Κεφάλαιο 9
Η μέρα της αναχώρησης των Πέντε Στρατών έφτασε. Ξεκίνησαν όλοι απ' όλα τα βασίλεια για να μεταβούν στο Λιμάνι της Ανατολής, όπου θα βρίσκονταν όλα τα καράβια, για να φύγουν για το ταξίδι προς το Νησί των Πειρατών με σκοπό τη ναυμαχία αντεπίθεσης. Ειδικά οι Δυτικοί ξεκίνησαν από πολύ νωρίς, πριν ακόμα χαράξει, γιατί είχαν τη μεγαλύτερη απόσταση να διανύσουν.
Ο Κώστας ήξερε τι ήθελε να κάνει. Δεν επρόκειτο να μείνει πίσω στη Δύση και να περιμένει πότε θα χρειαστεί και αν θα χρειαστεί να πολεμήσει. Γι' αυτό πήγε και βρήκε τον πατέρα του τη στιγμή που ήταν έτοιμος να φύγει με τον υπόλοιπο στρατό.
«Τι συμβαίνει, γιε μου; Δεν χρειαζόταν να ξυπνήσεις κι εσύ από τόσο νωρίς.» είπε ο Πέτρος.
«Το ξέρω, όμως... θέλω να σου πω κάτι.»
«Πες το μου, μόνο λίγο γρήγορα γιατί σε λίγο θα φύγουμε.»
«Θέλω να πάω εγώ στη θέση σου.»
«Μα τι λες τώρα; Σοβαρολογείς;»
«Απόλυτα. Έχω μαζέψει τα πράγματα μου. Ξέρω ότι εγώ έφταιγα για την απαγωγή της Ανθής και θέλω να επανορθώσω.»
Ο Πέτρος δεν μπορούσε να αφήσει τον γιο του να πάει σε εκείνον το σκληρό πόλεμο και να μείνει ο ίδιος πίσω.
«Οι Πειρατές θα μας έκαναν ούτως η άλλως πόλεμο, Κώστα.» του είπε, προσπαθώντας να του αλλάξει γνώμη. «Αργά ή γρήγορα, θα έβρισκαν άλλη αφορμή.»
«Ναι, όμως εγώ σαν ξάδελφος της έπρεπε να την προστατεύσω. Εξαιτίας μου βρίσκεται τώρα στα χέρια τους και κάθε νύχτα από τότε δεν μπορώ να κοιμηθώ από τις ενοχές. Δεν θα ησυχάσω αν δεν πάω να πολεμήσω μαζί με τα ξαδέλφια μου και αν δεν τους βοηθήσω να τη σώσουν.»
Ο Πέτρος ξεφύσησε αναποφάσιστος. Ο γιος του τον κοίταξε ικετευτικά κι έπειτα συνέχισε:
«Θα υποφέρω αν μείνω πίσω. Σε παρακαλώ, άσε με να πάω. Δώσε μου μια ευκαιρία να πολεμήσω για την πατρίδα, για την ελευθερία, για όλα όσα μου έμαθες να θεωρώ ιδανικά. Μόνο έτσι θα βρω τον εαυτό μου.»
«Δεν ξέρω εάν παίρνω τη σωστή απόφαση αυτή τη στιγμή...» είπε σκεπτικός ο Πέτρος. «Όμως εντάξει. Μπορείς να πας.»
Το χαμόγελο φώτισε αμέσως το πρόσωπο του Κώστα.
«Χίλια ευχαριστώ, πατέρα. Δεν θα σε απογοητεύσω.»
«Υποσχέσου μου μόνο ένα πράγμα.» του είπε ο Πέτρος και κοίταξε προς το μέρος της Λίζας, που βοηθούσε στη φόρτωση των προμηθειών. «Να γυρίσετε εσύ και η μητέρα σου ζωντανοί.»
«Στο υπόσχομαι.» απάντησε ο γιος του, του οποίου η χαρά ήταν απερίγραπτη που θα έπαιρνε και εκείνος μέρος σε ένα πόλεμο.
«Πήγαινε να φέρεις τα πράγματα σου. Πρέπει να το πω και στη μητέρα σου.»
Ο Κώστας πήγε τρέχοντας στο εσωτερικό του παλατιού και ο Πέτρος πλησίασε τη Λίζα και της είπε:
«Να ξεφορτωθούν τα πράγματα μου. Θα έρθει ο μικρός στη θέση μου.» Η γυναίκα του έγινε έξαλλη:
«ΤΙ;! Θα στείλεις το παιδί μας σε πόλεμο για να μείνεις πίσω εσύ;! Γιατί, φοβάσαι;!» του φώναζε ακολουθώντας τον, καθώς εκείνος πήγαινε προς την άμαξα που ήταν φορτωμένες οι βαλίτσες του.
«Με τη θέληση του πάει.»
«Κι εσύ τον άφησες;!»
«Λίζα, ο Κώστας δεν είναι παιδί πια. Πρέπει να πάρει μέρος σε αληθινό πόλεμο για να μπορέσει να αναλάβει αργότερα τις ευθύνες του ως βασιλιάς.»
«Μα αν σκοτωθεί δεν θα γίνει βασιλιάς!» φώναξε ακόμα πιο έξαλλη η Λίζα, ενώ οι στρατιώτες και οι υπηρέτες τριγύρω προσπαθούσαν να μην παρακολουθούν αδιάκριτα τον καυγά του βασιλικού ζεύγους.
«Αν πάθει κάτι στον πόλεμο εσύ θα φταις. Αλλά και εγώ που επέτρεψα να γίνει κάτι τέτοιο.» συνέχισε η Λίζα.
«Αρκετά!» της φώναξε τελικά κι εκείνος. «Πρέπει να πάψεις να φοβάσαι για τον γιο μας! Είναι άντρας πια και εσύ δεν λες να το καταλάβεις!»
Έπειτα συνέχισε με πιο ήρεμη φωνή:
«Άκου, δεν θέλω να χωριστούμε τσακωμένοι. Ούτε εγώ θέλω να έρθει. Όμως μόνο έτσι θα νιώσει καλά με τον εαυτό του και θα είναι και μια δοκιμασία για να γίνει καλύτερος διάδοχος. Δεν θέλεις να είναι αντάξιος βασιλιάς σε λίγο χρόνια με τα ξαδέλφια του; Όλοι από αυτούς έχουν πολεμήσει: ο Περικλής, ο Αλέξανδρος, η Χριστίνα, μέχρι και αυτό που περνάει η Ανθή είναι μια εμπειρία. Δώσε μια ευκαιρία και στον Κώστα να γίνει ίσος με όλους εκείνους.»
«Έχεις δίκιο.» πείστηκε τελικά η Λίζα. «Θα είναι όντως μια δοκιμασία στην προετοιμασία του για να πάρει το στέμμα.»
Έτσι, ο Κώστας αναχώρησε με τη Λίζα στη θέση του πατέρα του, ενώ ο Πέτρος παρακολουθούσε το στρατό τους καθώς απομακρυνόταν, αναρωτώμενος ακόμα αν είχε κάνει το σωστό.
Το απόγευμα ο Δυτικός στρατός έφτασε στο Ανατολικό Λιμάνι, όπου είχαν φτάσει ήδη όλοι οι υπόλοιποι και τους περίμεναν. Ο Περικλής με τον Αλέξανδρο πλησίασαν για να υποδεχθούν τους θείους τους.
Έμειναν έκπληκτοι μόλις είδαν τον Κώστα να βγαίνει από την άμαξα στη θέση του Πέτρου.
«Ρε παλιόπαιδο, τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε αστειευόμενος ο Αλέξανδρος.
«Δεν είχα τι να κάνω κι είπα ας πάω να πολεμήσω με τα ξαδέλφια μου.» συνέχισε το αστείο ο Δυτικός Πρίγκιπας.
«Κώστα, σοβαρά τώρα, γιατί ήρθες εσύ κι όχι ο πατέρας σου όπως είχαμε κανονίσει;» τον ρώτησε ο Περικλής.
«Μπορώ να πολεμήσω εξίσου καλά με εκείνον.» απάντησε ο Κώστας. «Θέλω να βοηθήσω στη διάσωση της Ανθής και στην υπεράσπιση των βασιλείων μας.»
«Και να επανορθώσεις για τη βλακεία που έκανες.» συμπλήρωσε ο Αλέξανδρος, ενώ ένα επιφώνημα πόνου ακολούθησε από μια αγκωνιά που του έριξε ο Περικλής στο πλευρό. Το αυστηρό του βλέμμα του είπε να μη συνεχίσει να ρίχνει ευθύνες στον Κώστα.
«Λοιπόν; Είμαστε έτοιμοι να σαλπάρουμε;» ρώτησε η Λίζα.
«Ναι. Θα δώσω εντολή στους ναυάρχους να ετοιμάσουν τους στόλους για αναχώρηση.» απάντησε ο ανιψιός της κι απομακρύνθηκε.
Σε λίγη ώρα όλα ήταν έτοιμα και οι Πέντε Στόλοι, καθώς και δυο καράβια γεμάτα με στρατό από το Χωριό της Αναγέννησης, ξεκινούσαν με ανοιχτά πανιά και τις σημαίες τους ανεβασμένες στα κεντρικά κατάρτια.
Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και η θάλασσα γαλήνια χωρίς κανένα κύμα, όμως κανένας δεν μπορούσε να απολαύσει αυτή τη θαυμάσια καλοκαιρινή μέρα. Και καθώς περνούσαν οι ώρες και οι ακτές του Ανατολικού Βασιλείου χάνονταν από πίσω τους, πολλοί αναρωτιούνταν εάν θα ξανάβλεπαν την πατρίδα τους και αν θα επέστρεφαν ζωντανοί σ' αυτήν.
Η νύχτα σύντομα έπεσε και σε όλα τα βασιλικά καράβια, οι βασιλιάδες με τους αξιωματικούς έκαναν συμβούλια. Συμφώνησαν όλοι ότι αν εξακολουθούσε να είναι τόσο ήρεμο το ταξίδι τους, θα έφταναν την επόμενη μέρα το απόγευμα.
«Τι σημασία έχει το ωραίο ταξίδι, αν ο προορισμός είναι η ίδια η κόλαση...;» αναρωτήθηκε ο Φάνης, μόνο η Έλσα όμως τον άκουσε.
Είχαν και οι δυο τους την ίδια ανησυχία: αν θα ξανάβλεπαν τον γιο τους, τον οποίο άφησαν στη μητέρα του Φάνη, την Ευαγγελία, γιατί η Αναστασία είχε φύγει μαζί τους για να εκτελεί χρέη μαγείρισσας για τον Βόρειο Στρατό μαζί με τη βοηθό της Τίνα.
Ξημέρωσε άλλη μια πεντακάθαρη μέρα και στον ορίζοντα δεν φαινόταν τίποτα ακόμα. Όλα τα καράβια έπλεαν γρήγορα σχίζοντας το νερό, ενώ οι ναύτες έτρεχαν συνέχεια στα καταστρώματα για να δουλεύουν όλα ρολόι και να γίνονται σωστά οι δουλειές.
Σε λίγες ώρες άρχισε να φαίνεται το Νησί των Πειρατών, ώσπου τελικά ήρθε το απόγευμα και έφτασαν. Ο Περικλής πήγε στην πλώρη να κοιτάξει και είδε έκπληκτος πολλά μαύρα καράβια να έχουν παραταχθεί απέναντι τους, έτοιμα για επίθεση. Σ' ένα από αυτά βρισκόταν ο Ιάκωβος. Ο Αλέξανδρος μόλις τον είδε νευρίασε και του φώναξε:
«Πού έχεις την αδελφή μου, μαύρο σιχαμερό σκουλήκι;!»
«Μίλα καλύτερα στον άντρα που θα γίνει βασιλιάς σου, μικρέ!» του φώναξε ο Ιάκωβος.
Ο Περικλής έκανε μια προσπάθεια να μιλήσει πολιτισμένα μαζί του:
«Κοίτα πόσο στόλο έχουμε, Ιάκωβε! Έχεις δύο επιλογές! Ή θα μας δώσεις την Ανθή και θα φύγουμε...!»
«Η θα σε διαλύσουμε!» συμπλήρωσε φωνάζοντας ο Αλέξανδρος. Ο Ιάκωβος γέλασε και απάντησε:
«Δεν πρόκειται να παραδοθώ όσο ξέρω ότι η νίκη είναι δική μου! Ναύαρχε!»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.» είπε ο Ματθαίος και πλησίασε.
«Όλα τα καράβια να τους επιτεθούν. Τώρα!» ξεφώνισε κι έβγαλε το σπαθί του.
«Επίθεση!» φώναξε κι ο Περικλής.
Όλοι οι ναύαρχοι διέταξαν επίθεση στους αντίπαλους και όλα τα καράβια ξεκίνησαν να πλησιάζουν μεταξύ τους, ενώ ο ουρανός ξαφνικά συννέφιασε, πράγμα σπάνιο Ιούνιο μήνα στο Νησί των Πειρατών. Κάποιες πλώρες καραβιών συγκρούστηκαν και οι πρώτοι Πειρατές πέρασαν στα καράβια του στόλου των Βορείων και στη συνέχεια και των υπολοίπων. Κάποια άλλα πλησίασαν απ' τα πλάγια και οι εχθροί πηδούσαν απ' το ένα καράβι στο άλλο με σχοινιά.
ΕΤΣΙ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ...
*********************************
Βράδιασε. Η Ανθή είχε ξαπλώσει κιόλας στο κρεβάτι του Σίμου. Ο Σίμος κοιμόταν πάντα σε ένα στρώμα που είχε βάλει στην άλλη μεριά του δωματίου. Εκείνη τη νύχτα όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στεκόταν στο παράθυρο και κοιτούσε έξω αμίλητος.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε κάποια στιγμή η Ανθή, μη μπορώντας ούτε εκείνη να κλείσει μάτι.
«Αναρωτιέμαι τι να γίνεται πέρα, στη θάλασσα.» της απάντησε. «Σίγουρα θα έχει σταματήσει η μάχη τώρα που νύχτωσε, αλλά ποια θα είναι τα αποτελέσματα;»
«Μα δεν είπε ο πατέρας σου ότι θα στέλνει κάθε μέρα κάποιον να σε ενημερώνει;»
«Το ξέρω, όμως δεν μπορώ να περιμένω μέχρι αύριο.»
«Κάνε λίγη υπομονή. Κι εγώ αγωνιώ για τους συγγενείς και τους συμπατριώτες μου. Ειδικά τα αδέλφια μου που πολεμούν με τόσο πάθος, και θα σκοτώνονταν αν χρειαζόταν για χάρη μου.»
«Είσαι τυχερή που έχεις τέτοια άτομα να σ' αγαπούν και να σε προστατεύουν.» της είπε με θλίψη.
«Γιατί; Εσύ δεν έχεις κάποιον δικό σου να σε αγαπά;» τον ρώτησε, ενώ σκέφτηκε αμέσως πως δεν έπρεπε να το πει αυτό.
«Τώρα πια όχι.» της απάντησε ο Σίμος.
«Και ο πατέρας σου;»
«Ο πατέρας μου άλλαξε πάρα πολύ από τότε που έχασε τη μητέρα μου και τον αδελφό μου, τον πρώτο διάδοχο του. Δεν αγαπά ούτε τον εαυτό του πια.» Η Ανθή έμεινε έκπληκτη. Είχε καταλάβει πως η μητέρα του δεν ζούσε πια, όμως δεν είχε ιδέα πως είχε κάποτε και έναν αδελφό. Δεν είχε αναφερθεί ποτέ έως τώρα στις συζητήσεις τους, ούτε είχε δει κάποιο πορτραίτο του στο Παλάτι.
«Αν θέλεις να μου μιλήσεις για εκείνους, θα ήθελα πολύ να σε ακούσω. Και να δεις που αμέσως θα νιώσεις καλύτερα.» είπε.
Ο Σίμος όντως δεν τα είχε μοιραστεί με κανέναν αυτά που ήθελε να της πει. Πλησίασε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Η μητέρα μου, Ανθή...» ξεκίνησε να της λέει. «Ήταν πολύ όμορφη και μας αγαπούσε το ίδιο εμένα και τον αδελφό μου. Παλιά, όπως σου είχα πει στο καράβι την ημέρα που σε πήρα στην καμπίνα μου, ήταν γιατρός. Πιο συγκεκριμένα, ήταν η Αρχίατρος του βασιλείου μας και προσωπική γιατρός του πατέρα μου. Ερωτεύθηκαν, έζησαν μια όμορφη ιστορία αγάπης, παντρεύτηκαν και ύστερα ήρθε ο αδελφός μου, ο Θοδωρής. Μετά από πέντε περίπου χρόνια γεννήθηκα κι εγώ. Η μητέρα μου εξακολουθούσε να τηρεί τα καθήκοντα της ως γιατρός και ας ήταν συγχρόνως βασίλισσα των Πειρατών. Πριν έξι χρόνια όμως, οι Βάρβαροι μας έκαναν επίθεση για να κατακτήσουν το νησί μας. Καταφέραμε να τους νικήσουμε, αλλά με τεράστιες απώλειες. Ο αδελφός μου παρά τα δεκαεφτά του χρόνια πολέμησε πολύ γενναία ως Πρίγκιπας στο πλευρό του πατέρα μου και σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια του. Όσο για τη μητέρα μου, σκοτώθηκε προσπαθώντας να μεταφέρει έναν τραυματία για να τον σώσει.»
H Ανθή έσκυψε το κεφάλι λυπημένη.
«Λυπάμαι πολύ.» είπε.
«Ήμουν περίπου δώδεκα χρονών τότε. Νόμισα πως ο πατέρας μου θα με στήριζε μετά το θάνατο τους, όμως έκανα λάθος. Εκείνος κλείστηκε στον εαυτό του και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το σωστό με το λάθος, το δίκαιο με το άδικο. Γι' αυτό σας κάνει πόλεμο. Πιστεύει ότι αν σας κατακτήσει, θα γίνει ένας μεγάλος και τρανός αυτοκράτορας. Θα νιώσει ότι κατάφερε κάτι σπουδαίο.»
Τέλειωσε την αφήγηση του.
«Σε καταλαβαίνω πως νιώθεις, γιατί εγώ είχα χάσει τον πατέρα μου σε πόλεμο. Ήμουν πέντε χρονών και ίσα που τον θυμάμαι. Και πριν λίγους μήνες έχασα και τη γιαγιά μου, που ήταν η μόνη που με καταλάβαινε και με υποστήριζε.»
«Όμως έχεις ακόμα τη μητέρα σου, τα αδέλφια σου και όλους εκείνους τους συγγενείς που αυτή τη στιγμή που μιλάμε πολεμούν για σένα.»
«Το ξέρω. Όμως και εσύ έχεις κάποια που σ' αγαπάει τώρα πια: εμένα.» του είπε και πλησίασε τα χείλη της στα δικά του.
Εκείνος ξεροκατάπιε.
«Ανθή...» ψιθύρισε. «Κι εγώ σ' αγαπώ.» και τη φίλησε, ενώ η Ανθή ξάπλωσε αργά προς τα πίσω και τον τράβηξε από πάνω της. Φιλήθηκαν έτσι χάνοντας την αίσθηση του χρόνου, ώσπου ο Σίμος ένιωθε ότι δεν θα άντεχε άλλο. Ήθελε να την κάνει δική του. Όμως όχι, δεν έπρεπε να της το κάνει αυτό. Όλες αυτές οι διαφορές, ο πόλεμος στη μέση και η έχθρα των βασιλείων τους... Όχι, δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Όχι τώρα.
Όχι έτσι. Σηκώθηκε απότομα.
«Συγχώρεσε με. Παρασύρθηκα.» της είπε, ζαλισμένος ακόμα από την ένταση του παρατεταμένου φιλιού τους.
«Αν παρασυρόσουν λίγο ακόμα, θα σε ευχαριστούσα κιόλας.» του είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού η Ανθή. «Έτσι είπες και για το πρώτο μας φιλί, όμως το έκανες.»
«Αυτό όμως είναι κάτι διαφορετικό. Δεν πρέπει να γίνει τώρα και μ' αυτόν τον τρόπο.»
«Μη μου πεις κι εσύ πως είμαι ακόμα μικρή, γιατί θα νευριάσω. Μόνο τρία χρόνια διαφορά έχουμε. Επιπλέον, σε αγαπάω κι εσύ το ίδιο. Μόλις τώρα μου το είπες.» διαμαρτυρήθηκε η Ανθή με το γνωστό πείσμα της.
«Μα επειδή σ' αγαπάω και σε σέβομαι δεν θέλω να προχωρήσουμε, ειδικά όσο η μοίρα μας και το μέλλον μας βρίσκεται στην εξέλιξη του πολέμου.»
«Μα...»
«Καληνύχτα, Ανθή.» είπε ο Σίμος και πήγε στο στρώμα του.
«Άντρες...» μουρμούρισε εκείνη και γύρισε απ' το άλλο πλευρό.
Είχε ακούσει φυσικά ανθρώπους να μιλάνε για τη σωματική επαφή, όχι μόνο ως μέσο αναπαραγωγής, αλλά και ως ένδειξη αγάπης προς τον σύντροφο μας, ως ένα παρακάτω βήμα σε μια σχέση, αλλά πολλές φορές και ως απλή σωματική απόλαυση. Όπως και το φιλί, έτσι και αυτό το θεωρούσε κάτι αηδιαστικό, μέχρι τη στιγμή που ερωτεύθηκε τον Σίμο. Τώρα πλέον ήταν βέβαιη ότι ήθελε αυτός να είναι ο πρώτος της... και ο τελευταίος της.
Ο Σίμος απ' τη μεριά του, θύμωνε και έβριζε από μέσα του τον εαυτό του. Τι στο καλό έχω πάθει; Σκεφτόταν. Είχαν περάσει κάμποσες γυναίκες απ' τη ζωή του, τις περισσότερες από τις οποίες είχε γνωρίσει στα ταξίδια του. Πάντα ολοκλήρωνε με όλες χωρίς να υπολογίζει τη συνέχεια. Ποτέ του όμως δεν είχε αγαπήσει τόσο αληθινά, τόσο παράφορα, όπως τώρα με την Ανθή.
Ίσως ο πατέρας του είχε δίκιο. Ο έρωτας τον τύφλωνε και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Αν ζούσε ο αδελφός του, θα πολεμούσε τώρα στο πλευρό του χωρίς να παρασύρεται από συναισθήματα. Ενώ εκείνος έμοιαζε πιο πολύ στη μητέρα τους. Κατά βάθος όμως ήξερε τι είχε πάθει: με το να ερωτευθεί την Ανθή, είχε καταφέρει να αγαπήσει συγχρόνως το Βασίλειο του Βορρά και συνεπώς ολόκληρη τη Χώρα των Πέντε Βασιλείων. Για αυτό δεν ήθελε πλέον τον πόλεμο.
********
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε και άλλη μια σκληρή μάχη ξεκίνησε, χωρίς να υπάρχουν ακόμα σοβαρές απώλειες. Στο μεταξύ έβρεχε και η θάλασσα είχε αγριέψει.
Ο Θάνος κυνηγιόταν συνέχεια με τον ναύαρχο των Πειρατών, τον Ματθαίο, σκαρφαλώνοντας πάνω σε κατάρτια, στις σκάλες και μονομαχώντας.
«Έλα πιάσε με, κορόιδο!» του φώναξε ο Ματθαίος, κάποια στιγμή που άρπαξε ένα σχοινί και πήδηξε στο διπλανό πλοίο.
«Ποιον είπε κορόιδο ρε σιχαμένο μαύρο σκουλήκι;!» φώναξε ο Θάνος και παίρνοντας ένα σχοινί πέρασε κι αυτός απέναντι.
Συγκρούστηκαν πάλι τα σπαθιά τους και συνέχισαν να μάχονται, ενώ πάλευαν συγχρόνως να ισορροπήσουν πάνω σε ένα οριζόντιο δοκάρι που κουνιόταν πέρα- δώθε.
«Τα καράβια σου είναι για πέταμα.» τον κορόιδεψε ο Θάνος. «Θα τα κάνω ξύλα να τα βάλω στο τζάκι μου!»
«Κοίτα τα δικά σου τα χάλια, που θες και τζάκι!» απάντησε ο Ματθαίος και του ξέφυγε πάλι.
Σκαρφάλωσε σαν μαϊμού ακόμα πιο ψηλά φωνάζοντας:
«Κουνήσου, κλώσα!»
«Ποιον είπες κλώσα, ρε μονόφθαλμε αρουραίε;! Έλα εδώ μαύρο σκουλήκι της λάσπης!» Ο Φάνης πολεμούσε από κάτω, άκουσε όλες αυτές τις βρισιές και δεν μπόρεσε να μη γελάσει.
Η νύχτα έπεσε ξανά, η θάλασσα ηρέμησε και η μάχη σταμάτησε.
Η Αρχίατρος του Βορρά, η Γιάννα βρήκε την Έλσα, γιατί ήθελε να της μιλήσει και πήγαν σε μία απόμερη γωνία του καταστρώματος.
«Δεν μου λες εσύ... Πότε θα του το πεις;» τη ρώτησε, μαλώνοντας τη σχεδόν. Ήταν χρόνια φίλες και νοιάζονταν η μια για την άλλη, υπερβολικά κάποιες φορές.
«Τώρα που πηγαίνει τόσο καλά η μάχη; Ξέχνα το. Θα με στείλει πίσω και θα χάσω τα καλύτερα!»
«Έλσα, εγώ επέμενα πως δεν έπρεπε να έρθεις κρύβοντας από τον Φάνη ένα τέτοιο μυστικό. Σου έλεγα να του το πεις από τότε, αλλά εσύ κανέναν δεν ακούς.»
«Πριν δύο μήνες; Τρελάθηκες; Είχαν ξεκινήσει ήδη οι προετοιμασίες για τον πόλεμο και δεν θα με άφηνε καθόλου να έρθω.» διαμαρτυρήθηκε η Έλσα.
«Κάποια στιγμή θα το μάθει και θα γίνει έξαλλος.» την προειδοποίησε η Γιάννα. «Και θα σου λέω στα 'λεγα εγώ, αλλά εσύ δεν μ' άκουγες. Τέλος πάντων. Αλλαγή θέματος: όταν και αν επιστρέψουμε ζωντανοί από τον πόλεμο, ο ξάδελφος σου κι εγώ θα παντρευτούμε.» της ανακοίνωσε.
«Σου έκανε πρόταση ο Θάνος; Έλα! Πώς κι έτσι;» είπε έκπληκτη η φίλη της.
«Ούτε κι εγώ δεν ξέρω. Ήταν τόσο ξαφνικό...»
«Χαίρομαι για εσάς και θα χαιρόμουν περισσότερο αν δεν ήταν κι ο πόλεμος στη μέση.»
«Εσύ κοίτα να μιλήσεις στον Φάνη για αυτό που είπαμε γιατί δεν σε βλέπω καθόλου καλά!» επέστρεψε στο προηγούμενο θέμα η Γιάννα, προς δυσανασχέτηση της κολλητής της.
Μίλησαν λίγο ακόμα και μετά πήγαν στις καμπίνες τους για ύπνο. Πώς θα εξελισσόταν άραγε ο πόλεμος την επόμενη μέρα; Και τι μυστικό κρατούσε η Έλσα από τον Φάνη; Θα το μάθουμε σύντομα...!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top