"Το ήξερα!"

Ήταν ο Άλεξ.
Στεκόταν στην είσοδο του ιδρύματος, με ένα όπλο στο χέρι και μας κοιτούσε λαχανιασμένος. Είχα πάθει σοκ. Δεν ήξερα τί να πιστέψω πια.
Μέχρι να καταλάβω τί γινόταν, ο τύπος με το μπέργκερ σωριάστηκε, μπορούσα όμως ακόμα να τον δω να αναπνέει.
Η Λόρεν έριξε το βλέμμα της στον Άλεξ, χαμογέλασε με ένα ύφος που έβλεπα πρώτη φορά στα χείλη της και είπε απλά "Με εκπλήσσεις, Αλεξάντερ".
Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που είπε η Λόρεν ΜακΚλάγκεν σε αυτή τη ζωή.
Γιατί στο μεταξύ, ο παππούς του Μαξ είχε σηκωθεί κραδαίνοντας ένα όπλο και είχε τραβήξει τη σκανδάλη.
Η σφαίρα την βρήκε λίγο πιο κάτω από το στήθος και το σατέν λευκό της πουκάμισο βάφτηκε αργά με αίμα. Πρόλαβε μόνο να γυρίσει λίγο, για να δει τον άνθρωπο που την έστελνε στον άλλον κόσμο και με ένα αχνό χαμόγελο σωριάστηκε κι εκείνη δίπλα στα τσιράκια της. Ο παππούς του Μαξ κατέβασε αργά, σχεδόν ατμοσφαιρικά το όπλο και το πέταξε παράμερα.
Αν δεν ήμουν τόσο ζαλισμένη από το σοκ του ότι με πυροβόλησαν, θα μπορούσα να δω τον Μαξ να κλαίει.
Και θα μπορούσα επίσης να του κρατάω το χέρι όσο με μετέφεραν με το φορείο.


Όταν ξύπνησα, είδα πάνω από το κεφάλι μου τους γονείς μου καθώς και τον Μπράιαν.
"Θα με στείλετε σε άλλο ίδρυμα τώρα;" ρώτησα κάπως ζαλισμένη.
Δεν γέλασαν, μάλλον δεν βρήκαν και πολυ αστείο το σχόλιό μου.
"Οντέτ, τί μας είπε ο αστυνομικός;" ρώτησε ο πατέρας μου. "Πού έμπλεξες; Τί είναι αυτά για δολοφονίες, άλλοθι και πτώματα; Και ποιός είναι αυτός ο νεαρός που έβγαλαν με το ζόρι έξω από το δωμάτιο οι γιατροί όσο κοιμόσουν;"
Στράφηκα στον Μπράιαν.
"Ήρθε ο Μαξ εδώ; Που είναι; Έφυγε;" τον ρώτησα.
"Ποιός είναι ο Μαξ;" ρώτησαν οι γονείς μου.
"Πηγαινοέρχεται" είπε ο Μπράιαν. "Το δωμάτιο του παππού του είναι δύο πόρτες πιο δίπλα".
"Πώς είναι εκείνος;  Η Λίλι; Ο Άλεξ;"
"Όλοι είναι καλά, όλοι, μιλάνε με τους γιατρούς".
"Εγώ πώς είμαι;" ρώτησα ηλίθια.
"Βγάλανε τη σφαίρα και σου έκαναν ράμματα" είπε η μητέρα μου.
"Και εγώ γιατί κοιμόμουν;"
"Λιποθύμησες από το σοκ. Σου έκαναν μια ηρεμιστική και είπες να το εκμεταλλευτείς" σχολίασε ο Μπράιαν.
"Θες να μας εξηγήσεις λίγο τί διάολο συμβαίνει;!" ρώτησε ξανά ο πατέρας μου, την ώρα που η πόρτα άνοιγε και ο Μαξ ορμούσε μέσα.
"Όντι!"
"Μαξ!"
Με τράβηξε στην αγκαλιά του, τόσο σφιχτά που κόντεψε να με πνίξει αλλά δεν με ένιαζε. Ήμουν εκεί, μαζί του. "Να πάρει, Όντι, με τρόμαξες! Μην το ξανακάνεις αυτό! Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό!"
"Εντάξει, αν προσπαθήσει κανείς να με πυροβολήσει στο μέλλον-"
Αλλά ο Μαξ με έκοψε, πιέζοντας το πρόσωπό μου στο λαιμό του. "Σταμάτα, μην μιλάς, είσαι κουρασμένη. Πεινάς;"
"Θέλεις να μας πεις τί έγινε εδώ πέρα;" επέμεινε ο πατέρας μου.
"Ναι, θα σας πω..." ξεκίνησα. Ο Μαξ έκανε να φύγει. "Όχι, μείνε λίγο. Μπορείς;"
Εκείνος, εντελώς διακριτικά και σε αντίθεση με το πωσ φερόταν όταν ήμασταν μόνοι, έπιασε το χέρι μου και το κράτησε τρυφερά στα δικά του. Κάθισε ήσυχα - ήσυχα δίπλα μου και περίμενε.

Πήρε περίπου δύο ώρες να τους πω τα πάντα και όταν τα κενά στην ιστορία μου γίνονταν πάρα πολλά, ο Μαξ πεταγόταν να τα γεμίσει.
Όπως αποδείχθηκε, περίπου την ίδια φάση που συνέλαβα το υπέροχο σχέδιό μου με τον παππού του Μαξ, είχε υποψιαστεί και ο Άλεξ την διευθύντρια. Έτσι, προσπαθώντας να  μην χαλάσει την κάλυψή του, είχε επικοινωνήσει με την αστυνομία, μόνο που όταν κατάλαβε πως η αστυνομία ήταν μπλεγμένη, στράφηκε στην αμέσως καλύτερη λύση, η οποία ήταν ιδιωτικοί ντετέκτιβ. Όταν βρήκε κάποιον μέσα από άτομο εμπιστοσύνης του, εκείνος τον παρέπεμψε σε συγκεκριμένους αστυνομικούς, οι οποίοι δεν είχαν σχέση με τα τσιράκια της ΜακΚλάγκεν. Εκείνοι οι αστυνομικοί είχαν άκρες σε ελεύθερους σκοπευτές, τους οποίους και επιστράτευσαν μόλις ο Άλεξ εξήγησε τί είχε συμβεί. Εκείνοι σώριασαν και τον Πι Τζέι. Εκείνοι ήταν έξω από τα παράθυρα και μας παρακολουθούσαν.
Εξαιτίας τους ήμασταν ζωντανοί.
Και εξαιτίας του Άλεξ.
Όταν έφτασε στα αυτιά του η ανακοίνωση πως δήθεν το Ίδρυμα θα ανακαινιζόταν και προσωρινά οι τρόφιμοι μεταφέρονταν στο γειτονικό Ίδρυμα Τζέρεμι Μπένσον, και αφού δεν στάθηκε ικανός να επικοινωνήσει μς την Λίλι και τον Μαξ, έφυγε τρέχοντας από το κτίριο, επικοινώνησε με τις άκρες του και επέστρεψε με ενισχύσεις.
Που αποδείχθηκαν σωτήριες.

Στη φόρα βγήκαν μέσα σε λίγες μέρες και άλλα πράγματα για την Λόρεν ΜακΚλάγκεν. Ξεθάφτηκε ακόμα και η υπόθεση του θανάτου του αδερφού της - δεν θυμόμουν ποτέ να έχω ακούσει κάτι τέτοιο - ο οποίος είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς εν μέσω μιας κρουαζιέρας και που εν τέλει κατέληξε κάπου στον Ειρηνικό να τον τρώνε τα ψάρια, μετά από μια μικρή βοήθεια από την αδερφή του, η οποία δεν ήθελε το ίδρυμα να περάσει στα χέρια του.

Αυτό που δεν έμαθα ποτέ είναι αν ο άντρας της είχε κάποια σχέση με κάτι από όλα αυτά. Υπέθεσα πως για να τον βγάλει από την μέση δεν ήξερε όντως κάτι, οπότε και αποτελούσε κίνδυνο. Δεν μπορέσαμε να βρούμε ποτέ άκρη για εκείνον, αν και με μια ερώτηση που έκανα κάποιο καιρό αργότερα, έμαθα πως δεν υπήρχε κανείς με το όνομά του.
Υποθέτω πως αυτό δεν θα το λύσουμε ποτέ.
Για την δολοφονία του αστυνομικού κατηγορήθηκε εκ νέου ο αδερφός του Μαξ, ο οποίος αρνήθηκε κάθε κατηγορία. Μετά τις αποδείξεις που έφερα εγώ, ο Άλεξ καθώς και παππούς του Μαξ με την βοήθεια του Μπράιαν, δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία και οι αδερφός του κατηγορήθηκε για φόνο εκ προμελέτης, χωρίς ελαφρυντικά.
Οι γονείς του Μαξ έκοψαν κάθε επικοινωνία με τον γιο τους μετά τα τελευταία γεγονότα. Ο Μαξ αγόρασε με την βοήθεια του παππού του ένα μικρό σπιτάκι κοντά του. Τίποτα ιδιαίτερα μεγάλο, μα είχε δύο κρεβατοκάμαρες και μετά από καιρό έμαθα τον λόγο. Αλλά ας μην φτάσω ακόμα εκεί.
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, αποφάσισα να μην αφήσω την παλιά κατάσταση με τους γονείς μου να συνεχιστεί. Κάνοντας μια κουβέντα μαζί τους κατάλαβα πως είχαμε ναι μεν διαφορετικές οπτικές σχετικά με τη ζωή, είχαμε όμως και οι δύο πλευρές όρεξη να λύσουμε τα προβλήματα και με τον καιρό, οι συζητήσεις έγιναν πιο πολλές, τα προβλήματα λύνονταν ένα - ένα και τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα.
Λόγω των αποκαλύψεων, εγώ και η Λίλι πήραμε χάρη. Αφήσαμε το Ίδρυμα πίσω μας, με την ελπίδα να μην χρειαστεί να το ξαναδούμε ούτε ζωγραφιστό. Όταν επιστρέψαμε με συνοδεία για να πάρουμε τα πράγματά μας από εκεί, αρχικά δεν ήθελα να πάω, λόγω των άσχημων αναμνήσεων. Πήγα όμως, πήρα οτιδήποτε είχα φέρει εκεί από το παλιό μου σπίτι και τα έκλεισα στη σοφίτα του πατρικού μου, χωρίς να έχω σκοπό να τα χρησιμοποιήσω ξανά. Για να ξεχαστώ, και μιας και ήμουν ελαφρώς απένταρη, πήγα για ψώνια με την Λίλι μετά από την οικονομική αρωγή των γονιών μου. Μία εβδομάδα μετά το περιστατικό, είχα βρει δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο όπου δούλευες μία ηλικιωμένη κυρία, η οποία φερόταν σαν να είμαι διασημότητα.
Όλα πήγαιναν καλά.
Όλα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top