Κεφάλαιο 13
Όλα έγιναν ακριβώς όπως σχεδιάστηκαν. Οι κατάσκοποι επέστρεψαν κι ο Στάθης οργάνωσε το επόμενο συμβούλιο στο Κέντρο, όπου βρίσκονταν πάλι τα ίδια άτομα και ξεκίνησαν. Ο Κεντρικός Βασιλιάς έκανε την εισαγωγή κι έπειτα ο Περικλής είπε:
«Τώρα θα απευθύνω το λόγο στη Μαριάντζελα, η οποία θα μας εξηγήσει περιληπτικά για αρχή τι είδαν στο Νησί των Πειρατών.»
«Καταρχάς, Μεγαλειότατε, θέλω να πω ότι ο κύριος Μάνος ήταν πολύ φιλόξενος και δέχτηκε με μεγάλη του χαρά να μας βοηθήσει.»
«Αυτό είναι καλό. Συνέχισε, παρακαλώ. Τι άλλο κάνατε εκεί πέρα;»
«Πραγματοποιήσαμε δύο μυστικές περιπολίες, δυτικά και ανατολικά του Άγριου Δάσους και είδαμε το Κάστρο των Πειρατών. Στη δυτική πύλη του, που είναι και η κύρια πύλη, υπάρχει αυστηρή φρουρά και αποκλείσαμε το ενδεχόμενο εφόδου από εκεί, όμως υπάρχει ενδεχόμενο πρόσβασης από τη νότια πύλη, από ένα χαμηλό τείχος. Θα ανέβουμε με σκάλα από εκεί, την οποία ήδη κατασκευάζει για εμάς ο κύριος Μάνος.»
Ο Περικλής έμεινε λίγο σκεπτικός και επεξεργάστηκε όλα αυτά τα δεδομένα. Μετά είπε:
«Λοιπόν, θα ορίσω μερικά από τα πιο ικανά άτομα για να μπουν μέσα, ενώ όλοι εμείς οι υπόλοιποι θα περιμένουμε στην παραλία για το σινιάλο, με σκοπό να επιτεθούμε στη συνέχεια. Θα τους πιάσουμε κυριολεκτικά στον ύπνο, αφού θα εισβάλλουμε στη μέση της νύχτας. Θα αποκλείσω την Κατάσκοπο Έλσα που έχει ούτως ή άλλως άδεια εγκυμοσύνης, καθώς και τους τραυματίες Στρατηγό Φάνη και Πρίγκιπα Κώστα.»
Ο Κώστας πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως ο Περικλής δεν τον άφησε και του είπε σε φιλικό τόνο:
«Ξάδελφε, έκανες ήδη πολλά και βοήθησες πάρα πολύ εμένα, το βασίλειο σου και γενικά το Νησί των Πέντε Βασιλείων. Δεν σε κατηγόρησε κανένας για την απαγωγή της Ανθής και δεν πρέπει ούτε εσύ να τα βάζεις με τον εαυτό σου. Τώρα προέχει να γίνεις καλά και να γιατρευτεί το χέρι σου.»
«Εντάξει.» είπε εκείνος.
Έπειτα ο Περικλής στράφηκε στη Χριστίνα:
«Θα είσαι σε θέση να πολεμήσεις;»
«Ναι, φυσικά. Είναι πολύ καλύτερα το πόδι μου και η Αρχίατρος Ευτυχία μου είπε πως είμαι έτοιμη ακόμα και για μάχη.»
«Καλώς. Μετά από σύντομη απόφαση λοιπόν, τα άτομα που θα εισβάλλουν κρυφά τη νύχτα στο Κάστρο πριν από εμάς θα είναι: ο Ταξίαρχος Άκης, ο οποίος θα αναλάβει προσωρινά χρέη στρατηγού, οι δύο φρουροί Ανέστης και Γιώργος, η Μαριάντζελα με τον βοηθό της Άγγελο και ο Βαγγέλας.»
«Ναι ρε...!» πανηγύρισε ο Βαγγέλας και απ' τη χαρά του έβγαλε ένα πούρο, το άναψε και άρχισε να καπνίζει. Ο Αλέξανδρος γέλασε σιγανά.
Ο Περικλής συμπλήρωσε:
«Αυτοί οι έξι θα συνοδεύονται από μια ομάδα μαφιόζων του κύριου Βαγγέλα, αρκετούς κατασκόπους και λίγους στρατιώτες. Και τώρα...»
«Συγνώμη που διακόπτω.» είπε ο Στάθης και κοίταξε τον Αρχηγό των Μαφιόζων. «Κύριε Βαγγέλα, το πούρο σας. Με όλο το σεβασμό, αλλά ίσως ο καπνός σας ενοχλεί κάποιους στην αίθουσα. Θα είχατε την καλοσύνη να το σβήσετε;»
Ο Βαγγέλας τους κοίταξε όλους και είπε με μπόλικη μαγκιά:
«Ρε παιδιά, συγνώμη αλλά... απ' τον ενθουσιασμό μου να πούμε, που θα μπουκάρω μαζί με τους άλλους να πούμε... Αλλά μη σκάτε, θα το σβήσω.» και το έσβησε στο πάτωμα της Αίθουσας!
«Ε... Μετά από αυτή την περίεργη διακοπή...» είπε ο Περικλής και όλοι γέλασαν. «Μπορώ πιστεύω να συνεχίσω.» συμπλήρωσε και συνέχισε την επεξήγηση του σχεδίου, ενώ κάποιοι ακόμα γελούσαν σιγανά.
Στη συνέχεια η Μαριάντζελα έβγαλε τους χάρτες που τους έδωσε ο Μάνος και άνοιξε πρώτα εκείνον που έδειχνε αναλυτικά το Κάστρο, τη Χώρα του Παλατιού και τη γύρω περιοχή. Με τη βοήθεια της Μαριάννας και του Αντώνη αφηγήθηκαν στους άλλους τι ακριβώς έκαναν, που πήγαν, δείχνοντας συγχρόνως στο χάρτη τα σημεία και τι ακριβώς είδαν από εκεί. Έγιναν κάποιες ερωτήσεις, από τους στρατηγούς κυρίως, ενώ η Ηλιάνα έβαζε σημάδια επάνω στο χάρτη για να θυμούνται τα σημεία και κρατούσε σημειώσεις.
Ο Κώστας πήγε και στάθηκε δίπλα της.
«Ωραία γράμματα κάνεις.» της είπε ρίχνοντας μια ματιά στις σημειώσεις της. Η κοπέλα χαμογέλασε κοκκινίζοντας και τον ευχαρίστησε ντροπαλά. Ο Περικλής παρατήρησε πως υπήρχε ένα φλερτ ανάμεσα στον ξάδελφο του και στην Αρχηγό των Κατασκόπων της Αναγέννησης.
Πότε πρόλαβαν; Σκέφτηκε. Μήπως για αυτό ο Κώστας ήθελε τόσο πολύ να έρθει, για να είναι κοντά της; Δεν συνέχισε τις σκέψεις του όμως, γιατί είχε σημαντικότερα πράγματα να σκεφτεί.
«Έχει κάποιος από τους κύριους στρατηγούς ένα αναλυτικό σχέδιο να προτείνει;» ρώτησε. «Εγώ είπα ήδη ποιο είναι, αλλά χωρίς λεπτομέρειες δεν θα γίνει σωστή δουλειά. Στρατηγέ Φάνη, σε βλέπω σκεπτικό. Έχεις κατά νου τίποτα συγκεκριμένο;» ρώτησε.
«Βεβαίως, Μεγαλειότατε.» απάντησε ο Φάνης και σηκώθηκε.
Με στήριγμα στη μια πατερίτσα, για να μπορεί με το άλλο χέρι αν δείχνει στο χάρτη, ξεκίνησε να εξηγεί το σχέδιο:
«Προτείνω να στρατοπεδεύσουμε στην παραλία, κοντά στο σπίτι του κυρίου Μάνου. Τα άτομα που ορίσατε, Μεγαλειότατε, θα πάνε γύρω από το Άγριο Δάσος και θα εισβάλλουν κρυφά από το χαμηλό τείχος, ανεβαίνοντας τη σκάλα του ξυλοκόπου. Οι κατάσκοποι θα σκοτώσουν μυστικά κάποιους φρουρούς και θα φορέσουν τις στολές τους, ούτως ώστε όταν ο υπόλοιπος στρατός επιτεθεί, να ανοίξουν αυτοί τις πύλες.»
«Έξυπνο σχέδιο.» σχολίασε η Έλσα.
«Έχω καλή δασκάλα σε θέματα κατασκοπίας.» της είπε ο άντρας της και κοιτάχτηκαν με νόημα.
Ο Στρατηγός του Βορρά συνέχισε:
«Ο υπόλοιπος στρατός στην παραλία θα περιμένει για ένα σινιάλο ότι όλα είναι έτοιμα. Κάποιος απ' τα άτομα της αποστολής θα ανέβει σε ένα τείχος όπου θα μπορεί να ανάψει φωτιά. Ο καπνός απ' τη φωτιά αυτή θα είναι το σινιάλο πως όλα είναι έτοιμα.»
«Ποιος θα αναλάβει να το κάνει αυτό;» ρώτησε ο συνάδελφος του Λευτέρης.
«Εγώ, Στρατηγέ.» απάντησε κατευθείαν ο Βαγγέλας. «Είμαι μανούλα στο να ανάβω φωτιές.» και έστριψε το μουστάκι του.
«Πολύ καλά λοιπόν... Ο κύριος Βαγγέλας θα ανέβει σε κάποιο τείχος και θα ανάψει μια φωτιά για σινιάλο, με ξύλα που θα κουβαλήσει ο ίδιος και οι δικοί του. Και μετά, συνάδελφε;»
Κοίταξε τον Φάνη και εκείνος απάντησε:
«Τότε ο υπόλοιπος στρατός θα επιτεθεί. Γύρω από το δάσος, όχι από μέσα. Διότι όπως είπαμε δεν λέγεται τυχαία Άγριο Δάσος. Έχει πολλά άγρια ζώα τα οποία δεν θα είστε σε θέση να τα βάλετε μαζί τους.» Όλοι συμφώνησαν μαζί του, ακόμα και οι Δυτικοί, που αν δεν τους το είχε πει αυτό θα προτιμούσαν το δάσος.
«Θα ξεκινήσουμε το συντομότερο δυνατόν.» είπε αποφασισμένος ο Περικλής.
«Δεν μπορούμε τόσο σύντομα, Μεγαλειότατε.» αποφάνθηκε ο Θάνος. «Οι στόλοι ολονών είναι σε κακή κατάσταση. Τα καράβια χρειάζονται επισκευές.» Οι άλλοι ναύαρχοι συμφώνησαν.
«Και πόσο θα διαρκέσουν;»
«Το πιο σύντομο που μπορούμε να κάνουμε είναι ένας μήνας.»
«Ένας μήνας;!» επανέλαβε φωναχτά ο Περικλής.
«Και δεν είναι μόνο αυτό, Μεγαλειότατε.» συμπλήρωσε ο Φάνης. «Οι στρατοί μας δεν είναι ούτε αυτοί έτοιμοι. Θα χρειαστούμε περισσότερη προετοιμασία και πιο πολύ οπλισμό, αν θέλουμε αυτή τη φορά να υπερισχύσουμε.»
Ο Περικλής δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήταν όντως προτιμότερο να περιμένει λίγο ακόμα και να πολεμήσουν με ένα καλά προετοιμασμένο στρατό, παρά να πάνε τόσο βιαστικά και να υπάρχουν πιθανότητες για ήττα. Έτσι συμφώνησε με τον στρατηγό του, παρόλο που μέσα του αγωνιούσε σαν τρελός για την Ανθή. Μπορεί να νικούσαν, μπορεί να την έσωζαν, αλλά ποιος ξέρει σε τι κατάσταση θα τη γυρνούσαν σπίτι μετά το βιασμό της.
Εκείνος, ο Αλέξανδρος και ο Κώστας που επίσης το είχε ακούσει απ' τον Ιάκωβο, είχαν συμφωνήσει να μην πουν τίποτα σε κανέναν για να μην τους ανησυχήσουν κι άλλο.
Μετά το συμβούλιο έγινε το καθιερωμένο γεύμα και ύστερα όλοι αναχώρησαν για τα βασίλεια τους για να ξεκινήσουν τις προετοιμασίες, αφού πρώτα θα έκαναν και ξεχωριστά συμβούλια.
*********************************************************************************************
Στον Νότο, όταν νύχτωσε, ο Βαγγέλας πρότεινε στον Αλέξανδρο να πάνε σε ένα μπαρ να «τα πιουν», όπως του είπε.
Η... αμαρτωλή ζωή του Νοτίου Βασιλιά δεν είχε περάσει απαρατήρητη τα τελευταία πέντε χρόνια. Παρόλο που ο Περικλής τον συμβούλευε να παντρευτεί ξανά για να αποκτήσει διάδοχο και να σοβαρευτεί, αυτόν τον ενδιέφερε μόνο η διασκέδαση και πάντα έβγαινε με τον Βαγγέλα. Άλλωστε αυτός τα κανόνιζε όλα. Μπαρ, ποτά, χαρτιά, καμπαρέ, βίζιτες... Οι πολίτες είχαν συνηθίσει να τους βλέπουν συνέχεια μαζί. Και ο Νότος είχε πολλά από τα παραπάνω.
Αυτά γίνονταν τη νύχτα. Γιατί την ημέρα, ο Αλέξανδρος ήταν ένας ισχυρός βασιλιάς, που έπαιρνε αποφάσεις γρήγορα, αν και βιαστικά πολλές φορές. Ωστόσο άκουγε προσεκτικά τα αιτήματα του λαού κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τα πραγματοποιεί. Έτσι, κανένας δεν τολμούσε να πει κακή κουβέντα για εκείνον. Κι αν μερικές φορές κάποιος τολμούσε να πει κάτι, ο Βαγγέλας «τον κανόνιζε» καλά. Η οικογένεια του πίστευε πως ο Αρχηγός της Μαφίας ήταν εκείνος που τον επηρέαζε και δεν επρόκειτο ποτέ να αλλάξει τρόπο ζωής.
Έκαναν λάθος. Η Χριστίνα ήταν η αιτία που είχε γίνει έτσι ο Αλέξανδρος. Μετά το γάμο του μαζί της, αισθανόταν βρώμικος που είχε παντρευτεί την πρώτη του ξαδέλφη και ακόμα και πέντε χρόνια μετά το διαζύγιο, δεν μπορούσε να μην το σκέφτεται. Και όταν την έβλεπε αναγκαστικά σε κάποιες δεξιώσεις, η αυτή την περίοδο στα συμβούλια, θυμόταν όλα όσα είχαν γίνει εξαιτίας της και εξαιτίας του ίδιου. Θυμόταν πώς πήρε τη βασιλεία, συμμετέχοντας στο σχέδιο δολοφονίας του Μάξιμου και της Ιουλίας. Θυμόταν πώς απείλησε το λαό του για να πολεμήσουν μαζί του εναντίον του Περικλή και πόσοι αθώοι σκοτώθηκαν εξαιτίας του επιθετικού πολέμου του.
Δεν είμαι δίκαια ο Βασιλιάς του Νότου. Σκεφτόταν και πολλές φορές του ερχόταν να εγκαταλείψει το θρόνο.
Όμως τώρα ήταν πολύ αργά. Οι Νότιοι τον είχαν αγαπήσει και τον χρειάζονταν. Δεν μπορούσε να τους παρατήσει. Άλλωστε, ήταν το βασίλειο καταγωγής της μητέρας του. Έτσι αποφάσισε να ακολουθήσει αυτή τη ζωή για να ξεχνιέται. Εκείνη τη νύχτα ειδικά, που σκεφτόταν τι είχαν κάνει οι Πειρατές στην αδελφή του...
«Θα το πληρώσουν όλοι τους.» έλεγε στον Βαγγέλα και αφού ήπιε αρκετά ποτήρια παραπάνω, του ομολόγησε αυτό που είχε μάθει από τον Περικλή.
Εκείνος έγινε έξαλλος.
«Θα τους κάνουμε σκόνη, αφεντικό.» του είπε. «Μόνο να κάνεις υπομονή ένα μήνα να πούμε. Μετά οι βρωμιάρηδες θα δουν τι έχουν να πάθουν!» Ύστερα ήρθαν τα «ραντεβού» τους, δύο καλλονές που είχε πληρώσει ο Βαγγέλας για να τους κάνουν «παρέα» εκείνη τη νύχτα. Ντίνα και Τόνια τις έλεγαν. Η νεότερη, η Τόνια, κέρδισε αμέσως το ενδιαφέρον του Αλέξανδρου κι έπιασαν αμέσως συζήτηση.
Φάνηκε να γοητεύεται μόλις της αφηγήθηκε τα κατορθώματα του στον πόλεμο και ειδικά τη μάχη με τον καρχαρία. Μετά του μίλησε για τον εαυτό της. Ήταν 24, κοντά στην ηλικία του δηλαδή και σχετικά καινούργια στη δουλειά.
«Δεν ήθελα να γίνω αυτό που είμαι.» του είπε. «Αναγκαστικά το κάνω, για να βοηθήσω την οικογένεια μου να ξεφύγει από τη φτώχεια. Εκείνοι δεν το ξέρουν. Ο πατέρας μου θα με σκοτώσει έτσι και το μάθει. Αλλά τι ξέρετε εσείς από φτώχεια, Μεγαλειότατε...»
Ο Αλέξανδρος παρόλο που είχε πιει πολύ, ακόμα ήξερε τι του γινόταν. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια περίεργη έλξη για την Τόνια, όχι μόνο σωματική όπως με τόσες άλλες. Ίσως ήταν εκείνα τα πράσινα μάτια της, που έρχονταν σε μια όμορφη αντίθεση με τα κόκκινα μαλλιά της... Την κοίταξε μέσα σε αυτά και της είπε:
«Μην το λες αυτό. Μπορεί να είμαι ο βασιλιάς σας, αλλά μη φανταστείς ότι το παλάτι μου είναι το πιο πλούσιο από όλα. Το αντίθετο μάλιστα. Προσπαθώ να φροντίζω ώστε να μη λείπει τίποτα απ' το λαό μου.»
«Τότε ίσως έχετε ξεχάσει κάποιους. Γιατί εμάς μας λείπουν πολλές φορές τα βασικά για να ζήσουμε.»
«Θα σας βοηθήσω.» της είπε αποφασιστικά.
Όμως η Τόνια είχε πείσμα:
«Όχι, σας ευχαριστώ. Δεν ήρθα απόψε μαζί σας για να ζητιανέψω, ούτε πρόκειται να σας εκμεταλλευτώ ως βασιλιά. Θα σας φερθώ ίσα κι όμοια με όλους τους άλλους πελάτες μου.» Εκείνη τη στιγμή είδαν τον Βαγγέλα με τη Ντίνα να σηκώνονται.
«Εμείς πάμε σε κάνα πανδοχείο.» είπε ο Μαφιόζος κι έκλεισε συνωμοτικά το μάτι στον Αλέξανδρο. «Θα τα πούμε αύριο, μάγκα μου. Καλή διασκέδαση.»
«Επίσης.» του απάντησε ανόρεχτα.
Η ιστορία της Τόνιας του υπενθύμισε ότι υπήρχαν ακόμα αρκετά θέματα να λύσει στο βασίλειο του και έπρεπε να ζητήσει πάλι τη βοήθεια του αδελφού του, που κυβερνούσε το πιο πλούσιο βασίλειο της Χώρας. Όμως μετά τον πόλεμο. Πρότεινε στην Τόνια να της δώσει όσα χρήματα χρειαζόταν και να την αφήσει να φύγει αντί να πάνε σε κάποιο πανδοχείο, όμως εκείνη αρνήθηκε να πάρει τα χρήματα και, εφόσον ο Βαγγέλας είχε ήδη πληρώσει, αρνήθηκε να φύγει χωρίς να του δώσει το «αντάλλαγμα».
Περπάτησαν με ενωμένα τα χέρια τους ως το πανδοχείο.
Τι στο καλό έχω πάθει; Σκεφτόταν ο Αλέξανδρος. Ένιωθε ότι δεν ήθελε να αφήσει την Τόνια, πως αυτή η νύχτα δεν ήθελε να τελειώσει. Παρόλο που ήταν φτωχιά, δεν του προκαλούσε οίκτο, αντίθετα τον είχε γοητεύσει η σιδερένια της θέληση και η δίψα της για ζωή. Επίσης, ήταν η μόνη ιερόδουλη απ' όσες είχε πάει, που του μιλούσε στον πληθυντικό και τον αποκαλούσε «Μεγαλειότατο», παρόλο που την ενοχλούσε το γεγονός της φτώχειας του βασιλείου τους.
Ίσως ήταν σεβασμός αυτό που ένιωθε, όπως τον σεβόταν κι η ίδια. Το μόνο που ήθελε πάντως ήταν να μην την είχε ερωτευθεί. Γιατί όταν βρέθηκαν στο κρεβάτι του πανδοχείου, ένιωσε πως ήταν κάτι μαγικό η ένωση τους, κάτι διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη συνεύρεση του ως τώρα. Ήθελε να πιστεύει ότι ήταν έρωτας της μιας νύχτας, κι ότι θα του περνούσε το πρωί, όμως...
«Θέλω να σε ξαναδώ.» της είπε μετά, χωρίς να το σκεφτεί ξανά.
«Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα.» είπε εκείνη με σιγουριά. «Από αύριο, εσύ θα είσαι πάλι ο Βασιλιάς του Νότου κι εγώ μια πόρνη σαν όλες τις άλλες. Ανήκουμε σε δυο τελείως διαφορετικούς κόσμους κι η μοίρα θα μας χωρίζει πάντα, ότι κι αν κάνουμε.»
«Μην το λες αυτό...»
«Κι όμως, είναι η σκληρή αλήθεια. Δεν το λέω για να με λυπηθείς, όμως εγώ δεν αξίζω την αγάπη κανενός άντρα. Και στον δρόμο που έχω πάρει δεν υπάρχει γυρισμός.»
Αυτά τα λόγια της Τόνιας έβαλαν σε σκέψεις τον Αλέξανδρο. Ούτε αυτός άξιζε την αγάπη μιας γυναίκας, διότι η ιστορία του με τη Χριστίνα είχε γίνει γνωστή στον Νότο. Γιατί οι οικογενειακοί δεσμοί ήταν ιεροί στα Πέντε Βασίλεια και ένας γάμος μεταξύ πρώτων, ακόμα και δεύτερων ξαδελφών, θεωρούνταν αιμομιξία. Γι' αυτό δεν είχε πλησιάσει καμία «φυσιολογική» γυναίκα, γι' αυτό δεν ήθελε να παντρευτεί.
Ένιωθε βρόμικος και προσπαθούσε να «ξεπλένει» από πάνω του αυτή την αμαρτία με το να κοιμάται με τέτοιου είδους γυναίκες. Όμως η Τόνια του φαινόταν τόσο διαφορετική... Σαν να ήταν η υπέρτατη λύτρωση και ύστερα από πέντε ολόκληρα χρόνια, μόνο μαζί της ένιωσε τελείως καθαρός. Με αυτό το αίσθημα ξύπνησε την επόμενη μέρα, όμως εκείνη είχε φύγει, αφήνοντας του μόνο ένα σημείωμα: Ευχαριστώ για τη χθεσινή υπέροχη νύχτα... Μεγαλειότατε.
Το πήρε απόφαση πως έπρεπε να την ξεχάσει. Είχε πολλές λεπτομέρειες να κανονίσει για την εισβολή στο Νησί των Πειρατών και η Ανθή κινδύνευε.
Τα τέρατα... Πώς μπόρεσαν να της το κάνουν αυτό... Ποιος ξέρει σε τι κατάσταση θα τη φέρουμε πίσω. Και τότε; Τι θα εξηγήσουμε στη μητέρα μας; Αυτά σκεφτόταν καθώς πήγαινε στο Παλάτι. Εκεί, είχε συνάντηση με τον Λευτέρη, τον Αντώνη και τον Βαγγέλα για συζητήσεις σχετικά με τις προετοιμασίες του πολέμου.
Οι σκέψεις ανάκατες κυβερνούσαν το μυαλό και τυραννούσαν την καρδιά του. Από τη μια η θύμηση της Ανθής και ο θυμός του για τους Πειρατές... και απ' την άλλη η Τόνια και η νύχτα που πέρασε μαζί της. Γιατί δεν μπορούσε να την ξεχάσει;
«Συμφωνείτε, Μεγαλειότατε;» διέκοψε τις σκέψεις του η φωνή του Στρατηγού.
«Για ποιο πράγμα, Στρατηγέ;»
«Δεν με ακούγατε τόση ώρα;» ρώτησε με μια ενόχληση στη φωνή ο Λευτέρης.
«Συγνώμη, αφαιρέθηκα. Τι έλεγες, λοιπόν;»
«Τέλος πάντων, με λίγα λόγια προτείνω, εφόσον εμείς έχουμε και τους Μαφιόζους ανάμεσα μας, οπότε είμαστε περισσότεροι, να αφήσουμε λίγο παραπάνω στρατό πίσω, για ασφάλεια αλλά και σε περίπτωση που χρειαστούμε ενισχύσεις.»
«Και αν χρειαζόμαστε ενισχύσεις, εγώ θα στέλνω δικούς μου αγγελιοφόρους με ειδικά πλοία.» συμπλήρωσε ο Αντώνης.
«Μάλιστα.» συμφώνησε ο Αλέξανδρος, αφού κατάφερε επιτέλους να συγκεντρωθεί. «Μπορείτε να εφαρμόσετε τις ιδέες σας. Το συμβούλιο θα λήξει για σήμερα. Ελάτε πάλι αύριο την ίδια ώρα, μόνο φροντίστε να είναι και η Αρχίατρος Ειρήνη μαζί. Θέλω να με ενημερώσει σχετικά με την κατάσταση των τραυματιών από τη ναυμαχία.» και τους άφησε να φύγουν, για να πάνε στις προπονήσεις των στρατευμάτων τους.
Ο Βαγγέλας έμεινε λίγο ακόμα στο Παλάτι.
«Δεν μου λες ρε φιλάρα...» του είπε μόλις οι άλλοι δύο έφυγαν. «Τι έχεις κι ήσουν στον κόσμο σου στο συμβούλιο;»
«Τίποτα, απλά... Για την Ανθή, ξέρεις τώρα. Θυμάσαι όσα σου είπα χθες;»
«Βεβαίως. Και ορκίζομαι να μη βγάλω τσιμουδιά και φτάσει στα αυτιά της μάνας σου. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Και κάτι άλλο σε τρώει, κόβω την κεφάλα μου γι αυτό.»
Ο Αλέξανδρος πήγε και κάθισε στον καναπέ.
«Νομίζω ότι... πρόκειται για την Τόνια.» του είπε κάπως διστακτικά.
«Την Τόνια; Το γκομενάκι από χτες; Δεν μου πες, σ' άρεσε, σ' άρεσε;» τον ρώτησε ανέμελα, χωρίς να έχει καταλάβει.
«Μου άρεσε περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε.» παραδέχτηκε ο Αλέξανδρος.
«Ωχ, αδερφέ... Μη μου πεις... Δάγκασες τη λαμαρίνα μαζί της! Την ερωτεύτηκες, μπαγάσα!» αναφώνησε ο Βαγγέλας.
Λες; Είπε από μέσα του ο Αλέξανδρος. Ώστε έρωτας ήταν αυτό που ένιωθε; Ο Βαγγέλας κάθισε δίπλα του και έβαλε το χέρι φιλικά στην πλάτη του.
«Πάντως θα σου δώσω μια συμβουλή σαν μεγαλύτερος σου που είμαι και επειδή θα μπορούσες να είσαι γιος μου κι ας είμαστε κολλητάρια. Διασκέδασε όσο θες μαζί της, μέχρι να σου περάσει ο έρωτας όμως. Μην της κάνεις καμιά... σοβαρή πρόταση να πούμε, γιατί αυτές δεν σοβαρεύονται. Ξάλλου, είσαι ο Βασιλιάς του Νότου και δεν πρέπει να πάρουν χαμπάρι τίποτες οι άλλοι βασιλιάδες, ειδικά το αδέρφι σου στον Βορρά. Με πιάνεις;»
«Εννοείς να μην προχωρήσω σοβαρά μαζί της;»
«Α να γεια σου.»
Ο Βαγγέλας είχε δίκιο. Ο έρωτας του δεν είχε μέλλον και επιπλέον, μπορεί να μην ανταποκρινόταν ούτε κι η ίδια στα αισθήματα του.
«Έχεις δίκιο, φίλε μου. Θα το ζήσω όσο κρατήσει. Όμως θέλω να την ξαναδώ σύντομα. Θα το φροντίσεις;»
«Πες πως έγινε κιόλα, αφεντικό. Όποτε θες και μπορείς, θα πάμε να τη δούμε στο μαγαζί που χορεύει. Αλλά θα ασχολείσαι και με τις προετοιμασίες του πολέμου, ντάξει; Πάνω απ' όλα οι υποχρεώσεις και ύστερα η διασκέδαση.»
«Εννοείται αυτό.»
Άρχισε να βλέπεται συχνότερα μαζί της και για περισσότερη ώρα, αν και μόνο νύχτα για να μην κινήσει υποψίες και δημιουργήσει σκάνδαλο. Εκείνη έδειχνε να απολαμβάνει την παρέα του και τον έρωτα του, που αντί να σβήνει όπως πίστευε ο Βαγγέλας, ολοένα και αυξανόταν. Τουλάχιστον όμως ο Αλέξανδρος δεν παραμελούσε τα βασιλικά του καθήκοντα, προσπαθούσε να συγκεντρώνεται στα συμβούλια και οι προετοιμασίες για τον πόλεμο συνεχίζονταν πυρετωδώς.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top