Κεφάλαιο 11

Το τραγούδι είναι ένα από τα αγαπημένα μου και σας προτείνω να το ακούτε συγχρόνως. Το φαντάζομαι σαν το επίσημο soundrack του βιβλίου αν ήταν ταινία 😉🤘

Η μάχη ξεκίνησε. Ήταν η μοναδική ως τώρα που δεν συνοδευόταν από βροχή, μόνο που κανένας δεν φαινόταν να το προσέχει αυτό. Οι Πειρατές είχαν χάσει αρκετούς, όμως υπήρχαν επίσης απώλειες και από τα Πέντε Βασίλεια. Ο Άκης ανέλαβε προσωρινός στρατηγός αφού έφυγε ο Φάνης και η Μαριάντζελα Αρχηγός των Κατασκόπων. Και οι δύο τα πήγαιναν περίφημα και μάχονταν με θάρρος και κουράγιο.

Ο Περικλής ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Πήδησε από καράβι σε καράβι μέσω των σχοινιών, ώσπου βρήκε τον Αλέξανδρο στο δικό του και του είπε:

«Ήρθε η ώρα. Πάμε να τελειώνουμε μ' αυτόν.» Ο αδελφός του κούνησε καταφατικά το κεφάλι και αφού αποτελείωσε έναν εχθρό, φώναξε:

«Πάμε να το βρούμε το σκουλήκι!» Κοίταξαν τριγύρω.

Είδαν τον Ιάκωβο να πολεμάει πάνω στο κατάρτι ενός κοντινού πλοίου. Έτρεξαν στην κουπαστή του καραβιού που βρίσκονταν και άρπαξαν από ένα σχοινί. Ο Περικλής πέρασε με ευκολία απέναντι. Ο Αλέξανδρος ήταν πιο άτυχος, καθώς ένας Πειρατής που περνούσε απ' την αντίθετη μεριά, έκοψε το σχοινί του κι έπεσε στη θάλασσα.

«Άλεξ!» φώναξε ο αδελφός του από το πλοίο.

«Πήγαινε βρες τον! Θα τα καταφέρω!» του φώναξε εκείνος.

Ο Περικλής είδε το πτερύγιο ενός καρχαρία να πλησιάζει τον Αλέξανδρο και φώναξε με τρόμο:

«Ξέχασε το! Δεν σ' αφήνω μόνο! Κοίτα στα δεξιά σου!» Ο αδελφός του είδε τον καρχαρία κι εκείνος και βάλθηκε να κολυμπάει για να του ξεφύγει.

«Φύγε, Περικλή! Άσε με εμένα! Πήγαινε βρες τον Ιάκωβο και κάνε τον να σου πει που έχει την Ανθή! Η αδελφή μας είναι πιο σημαντική από εμένα!» φώναξε με όση δύναμη είχε προσπαθώντας να ακουστεί μέσα στη φασαρία.

Ο Περικλής έψαξε απεγνωσμένα για κάποιον τοξότη ούτως ώστε να σκοτώσει τον καρχαρία, ή έστω κάποιο σχοινί για να τον ανεβάσει, όμως τίποτα.

«Πήγαινε, Περικλή! ΤΩΡΑ!» άκουσε πάλι τη φωνή του Αλέξανδρου. Ήταν ανώφελο. Δεν μπορούσε να τον σώσει. Ούτε να δει τον καρχαρία να κατασπαράζει τον αδελφό του μπορούσε. Στο μεταξύ ο Κώστας τα είδε και τα άκουσε όλα αυτά και ήθελε να βοηθήσει.

Μόλις κατάφερε να ξεφύγει απ' τους εχθρούς του, έτρεξε στον Περικλή και του είπε:

«Θα έρθω μαζί σου.»

«Όχι, Κώστα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Το καράβι του Ιάκωβου είναι γεμάτο και είναι χειρότερα απ' ότι εδώ.» προσπάθησε να του εξηγήσει ο Περικλής.

«Αφού κατάφερα να επιβιώσω έως τώρα, θα τα καταφέρω και σ' αυτό.»

Ο Περικλής κούνησε αρνητικά το κεφάλι και πήγε να φύγει μόνος του, όμως ο Κώστας τον ακολούθησε λέγοντας:

«Στάσου! Εσύ στην ηλικία μου έγινες βασιλιάς και κατάφερες πολλά περισσότερα από εμένα. Μια ευκαιρία σου ζητώ μόνο να γίνω καλύτερος! Δεν φοβάμαι, να πάρει!» φώναξε στο τέλος.

«Καλά! Έλα να δούμε τι θα καταλάβεις!» του φώναξε ο ξάδελφος του εξοργισμένος, επειδή έχασε τον Αλέξανδρο.

Πολεμώντας με μερικούς εχθρούς ακόμα, πέρασαν από καράβι σε καράβι στο πλοίο του Ιάκωβου.

«Να τος!» φώναξε ο Κώστας δείχνοντας προς τα πάνω, στο κατάρτι όπου ήταν ανεβασμένος ο Βασιλιάς Πειρατής κι έδινε διαταγές στο στρατό του. Ο Δυτικός Πρίγκιπας άρχισε να ανεβαίνει την κρεμαστή σκάλα και στη συνέχεια να κινείται ανάμεσα στα κατάρτια με μεγάλη ευκολία, ενώ ο Περικλής πάσχιζε να τον ακολουθήσει.

«Κώστα! Περίμενε με!» του φώναζε, όμως εκείνος δεν τον άκουγε και χάθηκε ανάμεσα στα πανιά.

Είχε ξεχάσει πως οι Δυτικοί ήταν άσσοι στο σκαρφάλωμα και στα ύψη, ενώ ο ίδιος είχε υψοφοβία. Έπρεπε να την ξεπεράσει. Χωρίς να κοιτάζει κάτω, ανέβηκε τελικά για να βρει τον Κώστα. Τον βρήκε να σημαδεύει τον Ιάκωβο, ενώ ισορροπούσαν και οι δυο πάνω στο οριζόντιο δοκάρι του πανιού, χωρίς να κρατιούνται από πουθενά.

«Λέγε ρε βρωμοσκούληκο. Που έχεις την ξαδέλφη μου;» του είπε και πλησίασε τη μύτη του σπαθιού στο λαιμό του.

«Χαλάρωσε, μικρέ. Θες να πέσουμε;» έκανε ιδρωμένος ο Ιάκωβος.

Ο Περικλής δεν τολμούσε να αφήσει το κάθετο δοκάρι απ' το οποίο κρατιόταν.

«Κώστα, είναι πολύ επικίνδυνο.» είπε στον ξάδελφο του.

«Ω, να και ο αγαπητός Αρχιβασιλιάς της βλακείας. Τι έγινε; Φοβόμαστε τα ύψη;» ειρωνεύτηκε ο Ιάκωβος μόλις τον είδε. Εκείνος τον αγνόησε και είπε στον Κώστα απλώνοντας το χέρι του:

«Γύρνα πίσω, ξάδελφε. Θα το φροντίσω εγώ το θέμα.»

«Ξέχνα το.» του απάντησε και γύρισε πάλι να απειλήσει τον Ιάκωβο.

Την ίδια στιγμή εκείνος σήκωσε το σπαθί του το οποίο συγκρούστηκε με του Κώστα και προσπαθώντας να κρατήσουν την ισορροπία τους μάχονταν ισοδύναμα, ενώ η αγωνία του Περικλή είχε φτάσει στα ύψη και ο ιδρώτας από τη ζέστη και το φόβο έσταζε. Σύντομα ο Ιάκωβος παραλίγο να κόψει το χέρι του Κώστα, όμως ευτυχώς εκείνος πρόλαβε να το τραβήξει και απλά τραυματίστηκε. Ωστόσο δεν κατάφερε να αποφύγει και την πτώση.

«ΟΧΙ!» φώναξε ο Περικλής καθώς τον είδε να πέφτει, μα ο Κώστας κρατήθηκε απ' το πανί, το οποίο άρχισε να σκίζεται και να βάφεται κόκκινο απ' το αίμα του χεριού του.

Ο Ιάκωβος όρμησε στον Περικλή.

«Και τώρα οι δυο μας.» είπε και τα σπαθιά τους συγκρούστηκαν.

«Λέγε ρε κερατά! Πού είναι η αδελφή μου;!» φώναξε μ' όλο του το θυμό ο Περικλής. Στο μεταξύ το πανί από κάτω σχιζόταν όλο και περισσότερο, ενώ ο Κώστας πάλευε να κρατηθεί, ο πόνος τον σούβλιζε και το αίμα έτρεχε συνέχεια, λες και είχε κοπεί κεντρική αρτηρία.

Η μονομαχία από πάνω του δεν κράτησε για πολύ ακόμα, καθώς ήταν σειρά του Ιάκωβου να χάσει την ισορροπία του. Το σπαθί του έπεσε κι αυτός κρατήθηκε απ' το δοκάρι.

«Λέγε.» του είπε ο Περικλής σημαδεύοντας τον. «Πού έχεις την Ανθή;» Ο Πειρατής γέλασε και απάντησε:

«Είναι στο Παλάτι μου με τον γιο μου. Δικαιούται κι αυτός λίγη διασκέδαση μετά από μένα.»

«Τι...;» έκανε ο Βόρειος Βασιλιάς και θόλωσε. «Θα σε σκοτώσω, ρε!»

Ο Ιάκωβος εξακολουθώντας να γελάει, άφησε τα χέρια του, έκανε μια πτώση προς το σημείο που βρισκόταν ο Κώστας και κρατήθηκε κι αυτός. Το πανί άρχισε πάλι να σκίζεται και να πέφτει αργά. Ο Περικλής κοίταξε τον ξάδελφο του που κινδύνευε και το στρατό του που έχανε τη μάχη. Από εκεί που ήταν δεν μπορούσε να σώσει τον Κώστα, ούτε να πιάσει τον Ιάκωβο και να τον τιμωρήσει για αυτό που έκανε στην αδελφή του...

Μόνο ένα πράγμα του έμενε:

«Υποχώρηση! Οριστική υποχώρηση!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Κάποιοι αξιωματικοί του τον άκουσαν και το μετέφεραν παντού, σε όλα τα καράβια, ώστε να φθάσει και στα αυτιά των άλλων βασιλιάδων.

«Γιατί ρε Περικλή!» φώναξε ο Κώστας διαμαρτυρόμενος. Οι Πειρατές άρχισαν να πανηγυρίζουν και να επιστρέφουν στα πλοία τους.

«Ναι!» πανηγύρισε κι ο Ιάκωβος.

Εκείνη τη στιγμή, το πανί σκίστηκε απότομα τελείως, έπεσαν και οι δυο στο κατάστρωμα και αυτό τους σκέπασε σαν νεκρικό σεντόνι. Ο Περικλής κοίταξε κάτω με αγωνία... για να δει τον Κώστα να βγαίνει από κάτω σώος και αβλαβής, πέρα από τη σοβαρή πληγή στο χέρι του η αιμορραγία της οποίας δεν σταματούσε. Ευτυχώς, το ύψος δεν ήταν πολύ και δεν χτύπησε. Αμέσως μετά βγήκε κι ο Ιάκωβος πανηγυρίζοντας και χορεύοντας κοροϊδευτικά προς το μέρος του Περικλή.

Αυτός δεν έδωσε σημασία. Βρήκε τη σκάλα και κατέβηκε. Ο Κώστας τον περίμενε κάτω, κατάχλομος και βαστώντας το χέρι του.

«Έχεις χάσει πολύ αίμα. Έλα, πρέπει να βρούμε γιατρό.» του είπε.

«Αυτό είναι το λιγότερο. Χάσαμε.» του είπε νευριασμένος ο ξάδελφος του. «Χάσαμε την Ανθή, τα βασίλεια μας... Τα πάντα. Ακόμα και αν πέθαινα δεν θα με ένοιαζε τώρα.»

«Δεν τελείωσε ακόμα ο πόλεμος, Κώστα. Έχε μου εμπιστοσύνη και το ίδιο να πεις και στους δικούς σου στη Δύση. Δεν έχω πει την τελευταία μου κουβέντα με τον Ιάκωβο.»

Με αυτά τα λόγια του, ο Κώστας πείστηκε τελικά να τον ακολουθήσει, τουλάχιστον προς το παρόν. Βρήκαν σε ένα δυτικό καράβι τη Λίζα, η οποία κοίταξε με αγωνία τα αίματα στα χέρια του γιου της.

«Χριστέ μου! Μάριε, τι έπαθες;! Περικλή, γιατί υποχωρούμε; Θα δώσουμε το νησί σε αυτούς;» ρώτησε.

«Ηρέμησε, θεία. Μόλις φτάσουμε, θα κάνουμε συμβούλιο στο Κέντρο το συντομότερο δυνατόν, όπου θα σας ανακοινώσω την απόφαση που εγώ και ο Αλέξανδρος πήραμε. Όσο για τον γιο σου, απ' ότι βλέπεις έχασε πολύ αίμα από το χέρι του και χρειάζεται επειγόντως ιατρική περίθαλψη.» της απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ο Περικλής.

«Εντάξει. Έλα, πάμε στην καμπίνα των τραυματιών.» είπε εκείνη στον γιο της.

«Εγώ θα επιστρέψω στο καράβι μου. Για ό,τι νεότερο θα ειδοποιηθείτε, όπως και για την ώρα της αναχώρησης.» τους είπε ο Περικλής και έφυγε.

Ήταν συντετριμμένος. Δεν το χωρούσε ο νους του αυτό που έκαναν οι Πειρατές στην Ανθή και ήθελε απεγνωσμένα να πάρει εκδίκηση, όμως προείχε το σχέδιο διάσωσης, το οποίο έπρεπε να γίνει πριν ο εχθρός φτάσει στη Χώρα για να την καταλάβει οριστικά. Και τώρα που σίγουρα είχε χάσει και τον αδελφό του, δεν είχε δύναμη για τίποτα πια. Όταν όμως επέστρεψε στο πλοίο του, ο Αλέξανδρος ήταν εκεί και τον περίμενε, έχοντας μόνο μερικές γρατζουνιές.

«Αλέξανδρε...; Σώθηκες. Είναι απίστευτο...» είπε.

«Αδελφέ μου!» αναφώνησε ο δίδυμος αδελφός του και τον αγκάλιασε συγκινημένος.

«Μα πώς γλίτωσες απ' τα σαγόνια του καρχαρία;»

«Έβγαλα το σπαθί μου, τον πολέμησα μες στο νερό και ευτυχώς είχα και τη βοήθεια της Αρχιτοξότριας Θεοδώρας, η οποία με έσωσε με τα βέλη της και στη συνέχεια με βοήθησε να ανέβω και πάλι στο πλοίο. Έτσι γλίτωσα με ελάχιστα τραύματα, απ' ότι βλέπεις.»

Έπειτα ήρθε στο θέμα που τους απασχολούσε περισσότερο:

«Έμαθες κάτι σχετικά με την Ανθή ή άδικα υποχωρούμε;» Τα καστανά μάτια του Περικλή σκοτείνιασαν. Τι να του έλεγε τώρα; Ότι ο Ιάκωβος πήρε την τιμή της μικρής αδελφής τους και στη συνέχεια την παρέδωσε στον γιο του, να διασκεδάσει κι αυτός;

«Είναι... στο Παλάτι.» του είπε μόνο. «Την έχει στο Παλάτι με τον γιο του, τον Πρίγκιπα.»

«Τότε πρέπει να εισβάλλουμε σύντομα στο Παλάτι, κατευθείαν στη φωλιά των σκουληκιών, για να τη σώσουμε. Προτείνω να φύγουμε αμέσως για την πατρίδα.» είπε ο Αλέξανδρος.

«Ναι... Ναι, αυτό θα κάνουμε.» απάντησε σαν χαμένος ο Περικλής.

Ο Αλέξανδρος έκανε γροθιά το χέρι του και είπε με μίσος:

«Έτσι και την έχει πειράξει, θα του κόψω τα...» Σταμάτησε απότομα, γιατί είδε ότι ο Περικλής ταράχτηκε μ' αυτά τα λόγια και κατάλαβε πως κάτι του έκρυβε. «Τι άλλο έμαθες;» τον ρώτησε ξέπνοα. «Μη μου πεις πως...» Ο αδελφός του αδυνατούσε να απαντήσει. Ο Αλέξανδρος κατάλαβε.

«Αυτό ήταν!» φώναξε. «Είναι όλοι τους νεκροί! Δεν πρέπει να καθυστερήσουμε λεπτό το σχέδιο. Και όταν τη σώσουμε, θα κάνω τον Βασιλιά τους και τον Πρίγκιπα κυρίως να φτύσουν αίμα.»

Έπιασε τον ακίνητο σαν άγαλμα αδελφό του από τους ώμους και τον ταρακούνησε.

«Περικλή, σύνελθε! Πρέπει να φύγουμε!» Ο Περικλής τινάχτηκε σαν να έβλεπε εφιάλτη και ξύπνησε απότομα.

«Ναύαρχε!» φώναξε. Ο Θάνος έτρεξε κοντά του όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Διέταξε αναχώρηση για όλους τους στόλους. Γυρίζουμε πίσω.»

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.» απάντησε ο Θάνος.

Σε λίγα λεπτά όλα τα πλοία άνοιξαν πανιά και οι Πέντε Στόλοι έφυγαν, ενώ ο Στόλος των Πειρατών επέστρεψε στο λιμάνι τους, πιστεύοντας πως είχαν κιόλας νικήσει. Ο Ιάκωβος επέστρεψε μετά από πέντε περίπου ώρες στο Παλάτι και κάλεσε τον γιο του σε ένα απ' τα σαλόνια του.

«Γιε μου...» ξεκίνησε να του λέει με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. «Φέρνω καλά νέα από τον πόλεμο, τουλάχιστον για εμένα. Οι Πεντονησιώτες παραδόθηκαν και αυτό σημαίνει ότι νικήσαμε. Τα βασίλεια τους θα είναι σύντομα δικά μου.»

Ο Σίμος το περίμενε αυτό. Δεν εξηγιόταν αλλιώς τόση χαρά που είχε. Πέτυχε το σκοπό του και τώρα έπρεπε αναγκαστικά να τον στηρίξει, ήθελε δεν ήθελε.

«Και πότε σκοπεύεις να τα προσθέσεις στο βασίλειο μας;» τον ρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.

«Χμμ... Δεν θα βιαστώ. Πρώτα πρέπει να χαλαρώσω και να ξεκουραστώ από τον πόλεμο. Αφού είναι ήδη δικά μου, τα Πέντε Βασίλεια δεν χρειάζεται να ανησυχούν ακόμα. Σύντομα θα τους επισκεφθώ, να συζητήσω μαζί τους και να δω όλα τα Παλάτια, ούτως ώστε να αποφασίσω ποιο θα κάνω δικό μου. Μπορεί και όλα.»

«Και όλα αυτά, σε πόσο καιρό υπολογίζεις να γίνουν;»

«Αγόρι μου, δεν ξέρω ακριβώς, αλλά θέλω να πιστεύω ότι σε ένα περίπου μήνα από τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε θα πίνω καφέ στην Πρωτεύουσα ή θα κολυμπάω στα νερά του Νότου. Όλες οι βασιλικές οικογένειες θα μεταφερθούν εδώ και θα φυλακιστούν στα μπουντρούμια μας για να έχω την κεφάλα μου ήσυχη ότι δεν θα επαναστατήσουν. Όσο για εσένα... θα σε υποβιβάσω ως διάδοχο μου επειδή δεν με βοήθησες στο πόλεμο. Οι απόψεις σου δεν θα περνάνε πια και δεν θα έχεις κανένα δικαίωμα να παρίστασαι στα συμβούλια.»

«Δεν με ενδιαφέρει για τον εαυτό μου.» είπε με μίσος ο Σίμος, όμως δεν τόλμησε να ρωτήσει τι θα απογίνει η Ανθή.

Ο Ιάκωβος το κατάλαβε και είπε:

«Α, κατάλαβα που το πας... Στην Ανθή, έτσι; Λοιπόν, θα στην αφήσω λίγο καιρό ακόμα, μα όταν φύγω θα την πάρω μαζί μου σε όποιο παλάτι μείνω.»

«Είχες πει ότι θα τη γυρίσεις στην οικογένεια της μόλις οι Πέντε Στρατοί παραδώσουν τα βασίλεια τους!» του υπενθύμισε ο Σίμος νευριασμένος.

«Όχι ακριβώς.» ισχυρίστηκε, χαμογελώντας με κακία ο πατέρας του. «Είχα πει ότι θα τους την έδινα άμα μου παρέδιδαν τη Χώρα τους χωρίς πόλεμο. Εκτός αυτού, είμαι νικητής και αξίζω ένα λάβαρο.»

Ο Σίμος σηκώθηκε, τράβηξε το σπαθί του και του έβαλε στο λαιμό, φωνάζοντας:

«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ! Ακούς;! Ποτέ δεν θα σ' αφήσω να αγγίξεις την Ανθή!» Ο Ιάκωβος έμεινε να τον κοιτάει με σκοτεινό βλέμμα, ενώ εκείνος προσπαθούσε να ηρεμήσει, γιατί φοβόταν ότι τώρα έκανε τα πράγματα χειρότερα σχετικά με το θέμα της Ανθής. Τελικά, ξαναέβαλε το σπαθί μέσα στη θήκη, πισωπάτησε και κάθισε πάλι στον καναπέ.

Ο Ιάκωβος σηκώθηκε, στάθηκε από πάνω του και του είπε με συγκρατημένο θυμό:

«Τι να σου πω ρε; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Δεν αξίζεις να λέγεσαι Πειρατής. Μακάρι να ζούσε ο αδελφός σου. Εκείνος δεν θα ντρόπιαζε ποτέ μ' αυτό τον τρόπο.» και έφυγε, αφήνοντας τον μόνο, κάνοντας μία τελευταία απόπειρα να τον συνετίσει με την προσβολή που του πέταξε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top