όμορφη, έξυπνη και παράτολμη. Υπέροχος συνδυασμός για μία σύμμαχο»

Στο όραμά της, τον είδε να αποχωρεί ρίχνοντας μία τελευταία ματιά στον παιδικό του εαυτό, αν ποτέ υπήρξε. Ξαφνικά η Γκάμπι δεν ήθελε να φύγει. Ήθελε να μείνει ακόμη λίγο, μακριά ίσως από το παιδί που σπάραζε και μακριά από έναν Μίρτσεα που την πρόσμενε ταραγμένος να ξυπνήσει. Έχοντας καθίσει εκείνη τη γλυκιά βραδιά σε ένα πεζούλι, συλλογίστηκε γι' αυτές τις φιγούρες που είχαν σημαδέψει την ανθρωπότητα. Για έναν πρίγκιπα σκοτεινό, έναν ηγέτη ή ένα τέρας που είχε εμπνεύσει και παράλληλα στιγματίσει τον κόσμο και για μία μορφή ξεχασμένη με το όνομα Ραντού μπέι, Ραντού ο όμορφος σαν παρατσούκλι, ή Ντρακούλ όπως ο αδερφός του. Μία ιστορία μεσαιωνική που απειλούσε να ξυπνήσει και να διαλύσει την ανθρωπότητα. Ένας μάγος και ένας βρικόλακας, αδέρφια και στη μέση η αμφιλεγόμενη φιγούρα του Μεχμέτ ή αλλιώς του Μωάμεθ του Πορθητή. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα έλειπε από την πραγματικότητα, ίσως ώρες, όταν από το βάθος των κήπων εμφανίστηκε στο όραμα ο Βλαντ. Θα μπορούσε να είναι οργισμένος, μα αυτή τη φορά ελλόχευε στο πρόσωπό του ένας προβληματισμός. Αμίλητος, κάθισε δίπλα της αρχικά κοιτώντας ευθεία και έπειτα την ίδια.

«Είχες καλό δάσκαλο, μα αυτό μην το ξανακάνεις ποτέ» της είπε και τα μάτια της έπεσαν στη γη.

«Ήξερες πως ο αδερφός σου...» ψέλλισε και ο Βλαντ στράφηκε επάνω της απότομα και αλλάζοντας το θέμα.

«Δεν πολέμησα τον Ράντου, Γαβριέλα. Πολλά ήξερα, όμως μονάχος του επέλεξε αυτόν τον δρόμο. Έτσι ήθελε. Να σταθεί απέναντί μου, να με πολεμήσει. Ήμασταν διαφορετικοί, ωστόσο μη νιώθεις οίκτο. Δεν ήθελε να σωθεί. Ήθελε το θρόνο και για ένα μικρό διάστημα τον πήρε, μέχρι που επέστρεψα από τη φυλακή» σηκώθηκε και της έκανε νόημα να αποσυνδεθεί επιτέλους «Μπορώ να διαβάζω το μυαλό σου να ξέρεις και να σε ακολουθώ στους δρόμους των οραμάτων. Αυτό δεν είναι πάντοτε καλό, γιατί και την πιο βαθιά σου επιθυμία, το να με χαστουκίσεις, τη γνωρίζω. Ο Ραντού είπε και κάτι σωστό. Δεν υπήρξα καλό παιδί. Ούτε είμαι ο αγαπησιάρης πρίγκιπας με το άλογο που θα γεμίσει το δρόμο σου ροδοπέταλα. Είμαι ένας αναγκαστικός βραχνάς, εξαιτίας της δύναμής σου. Μην φερθείς ξανά απερίσκεπτα και ας έχεις θάρρος. Συνδύασέ το με μυαλό» τελείωσε μα προτού φύγουν τον ρώτησε.

«Ποτέ σου δεν έχεις αγαπήσει;»

Ο Βλαντ την πλησίασε λίγο περισσότερο.

«Γιό του Διαβόλου με αποκαλούσαν, μα ήμουν άνθρωπος και ο άνθρωπος έχει καρδιά. Αυτή είναι η απάντησή μου»

Η επιστροφή φάνταζε βαριά και τυλιγμένη σε μία άβολη σιωπή. Ήταν στο δωμάτιό της, και σε λίγη ώρα το μάθημα θα ξεκινούσε. Μπροστά της ο Μίρτσεα στεκόταν με μάτια γουρλωμένα, μα το βλέμμα του Βλαντ για πρώτη φορά, έκρυβε αδιόρατα συναισθήματα, πέραν της οργής. Όση ώρα εκείνη βρισκόταν τυλιγμένη στο όραμα, ο Βλαντ είχε καταφθάσει στο δωμάτιο του αδερφού του. Δεν ήταν βέβαιη για το είδος τους. Προβληματισμός ίσως, θλίψη; Δεν ήξερε να πει με βεβαίοτητα.

«Σε λίγο ξεκινά το μάθημα» τους ανακοίνωσε θέλοντας να τονίσει την αναγκαιότητα να παρευρεθεί αυτή τη φορά.

«Καλώς. Μόλις τελειώσεις, βρες το δισκοπότηρο. Θα σε καρτερώ στην αίθουσα που είναι το τζάκι» άκουσε τη φωνή του Βλαντ και ένευσε θετικά, ίσως με ανακούφιση που για πρώτη φορά δεν φάνηκε διατεθειμένος να της φέρει αντίρρηση. Ο Μίρτσεα με την κάλυψη του φοιτητή θα πήγαινε στο μάθημα των τελειόφοιτων, ενώ η Αλεξάνδρα με τον Στεφάν θα ήταν στη δική της τάξη.

Ο Βλαντ εκείνο το μεσημέρι έφυγε μόνος του. Οι υπηρέτες του, πιστοί στους αιώνες στο πρόσωπό του, ήταν πάντοτε έτοιμοι να τον υποδεχτούν με όλες τις ανέσεις. Η στιγμή του αποχωρισμού του με τον Ραντού πλησίαζε και ήταν κάτι τρομερά επώδυνο. Ωστόσο, είχε πει στον Μίρτσεα να μην αναφέρει τίποτε στην Γκάμπι. Όσο και αν πάλευε να την σκληραγωγήσει, δεν θα γινόταν ποτέ σαν εκείνον και ίσως αυτό να ήταν και καλύτερο εν μέρει. Ο Βλαντ είχε εκ γενετής χάσει τη συναισθηματική ισορροπία. Σε έναν αιώνα που η παιδοφιλία δεν διωκόταν απόλυτα ποινικά, καθώς οι σουλτάνοι είχαν τα δικά τους χαρέμια ευνοούμενων αγοριών, σε έναν αιώνα που αδέρφια σφάζονταν με αποτρόπαιο τρόπο, εκείνος είχε κληθεί να παίξει τον δικό του ρόλο. Όσο και αν τα χρόνια είχαν περάσει, δεν θα μπορούσε να αποτινάξει το βάρος της ιστορίας από επάνω του, γιατί πολύ απλά ήταν εκεί. Δίπλα του και δυστυχώς μαζί με εκείνον, είχε μπλεχτεί και μία αθώα κοπέλα. Είχε μπλεχτεί στα δίχτυα βασιλέων και πριγκίπων, ισχυρών προσωπικοτήτων του Μεσαίωνα, άτεγκτων και αυστηρών που θα σκότωναν και θα παλούκωναν δίχως τύψεις. Σκεφτόταν το βλέμμα της όταν είδε την ιστορία του Ραντού. Στα μάτια της ήταν αποτρόπαια βάναυσο και έτσι θα έπρεπε να είναι. Ακόμη και με αυτά τα δεδομένα ωστόσο, δεν μπορούσε να συγχωρέσει την προδοσία του αδερφού του, μα ούτε και να της εξηγήσει το γιατί.

Δεν ήταν παρών στο περιστατικό του παραλίγο βιασμού. Τότε εκείνος έτρωγε ξύλο και αντιστεκόταν στους Οθωμανούς με λύσσα και ας ήταν μόνο δεκατέσσερα. Ο αδερφός του απεναντίας τα πήγαινε μία χαρά. Είχε μπει στην αυλή του σουλτάνου όντας πολύ μικρότερος και όσο λάθος και αν ακουγόταν, είχε μάθει και προσαρμοστεί στη ζωή, ό,τι και αν αυτό σήμαινε. Είχε γίνει Γενίτσαρος και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να σταθεί στο πλάι του Μεχμέτ που του έδειχνε εμπιστοσύνη. Αισθανόταν έλξη, είχαν μια διφορούμενη σχέση, μα η ουσία ήταν πως για τον Ραντού, ο Βλαντ ήταν ο αδερφός ο άσπλαχνος και δυνατός που στο διάβα του δεν στεκόταν κανείς. Βρισκόταν στο πλάι του Μεχμετ, όταν αντίκρισαν το δάσος των παλουκωμένων και τράπηκαν σε φυγή αηδιασμένοι. Μέχρι που η ανθρώπινη ιστορία του έσβησε, με το κεφάλι του ταριχευμένο στην Οθωμανική αυτοκρατορία να περιφέρεται, ώστε όλοι να γνωρίζουν.

Στο σήμερα, η Μονή Σναγκόβ ήταν η τελευταία κατοικία του Βλαντ. Μία πλάκα απέναντι από την Ωραία Πύλη του εικονοστασίου. Εκείνος είχε βρει το σώμα του. Ακόμη θυμόταν τα ρούχα που φορούσε. Ένα πορφυρό βελούδινο ρούχο, δυτικού τύπου με μεγάλα ασημόχρυσα κουμπιά, ένα εκ των οποίων είχε βρει τυχαία η Γκάμπι την φορά που την κυνήγησε στο δάσος, και ζώνη από ασημένιες πλάκες σε σχήμα ρόμβου. Το πρόσωπό του καλυπτόταν από ένα μεταξωτό μαντήλι καθώς το δέρμα ήταν γδαρμένο για να ταριχευτεί για τα μάτια των Οθωμανών. Στη σκέψη αναστέναξε, μα μέσα του δεν μετάνιωνε για τίποτε. Ήταν τέρας σίγουρα, αλλά αυτό απαιτούνταν τότε.

Πίσω στο Ντούτραμ, η Γκάμπι είχε αποβάλει κάθε όρεξη. Τα συναισθήματά της ήταν ανάμεικτα για το πρόσωπο που κρατούσε τον αδερφό της και που της άφηνε διορία τρεις μέρες. Ευτυχώς η καθηγήτρια τους ζήτησε κάτι εύκολο. Να ζωγραφίσουν τα συναισθήματά τους. Μία οποιαδήποτε εικόνα, η ιστορία της οποίας θα αντικατόπτριζε αυτά που ένιωθαν. Τα γέλια της Μόνικα και της Καμίλια για την θεματολογία, έκαναν την καρδιά της να λάμψει. Είχε ανάγκη να δει ένα χαμόγελο, να ακούσει τον ήχο του γέλιου και οι φίλες της αποτελούσαν την σωστή παρέα. Η Μόνικα δεν είχε πει κουβέντα στην Καμίλια και η κοπέλα ξέγνοιαστη συζητούσε για όμορφα αγόρια που κυκλοφορούσαν στη Σχολή.

Η Γκάμπι στάθηκε μπροστά στο τελάρο, μα το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν στο μαύρο χρώμα. Έτσι ένιωθε. Θλίψη, ανασφάλεια και οργή. Ο ορίζοντας του έργου της λοιπόν, θα ήταν μαύρος και μέσα σε αυτό το μαύρο, σχημάτισε δύο μάτια. Δύο μάτια στο χρώμα του κυπαρισσιού, με μακριές και πυκνές βλεφαρίδες, βαθύ διεισδυτικό βλέμμα, μέσα στο οποίο αχνοφαινόταν μία θλίψη που έπαιρνε τη θέση της οργής. Η Μόνικα ασυναίσθητα, έσκυψε προς την μεριά της και κοίταξε τη ζωγραφιά. Το χαμόγελο θάφτηκε μονομιάς και έμεινε να κοιτάζει το αποτέλεσμα αμήχανη.

«Είναι εκείνος έτσι;» τη ρώτησε για να την δει να της ρίχνει ένα βλέμμα πλάγιο, με την Καμίλια να παλεύει να παρακολουθήσει τη συζήτηση.

«Ουαου Γκαμπ, ποιος έχει τέτοια μάτια; Με τρομοκρατούν και μόνο που τα κοιτάζω» πρόφερε.

«Που να τα δεις να σε κοιτάζουν κιόλας» ψιθύρισε η Μόνικα που πρόσφατα είχε νιώσει την εμπειρία.

«Τον γνωρίζετε;» ρώτησε με περιέργεια μα η Γκάμπι χαμογέλασε κοιτάζοντας ξανά το πορτραίτο.

«Κάποιοι τον αποκαλούν γιο του Διαβόλου, μα εγώ πιστεύω πως καταβάθος είναι άνθρωπος» της απάντησε για να δει την καθηγήτρια να το κοιτάζει με ενδιαφέρον.

«Υπέροχο» της σχολίασε. «Πολύ εκφραστικό. Πρέπει να έχεις καταλάβει απόλυτα το πρόσωπο που απεικονίζεις. Τα μάτια του κρύβουν πολλά συναισθήματα, λεπτά για να τα νιώσει κάποιος και όλα αυτά σε φόντο μαύρο. Πρέπει να έχει θλιβερή ιστορία» διαπίστωσε, με την κοπέλα να αρκείται σε ένα νεύμα και ένα χαμόγελο. Καθώς σηκώνονταν, εκείνη ετοιμάστηκε να κατευθυνθεί στο δισκοπότηρο, βαστώντας τον πίνακα. Στην Μόνικα είπε την αλήθεια και ας μην της άρεσε. Θεωρούσε πως όλη αυτή η ιστορία της είχε στερήσει τη φίλη. Από την άλλη κατανοούσε το δράμα της και την απουσία του αδερφού της.

Η Γκάμπι κουβαλώντας τον πίνακα, ανέβηκε κρυφά προς εκείνο το απόμερο σημείο της σχολής, που κρατούσε το δισκοπότηρο μακριά από τα βλέμματα περιέργειας των φοιτητών. Δεν επιθυμούσε να τον κρατήσει. Ήθελε να τον έχει εκείνος ως ένδειξη συμφιλίωσης και κατανόησης. Στα κρυφά, πέρασε μέσα, νιώθοντας τα κόκαλα του κορμιού της να πάλλονται και την ίδια να καταλήγει να κείτεται στο πάτωμα του κάστρου. Αυτό που την παραξένεψε, ήταν πως δεν υπήρχε ίχνος του Βλαντ. Αποφάσισε να τον περιμένει καθισμένη σε μία καρέκλα και παρατηρώντας το δωμάτιο το απόκοσμο καλύτερα, με το σκούρο ξύλο να της πλακώνει την καρδιά. Πέντε λεπτά αργότερα, η πόρτα άνοιξε και μέσα εισήλθε ο Μπογκτάν κάνοντας μία υπόκλιση.

«Με συγχωρείτε δεσποσύνη, μα η συνάντηση με τον βοεβόδα μας αναβάλλεται. Του έτυχε κάτι επείγον» συμπλήρωσε και εκείνη συνδύασε κάποια λόγια του Μίρτσεα περί ριψοκίνδυνων καταστάσεων. Αντί να φύγει όμως, κάτι την ώθησε να παλέψει να μάθει περισσότερα.

«Έχετε δίκιο. Το ξέχασα τελείως. Ο πρίγκιπας Μίρτσεα με ενημέρωσε αν και διαφώνησα» είπε δήθεν.

«Και εγώ δεσποσύνη μου. Ο άρχοντας μπορεί να πεθάνει και αυτοί οι τρελοί Μοναχοί δεν έχουν τον Θεό τους!» είπε θυμωμένα και εκείνη ξεροκατάπιε. Ώστε είχε πάει στους Αδελφούς; Μα γιατί;

«Δεν υπάρχει θέμα, κρατήστε τον πίνακα. Ήταν...δώρο» ψιθύρισε δίχως να είναι βέβαιη για τίποτε. Ούτε για το δώρο, μα ούτε και για την ξαφνική ανησυχία στην ιδέα του θανάτου του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top