Κεφάλαιο 12
Η Άννα ανακάτευε επί μισή ώρα το τσάι της στριφογυρνώντας το κουτάλι μέσα του. Δεν είχε νόημα να το πιει τώρα που είχε κρυώσει. Άλλωστε ήταν καλοκαίρι. Δεν χρειαζόταν...
«Δεν πάει άλλο, μητέρα.» είπε ξεφυσώντας στην Κάτια και άφησε κάτω το φλιτζάνι της. «Πρέπει να πάμε κι εμείς να πολεμήσουμε.»
«Μα αυτό δεν γίνεται. Και αν επιτεθούν όντως οι Πειρατές εδώ, ποιος θα είναι επικεφαλής; Ο Περικλής σας εμπιστεύθηκε και εσείς θα σηκωθείτε να φύγετε;» διαμαρτυρήθηκε η Ευγενία.
Είχε έρθει στον Βορρά από την προηγούμενη μέρα με τα παιδιά της για συντροφιά στην Κάτια και την Άννα. Ο Μάξιμος έπαιζε στους κήπους με τον Πάνο. Είχαν πάρει δυο ψεύτικα σπαθιά και έκανε πότε ο ένας τον Πειρατή, πότε ο άλλος. Δεν είχαν ιδέα πώς ήταν ο πραγματικός πόλεμος. Με την παιδική τους αθωότητα και ξεγνοιασιά, νόμιζαν ότι ο πόλεμος ήταν απλά μια περιπέτεια και πως όλοι όσοι είχαν πάει εκεί, ανάμεσα τους και ο μπαμπάς του Μάξιμου, θα επέστρεφαν ζωντανοί.
Όσο για τον μπαμπά του Πάνου, που γύρισε χτυπημένος νωρίτερα από τους άλλους, είπαν μεταξύ τους πως «δεν πρόσεχε και χτύπησε». Από την άλλη μεριά, οι αδελφές του Μάξιμου μοιράζονταν τον πόνο και την αγωνία των μεγάλων για την απώλεια της Ανθής. Τους έλειπε αφάνταστα η αγαπημένη τους ξαδέλφη και κάθονταν σιωπηλές και λυπημένες πλάι στη μητέρα τους.
«Γιατί δεν πάτε μια βόλτα να ξεσκάσετε;» τους είπε εκείνη κάποια στιγμή.
«Δεν έχουμε όρεξη για τίποτα χωρίς την Ανθή.» είπε η Άντζελα.
«Μα δεν καταφέρνετε τίποτα με το να μένετε εδώ.» είπε η Άννα. «Όλοι έχουμε την ίδια αγωνία για την Ανθή, αλλά και για την εξέλιξη του πολέμου.»
Η Κάτια στο μεταξύ δεν είχε πει λέξη εδώ και ώρα και γενικά δεν μιλούσε πολύ τον τελευταίο καιρό. Μόνο τη στιγμή που μπήκε η Έλσα στο σαλόνι, βιαστική και με αγωνία, σηκώθηκε και την πλησίασε λέγοντας:
«Έλσα μου; Πες μου πως μας φέρνεις κάποιο νέο από τον πόλεμο...» Η Άννα κι η Ευγενία σηκώθηκαν κι αυτές.
«Σας φέρνω νέο όντως, μα δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό.»
«Δηλαδή;» τη ρώτησε η Βασίλισσα.
«Οι στρατοί μας γυρίζουν. Μερικοί φρουροί στα ανατολικά τείχη διέκριναν τα καράβια μας στον ορίζοντα, έτσι έστειλαν ανιχνευτές μας παντού για να ειδοποιηθούν όλα τα βασίλεια.»
Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ανήσυχες. Έπρεπε άραγε να χαρούν;
«Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Νίκη ή ήττα;» ρώτησε η Ευγενία.
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε πριν την άφιξη τους στο Λιμάνι της Ανατολής.»
«Ε τότε τι περιμένουμε; Πάμε στο Ανατολικό Βασίλειο να τους υποδεχτούμε!» αναφώνησε η Κάτια. «Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Θέλω να είμαι η πρώτη που θα αγκαλιάσει το κοριτσάκι μου με την άφιξη της!»
«Πρέπει να κάνετε υπομονή.» της είπε όμως η Έλσα. «Σε λίγη ώρα τα πλοία θα φτάσουν στο Μεγάλο Λιμάνι κι αν πάμε όλοι εκεί, θα δημιουργηθεί ένας πανικός. Εκτός αυτού, δεν είμαστε σίγουροι αν έχουν μαζί τους την Ανθή ή όχι...»
«Τι εννοείς;!» φώναξε πανικόβλητη η μητέρα του βασιλιά. «Ότι υπάρχει περίπτωση να μην την έσωσαν;!»
«Ηρέμησε, μητέρα.» την καθησύχασε η Άννα. «Ό,τι και αν γίνει, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένες και να μείνουμε ενωμένοι με τους άλλους. Είμαι σίγουρη πως αν ισχύει αυτό το χειρότερο που σκέφτομαι κι εγώ, ο Περικλής θα έχει και δεύτερο σχέδιο.»
Έπειτα στράφηκε στην Ευγενία:
«Σου προτείνω να επιστρέψεις στο Χωριό της Αναγέννησης, Αρχόντισσα Ευγενία, ούτως ώστε να σε βρει εκεί ο άντρας σου και να μην ανησυχήσει.»
«Έχεις δίκιο.» είπε εκείνη. «Θα μάθω ούτως ή άλλως τα νέα, όπου και αν είμαι. Λουκία, πήγαινε φέρε τον αδελφό σου να φύγουμε. Και εσύ Άντζελα, έλα μαζί μου να μαζέψουμε τα πράγματα μας.»
«Φέρε και τον Πάνο, Λουκία.» είπε η Έλσα στην κοπέλα καθώς έβγαινε.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ο Βόρειος Στρατός περνούσε κιόλας τα σύνορα κι έμπαινε στο βασίλειο τους. Ο Περικλής είχε φροντίσει να ενημερώσει τους άλλους βασιλιάδες σχετικά με το εναλλακτικό σχέδιο πριν χωριστούν και κανόνισαν συμβούλιο την επόμενη κιόλας μέρα στο Κέντρο. Μπήκε στο Παλάτι. Η Άννα, η Κάτια και η Έλσα τον περίμεναν με αγωνία σε ένα σαλόνι. Του φαινόταν λες κι είχε λείψει χρόνια.
Όλα τόσο οικεία και συγχρόνως τόσο μακρινά... Η Άννα και η Κάτια σηκώθηκαν και τον αγκάλιασαν αμέσως, ενώ η Έλσα πλησίασε απλά με αγωνία.
«Περικλή, γυρίσατε νικημένοι ή νικητές;» ζήτησε να μάθει η Βασίλισσα.
«Η Ανθή; Πού είναι η Ανθούλα μου;» ρώτησε η μητέρα του. Ο Περικλής δεν μπόρεσε να απαντήσει. Έσκυψε το κεφάλι κι έγνευσε αρνητικά. Οι τρεις γυναίκες κατάλαβαν.
«Όχι... Μη μου πεις ότι δεν σώσατε την αδελφή σου...» ψιθύρισε σχεδόν η Κάτια.
«Χάσαμε, έτσι δεν είναι;» κατάλαβε η Έλσα.
«Αν είναι έτσι, γιατί δεν σας έδωσαν πίσω την Ανθή;» ρώτησε η μητέρα του. Τι να τους έλεγε τώρα; Πως έμαθε που βρισκόταν η Ανθή και με ποιον, και μάλιστα τι της είχαν κάνει οι άξεστοι, ανήθικοι Πειρατές;
«Μίλα επιτέλους! Τι συνέβη εκεί πέρα;!» φώναξε η Άννα.
Ο Περικλής αποφάσισε να τους πει τη μισή αλήθεια. Το άλλο δεν έπρεπε να το μάθουν και ειδικά η μητέρα του.
«Χάσαμε τη μάχη.» είπε τελικά. «Αλλά όχι τον πόλεμο. Εγώ και ο Κώστας κάναμε τον Ιάκωβο να μας πει πού έχει την Ανθή... Είναι στο Παλάτι τους με φύλακα τον γιο του.» Πήρε μια τρεμουλιαστή ανάσα και συνέχισε: «Αποφάσισα να διατάξω υποχώρηση, ούτως ώστε να πιστέψουν οι Πειρατές ότι νίκησαν και αύριο κιόλας διοργάνωσα συμβούλιο μεταξύ όλων, για να συζητήσουμε για το σχέδιο διάσωσης. Αν σώσουμε την αδελφή μου, θα δούμε μετά πώς θα κρατήσουμε ασφαλή και τα βασίλεια μας.»
Η Κάτια κάθισε στην πιο κοντινή πολυθρόνα και αναστέναξε με θλίψη.
«Κάνε ό,τι πιστεύεις καλύτερο, γιε μου.» του είπε. «Μόνο κάνε το γρήγορα, σε παρακαλώ. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι μπορεί ήδη αυτά τα τέρατα να έχουν κάνει κακό στην Ανθή...»
«Ορκίζομαι να δώσω και τη ζωή μου αν χρειαστεί.» είπε ο Περικλής και έφυγε για το δωμάτιο του. Κανένας δεν είχε καταλάβει ότι υπήρχε και κάτι άλλο που δεν είπε.
Την επόμενη μέρα, ίδια ώρα με εκείνη της άφιξης του Περικλή, το συμβούλιο στο Κεντρικό Βασίλειο ξεκίνησε. Ο Στάθης παραδέχτηκε πως ήταν το πιο γρήγορο συμβούλιο που είχε διοργανώσει ποτέ του. Οι βασιλιάδες και όσοι αξιωματικοί μπορούσαν ήταν εκεί. Σε πολλούς είχε αφήσει σημάδια και πληγές ο πόλεμος: η Χριστίνα κούτσαινε λόγω ενός βέλους που είχε δεχτεί στο αριστερό της πόδι. Ο Αλέξανδρος είχε ακόμα τα σημάδια της μάχης με τον καρχαρία στο πρόσωπο και τα χέρια του.
Ο Κώστας είχε το χέρι του δεμένο με γάζες. Ο Φάνης, παρά το λίγο σοβαρότερο τραυματισμό του, κατάφερε κι εκείνος να παραστεί στο συμβούλιο, με πατερίτσες και φυσικά με τη βοήθεια της Έλσας. Ο Στάθης είπε τους τυπικούς χαιρετισμούς, μίλησε με λίγα λόγια για όσα έγιναν και εξήγησε το σκοπό του συμβουλίου:
«Ο Βασιλιάς Περικλής έκανε λόγο για ένα σχέδιο Β, το οποίο αφορά κυρίως τη διάσωση της Πριγκίπισσας Ανθής. Μόνο θέλω επίσης να σκεφτείτε, αγαπητέ Αρχιβασιλιά, και έναν τρόπο να ακυρώσουμε ας πούμε, τη νίκη των Πειρατών ούτως ώστε να μη μας σκλαβώσουν. Σας ακούμε.»
«Καταρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον ξάδελφο μου Πρίγκιπα Κώστα της Δύσης για την πολύτιμη βοήθεια που μου πρόσφερε.»
«Δεν έκανα και πολλά πράγματα.» ισχυρίστηκε ο Κώστας. «Και από ότι βλέπετε, κατάφερα να τραυματιστώ κιόλας.»
«Μην το λες αυτό. Πολέμησες με ηρωισμό και ανδρεία και είχες το θάρρος να τα βάλεις με τον Βασιλιά- Πειρατή Ιάκωβο. Έτσι με βοήθησες να μάθω που βρίσκεται η Ανθή.»
«Θα το πείτε και σε εμάς, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Φάνης.
«Μόλις ετοιμαζόμουν να το πω, Στρατηγέ. Η Πριγκίπισσα Ανθή είναι αιχμάλωτη στο Παλάτι του Ιάκωβου, το οποίο βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νησιού, πέντε ώρες μακριά από το Λιμάνι. Δεν ξέρουμε σε ποιο σημείο του Παλατιού έχουν την αδελφή μου, όμως το σχέδιο είναι να μπούμε κρυφά μέσα τη νύχτα, ούτως ώστε οι αντιστάσεις τους να είναι μειωμένες. Θα κάνουμε κι άλλο συμβούλιο εδώ για να συζητήσουμε με λεπτομέρειες για αυτό. Όμως πρώτα θα πάνε μερικοί κατάσκοποι μας στο νησί για έλεγχο, αν υπάρχουν φρούρια κατά μήκος των ακτών και λοιπά. Και τώρα θα δώσω το λόγο στον αξιότιμο Πρίγκιπα Μάριο, ο οποίος μου είπε ότι μας έχει κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες.»
Ο Μάριος στάθηκε δίπλα στον ανιψιό του και είπε:
«Αγαπητοί παρευρισκόμενοι. Πριν μερικά χρόνια, πήγα στο Νησί των Πειρατών και εκεί έτυχε να με φιλοξενήσει ένας ξυλοκόπος με το όνομα Μάνος, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι Βόρειος αυτοεξόριστος. Μείναμε στο σπίτι του σε ένα δάσος τότε και γίναμε φίλοι. Πριν φύγω, μου είπε πως εάν στο μέλλον τον χρειαζόμουν, εκείνος θα με βοηθούσε. Πιστεύω ότι αυτό θα κάνει και τώρα, για εμένα αλλά και για το Βόρειο Βασίλειο από το οποίο κατάγεται.»
Οι βασιλιάδες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σκεπτικοί.
«Πώς μπορεί να βοηθήσει στο Σχέδιο Β;» ρώτησε η Λίζα.
«Ξέρει το νησί πολύ καλά και θα μας δώσει λεπτομερείς χάρτες για κάθε σημείο του, καθώς επίσης και χρήσιμες πληροφορίες. Αρκεί να δεχθεί να συνεργαστεί μαζί μας. Οι κατάσκοποι πρέπει να τον βρουν και να διαπραγματευθούν μαζί του.»
«Γιατί δεν ερχόσαστε κι εσείς;» του πρότεινε ο Αντώνης. «Σίγουρα θα θυμόσαστε που είναι ακριβώς το σπίτι του και επιπλέον, αν μιλήσετε ο ίδιος μαζί του θα δεχθεί πιο εύκολα να μας βοηθήσει.»
«Ναι, όντως θυμάμαι που είναι το σπίτι.»
«Λοιπόν; Δηλαδή θα πας με τους κατασκόπους;» τον ρώτησε ο Περικλής.
«Βεβαίως. Είναι και μια καλή ευκαιρία να ξαναδώ τον παλιό μου φίλο.»
Λίγο μετά το συμβούλιο τελείωσε και οι αρχηγοί κατάσκοποι κανόνισαν το βράδυ να γίνει άλλο συμβούλιο, μόνο μεταξύ των κατασκόπων και του Μάριου, ώστε να κανονίσουν για το θέμα του ελέγχου του νησιού και του Μάνου. Η απόφαση που πάρθηκε στο συμβούλιο ήταν να φύγουν την επόμενη μέρα το απόγευμα, ούτως ώστε να προλάβουν να ετοιμαστούν οι ίδιοι, αλλά και το καράβι το οποίο θα τους μετέφερε.
Το καράβι αυτό θα ήταν αλιευτικό και το ταξίδι θα διαρκούσε σχεδόν 30 ώρες, γιατί η παραλία της άφιξης βρισκόταν νοτιοανατολικά στο Νησί των Πειρατών, όπου εκεί κοντά ήταν το σπίτι του Μάνου και δίπλα ένα άγριο δάσος, που έφτανε μέχρι λίγο έξω απ' το Κάστρο. Αφού έληξε και αυτό το συμβούλιο, άρχισαν οι ετοιμασίες για το μακρύ τους ταξίδι. Η Έλσα βοηθούσε κι εκείνη όσο μπορούσε, παρόλο που δεν θα πήγαινε.
«Κοίτα να δεις!» είπε στη Μαριάντζελα. «Τώρα βρήκα να μείνω έγκυος, που αρχίζουν τα καλύτερα και εγώ τα χάνω. Τουλάχιστον θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι κι εσύ καλή αρχηγός και θα με βγάλεις ασπροπρόσωπη.»
«Αυτό εννοείται.» της υποσχέθηκε εκείνη. «Έστω και προσωρινή, θα είμαι η καλύτερη αρχικατάσκοπος του νησιού. Η θέση μου είναι πολύ βαριά!» και γέλασαν.
Έτσι λοιπόν πέρασε η αυριανή μέρα και είχε φτάσει το απόγευμα πριν την αναχώρηση. Όλοι οι αρχηγοί κατάσκοποι, οι βοηθοί τους και ο Μάριος φιλοξενήθηκαν απ' το προηγούμενο βράδυ στο Ανατολικό Λιμάνι για τις προετοιμασίες και για να φύγουν πιο σύντομα. Επιβιβάστηκαν και όταν το καράβι ξεκίνησε να φεύγει, η Έλσα τους αποχαιρέτησε απ' την προβλήτα και ξεκίνησε να επιστρέφει στο Βόρειο Βασίλειο, ενώ στη διαδρομή σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να πάει μαζί τους. Έπρεπε να μείνει όμως, για το καλό του αγέννητου παιδιού της.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς το Νησί των Πειρατών, οι κατάσκοποι ταχτοποιήθηκαν στις καμπίνες τους και συνεννοήθηκαν με τον καπετάνιο σχετικά με τη ρότα που θα ακολουθούσαν. Λίγο πριν την άφιξη τους, την επόμενη νύχτα, ντύθηκαν με φτωχικά ρούχα ψαράδων και αφού το καράβι τους άφησε αρκετά μέτρα μακριά, κατέβηκαν με βάρκες με τις οποίες πήγαν στην παραλία.
Όταν έφτασαν, οι βαρκάρηδες επέστρεψαν με τις βάρκες στο καράβι κι αυτό ανοίχτηκε σε πιο βαθιά νερά, γιατί είχαν κανονίσει με τον καπετάνιο να πάει την επόμενη νύχτα να τους παραλάβει. Επί τη ευκαιρία αυτοί θα ψάρευαν κιόλας, όχι μόνο επειδή αυτή ήταν η δουλειά τους αλλά και για να μην κινήσουν υποψίες.
Οι κατάσκοποι, αφού περπάτησαν λίγο παραλιακά έφτασαν σε μια μικρή έκταση με χώμα και με κομμένα δέντρα. Στη μέση βρισκόταν το σπίτι του Μάνου.
«Πώπω... Σαν να μην πέρασε μια μέρα.» είπε ο Μάριος και χτύπησε λίγο διστακτικά την πόρτα. Τους άνοιξε ένας μελαχρινός γεροδεμένος άντρας γύρω στα πενήντα, με μούσια και πυκνά καστανά μαλλιά.
«Γεια σας. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» τους είπε, λίγο απορημένος που έβλεπε τόσα άτομα. «Συνήθως δεν δέχομαι τόσους πολλούς επισκέπτες.»
Ο Μάριος του χαμογέλασε και του είπε:
«Είμαι ένας φίλος συμπατριώτης σου απ' τα παλιά. Ο Μάριος.»
«Ο Μάριος; Πού είσαι ρε παλιόφιλε;! Πού χάθηκες;!» φώναξε από ενθουσιασμό ο Μάνος. Αφού αγκαλιάστηκαν και ασπάστηκαν, ο ξυλοκόπος κοίταξε απορημένος τους «ψαράδες», οι οποίοι ήταν έξι γυναίκες κι έξι άντρες (δύο από κάθε βασίλειο μαζί με το Χωριό της Αναγέννησης).
«Έχεις μεγάλη παρέα οφείλω να ομολογήσω ότι*. Αλλά ποιοι είναι όλοι αυτοί;»
«Ας πάμε πρώτα μέσα. Οι φίλοι μου είναι πολύ πεινασμένοι. Θα σου εξηγήσω μετά.»
«Ωραία, όμως... μπορεί να μη φτάσει η μάσα για όλους σας. Έχω να δω τόσο κόσμο απ' τα παλιά καλά μας χρόνια.»
«Μην ανησυχείς. Θα βρούμε και τίποτα άλλο να φτιάξουμε.»
Αφού (επιτέλους!) πέρασαν μέσα, ο Μάνος με τον Μάριο μαγείρεψαν λίγα επιπλέον φαγητά και στριμώχτηκαν όλοι στο τραπέζι, και καθώς έτρωγαν του είπαν ποιοι ήταν και του περιέγραψαν το σχέδιο τους. Έτσι τα έμαθε όλα, απ' τους πολέμους των Πέντε Βασιλείων ως σήμερα.
«Χμμ... Το ότι πέθανε ο Τύραννος Στέλιος το περίμενα, αν και δεν έφτασε στα αυτιά μου. Είχα ακούσει όμως τι κάθαρμα ήταν και ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή κάποιος θα τον έτρωγε. Αλλά το ότι έχει απαγάγει ο άθλιος ο Ιάκωβος την Ανθή, που είναι και ανιψιά σου αν δεν κάνω λάθος, δεν το περίμενα.»
«Δεν κάνεις λάθος. Η Ανθή είναι κόρη του συγχωρεμένου του αδελφού μου, του Λεωνίδα. Λοιπόν, δέχεσαι να μας βοηθήσεις;» τον ρώτησε ο Μάριος.
«Και βέβαια, καλέ μου φίλε. Μην ξεχνάς πως είμαι ακόμα ένας Βόρειος. Κι εφόσον τώρα έχετε ειρήνη μεταξύ σας, θα βοηθήσω γενικά το Νησί των Πέντε Βασιλείων.»
Έτσι, αφού θυμήθηκαν λίγο τα παλιά τους, ξεκίνησε ένα μικρό συμβούλιο. Ο Μάνος άπλωσε στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι κάποιους χάρτες και άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες το Νησί των Πειρατών: τα δάση, τις πεδιάδες, το Κάστρο, το σημείο όπου θα στρατοπέδευε ο στρατός των Πέντε Βασιλείων και ένα σημείο του Κάστρου με χαμηλό εξωτερικό τοίχο, το οποίο θα ήταν η είσοδος για τη μυστική εισβολή.
Μετά από περίπου μία ώρα, οι κατάσκοποι ξεκίνησαν μια μυστική περιπολία τριγύρω από το Άγριο Δάσος, αλλά ο Μάνος τους είπε να μη μπουν μέσα γιατί υπήρχε κίνδυνος θανάτου από άγρια ζώα. Αφού πέρασαν γύρω από το δάσος λοιπόν, είδαν τα πανύψηλα, χοντρά τείχη και τη μαύρη, μεγάλη πόρτα της νότιας πύλης. Αρκετά μέτρα παραπέρα, εντόπισαν το σημείο που τους είπε ο Μάνος με το χαμηλό εξωτερικό τείχος.
Δεν μπορούσαν να πλησιάσουν περισσότερο, γιατί παρατήρησαν τους φρουρούς πάνω στα τείχη και κάποιες ομάδες περιπόλων έξω από τα τείχη. Ευτυχώς δεν τους είδε κανένας από αυτούς, διότι είχαν κρυφτεί πίσω από κάποια τελευταία δέντρα, θάμνους και βράχους. Λίγο μετά αναχώρησαν για το σπίτι του Μάνου. Εκεί κοιμήθηκαν και το επόμενο μεσημέρι διηγήθηκαν στον Μάνο και στον Μάριο τα όσα είδαν, τα οποία ήταν ακριβώς όπως και στους χάρτες.
Αφού έφαγαν, ήπιαν και γλέντησαν λίγο, όταν νύχτωσε ξεκίνησαν άλλη μια περιπολία από τη δυτική πλευρά του δάσους αυτή τη φορά, η οποία διήρκεσε πολλές ώρες. Είδαν από μακριά τη δυτική πύλη, η οποία είχε πολλούς φρουρούς και επίσης το δρόμο στον οποίο πηγαινοέρχονταν τα κάρα, άμαξες και πεζοί φρουροί. Στην πύλη παρατήρησαν, εκτός απ' τους πολλούς φρουρούς που είχε, ότι έκαναν αυστηρό έλεγχο κι έτσι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα ήταν αδύνατο για τον Στρατό των Πέντε Βασιλείων να εισέλθουν από εκεί, οπότε επέλεξαν τη νότια πύλη, η οποία ήταν μόνιμα κλειστή και δεν γινόταν έλεγχος, γιατί δεν υπήρχε δρόμος απ' έξω.
Στο μεταξύ είχε αρχίσει να χαράζει, έτσι ξεκίνησαν με γρήγορα βήματα για να επιστρέψουν στο σπίτι του Μάνου, να μαζέψουν τα πράγματα τους και να φύγουν. Έφτασαν, πήραν τον Μάριο και κατέβηκαν στην παραλία, στην οποία είχαν ήδη φτάσει οι βαρκάρηδες και τους περίμεναν. Επιβιβάστηκαν, γύρισαν στο καράβι και έτσι αυτό ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι για το Νησί των Πέντε Βασιλείων.
*Επίτηδες έβαλα το "ότι" στο τέλος της πρότασης. Είναι μια "ιδιοτροπία" θα λέγαμε, της διαλέκτου που μιλάει ο Μάνος.
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top