Κεφ. 3.7 Οι μέρες μετά τον όλεθρο (ΙΙ)

https://youtu.be/jBJSSOUp1xY

Εριφύλη

Η Φθινοπωρινή νύχτα στο Άργος είχε μια παράξενη σιωπή εκείνο το βράδυ. Ο ύπνος είχε πάρει στην αγκαλιά του ολάκερη την πόλη με τους ανθρώπους της. Μονάχα το φως του φεγγαριού στο μισό του έριχνε λίγο από το ασημένιο του φως στα σπίτια δημιουργώντας παράξενους αργούς χορούς με τις σκιές καθώς κατέβαινε το ταξίδι του στον σκοτεινό ουρανό. Η ακρόπολη φάνταζε σαν παράξενος σκούρος όγκος μέσα στο σκοτάδι. Πόσο σιωπηρός είναι ο κόσμος της νύχτας και τι μπορεί να κρύβει.

Η γυναίκα ένιωσε αυτό το παράξενο "κάτι" να γεμίζει το χώρο ολόγυρά της. Έξω στις αυλές, στο αίθριο, να μπαίνει μέσα στο σπίτι της. Να απλώνεται παράξενα στο δωμάτιό της. Μια παρουσία. Αυτό κατάλαβε, μια ξένη παρουσία. Κάτι βαρύ της πλάκωνε το στήθος. Προσπάθησε να κουνήσει κάποιο από τα χέρια της. Τα καταλάβαινε τόσο βαριά στο σώμα της που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Το ίδιο συνέβαινε και με τα μάτια της. Έπρεπε να ανοίξει τα βλέφαρά της. Ένας παράξενος φόβος άρχισε να την καταβάλει σύγκορμη. Προσπάθησε να δει μέσα στο σκοτάδι. Ήταν αδύνατον να ανοίξει τα μάτια της. Λες και μια παράξενη δύναμη τα κρατούσε εκεί σφαλιστά. Όμως έπρεπε να τα καταφέρει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Αυτό το "κάτι" είχε μπει πια απρόσκλητο στο δωμάτιό της. Με το άγχος να την πνίγει άνοιξε απότομα τα μάτια της και σηκώθηκε στο κρεβάτι της ακουμπώντας πίσω με τα χέρια της. Γύρω της απόλυτη σιωπή. Κι όμως, ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν μόνη! Ναι! Εκεί στο βάθος του δωματίου, κοντά στην πόρτα, μια παράξενη ομίχλη τυλιγμένη στο ελάχιστο φως του φεγγαριού σχημάτιζε μια άμορφη φιγούρα απέναντί της. Ο φόβος ένιωθε να την πνίγει. Πλέον μπορούσε να βλέπει καθαρά. Λίγα βήματα απέναντί της οι σκιές, η ομίχλη που ήρθε από το πουθενά έπαιρναν σχήμα και μορφή. Μια νεαρή γυναίκα άρχισε να πλάθεται μπροστά της. Πάγωσε στην κυριολεξία στο κρεββάτι της. Πήγε κάτι να πει, να ρωτήσει, να φωνάξει. Μάταια όμως. Όλα μέσα της είχαν ατονίσει.

Και τότε την είδε. Η γυναικεία μορφή γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη. Τα πόδια της, το σώμα της, τα μαλλιά, το κεφάλι της. Το πρόσωπό της ακόμα ήταν άγνωστο σαν κάτι να την εμπόδιζε να το ξεχωρίσει. Ξάφνου ένιωσε όμορφα. Η νεαρή γυναίκα απέναντί της φορούσε ένα κατάλευκο χιτώνα και στο πάνω μέρος από τους ώμους της ξεχώριζε ένα πανέμορφο πέπλο. Κάτι της θύμιζε αυτό το πέπλο, σαν να το είχε ξαναδεί. Όμως μέσα στο σκοτάδι άρχισε γύρω από το λαιμό της γυναίκας να φέγγει αχνά στην αρχή και μετά να λαμπυρίζει έντονα κάτι άλλο. Μα ναι! Το είδε! Ήταν ένα περιδέραιο! Ένα χρυσοποίκιλτο περιδέραιο, που έλαμπε με τη λεπτότητα και την ομορφιά του. Έβλεπε στον κορμό του ένα φίδι που το διαπερνούσαν πολλά άστρα να καταλήγει σε δύο κεφάλια με ανοιχτά τα στόματά τους αντικριστά. Ήταν φιλοτεχνημένο με πετράδια πολύτιμα που έλαμπαν στο σχήμα του φιδιού, του αητού και του αστεριού. Αυτό το περιδέραιο το ήξερε! Το θυμήθηκε. Μαζί με το πέπλο ήταν τα δώρα που έδωσαν οι Θεοί στο γάμο της Αρμονίας. Ήταν τα δώρα που πήρε η ίδια από τα χέρια του Πολυνείκη.

Η Εριφύλη ένιωσε την καρδιά της να χτυπά ανεξέλεγκτα. Τι ήταν αυτό που ζούσε; Ποια ήταν αυτή η γυναίκα απέναντί της με τα δώρα στο κορμί της; Ένας ξαφνικός χαμός από ριπή ανέμου, ήρθε από το πουθενά να προκαλέσει πάταγο στο δωμάτιο. Ένας απροσδόκητος μικρός στρόβιλος εισέβαλε στο σπίτι και στο δωμάτιό της. Και σαν καθάρισε την ομίχλη που θόλωνε το πρόσωπο της γυναίκας απέναντί της, η μορφή της άρχιζε να καθαρίζει στα μάτια της. Ω ναι! Ανατρίχιασε σύγκορμη! Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν στο σεντόνι του κρεβατιού και όλο το κορμί της μαζί σε μια πρωτόφαντη αγωνία. Απέναντί της στεκόταν η ίδια! Έβλεπε την μορφή της, την Εριφύλη. Την κοίταζε με ένα βλέμμα απόκοσμο, λίγο μελαγχολικό μα τρυφερό. Πήγε κάτι να πει, να μιλήσει όμως ήταν μάταιο. Ένα δεύτερο κύμα ξαφνικού στροβίλου στο δωμάτιο μέσα, έκανε τα μάτια της να σφιχτούν από φόβο και συνάμα από σταδιακό τρόμο. Το βλέμμα στη μορφή της γυναίκας που την κοιτούσε απέναντι, άρχισε να αλλάζει. Ένας φόβος την κατέλαβε, που σύντομα έγινε παγωνιά, έγινε ένα ανέκφραστο πρόσωπο. Έβλεπε τον εαυτό της απέναντι σαν προσωπείο. Και τότε ξαφνικά το είδε! Στην αρχή ελάχιστο. Μια σταγόνα, μετά δύο, μετά περισσότερες. Κόκκινες σαν φωτιά. Αίμα! Αίμα που άρχισε να βγαίνει από το περιδέραιο που φορούσε και να μουσκεύει γρήγορα το πέπλο. Και καθώς το βλέμμα της ...ίδιας απέναντι έπαιρνε το χρώμα του νεκρού, το αίμα απλώνονταν όλο και πιο πολύ στο υπόλοιπο σώμα της, ως κάτω στα πόδια της. Γίνηκε λίμνη μικρή, μετά μεγαλύτερη, που απλώνονταν να τυλίξει το κρεβάτι στο οποίο βρισκόταν. Η Εριφύλη προσπάθησε να φωνάξει, να λυτρωθεί, να φύγει. Αλλά το αίμα προχωρούσε, τύλιξε το κρεβάτι της, το δωμάτιό της, η στάθμη του ανέβαινε να την πνίξει. Έβαλε τα χέρια της στα μάγουλά της, τα τράβηξε με δύναμη, σαν να ήθελε να ξεσκίσει το πρόσωπό της. Την ίδια στιγμή τα ματωμένα χέρια της ίδιας της μορφής της απέναντι απλώθηκαν να την πιάσουν, να την αγκαλιάσουν.

Η κραυγή της, γεμάτη τρόμο και αγωνία, έσκισε στα δύο το πέπλο σιωπής στη νύχτα. Ούρλιαξε σπαρακτικά έχοντας τα χέρια της στο κεφάλι της.

"Κυρά μου, τι έπαθες!"

Η παρακοιμώμενη υπηρέτριά της, εισέβαλε ορμητικά στο δωμάτιό της. Η Εριφύλη αφέθηκε να τρέμει με κλάμα γοερό στα χέρια της προσπαθώντας να αποδιώξει τον τρόμο.

"Κυρά μου, ησύχασε, όνειρο ήταν!" επανέλαβε η γυναίκα που την κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά της προσπαθώντας να την συνεφέρει.

Η Εριφύλη, από την ημέρα της φυγής του Αμφιάραου στην εκστρατεία στη Θήβα, κοιμόταν μόνη της με την παρακοιμώμενή της, μια πιστή γυναίκα δίπλα στο δωμάτιό της. Τα δύο της παιδιά, ο Αλκμαίων και ο Αμφίλοχος από τη μέρα εκείνη της φυγής του πατέρα τους στέκονταν μακριά της. Απόμακροι, μάλλον εχθρικοί απέναντί της. Ήταν κάτι που την γέμιζε αφόρητη θλίψη μέρα με τη μέρα.

"Όνειροι ναι! Από τις πύλες του Άδη Ευρυδάμεια... αλλά από ποια όμως. Προμήνυμα ή πλάνη; "

Έπεσε στην αγκαλιά της με το κορμί της να τρέμει από το φόβο και την αγωνία που ακόμα δεν έφευγε από μέσα της. Το μυαλό και η σκέψη της πήγε στον άντρα της.

"Ευρυδάμεια"

"Ναι κυρά μου"

"Αύριο να κάνουμε σπονδές στο Δία και μια ικεσία για τους ανθρώπους μας που είναι εκεί στη μακρινή Θήβα"

"Προσπάθησε να ηρεμήσεις Εριφύλη. Στο φως της μέρας όλα θα είναι διαφορετικά. Θα φροντίσω να γίνει αυτό είπες. Θα το κάνουμε μαζί. Κοίταξε να ησυχάσεις, θα μείνω δίπλα σου"

Η Εριφύλη έγειρε στο πλάι κοντά της. Γαντζώθηκε λες από πάνω της. Πόσο θα ήθελε εκείνη τη στιγμή κοντά της τον άντρα της ή τα παιδιά της. Αλήθεια πόσο.

Παράκληση χωρίς αντίκρισμα

Ο βασιλιάς του Άργους γύριζε πίσω με σκυμμένο το κεφάλι, τυλιγμένος από μαύρα αισθήματα. Αυτό το βίωμα της υποταγής και της ήττας ήταν τόσο απόλυτο πάνω του, που ένιωθε μικρός, ασήμαντος, ταπεινωμένος. Μαζί του σιωπηροί και κάποιοι Αργείοι στρατιώτες που τον συνόδεψαν ως τα τείχη της Θήβας. Είχαν ξεκινήσει άοπλοι, νικημένοι, ικέτες στους Θηβαίους πολέμαρχους. Σκοπός τους ένας! Να θάψουν τους νεκρούς τους. Τι πιο ιερή υποχρέωση! Προχωρώντας τον κάμπο προς τις πύλες της πόλης δεν θα μπορούσαν να ξεχάσουν ποτέ το φριχτό θέαμα που αντίκριζαν μπροστά τους. Αυτή τη φορά ο καλπασμός των αλόγων τους ήταν αργός. Δεν είχε σε τίποτα να θυμίσει την πολεμική τους ορμή των προηγούμενων ημερών, τότε που κάλπαζαν σαν τη φωτιά σαρώνοντας στο διάβα τους κάθε αντίσταση. Αυτή τη φορά έμοιαζαν με θλιβερή νεκρική πομπή. Την πολεμική έπαρση είχε αντικαταστήσει το σκυμμένο κεφάλι. Καθώς προχωρούσαν διάβαιναν ανάμεσα από νεκρούς συντρόφους τους. Οι Θηβαίοι είχαν σταδιακά αρχίσει να περισυλλέγουν τους δικούς τους.

Η αντιμετώπιση που είχαν από τους Θηβαίους πολέμαρχους ήταν φορτωμένη απαξίωση, περιφρόνηση αλλά και απειλή:

"Τι ήρθατε να κάνετε εδώ;" τους ρώτησε ο Λασθένης, εκπροσωπώντας τον βασιλιά και τις αρχές της Θήβας. Ο Άδραστος μίλησε αργά και κουρασμένα.

"Ήρθαμε άοπλοι να ζητήσουμε να θάψουμε τους νεκρούς μας στρατηγέ της Θήβας. Η νίκης σας δεν αμφισβητείται. Αλλά μετά του πολέμου την αντάρα έρχεται η ώρα της σύνεσης και της ανθρωπιάς. Ολόγυρα στον κάμπο εδώ είναι γεμάτο από νεκρούς συντρόφους μας. Αφήστε να τους θάψουμε όπως τους αρμόζει..."

Ο Λασθένης τους κοίταξε με ύφος υπεροπτικό.

"Πριν λίγες μέρες ήρθατε εδώ απ' το μακρινό Άργος να ρίξετε με τα δόρατά σας τις πύλες μας. Τώρα είναι ώρα να δρέψετε τους καρπούς της ανομίας σας. Ο βασιλιάς Κρέων έδωσε ρητή εντολή. Μην τολμήσετε να μαζέψετε μήτε έναν δικό σας. Θα έχουν την τύχη που τούς αξίζει. Φύγετε! Γυρίστε ταπεινωμένοι στην πατρίδα σας κουβαλώντας μαζί σας τις ενοχές για την καταστροφή σας»

Ο Άδραστος κοιτάχτηκε με τους συντρόφους του, ύστερα απάντησε:

"Θα φύγουμε Θηβαίε στρατηγέ όπως διέταξες καθώς η μάχη κρίθηκε στη ματωμένη γη που πατάμε. Ήρθαμε σαν ικέτες να ζητήσουμε αυτό που θα έκανε κάθε πολεμιστής. Να σηκώσει απ' τη γη τους νεκρούς του. Όμως προφανώς έρχεστε να αλλάξατε νόμους και αρχές χρόνων. Ας είναι. Ελπίζω με φρόνηση να σκεφτείτε ξανά αυτή σας την απόφαση"

Ο Λασθένης με τους Θηβαίους δεν αποκρίθηκαν. Μάλιστα κάποιοι κινήθηκαν απειλητικά εναντίον τους. Ο Λασθένης με μια κίνηση του χεριού του, τούς σταμάτησε, λέγοντας:

«Αφήστε τους! Σαν γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους έτσι και βρεθούν μπροστά στα μάτια των δικών τους, και στις κατάρες τους, θα 'λεγαν κάλλιο να 'χαν σκοτωθεί στο κάμπο εδώ της Θήβας»

Το βλέμμα τους τα έλεγε όλα. Ο Άδραστος και οι ακόλουθοί του έστρεψαν τα άλογά τους ξανά στο δρόμο της επιστροφής.

Είχαν ξεμακρύνει πολύ απ' το σημείο της συνάντησης. Τη σιωπή έκοψαν τα λόγια ενός από τη συνοδεία.

"Τι θα κάνουμε βασιλιά μου; Δεν θα έχουμε τόπο να σταθούμε αν αφήσουμε τους δικούς μας στη μανία των αρπαχτικών"

"Φεύγουμε όσο δυνατόν γρηγορότερα! Όσο μαύρα κι αν είναι τα μαντάτα έχω το χρέος να τα ανακοινώσω σε αυτούς που περιμένουν. Οι άρχοντες δεν είναι μόνο για την έπαρση και τις παράτες της νίκης αλλά και για την ώρα της ήττας και της απώλειας. Αμέσως μετά θα πάμε ικέτες στην Αθήνα"

"Τι θα κάνουμε εκεί;"

"Να παρακαλέσουμε! Τι άλλο άραγε μπορούμε να κάνουμε; Είναι η στιγμή να καταλάβουμε σωστά τη θέση μας. Όσο πικρό και ταπεινό κι αν είναι αυτό. Θα πάμε στον βασιλιά Θησέα. Θα ζητήσουμε να μας βοηθήσουν να πείσουμε τους Θηβαίους να τιμήσουμε τους δικούς μας"

"Γιατί να το κάνει αυτό ο βασιλιάς της Αθήνας;"

"Γιατί είναι δίκαιος! Γιατί η ιστορία του και οι πράξεις του με κάνουν να πιστεύω ότι δεν μπορεί να αφήσει τέτοια ανίερη πράξη να γίνει. Θα παρακαλέσουμε, θα ταπεινωθούμε, μία ακόμα φορά. Ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει πότε είναι η στιγμή να αφήνει μακριά του την αλαζονεία και την έπαρση. Πιστεύω ότι ο βασιλιάς Θησέας θα στέρξει στην παράκλησή μας"

Ενημερώθηκανόλοι για τις επόμενες κινήσεις τους. Δεν είχαν ώρα για να θρηνήσουν για τηναποτυχία τους να πείσουν τους Θηβαίους. Χωρίς ανάσα επιστράτευσαν κάθε ικμάδαδύναμης που τους απέμενε για να κινήσουν το θλιβερό δρόμο της επιστροφής.


Σημειώσεις:

* Οι Όνειροι ήταν παιδιά του Ύπνου. Ο Μορφέας, ο Ίκελος, ο Φοβήτωρ και ο Φάντασος. Θεότητες των ονείρων. Κατοικούσαν στις ακτές του Ωκεανού στη Δύση σε ένα σπήλαιο στα σύνορα του Άδη. Έστελναν τα όνειρά τους στους ανθρώπους. Από τη μία πύλη έστελναν τα αληθινά όνειρα σαν προμήνυμα και από την άλλη τα ψεύτικα όνειρα.

(Συνεχίζεται...)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top