Ερωτήσεις

Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. 
Η Λίλι περιφερόταν στο δωμάτιο σαν την άδικη κατάρα, ψάχνοντας τί θα φορέσει και έχοντάς με στο νου της. Μπορεί να είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια να με πείσει πόσο κάθαρμα ήταν ο Μαξ, αλλά μερικές συνήθειες δεν αλλάζουν. 
Εγώ πάλι είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι, χωρίς καμία πρόθεση να το στρώσω, ή κάτι παρόμοιο και προσπαθούσα να ηρεμήσω την αναπνοή μου. 
"Να μην αναφέρω πόσο τρελό είναι που μπλέξατε τον Μπένσον!" ξέσπασε η Λίλι. 
"Λίλι, σου είπα... ο Μαξ είχε ήδη μιλήσει με τον Άλεξ και-"
"Ναι, ναι, εντάξει, και ήξερε, και τον πίστεψε και τα λοιπά... Να σχολιάσω τώρα ότι ο τύπος που πριν λίγες μέρες ήταν ο Γκόρντον, έγινε τώρα Μαξ;"
"Όχι, να χαρείς" έκανα κουρασμένα και έκλεισα τα μάτια μου. 
Η Λίλι δεν το συνέχισε, αλλά ακόμα και με τα βλέφαρα κλειστά, μπορούσα να ακούσω την δυσαρέσκειά της στον τρόπο με τον οποίο μεταχειριζόταν τα αντικείμενα στο δωμάτιο. Για παράδειγμα, κόντεψε να ξηλώσει το φύλλο της ντουλάπας. 
Γύρισα μπρούμυτα, χώνοντας το κεφάλι μου σε ένα μαξιλάρι, με την ελπίδα η έλλειψη οξυγόνου να με νυστάξει αρκετά ώστε να μην δίνω σημασία σε ό, τι συνέβαινε γύρω μου. 
Άλλο λίγο και θα λιποθυμούσα από την προσπάθεια, όταν χτύπησε η πόρτα. Το χτύπημα δεν ήταν απαλό, όπως άλλες φορές. Ήταν επιβλητικό, αυστηρό και κάπως θυμωμένο. Ένας εξίσου θυμωμένος Μαξ όρμησε στο δωμάτιο μόλις η Λίλι άνοιξε την πόρτα. 
"Γιατί;" ρώτησε και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι μου. Ανασηκώθηκα και μόλις είδα πως δεν είχε καμία πρόθεση να καθίσει, καθώς έβραζε ολόκληρος, σηκώθηκα τελείως όρθια και στάθηκα όσο πιο σταθερά μπορούσα μπροστά του. 
"Λίλι, μας αφήνεις λίγο;" της είπα.
Η φίλη μου άρπαξε το μπουφάν της και πήγε στην πόρτα. "Με μεγάλη μου χαρά" έκανε και μου έστειλε ένα πεταχτό φιλί. 
"Κάτσε" είπα. Ο Μαξ δεν κουνήθηκε χιλιοστό. Οι γροθιές του ήταν σφιγμένες. Το βλέμμα μου έτρεξε διστακτικό πάνω στο κορμί του, όπου ακόμα και ο παραμικρός μυς ήταν σε εγρήγορση και εξαιρετικά τσιτωμένος. Όποιος δεν καταλάβαινε ότι ο Μαξ Γκόρντον είχε νεύρα, ήταν μάλλον αργόστροφος. "Καλά, μείνε όρθιος". 
"Γιατί το έκανες αυτό, Οντέτ;" ρώτησε. 
"Δεν καταλαβαίνω γιατί αρπάζεσαι" σχολίασα. "Είπες να μην μπλεχτώ εγώ. Δεν ανέφερες τίποτα για τον Άλεξ". 
Τα μάτια του γούρλωσαν και η έκφραση "δεν μπορώ να συνεννοηθώ μαζί σου" πέρασε αστραπιαία από μέσα τους. "Καλά, μετά από όλα όσα ξέρει ο Άλεξ, δέχτηκε να βοηθήσει; Να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο;"
"Πολύ πρόθυμα" σχολίασα εγώ. Ο Μαξ είχε αρχίσει να χαλαρώνει, αλλά εγώ είχα αρχίσει να νευριάζω. Να νευριάζω επειδή δεν με είχε ικανή να φροντίσω τον εαυτό μου, να νευριάζω επειδή έμπαινε στο δωμάτιό μου λες και του έκανα κακό... αν ήθελα να τον βοηθήσω, ακόμα και με κάποιο κόστος, τί στα κομμάτια τον ένοιαζε; 
"Καταλαβαίνεις πως δεν πιστεύω ότι είσαι ασφαλής, μετά από όλο αυτό" έκανε ακόμα κάπως τσιτωμένος. 
"Καταλαβαίνω. Αν το πίστευες, θα έμπαινες σαν φυσιολογικός άνθρωπος εδώ μέσα, όχι σαν τραμπούκος". Το τελευταίο σχόλιο μου βγήκε κάπως αυθόρμητα. Είδα την θλίψη στα μάτια του και μετάνιωσα την ίδια στιγμή. Ο τύπος είχε θυσιάσει μερικά χρόνια από τη ζωή του για να σώσει τον άξεστο τον αδερφό του και ερχόμουν εγώ, να τον αποκαλέσω τραμπούκο. 
Άνοιξα το στόμα να απολογηθώ και άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος του. "Μαξ..."
"Άσ' το" έκανε κοιτώντας το πάτωμα. "Φεύγω". Άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω του με δύναμη. 
Ούτε δύο δευτερόλεπτα δεν είχαν περάσει, όταν η πόρτα άνοιξε ξανά και ο Μαξ μπήκε πάλι στο δωμάτιο. 
"Ή μάλλον, ξέρεις τι; Δεν πάω πουθενά! Όχι, δεν φεύγω, μέχρι να μου πεις τί στα κομμάτια έχεις στο κεφάλι σου που σου προκαλεί παντελή άγνοια κινδύνου και προσωπικής ασφάλειας". Στάθηκε όρθιος μπροστά μου σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος και με κοίταξε σοβαρός. Η εικόνα που παρουσίαζε μου έφερνε ένα νευρικό κύμα γέλιου. Τα μαλλιά του ήταν αναστατωμένα, το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο και η φόρμα που φορούσε τσαλακωμένη. Απέδιωξα την ανάγκη να γελάσω, ακόμα και να χαμογελάσω και περιορίστηκα απλά σε ένα σχόλιο που δεν μπορούσα να κρατήσω για τον εαυτό μου. 
"Είσαι χαριτωμένος όταν θυμώνεις". 
Ο Μαξ άφησε ένα νευρικό γελάκι και κάλυψε το πρόσωπό του με τα χέρια. "Θεέ μου, Όντι..." έκανε χαμηλόφωνα. Με άρπαξε από τον καρπό και με τράβηξε στην αγκαλιά του. "Είσαι πεισματάρα". 
"Αργείς λίγο αλλά τα πιάνεις" σχολίασα χαμογελαστή, τα λόγια μου να εμποδίζονται από το στήθος του. Ένιωσα τα χέρια του στα μαλλιά μου, τα χείλη του στην κορυφή του κεφαλιού μου. 
Και αφέθηκα. 




"Είσαι σίγουρος ότι δεν σε είδε κανείς πριν που ήρθες;" ρώτησα, διατρέχοντας με το δάχτυλό μου τα τατουάζ στο κορμί του. 
"Σίγουρος" απάντησε εκείνος κλείνοντας τα μάτια. Ένας ήχος ικανοποίησης διέφυγε από τα χείλη του. "Φρόντισε ο Άλεξ". 
"Τί είπαν οι ΜακΚλάγκεν;"
"Νεύρα έχουν" απάντησε ήρεμα. "Νεύρα επειδή τους βολεύει να βρουν ένα εξιλαστήριο θύμα και μονίμως τη γλιτώνω". 
"Αυτό δεν θα έπρεπε να τους κάνει να σκεφτούν ότι ίσως είσαι όντως αθώος;"
Ο Μαξ γέλασε. Τα λακκάκια στα μάγουλά του εμφανίστηκαν ξανά, κάνοντάς με να θέλω να του ορμήξω με όση δύναμη μου είχε απομείνει. "Για τους ΜακΚλάγκεν μιλάμε. Όλοι ξέρουν ότι δεν είμαι ο αγαπημένος τους άνθρωπος στη γη". 
"Αυτό δεν σημαίνει ότι θα σε χώνουν στην Απομόνωση με κάθε δολοφονία, επειδή έχεις ιστορικό. Για να μην αναλύσω τώρα την γνησιότητα του ιστορικού σου. Καλά, σοβαρά τώρα, πώς στο διάολο κατάφερες και ξεγέλασες ολόκληρο δικαστήριο;"
Ο Μαξ γέλασε και πάλι. "Ομολόγησα, Οντέτ. Δεν υπήρχε κανείς άλλος να πει ότι έφταιγε εκείνος και όχι εγώ, εγώ το τόνιζα κάθε φορά ότι ήμουν ένοχος. Πού να τους πάει το μυαλό;"
"Η μητέρα σου;" ρώτησα. "Το ήξερε, ότι ήταν ο αδερφός σου που...;" Έγνεψε θετικά. "Και πώς άντεξε; Να την πληρώσει το αθώο της παιδί, και όχι εκείνο που έφταιγε πραγματικά;"
Ο Μαξ ανασηκώθηκε ρίχνοντας το κεφάλι μου στα μαξιλάρια. Στηρίχθηκε στον αγκώνα του και διένυσε την πορεία από τον λαιμό ως τα μάτια μου με το δάχτυλό του. "Ήμουν το μαύρο πρόβατο, όπως σου εξήγησα, Οντέτ" είπε θλιμμένα. "Πάω στοίχημα πως χάρηκαν όταν με ξεφορτώθηκαν". 
"Μην το λες αυτό" του είπα. "Ποιός γονιός θα χαιρόταν-"
"Οι δικοί μου" επέμεινε. "Ξέρω πως ακούγεται. Και πίστεψέ με, δεν προσπαθώ να το παίξω μελοδραματικός, αλλά έτσι έχει η κατάσταση. Δεν είπα δεν με αγαπάνε, απλώς... αγαπούν τον αδερφό μου περισσότερο". 
"Κακό δικό τους" σχολίασα τραβώντας τον κοντά μου. Εκείνος χαμογέλασε πριν με φιλήσει. 
"Τί έχει το πρόγραμμα για μετά;" ρώτησε έπειτα από λίγο. 
"Τί θα ήθελες να έχει;" ρώτησα. 
Το ξανθό αγόρι γέλασε γλυκά. "Όσο και να απολαμβάνω τις ώρες που περνάμε μαζί και να μπαίνω στον πειρασμό να μείνω στο κρεβάτι σου για μια αιωνιότητα, η ερώτησή μου ήταν σχετικά με την επόμενη κίνησή μας. Τί κάνουμε σαν επόμενο βήμα". 
Ένιωσα τα μάγουλά μου να βάφονται κόκκινα και έκρυψα διακριτικά το κεφάλι μου στο στήθος του. "Υποθέτω... περιμένουμε νέα από τον Άλεξ, αν μάθει κάτι, ή παίρνουμε την κατάσταση στα χέρια μας". 
"Δηλαδή, Σέρλοκ;"
"Ψάχνουμε στοιχεία για να αποδείξουμε την αθωότητά σου" του είπα. "Και μιας και το ανέφερα, υπάρχει μια απορία που θέλω να μου λύσεις". 
"Όλος αυτιά" σχολίασε και γύρισε πλευρό, μιας και σηκώθηκα για να ντυθώ. 
"Τις πρώτες μέρες που ήμουν εδώ" άρχισα "ένα βράδυ άκουσα φασαρία και βγήκα έξω. Είδα εσένα με έναν φίλο σου να σέρνετε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών έξω από το δωμάτιο". Ο Μαξ χαμογέλασε, προσπαθώντας με κόπο να συγκρατηθεί. "Όχι ότι πιστεύω πως είναι πτώμα, αλλά να... θα ήθελα να μου λυθεί η απορία". 
"Νωρίς σου ήρθε να ρωτήσεις" έκανε παιχνιδιάρικα, γελώντας. "Εν πάση περιπτώσει, αν σου πω θα χάσεις πάσα ιδέα για το άτομό μου". 
"Δεν θα μάθω δηλαδή;" έκανα δήθεν λυπημένη. Εντάξει, ήξερα πως δεν ήταν πτώμα, αλλά και πάλι, θα ηρεμούσα περισσότερο αν μου έλεγε τί ήταν. 
"Ορκίσου να μην το βγάλεις βούκινο. Είναι κάπως γελοίο". 
"Ορκίζομαι" είπα. 
Ο Μαξ πήρε μια βαθιά ανάσα. "Άπλυτα" είπε. 
"Τί άπλυτα;"
"Ρούχα, εσώρουχα και τέτοια. Δεν τα πάμε πολύ καλά με τις δουλειές αυτές και είχαμε στείλει μια παρτίδα να τα ετοιμάσει η Μαρτζ". 
"Μου κάνεις πλάκα" είπα προσπαθώντας να δω αν με δουλεύει. 
"Ορκίζομαι" είπε σοβαρά. "Σου είπα ότι ήταν γελοίο". Χαμογέλασα ανακουφισμένη περνώντας την μπλούζα από το κεφάλι μου. "Η Λίλι πότε επιστρέφει;" ρώτησε. 
"Μην το πάρεις προσωπικά, αλλά όσο ξέρει ότι είσαι εδώ, θα κοιτάξει να καθυστερήσει". 
Ο Μαξ έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι, γυμνός από τη μέση και πάνω, εξαιρετικά ελκυστικό θέαμα πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι. "Δεν παρεξηγώ. Δεν είχα και την καλύτερη φήμη εδώ μέσα. Ο μόνος άνθρωπος του οποίου η γνώμη για το άτομό μου με ενδιαφέρει, είσαι εσύ" σχολίασε ξαφνικά, τρυφερά και ταράζοντάς με. Δεν το περίμενα. 
Τον πλησίασα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Εκείνος με κράτησε σφιχτά. "Θα σε βγάλω έξω, Μαξ" είπα. "Το υπόσχομαι". 









Υπήρχε μόνο ένα μικρό εμπόδιο που έπρεπε να υπερπηδήσουμε, αν θέλαμε να καταλήξουμε σε ένα αποτέλεσμα. Αυτό το πρόβλημα ήταν η γκρίνια της Λίλι, που ξεπερνούσε ακόμα και την δική μου. Έπρεπε λοιπόν να ξέρει - σε γενικές γραμμές τουλάχιστον - ότι ο Μαξ ήταν άδικα χωμένος μέσα και πως ψάχναμε να βρούμε τρόπους να το αποδείξουμε. Αν ήταν αποκλειστικά και μόνο στο χέρι μου, ή θα της έλεγα τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, ή δεν θα της έλεγα τίποτα για το καλό της. Αυτές τις μεσοβέζικες λύσεις τις πρότεινε ο Μαξ και επειδή δεν είχα καμία απολύτως όρεξη να ξεκινήσω καυγά - πάντα μου λέγανε πως ήμουν το καταλληλότερο άτομο για να ξεκινήσει και τα παύσει έναν καυγά - σώπασα και τον άφησα να χειριστεί το θέμα όπως νομίζει. 
Εγώ κάθισα στο κρεβάτι μου, παρακολουθώντας τον Μαξ όρθιο, τσιτωμένο και αγχωμένο να προσπαθεί να εξηγήσει την Λίλι ότι είναι αθώος. 
Η Λίλι τον κοιτούσε επί δέκα λεπτά με το φρύδι ανασηκωμένο. Δεν είχε και πολύ βοηθητική στάση, αλλά τέλος πάντων. 
"Και έτσι μπήκα" τελείωσε την φράση του. Δεν είχε πει ούτε το ένα δέκατο των πληροφοριών που είχα εγώ, είχε αναφέρει απλά πως κάλυψε κάποιον γι' αυτό βρέθηκε εδώ μέσα, καλύπτοντας εσκεμμένα ολόκληρες σελίδες πληροφοριών που θα αναλύαμε στη Λίλι με το τέλος αυτής της τρελής ιστορίας. 
Η Λίλι τον κοίταξε και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. "Δεν σε γουστάρω, Μαξ και το ξέρεις" είπε απερίφραστα "αλλά το να ψάχνεις τόσο κουλές δικαιολογίες για να πάρεις την άδειά μου να βγαίνεις με την Οντέτ, πραγματικά με εκπλήσσει". 
Έβγαλα από το συρτάρι μου τα τσιγάρα και πήρα ένα. "Λίλι, λέει αλήθεια" είπα κοφτά, παίρνοντας ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα. Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα και μόλις έπιασα τον αναπτήρα, ο Μαξ το άρπαξε και με κοίταξε αυστηρά. 
"Όχι" είπε λες και ήταν το πιο φανερό πράγμα στον κόσμο. 
"Έχω άγχος" είπα σαν δικαιολογία. 
"Δεν με ενδιαφέρει" σχολίασε ο Μαξ. "Δεν ξαναβάζεις τέτοιο πράμα στο στόμα σου". 
"Το τσιγάρο τον πείραξε" έκανε χαμηλόφωνα η Λίλι. "Άλλα και άλλα..."
Άρπαξα ένα μαξιλάρι και της το πέταξα, καταφέρνοντας να την ξαφνιάσω αρκετά και να κρατήσει το υπόλοιπο χυδαίο σχόλιο για τον εαυτό της. Ο Μαξ πήρε και τον αναπτήρα και άναψε εκείνος το τσιγάρο, βγάζοντας τον καπνό. 
"Δεν υπάρχει περίπτωση να με πιστέψεις, σωστά;" την ρώτησε. Κάθισε στα πόδια του κρεβατιού μου, αφήνοντας το τσιγάρο να κρέμεται αλήτικα στα χείλη του. 
"Δεν νομίζω" σχολίασε εκείνη. "Με έχεις τρομοκρατήσει όσο καιρό είμαι εδώ" συνέχισε "και δεν ξέρω τί να πιστέψω". 
"Ούτε εμένα πιστεύεις;" τη ρώτησα. 
"Η αλήθεια είναι πως ο δικός σου ρόλος με μπερδεύει" παραδέχθηκε η Λίλι. 
"Σου λέμε αλήθεια, Λίλι" είπα χαμηλόφωνα. 
"Και ας πούμε πως τα χάφτω αυτά" έκανε εκείνη, με φανερά θετικότερη αύρα απέναντί μας τώρα. "Τί πρέπει να κάνω;"
"Θα χρειαστεί κάποια στιγμή να ψάξουμε στη βιβλιοθήκη" είπε ο Μαξ μετά από μια ρουφηξιά. "Έχει ολόκληρο τομέα με εφημερίδες" μου εξήγησε όταν είδε το απορημένο βλέμμα μου. "Το μόνο που σου ζητάμε είναι απλώς να έχεις το νου σου στην πόρτα. Αν έρθει κανείς, αρπάζεις την Οντέτ και απομακρύνεστε διακριτικά από μένα. Αν όχι, περιμένεις μέχρι να γίνει κάτι που θα πρέπει να ξέρουμε". 
"Τσιλιαδόρος, με λίγα λόγια". 
"Τσιλιαδόρος" συμφώνησε ο Μαξ. 
Η Λίλι το σκέφτηκε μερικά λεπτά. Στο ενδιάμεσο, ο Μαξ είχε σβήσει το τσιγάρο πετώντας το σε μια κούπα με καφέ. Θεώρησα σωστό να μην του πω ότι η κούπα ήταν της Λίλι και να την πλύνω εγώ αργότερα. 
"Μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα, Γκόρντον" είπε έπειτα. "Δεν το κάνω για σένα, σε καμία περίπτωση. Το κάνω για την Οντέτ, έτσι ώστε αν λες αλήθεια και είσαι άδικα εδώ μέσα, να μπορέσω να μοιραστώ τη χαρά της, αλλά αν λες ψέμματα, να μπορώ να της το τρίψω στη μούρη και να την αφήσω να κλάψει στον ώμο μου". 
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και όρμισα στη Λίλι, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά μου. 
"Ναι, καλά, κι εγώ σ' αγαπώ, μη με πνίξεις κιόλας!" έκανε δήθεν θυμωμένη, με ένα σχεδόν απτό χαμόγελο όμως στη φωνή της. 
"Σ' ευχαριστώ" της απάντησα. 
"Ελπίζω μόνο να μην την πατήσεις" μου απάντησε, ρίχνοντας μια ματιά στον Μαξ. 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top