Πίσω στο Ίδρυμα
Δεν ήθελε πολύ μυαλό να καταλάβω πού μας πήγαιναν.
Μου είχαν κλείσει τα μάτια, λες και αυτό θα με εμπόδιζε να καταλάβω. Δίπλα μου, ο Μπράιαν και ο παππούς Μαξ ήταν ασυνήθιστα σιωπηλοί.
"Είστε καλά;" ρώτησα απευθυνόμενη και στους δύο.
"Ναι" είπαν με μια φωνή.
"Πού μας πάνε;" ρώτησε ο παππούς του Μαξ, χαμηλόφωνα.
"Υποθέτω στο Ίδρυμα" είπα στον ίδιο τόνο. "Η τελευταία πράξη είναι έτοιμη να γραφτεί..."
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένιωσα τον Μπράιαν, στα δεξιά μου να με σπρώχνει προς τον παππού του Μαξ, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τί έκανε. Στράφηκα προς το μέρος του ξεχνώντας ότι δεν μπορούσα να τον δω για να τον ρωτήσω με το βλέμμα. Έπειτα τον ένιωσα να στριμώχνει ένα μικρό αντικείμενο στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου. Έκπληκτη, έπαψα να κουνιέμαι. "Ναι, ναι..." ψιθύρισε.
Η υπόλοιπη διαδρομή ήταν βυθισμένη σε μια δυσοίωνη σιωπή.
Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μόλις φτάσαμε στην είσοδο του Ιδρύματος.
Οι φωνές που ακούγονταν από τους τοίχους, ακόμα και τον χειμώνα, ήτανα ρκετές για να κάνουν κάποιον στο προαύλιο να κοιτάξει προς τους λευκούς τοίχους. Εκείνο το βράδυ όμως, όλα ήταν σιωπηλά. Δεν ξέρω με ποιά δικαιολογία έιχαν εξαφανιστεί όλοι οι τρόφιμοι από εκεί μέσα, δεν ήξερα καν αν ήταν ζωντανοί ή όχι, πάντως αυτό που είδα μόλις έφτασα, ήταν ένα κτίριο-φάντασμα.
Υπέθεσα ότι τα είχε κανονίσει όλα η Λόρεν - μου ήταν δύσκολο να την σκέφτομαι σαν διευθύντρια, τώρα που ήξερα τί είχε κάνει - και βαθιά μέσα μου δεν πίστευα ότι είχε ξεφορτωθεί τόσους τροφίμους. Πιθανότατα θα είχε βρει μια δικαιολογία και θα τους είχε στείλει σε κάποιο άλλο Ίδρυμα, μέχρι να τελειώσει μαζί μας.
Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε - στο ίδιο σημείο όπου είχαν σταματήσει οι γονείς μου όταν με έριχναν στην φωλιά του λύκου - οι πόρτες άνοιξαν αυτόματα και ένιωσα ένα ζευγάρι χέρια να με τραβάνε προς τα έξω. Όταν βγήκα χωρίς κάποιο πρόβλημα, κατάλαβα πως κάποιος πρέπει να είχε ήδη βγάλει έξω τον παππού Μαξ και τον Μπράιαν. Όχι και πολύ ευγενικά, μας έσπρωξαν να προχωρήσουμε. Άκουσα κάπου πίσω μου την βαριά σιδερένια πόρτα να κλείνει και έπειτα κάποιος μου έβγαλε το κάλυμμα από τα μάτια. Ο άντρας που μου είχε φέρει το φαγητό όσο ήμουν φυλακισμένη, μου έδειξε χαμογελαστός ένα όπλο και το απίθωσε σχεδόν ευγενικά στη μέση μου. "Τώρα περπατάς, μικρούλα, και κάνεις ό, τι σου λέω" είπε χαμηλόφωνα. Με έσπρωξε αργά προς την είσοδο του ιδρύματος και με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τον παππού Μαξ και τον Μπράιαν να μας ακολοθούν με τον ίδιο τρόπο.
Μόλις φτάσαμε στην είσοδο, ένας από τους άντρες που κρατούσαν τους άλλους δύο φυλακισμένους - πότε έγιναν τρεις; κάποιος πρέπει να μας περίμενε μόλις φτάσαμε - χτύπησε ρυθμικά την πόρτα. Τρία κοφτά χτυπήματα μαζεμένα, ένα μόνο του και έπειτα ακόμα τρια όπως και τα πρώτα.
Αμέσως μετά, η πόρτα άνοιξε και μπροστά μας στεκόταν αψεγάδιαστα βαμμένη και ντυμένη, η Λόρεν ΜακΚλάγκεν.
"Οντέτ!" έκανε εύθυμα και πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους μου, κάνοντας νόημα στον φύλακά μου να μου λύσει τα χέρια. "Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!" Έπειτα στράφηκε στους υπόλοιπους. "Αφήστε το κορίτσι, την έχω εγώ τώρα. Φέρτε τους άλλους δύο στην αίθουσα υποδοχής. Όλους σας περιμένει μια μικρή έκπληξη!"
Της έριξα ένα βλέμμα και για μία στιγμή συνειδητοποίησα πως θα προτιμούσα να με οδηγούσε στην αίθουσα υποδοχής ο άξεστος τύπος με το μπέργκερ, παρά τούτη δω η πυροβολημένη καρακάξα. Γύρισα για να ρίξω μια ματιά στον παππού και τον Μπράιαν. Ο παππούς του Μαξ έμοιαζε σοκαρισμένος, ο Μπράιαν μου έγνεψε σχεδόν ανεπαίσθητα.
Δεν ήμουν σίγουρη τί είχε βάλει αριστοτεχνικά στην τσέπη μου, αλλά πλέον είχα μια ιδέα.
Μόλις η Λόρεν με δήγησε στην αίθουσα υποδοχής, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν ο Μαξ. Ήταν καθισμένος και δεμένος σε μια καρέκλα, το ένα του μάτι πρησμένο και μελανιασμένο, ενώ αίμα έτρεχε από την μία μεριά των χειλιών του. Αναίσαινε από όσο μπορούσα να δω, αλλά δεν ήμουν τελείως σίγουρη ότι είχε τις αισθήσεις του.
'Όντι!"
Δίπλα στην Μαξ, σε άλλη μία καρέκλα, καθόταν η Λίλι. Εκείνη δεν ήταν χτυπημένη, αλλά έμοιαζε να έχει πεθάνει από τον φόβο της. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο και στο μέτωπό της έτρεχε ιδρώτας.
Εξεπλάγην όταν πετάχτηκα προς το μέρος τους και η Λόρεν δεν με εμπόδισε. Προφανώς γνώριζε ότι δεν μπορούσα να κάνω και πολλά πλέον. Γονάτισα μπροστά στους φίλους μου, το ένα μου χέρι στο γόνατο του μαξ, το άλλο στης Λίλι, η οποία έμοιαζε να τα έχει χαμένα.
'Όντι, με συγχωρείς! Χίλια συγγνώμη, δεν ξέρω τι να πω, Όντι εγώ φταίω, εγώ, για όλα φταίω εγώ!"
"Λίλι, δεν φταις σε τίποτα" της είπα καθησυχαστικά. Στράφηκα στον Μαξ. "Μαξ;" ρώτησα διστακτικά και ταρακούνησα απαλά το κεφάλι του. "Μαξ, με ακούς;"
"Νομίζω πως είναι καλά" μου είπε η Λίλι που τώρα είχε αρχίσει να κλαίει "αλλά εγώ φταίω, για όλα!"
"Τί σας έκαναν, Λίλι;" ρώτησα προσπαθώντας να συνεφέρω τον Μαξ. Έπειτα από μερικές ατελείωτες στιγμές, τον άκουσα να βογκάει και τον ταρακούνησα ακόμα λίγο να ξυπνήσει.
"Μας έπιασαν λίγη ώρα αφού έφυγες! Μας έπιασαν, πρώτα εμένα όσο ήμουν στην τραπεζαρία, Όντι ο Μαξ πετάχτηκε να με βοηθήσει, Όντι! Και εγώ τον έβριζα και δεν τον ήθελα δίπλα μου κι εκείνος έφαγε ξύλο επειδή με βοήθησε!" έσκουξε η Λίλι σοκαρισμένη. Την έπιασα από τον ώμο, μιας και δεν έφτανα το χέρι της.
"Ηρέμισε, Λίλι" της είπα. Όσο περνούσε η ώρα, ο Μαξ έδειχνε να συνέρχεται. "Όλα θα πάνε καλά".
"Όχι, Όντι, όχι, τίποτα δεν θα πάει καλά! Δεν κατάφερα να κάνω τίποτα από αυτά που έλεγε το γράμμα, Όντι, τίποτα!"
Τα μάτια μου γούρλωσαν ακούσια· έπρεπε πλέον να αρχίσω να συνειδητοποιώ ότι είμαστε χαμένοι. Αν η Λίλι δεν είχε διαβάσει το γράμμα μου, ή αν το είχε διαβάσει αλλά δεν πρόλαβε να καλέσει κάποιον όπως της ζητούσα, δεν θα μας έψαχνε κανείς.
Κανείς.
Δεν έπρεπε όμως να διαβάσει τον πανικό στο πρόσωπό μου, δεν έπρεπε.
Μπορούσαμε ακόμα να παλέψουμε.
Δίπλα μου, ο Μαξ αναδεύτηκε.
"Οντέτ..." είπε χαμηλόφωνα.
"Σςς, Μαξ, μη μιλάς" του είπα. "Ήρθα, είμαι εδώ. Μόνο που δεν είμαι μόνη μου, Μαξ".
"Τί εννοείς;" ρώτησε εκείνος. "Είναι ο Άλεξ μαζί σου; Βρήκες τον Άλεξ; Σε βρήκε;"
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. "Όχι, Μαξ, είμαι με τον παππού σου. Οι άντρες της ΜακΚλάγκεν μας έπιασαν όσο ήμουν με τον παππού σου σε έναν φίλο του αστυνομικό" είπα. Και μετά συνδέθηκα. "Τί εννοείς αν βρήκα τον Άλεξ; Πού είναι;"
Η Λίλι άρχισε να κλαίει. "Έφυγε, Όντι!" φώναξε και πάλι. "Μας άφησε και έφυγε!"
Ένιωσα το αίμα να στεγνώνει από το πρόσωπό μου.
Έφυγε ο Άλεξ.
Όχι, όχι, δεν μπορεί.
Ο Άλεξ δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι; Δεν θα μας άφηνε ποτέ.
"Δεν μπορεί" είπα, σοκαρισμένη για το πόσο έξω είχα πέσει μαζί του. "Όχι, ο Άλεξ δεν θα έφευγε".
"Τον είδα με τα μάτια μου!" είπε η Λίλι. "Όταν με τράβηξαν από την τραπεζαρία, εμένα και τον Μαξ, τον είδα από το παράθυρο να μπαίνει στο δωμάτιό μου! Τον είδε και ο Μαξ!"
Στράφηκα στον Μαξ δίπλα μου. "Τον είδατε;" ρώτησα σοκαρισμένη. Ο Μαξ έγνεψε θετικά. Είχε βουρκώσει.
"Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που έκανε!" σχολίασε.
"Πώς-πώς ξέρετε ότι έφυγε;"
"Όταν μας έβγαλαν από την τραπεζαρία, μας πέρασαν από την αυλή στην αποθήκη. Τότε μπόρεσα και είδα τον Άλεξ στο δωμάτιό μου. Μείναμε στην αποθήκη κάμποσες ώρες και μόλις όλοι έφυγαν από εδώ, ακούσαμε ένα αυτοκίνητο να μαρσάρει και να στρίβει στον δρόμο. Κοίταξα από το παράθυρο, Όντι, ήταν το αμάξι του Άλεξ".
Πήρα μια βαθιά ανάσα.
Ήμασταν μόνοι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top