Το πρώτο ελεύθερο απόγευμα
Η Λίλι ήρθε στο τραπέζι του μεσημεριανού φαγητού - του τραπεζιού μας - με δέκα λεπτά καθυστέρηση και χαμογελώντας σαν υστερική. Απολογήθηκε για την αργοπορία της και σωριάστηκε απέναντί μου. Το γεγονός ότι σε λίγη ώρα θα πήγαινε στην καθιερωμένη συνάντηση με την ψυχολόγο της δεν της είχε χαλάσει το κέφι, μιας και όπως μου είπε, το έριξε το παλικάρι. Προφανώς η Λίλι είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα με έναν από εκεί μέσα, ο οποίος της το έπαιζε δύσκολος, αλλά από ότι φάνηκε, τα πράγματα κύλησαν καλά μεταξύ τους. Δεν μου τον είχε δείξει, οπότε δεν μπορούσα να ξέρω αν η νέα μου φίλη έχει γούστο ή όχι, πάντως η ίδια έμοιαζε φοβερά τρελαμένη μαζί του. Όταν την ρώτησα για ποιόν λόγο είναι εδώ μέσα, μου είπε περιχαρής "για φόνο εξ αμελείας". Ναι, εντάξει, θα ήταν χειρότερα τα πράγματα αν ήταν μέσα για φόνο από πρόθεση, το παραδέχομαι.
Όσο τρώγαμε δεν έβαλε γλώσσα μέσα της. Μου περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια - και το εννοώ - όλο το σκηνικό μεταξύ τους, μέχρι που την έκοψα, γιατί δεν ήθελα να ακούσω άλλα πράγματα που θα με έκαναν να νιώσω άβολα. Εκείνη πάλι δεν έδειξε να έχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Χαμογέλασε συνεπαρμένη και συνέχισε να μασάει αδιάφορα.
Το απόγευμα την χαιρέτησα, καθώς εκείνη πήγαινε στο γραφείο της γεροντοκόρης κι εγώ κατευθυνόμουν με τα ακουστικά περασμένα στο λαιμό προς τις κερκίδες. Μόλις την άφησα, ανέβασα τα ακουστικά στο κεφάλι μου και κούμπωσα το μπουφάν μου μέχρι επάνω. Έχωσα τα χέρια μου σε ένα ζευγάρι γάντια με κομμένα δάχτυλα και άρχισα να διανύω την απόσταση μέχρι τις κερκίδες. Η Λίλι είχε δίκιο, για το ότι θα έπρεπε να πάω εκεί αν ήθελα ησυχία. Σχεδόν. Μερικά άτομα ήταν στις κερκίδες και κάθονταν, άλλα σε πηγαδάκια, άλλα μόνα τους. Τα πηγαδάκια ανέλυαν προφανώς τα νεότερα κουτσομπολιά, εκείνοι που κάθονταν μόνοι τους διάβαζαν συνήθως ένα βιβλίο, ή άκουγαν μουσική. Ένας νεαρός μάλιστα, είχε μπροστά του ένα τετράδιο με λευκές σελίδες και ένα μολύβι στα χέρια και έμοιαζε να σκιτσάρει. Βολεύτηκα σε ένα σημείο όπου δεν ενοχλούσα κανέναν και δεν με ενοχλούσε κανείς και έβαλα το αγαπημένο μου τραγούδι να παίζει. Ο καιρός ήταν μουντός, σκοτεινός και έμοιαζε με χολυγουντιανή ταινία. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή να δω ένα διάσημο καστ να ξεπροβάλλει πίσω από τα δέντρα, αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Η φαντασία μου οργίαζε τόσο που πρόλαβα να σκεφτώ ποιόν ηθοποιό θα προτιμούσα να ξεπροβάλλει λουσμένος στην ομίχλη από τα δάσος.
Ο αέρας μύριζε πεύκο, χώμα και βρεγμένο γρασίδι, καθώς πέρα από χθες το βράδυ, είχε ρίξει μια ψιχάλα σήμερα το μεσημέρι, όσο έτρωγα με την Λίλι στη τραπεζαρία. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και βαρύς, περίμενες ότι θα σου έπεφτε στο κεφάλι αν τον κοιτούσες για πάνω από μερικά δευτερόλεπτα και θα ορκιζόμουν πως ήταν έτοιμος να ανοίξει στα δύο και να αρχίσει να βρέχει άμμο και κάρβουνο. Για τα λίγα λεπτά που έβρεξε όσο τρώγαμε μεσημεριανό, ο ουρανός είχε την ίδια εμφάνιση. Παρόλα αυτά, τον λάτρευα αυτόν τον καιρό. Ήμουν πάντα άνθρωπος που έψαχνε να βρει έμπνευση ακόμα και στα πιο μικρά πράγματα και αυτός ο καιρός με έκανε να νιώθω κυριολεκτικά υπέροχα, μέσα στο ζεστό μου μπουφάν, με τα αυτιά μου καλυμμένα με τα ακουστικά και προστατευμένα από το κρύο. Ο καλύτερος καιρός ήταν αυτός, έλεγα πάντα. Ο καιρός όπου μπορείς να καθίσεις στο παράθυρό σου, να ακούς τη βροχή με μια κούπα ζεστή σοκολάτα και ένα βιβλίο. Χάζευα τον αέρα που κουνούσε τα φύλλα στα δέντρα και μου έκαιγε τα δάχτυλα που δεν καλύπτονταν από ύφασμα, χάζευα τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά στον ουρανό. Ήμουν αποκλειστικά στον δικό μου κόσμο, συνέδεα τη μουσική με το τοπίο γύρω μου και μια ευφορία με τύλιξε γλυκά, όταν άκουσα φασαρία κάπου έξω από τα ακουστικά μου. Χαμήλωσα την ένταση και κοίταξα στα αριστερά μου, από όπου έμοιαζε να προέρχεται και η φασαρία.
Ο Μαξ Γκόρντον και ένας άλλος, εξίσου σωματώδης με εκείνον τύπος είχαν πιαστεί στα χέρια και χτυπιόντουσαν λες και δεν υπήρχε αύριο. Μερικοί από την παρέα πήγαν να τους χωρίσουν, έφαγαν κι εκείνοι μερικές αδέσποτες, άλλοι έφυγαν πριν βρεθούν θύματα, όσοι όμως έμειναν κατάφεραν στο τέλος να πετύχουν το σκοπό τους. Δεν έβλεπα τον άλλον, πάντως η μύτη και το κάτω χείλος του Μαξ αιμορραγούσαν, κοκκινίζοντας το πρόσωπό του και τα χέρια του, όταν δοκίμασε να σκουπιστεί. Παρά το κρύο φορούσε μόνο ένα λεπτό πουλόβερ, αλλά μετά σκέφτηκα πως μάλλον ο καυγάς τον είχε ζεστάνει. Πήγα κοντά να δω τι έγινε, χωρίς να σκεφτώ καλά - καλά τί έκανα. Ήμουν πάντα εκείνο το παιδί που μόλις μυριζόταν καυγά συνήθως έτρεχε προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά πολλά πράγματα έκανα διαφορετικά από εκείνο το ατύχημα και μετά. Εξάλλου υπήρχαν πολλά άτομα γύρω, ο Μαξ μπορεί να μην με έβλεπε καν και να μην έθετα τον εαυτό μου σε κίνδυνο.
Και ο αντίπαλός του, πάντως δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Κι εκείνος είχε γεμίσει αίματα και ζαλιζόταν. Ο Μαξ στηρίχτηκε στον ώμο του Τζέιμς του Δολοφόνου και στάθηκε όρθιος.
"Να φωνάξουμε κάποιον υπεύθυνο! Εσείς κοντέψατε να σκοτωθείτε!" είπε κάποιος και μόνο όταν γύρισαν όλοι να με κοιτάξουν κατάλαβα ότι αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ. Το βλέμμα του Μαξ με εντόπισε αμέσως και ήρθε τρεκλίζοντας προς το μέρος μου, κάνοντάς με να κάνω ένα βήμα πίσω.
"Δεν θα φωνάξεις κανέναν" είπε χαμηλόφωνα. Ο Τζέιμς ο Δολοφόνος τον έπιασε από το μπράτσο, προσπαθώντας είτε να τον απομακρύνει από μένα, είτε να τον στηρίξει στα πόδια του.
"Εσείς παραλίγο να σκοτωθείτε!" είπα και πάλι, χαμηλότερα αυτή τη φορά, χωρίς να μπορώ να ελέγξω το στόμα μου.
Για όνομα του Θεού, Οντέτ, σκάσε επιτέλους!
"Αυτό δεν αφορά κανέναν υπεύθυνο και ούτε εσένα. Γύρνα στο δωμάτιό σου, πριν γίνει κάτι που δεν σου αρέσει και βρεθείς μπλεγμένη από το πουθενά". Ο τύπος είχε την φήμη του κακού παιδιού και έκανε τα πάντα για να την επιβεβαιώνει με κάθε ευκαιρία.
"Μην με απειλείς" του είπα. Εγώ πάλι είχα μάλλον τη φήμη της ηλίθιας. Και αν δεν την είχα, θα την αποκτούσα σύντομα.
Ο Μαξ με κοίταξε και δεν είπε τίποτα για λίγο. "Να φωνάξουμε κάποιον, έχει δίκιο η κοπέλα!" είπε ο αντίπαλός του. Ο Μαξ του όρμησε, αλλά τον κράτησαν οι φίλοι του. "Δεν θες υπεύθυνους μπλεγμένους γιατί ξέρεις πως έχεις λερωμένη τη φωλιά σου, Γκόρντον!" φώναξε ο άλλος και πάλι.
"Σκάσε, Μπικς! Σκάσε!" του φώναξε ο Μαξ. Μπορούσα να δω τα χέρια του να τρέμουν και τα μάτια του να αστράφτουν.
"Αυτό ήταν, πάω να φωνάξω κάποιον" είπα και έκανα να φύγω, κατεβαίνοντας προσεκτικά τις κερκίδες, με τα ακουστικά περασμένα στο λαιμό μου.
"Απίστευτη είσαι" ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου και ξαφνικά ένα ζευγάρι χέρια με έπιασαν από τη μέση και με σήκωσαν στον αέρα. Πρόλαβα να ρίξω μια ματιά στο δεσμώτη μου. Ξανθά μαλλιά και φωτεινά γαλάζια μάτια, ήταν ο Μαξ και με οδηγούσε με τη βία προς το κτίριο, όσο εγώ πάλευα και ωρυόμουν στην αγκαλιά του.
"Άσε με ήσυχη, θα φωνάξω!" του είπα και κλοτσούσα μανιωδώς τα πόδια μου. Άλλες φορές δεν έβρισκα στόχο, αλλά ακόμα και όταν έβρισκα εκείνος δεν έδειχνε να ενοχλείται.
"Αυτό κάνεις! Σκάσε τώρα, θα σε ακούσουν!" είπε. Όταν δεν έκανα αυτό, αλλά συνέχισα να φωνάζω, το ένα του χέρι πήγε από την μέση μου στο στόμα μου και μου το έκλεισε. Ήταν τόσο χοντρόπετσος που δεν απομάκρυνε το χέρι του ούτε όταν του έκοψα μια δαγκωνιά.
Σαν σακί με κουβάλησε μέσα στο κτίριο, κρατώντας μου το στόμα κλειστό, παρόλο που χτυπιόμουν σαν φάλαινα έξω από το νερό. Ο Μαξ με αγνοούσε πλήρως. Με κουβάλαγε λες και ζύγιζα πέντε κιλά, ανέβηκε μάλιστα και σκάλες και με τον ίδιο τρόπο κλώτσησε μια πόρτα και με έβαλε μέσα, αγνοώντας πλήρως το γεγονός ότι συνέχισα να φωνάζω, ακόμα και αν οι φωνές μου καλύπτονταν από το χέρι του. Μόλις πάτησα τα πόδια μου στο έδαφος, άρχισα να τον χτυπάω με τις γροθιές μου όσο εκείνος έκλεινε την πόρτα πίσω μας και την κλείδωνε. Δεν έδειξε να ενοχλείται ιδιαίτερα, όταν δοκίμασα όμως να τον κλοτσήσω, ποντάροντας πολλά στο γεγονός ότι οι αρβύλες μου ήταν σχεδόν βαρύτερες από εμένα, εκείνος μου έπιασε στον αέρα το πόδι, με έριξε κάτω και σκαρφάλωσε από πάνω μου, ακινητοποιώντας τα χέρια μου.
"Μην με αναγκάσεις να κάνω κάτι που θα μετανιώσω, ενοχλητικό πλάσμα. Πάψε επιτέλους να φωνάζεις".
"Τί έχεις σκοπό να κάνεις;" ρώτησα έντρομη, συνειδητοποιώντας ότι πλέον ήμουν στο έλεός του και κανείς δεν με έσωζε, μιας και κανένας δεν ήξερε πού είμαι.
"Να σε κάνω να σωπάσεις, μου έχεις σπάσει τα νεύρα! Αν το κάνεις μόνη σου, δεν θα κάνω τίποτα. Δεν θα σε χτυπήσω, ή κάτι τέτοιο αν αυτό ρωτάς".
"Δεν σε εμπιστεύομαι" είπα κοιτώντας τον κατάματα. Το θάρρος που είχα πριν είχε πλέον κάνει φτερά. "Δεν σε εμπιστεύομαι καθόλου".
"Πρόβλημά σου" απάντησε και σηκώθηκε από πάνω μου αφήνοντάς με ελεύθερη, ουσιαστικά. Κοίταξα γύρω μου και άρχισα να παίζω νευρικά με το μενταγιόν που κρεμόταν από το λαιμό μου, όταν άρχισα να συνειδητοποιώ πού βρίσκομαι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top