Όμηρος

Πρώτη φορά μπήκα στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου σαν όμηρος. Ήμουν διπλωμένη ανάμεσα στον παππού του Μαξ και τον Μπράιαν, νιώθοντας πιο μικροσκοπική από ποτέ. Τα χέρια μου ήταν δεμένα μπροστά μου με ένα σκοινί που μου είχε γδάρει τους καρπούς και τα πόδια μου με κολλητική ταινία πάνω από το παντελόνι που φορούσα. Τα μάτια μου κάλυπτε ένα σκούρο μαντήλι και αμυδρά, που και που μπορούσα να νιώσω τον Μπράιαν να τρίβει καθησυχαστικά τον ώμο του στον δικό σιγοψιθυρίζοντας να κάνω ό, τι μου λένε. Στα αριστερά μου, ο παππούς του Μαξ σιγόκλαιγε και δεν ήθελα να σκέφτομαι τον λόγο.
Πριν καλά-καλά προλάβω να το σκεφτώ, το αμάξι σταμάτησε και μας έσυραν έξω δια της βίας.


Ούτε ξέρω πόσες ώρες είχαν περάσει από την στιγμή που με έβαλαν σε εκείνο το βρώμικο, σκοτεινό δωμάτιο. Μπορεί και να ήταν μέρες, δεν ήξερα. Το μόνο που μπορούσα να νιώσω, ήταν τα πόδια μου να μουδιάζουν από τα δεσμά τους, τα χέρια μου να καίνε σε μερικά σημεία και το μυαλό μου να δυσκολεύεται να επεξεργαστεί πληροφορίες. Το στομάχι μου διαμαρτυρόταν έντονα και κατάλαβα πως όσο και να έλειπα, σίγουρα κανείς δεν με είχε ταίσει. Η πόρτα στα δεξιά μου άνοιξε και ο ένας από τους δύο άντρες που με είχαν πιάσει, μπήκε μέσα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο.
"Καλημέρα, μικρή" είπε σχεδόν φιλικά και κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά μου. "Πώς νιώθεις;"
Δεν απάντησα. Όχι επειδή δενε μπιστευόμουν την φωνή μου, αλλά επειδή ήμουν υπερβολικά αδύναμη και εκνευρισμένη για να το κάνω. Δεν ήθελα να έχω δουλειά με τον τύπο, δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω.
"Νευράκια;" ρώτησε πειρακτικά. "Δεν πειράζει, θα σου περάσουν. Αρκεί να μάθεις πως ο παππούς του φίλου σου μας τα ξέρασε όλα".
Τα μάτια μου γούρλωσαν και ένιωσα αμέσως την δυσπιστία να με γεμίζει. Ο παππούς του Μαξ; Να τα είχε ξεράσει όλα, γνωρίζοντας ότι αυτό θα κατέληγε με τον θάνατο του εγγονού του;
Σε καμία περίπτωση.
"Τί είπε;" ρώτησα φοβισμένη.
"Την αλήθεια" είπε διφορούμενα ο ψηλός άντρας και με κοίταξε. "Αυτήν που ξέρεις, αλλά δεν θες να μας πεις".
Ένα σαρδόνιο χαμόγελο απλώθηκε στην ψυχή μου, καθώς μια φωνούλα στο κεφάλι μου ούρλιαζε να πω ψέμματα. Ούρλιαζε να μην προδώσω εγώ κανέναν, γιατί ο τύπος μπλόφαρε και δεν το έκανε και καλά. Αν ήξερε, θα είχε πει τί γνώριζε. Έστω και μια φράση, κάτι. Τούτος εδώ δεν έλεγε τίποτα, για να μην καταλάβω ότι με φλόμωνε στο παραμύθι.
Πες ψέμματα, Οντέτ.
"Οπότε τώρα ξέρουμε και οι δύο την αλήθεια" σχολίασα, γνωρίζοντας - ή καλύτερα ελπίζοντας - πως δεν θα με σκότωναν μέχρι να την μάθουν. Ο Παππούς Μαξ αποκλείεται να έλεγε κάτι που να προδώσει τον εγγονό του και συνεπώς εμένα και, ο Μπράιαν ήταν αστυνομικός. Και δεν τον έκοψα για διεφθαρμένο, ούτε για ηλίθιο. Ήμουν, λοιπόν, η μοναδική πηγή πληροφοριών τους και μέχρι να μάθουν ό, τι ήθελαν, δεν θα με σκότωναν, τουλάχιστον. Έπρεπε απλά να καθυστερήσω ακόμα λίγο, μέχρι να καλέσει ο Μαξ την αστυνομία. "Έτσι δεν είναι;"
Ο άντρας με κοίταξε και αστραπιαία μια λάμψη θυμού πέρασε από τα μάτια του. "Ναι, έτσι είναι..." είπε και σηκώθηκε. "Υπάρχουν όμως κάποιες λεπτομέρειες που ο παππούλης έξω δεν γνωρίζει. Εσύ όμως..."
Τον κοίταξα και δεν μπόρεσα να κρατήσω το χαμόγελό μου. Ούτε τη γλώσσα μου. "Δεν σας είπε τίποτα, έτσι δεν είναι;" ρώτησα και τώρα πλέον γελούσα κανονικά. Δεν μπορούσα να το κόψω, ήξερα πως θα ήταν ίσως μοιραίο, αλλά δεν μπορούσα. "Δεν έχεις ιδέα τί γνωρίζουμε και τί όχι, γιατί ο παππούς αποδείχθηκε σκληρό καρύδι... τα βρήκες σκούρα με τον παππούλη, γλυκέ μου;"
Το χέρι του σηκώθηκε αστραπιαία και συγκρούστηκε με το μάγουλό μου. Προς έκπληξη και των δυό μας, ο πόνος με έκανε ακόμα πιο τολμηρή - ηλίθια γενναία, ψέλλισα από μέσα μου - και έγινε ακόμα πιο δύσκολο να το βουλώσω.
"Πρέπει να με πείσεις για να με κάνεις να σου μιλήσω" του είπα. "Και λυπάμαι που θα το πω, αλλά δεν νομίζω να το καταφέρεις".
"Ω, θα μιλήσεις" είπε εκείνος. "Πίστεψέ με, έχω τον τρόπο μου να σε κάνω να τα ξεράσεις όλα".
"Συγγνώμη, δεν είσαι ο τύπος μου" σχολίασα και πήρα ένα αθώο βλέμμα που τον τρέλανε ακόμα πιο πολύ.
Πέταξε το τσιγάρι του κάτω και το πάτησε με την μπότα του. Το χέρι του γράπωσε τα μαλλιά μου και έφερε το πρόσωπό του μερικά χιλιοστά μακριά από το δικό μου. "Έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου αν πιστεύεις πως θα σε έπειθα με τέτοιον τρόπο" σχολίασε. "Ξέρω όμως άλλους τρόπους, που μπορούν να σου λύσουν τη γλώσσα. Και αν ξέρεις λίγο από μεσαιωνική ιστορία, μπορείς να καταλάβεις τί εννοώ".
"Δεν έχω να σου πω τίποτα" σχολίασα στο ίδιο ύφος, νιώθοντας το αίμα από το χείλος μου να τρέχει στο λαιμό μου. Έγλειψα τα χείλη μου και μου ήρθε ανακατωσούρα από την γεύση του αίματος. Παρόλα αυτά, κράτησα την έκφρασή μου κενή.
"Μην παίζεις μαζί μου, μικρή" είπε και έπειτα έκανε μεταβολή και με άφησε μόνη μου, να αναρωτιέμαι τί διάολο με έπιασε και την είδα ξαφνικά σούπερ ήρωας.

Πρέπει να είχαν περάσει κάμποσες ώρες - υπολόγιζα γύρω στις δύο μέρες κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ γιατί κανείς ακόμα δεν είχε κάνει κίνηση και να σκέφτομαι τον καημένο τον Μαξ που θα είχε πάθει αμόκ από τον πανικό του. Ήλπιζα τουλάχιστον η Λίλι να είχε ακολουθήσει τις οδηγίες μου κατά γράμμα και να μην έκανε καμιά ανοησία.
Μέσα σε μια παραζάλη από την έλλειψη φαγητού και τον σταθερά αυξανόμενο πανικό μου, συνειδητοποίησα ότι η πόρτα του δωματίου που με είχαν κλείσει άνοιξε και ο ίδιο άντρας που πριν από μία ή δύο μέρες με είχε επισκεφθεί, το έκανε ξανά τώρα.
"Λοιπόν..." σχολίασε και άρχισε να κουνάει μπροστά μου μια τσάντα. Είχε φέρει φαγητό. "Πεινάει το κορίτσι μου;" ρώτησε.
Γύρισα το κεφάλι μου αλλού και ευχήθηκα να μην μπορούσε να ακούσει το στομάχι μου να γουργουρίζει. Η μυρωδιά των μπέργκερ και της τηγανιτής πατάτας έκαναν να σωθικά μου να κλωτσάνε.
"Μην ντρέπεσαι. Έχω εντολές να σου δώσω να φας κάτι. Δεν συμφέρει κανέναν μας να ψοφίσεις τώρα, πιτσιρίκα. Η Λο δεν έχει τελειώσει ακόμα μαζί σου".
"Μιλάς μαζί της;" ρώτησα σχεδόν αυθόρμητα.
Ο άντρας γέλασε, παρόλα αυτά σοβάρεψε αμέσως και το ένστικτό μου μού έλεγε ότι ήταν ειλικρινής. "Λέμε τα νέα μας, που και που" είπε και άρχισε να ανοίγει την σακούλα με τα μπέργκερ.
"Θα της μεταφέρεις κάτι, την επόμενη φορά που θα της μιλήσεις;" ρώτησα.
Ο άντρας με κοίταξε προσεκτικά, κρατώντας το μπέργκερ στα χέρια του. Η τσάντα πρέπει να είχε δύο. Έμοιαζε έτοιμος να πέσει με τα μούτρα.
"Μόνο για να δεις ότι είμαι συνενοήσιμος" σχολίασε πονηρά. "Σε ακούω".
Χαμογέλασα, αποφασίζοντας πως πλέον έπρεπε να τα παίξω όλα για όλα. Μάλλον η πείνα με είχε πειράξει στον εγκέφαλο.
"Πες της, σε παρακαλώ, να πάει να γα-"
"Έλα, έλα, αγριόγατα" με έκοψε, πριν εκτονωθώ. "Δεν σου έμαθαν οι γονείς σου ότι δεν κάνει να βρίζουμε; Λοιπόν, λέγε... θες το μπέργκερ σου, ή θα το φάω και αυτό εγώ;"
"Δεν τρώω τίποτα από σένα". Εκείνος μασούσε ήδη την πρώτη μπουκιά και πήγε στην δεύτερη.
"Δεν είναι δηλητηριασμένα, αν αυτό φοβάσαι" μου είπε, ανασηκώνοντας το φρύδι. "Σου είπα ποιές είναι οι εντολές μου. Δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα σε σκοτώσει".
"Τώρα με κάνεις να νιώθω καλύτερα" είπα κάπως ειρωνικά, βλέποντάς τον να τρώει. Είχε σχεδόν φάει το μισό μπέργκερ.
"Αν δεν φας, θα βρω τον μπελά μου" είπε. "Έχω σαφείς εντολές".
Η μυρωδιά του μπέργκερ και το τυρί που έβλεπα πως ήταν έτοιμο να ξεχειλίσει από το φαγητό που κρατούσε, έκαναν το στομάχι μου να τρανταχτεί.
"Πεινάς. Πάψε να το παίζεις ήρωας" σχολίασε και έκανε να μου βγάλει το δεύτερο σάντουιτς από την τσάντα.
"Θέλω αυτό" είπα και έδειξα με το κεφάλι μου προς το μπέργκερ που κρατούσε.
Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι. "Αυτό;" ρώτησε. Τον κοίταξα σταθερά. "Μα έχω ήδη φάει το μισό".
"Να φάω δεν θες;" ρώτησα. "Μην σε απασχολεί το τι. Φάε το δεύτερο, το ολόκληρο. Εγώ θέλω αυτό".
Ο άντρας χαμογέλασε. "Είσαι πιο έξυπνη από όσο σε είχα τελικά" σχολίασε και έσυρε την καρέκλα του προς το μέρος μου. Μου άπλωσε το μισοφαγωμένο μπέργκερ και περίμενε μέχρι να δαγκώσω. Είχα δίκιο, λοιπόν. Το δικό του ήταν καθαρό. "Πιο έξυπνη από όσο σε είχε η Λο. Εκπλήσσομαι". Μετά την πρώτη μπουκιά, σηκώθηκε από την καρέκλα, πήγε στην γωνία του δωματίου και πέταξε στα σκουπίδια το δεύτερο μπέργκερ μαζί με τις πατάτες. "Υπνωτικό" είπε και με κοίταξε. "Θα σε έριχνε τέζα για κανένα δίωρο, αλλά μας προέκυψες πονηρούλα".
"Είχες μεγαλώσει με την πεποίθηση ότι είσαι ο εξυπνότερος της οικογένειας, ε;" ρώτησα ειρωνικά. "Λυπάμαι που στο χαλάω".
Μου ξαναέδωσε μια μπουκιά από το μπέργκερ, αν και θα προτιμούσε να μου το σφινώσει στο λαιμό για να με πνίξει, το έβλεπα στα μάτια του. "Μπορείς να τρως χωρίς να μιλάς;" έκανε θυμωμένος.
"Αμφίβολο" σχολίασα με γεμάτο το στόμα.
"Η Λο τα βρήκε σκούρα με σένα, το παραδέχομαι" είπε έπειτα από λίγο. Είχε μείνει μια μπουκιά στα χέρια του και εγώ είχα ήδη αρχίσει να νιώθω καλύτερα. "Δεν περίμενε ποτέ ότι ένα μωρό θα μας έφερνε τέτοιους μπελάδες. Είσαι μπελάς, πιτσιρίκα".
"Σ' ευχαριστώ" σχολίασα καθώς έφερνε την τελευταία μπουκιά στα χείλη μου. Μόλις άρχισα να μασάω, το χέρι του με έπιασε από το σαγόνι και ανασήκωσε το πρόσωπό μου ώστε να τον κοιτάω.
"Όχι ειρωνείες σε μένα, κοριτσάκι".
"Νόμιζα δεν έπρεπε να με σκοτώσεις" σχολίασα παιχνιδιάρικα.
Εκείνος θυμωμένος με άφησε και σηκώθηκε όρθιος. "Κανείς δεν μου απαγόρεψε να διασκεδάσω λίγο". Πριν φτάσει στην πόρτα, χτύπησε το κινητό του. "Ναι" έκανε κοφτά. "Τώρα; Εντάξει. Όχι. Μας βγήκε πονηρό, το πιτσιρίκι" πρόσθεσε έπειτα, ρίχνοντάς μου μια πλάγια ματιά. Του χαμογελάσα. "Ερχόμαστε".
Ήξερα με ποιόν μιλούσε, δεν χρειάστηκε να ακούσω την γυναικεία φωνή από το ακουστικό για να καταλάβω. Αυτό που δεν ήξερα, ήταν το πού πηγαίναμε.
Καθώς και το ότι το μέρος που πηγαίναμε, ήταν πλέον άδειο, πέρα από λίγες εξαιρέσεις. Μία εξ αυτών και ο Μαξ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top