ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η Ανθή στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και κοιτούσε την εκπληκτική θέα που φαινόταν απ' το δωμάτιο του Σίμου. Φαινόταν ολόκληρη η Χώρα του Παλατιού μέχρι τα τείχη και πιο πίσω τα καταπράσινα τοπία μέσα από τα οποία είχαν περάσει την προηγούμενη μέρα που ήρθαν.
Γιατί ένα τόσο όμορφο βασίλειο να είναι εχθρός μας; αναρωτιόταν, κατά βάθος όμως ήξερε το λόγο που οι Πειρατές ήθελαν να τους κάνουν πόλεμο.
Είχε δει με τα ίδια της τα μάτια τη φτώχια και την εξαθλίωση που υπήρχε σχεδόν σ' όλο το Βασίλειο των Πειρατών. Χρειάζονταν οπωσδήποτε λίγο πλούτο για να συνέλθουν οικονομικά και δεν υπήρχε άλλη λύση από το να κατακτήσουν τη χώρα της, που ήταν πέντε βασίλεια μαζί. Τις σκέψεις της διέκοψε ο Σίμος, που μπήκε στο δωμάτιο. Γύρισε και τον κοίταξε. Στα χέρια του κρατούσε δυο βιβλία.
Την πλησίασε και της τα έδωσε.
«Τα βρήκα στη βιβλιοθήκη και σκέφτηκα πως θα σ' αρέσουν, γιατί αφορούν τη χώρα σου. Τώρα θα έχεις κάτι να ασχολείσαι όταν θα λείπω.»
«Ευχαριστώ.» είπε η Ανθή και κοίταξε τα βιβλία. Το ένα έγραφε ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ.
«Είναι κυρίως ιστορικό βιβλίο.» της εξήγησε ο Σίμος. «Περιγράφει τα γεγονότα των Μεσαιωνικών Πολέμων και μιλά επίσης για τη ζωή μερικών ηρώων που έζησαν τότε. Ίσως κάποιοι από αυτούς να είναι μακρινοί σου πρόγονοι.»
Η Ανθή κοίταξε και το δεύτερο βιβλίο που έγραφε ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΓΙΛΒΕΡΤΟΥ!
«Και αυτός ο Γιλβέρτος ποιος ήταν;» ρώτησε.
«Ένας Νότιος Μάγος που έζησε επίσης στον Μεσαίωνα. Πρόβλεψε όχι μόνο τον πόλεμο του Δράκου, όπως λεγόταν, αλλά και πράγματα τα οποία έγιναν πριν μόλις λίγα χρόνια, ανάμεσα σ' αυτά εφευρέσεις όπως το τρένο, πολέμους όπως εκείνον των Τεσσάρων Βασιλείων, τον Πόλεμο του Κεντρικού, τη Συμφιλίωση και τον Πόλεμο με εμάς. Λίγο πριν το τέλος της ζωής του ίδρυσε τη Χώρα των Μάγων με πρώτο άρχοντα τον ίδιο.»
Η Ανθή βρήκε όλα αυτά τα πράγματα πολύ ενδιαφέροντα.
«Δηλαδή... το βασίλειο σου θα έρθει όντως σε πόλεμο με τη χώρα μου, σωστά; Δεν το γλιτώνουμε.» συμπέρανε.
«Αφού βγήκαν όλες οι άλλες προφητείες του σωστές, θα βγει κι αυτό.» της απάντησε ο Σίμος και στα μάτια του διέκρινε θλίψη, σαν να μην ήθελε ούτε ο ίδιος τον πόλεμο.
*************************************************************************
Όλοι οι Βασιλιάδες κι οι Αξιωματικοί βρίσκονταν στην Αίθουσα Συμβουλίων στο Κέντρο και το συμβούλιο ξεκίνησε. Το λόγο πήρε πρώτος ο Περικλής:
«Δυστυχώς, αγαπητοί μου συνάδελφοι Βασιλείς και Αξιωματικοί, όπως ήδη γνωρίζετε, οι Πειρατές πριν τρεις μέρες απήγαγαν την αδελφή μου Πριγκίπισσα Ανθή. Είχαμε αρχίσει όλοι να υποψιαζόμαστε το λόγο που το έκαναν αυτό, όμως περιμέναμε κάποια κίνηση τους για να βεβαιωθούμε. Πράγμα το οποίο έγινε, καθώς χθες κατά τις τρεις το μεσημέρι, έφτασε καράβι με αγγελιοφόρο στο Λιμάνι της Ανατολής και μας διαβίβασε το εξής μήνυμα.»
Τους κοίταξε όλους κι έδωσε την άδεια στον Σουλτάνο Νίκο να διαβάσει το γράμμα του Ιακώβου. Αυτός το διάβασε σ' όλους και όσοι δεν ήξεραν, ταράχτηκαν.
«Αυτό είναι εκβιασμός!» φώναξε ο Αλέξανδρος. «Είναι προσβολή για τα βασίλεια μας!» Με αυτά τα λόγια ξεσηκώθηκαν όλοι στην αίθουσα και άρχισαν να φωνάζουν, ώσπου ο Στάθης επέβαλε την ησυχία και είπε στον Περικλή:
«Τι θα κάνουμε, Βασιλιά του Βορρά;»
«Δεν ξέρω. Αν δεχθούμε να πολεμήσουμε μαζί τους, γιατί δεν πρόκειται να τους παραδώσουμε έτσι απλά το νησί μας, οι προετοιμασίες θα μας πάρουν τουλάχιστον δυο μήνες.»
«Δύο μήνες;!» αναφώνησε η Κάτια. «Και σκοπεύεις να αφήσεις την αδελφή σου αιχμάλωτη αυτών των αθλίων;!»
«Μητέρα, είναι το πιο γρήγορο που μπορούμε να κάνουμε. Χρειαζόμαστε πολλά καράβια, προμήθειες, οπλισμό και κυρίως στρατό. Γιατί δεν πρόκειται απλά για εμφύλιο του νησιού μας όπως πριν πέντε χρόνια. Πρόκειται για έναν διαφορετικό εχθρό από όλους εμάς, τον οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε.» είπε ο Περικλής.
«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πόλεμο;» ρώτησε η Λίζα.
Ο Περικλής σκέφτηκε αν υπήρχε άλλη λύση για να πάρουν πίσω την Ανθή. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε, ένας τρόπος ταπεινωτικός, που δεν άρμοζε στα Πέντε Βασίλεια. Ωστόσο τον είπε, για να τους αποδείξει ότι όντως ήταν ο μοναδικός και πως δεν επρόκειτο να τον ακολουθήσουν:
«Όσοι θέλετε να γίνουμε σκλάβοι των Πειρατών, σηκώστε τα χέρια σας.» Κανένας δεν σήκωσε χέρι όπως ήταν φυσικό και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Βορείου Βασιλιά, χαμόγελο ικανοποίησης που δεν ήθελε κανένας τους τη σκλαβιά και την τυραννία του Βασιλιά Ιακώβου.
«Όποιος έχει κάποια καλύτερη ιδέα, ας μιλήσει.» είπε ο Στάθης.
Πάλι δεν μίλησε κανένας.
«Οπότε, η λύση είναι μόνο μία: πόλεμος και συγκεκριμένα αντεπίθεση. Θα πάμε εκεί, θα τους πολιορκήσουμε, θα πάρουμε πίσω την Ανθή και θα συνεχίσουμε να τους πολεμάμε ώσπου να παραδοθούν και να μας πουν ότι θα αφήσουν ήσυχο το νησί μας από απειλές και μυστικές παρακολουθήσεις.» είπε ο Περικλής.
«Σοφή απόφαση, ξάδελφε.» είπε η Χριστίνα. «Όμως δεν νομίζω να το βάλουν ποτέ κάτω τόσο εύκολα οι Πειρατές, δεδομένου πως μας παρακολουθούν πέντε χρόνια τώρα και θα είναι καλά προετοιμασμένοι.»
«Για αυτό το λόγο πρέπει να προετοιμαστούμε κι εμείς καταλλήλως. Στρατηγέ Φάνη, ακούω τις απόψεις σου.»
«Εάν λάβουμε υπόψη μας την ξαφνική απαγωγή της Ανθής, οι Πειρατές είναι όντως πολύ απρόβλεπτοι. Μπορεί να μας επιτεθούν απροειδοποίητα στέλνοντας στόλο εδώ χωρίς να καταλάβουμε τίποτα. Για αυτό προτείνω να χτίσουμε τείχη γύρω σ' όλο το νησί εκτός των παραλιών. Επάνω σ' αυτά θα βρίσκονται ανά βάρδιες τοξότες και φρουροί, οι οποίοι θα μείνουν πίσω ακόμα κι όταν εμείς αναχωρήσουμε για το Νησί των Πειρατών.»
«Εγκρίνω την πρόταση σου και θα υλοποιηθεί λεία συντόμως. Ποιος θα αναλάβει την πρόσληψη εργολάβου για το χτίσιμο των τειχών;»
«Εγώ.» πρότεινε η Λίζα. «Γνωρίζω έναν πολύ καλό εργολάβο, τον Μανωλιό.»
«Και θα είναι έτοιμα τα τείχη μέσα σε δύο μήνες;»
«Το ελπίζω, αν ο Μανωλιός και οι χτίστες του δουλέψουν σκληρά για να τα χτίσουν γρήγορα.» απάντησε η Λίζα.
Έπειτα έκαναν σχέδια για τα καράβια και τα στρατεύματα που θα χρησιμοποιούσαν.
«Προτείνω να αφήσουμε και αρκετό στρατό πίσω.» είπε ο Νίκος. «Μπορεί οι Πειρατές να στείλουν κρυφά καράβια όσο εμείς θα είμαστε ήδη εκεί και να μην πάρουμε είδηση.»
«Συμφωνώ πως όντως πρέπει να μείνουν αρκετοί για άμυνα. Και τουλάχιστον ένα άτομο από κάθε βασιλική οικογένεια να μείνει πίσω.» είπε ο Περικλής.
«Δύο καλύτερα.» πρότεινε ο Αλέξανδρος.
«Ένα ή δύο, εσείς θα αποφασίσετε μεταξύ σας. Προτείνω να μείνουν οι γυναίκες βασίλισσες.»
«Γιατί οι γυναίκες;!» αντέδρασε η Άννα. «Δεν θυμάσαι πόσο αντάξια σας πολεμήσαμε πριν πέντε χρόνια;»
«Τότε ήταν διαφορετικά, Άννα. Ήταν πόλεμος μόνο στην ξηρά. Εδώ πρόκειται για ναυμαχία, θα είμαστε περισσότερα μίλια μακριά και πρέπει να είναι κάποιος έμπιστος εδώ για να επιβλέπει την κατάσταση. Και εγώ σε εμπιστεύομαι για αυτό το σκοπό.»
Στράφηκε σ' όλους τους άλλους και είπε:
«Επιλέγω να αφήσω την Άννα και τη μητέρα μου.» Η Άννα εξακολουθούσε να μη συμφωνεί με αυτή την απόφαση, όμως δεν μίλησε άλλο γιατί το συμβούλιο ήταν επίσημο και δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα.
«Αδελφέ μου Βασιλιά Αλέξανδρε του Νότου.» συνέχισε ο Περικλής. «Εσύ είσαι ο μόνος Βασιλιάς στο Νότιο Βασίλειο, οπότε πρέπει να επιλέξεις κάποιον υπαξιωματικό σου, διότι οι αξιωματικοί μας είναι όλοι απαραίτητοι.»
«Τότε επιλέγω τον Βαγγέλα και τους Μαφιόζους του προσωρινά. Αν χρειαστώ κάποιους από αυτούς, θα στείλω ένα καράβι να τους φέρει.» είπε ο Αλέξανδρος.
«Ωραία. Ποιος θα μείνει στο Δυτικό Βασίλειο;»
«Ο γιος μας.» απάντησε ο Πέτρος. «Διότι έτσι θα εξασκήσει και τα βασιλικά καθήκοντα για να πάρει κάποια μέρα τη βασιλεία από εμάς.»
«Πολύ καλά. Στην Ανατολή, θείε και Σουλτάνε Νίκο;»
«Θα στείλω να ειδοποιήσουν τη Μαρία, που πήγε πάλι στην Ερημιά με τον Μάριο. Παρόλο που θα πάρουμε διαζύγιο, δεν μπορώ να βρω άλλο άτομο. Η κόρη μου είναι και Στρατηγός μου.»
«Καλά. Στο Κέντρο, Βασιλιά Στάθη;»
«Θα μείνω εγώ. Διότι ο γιος μου ξέρει από καράβια και είναι και πιο νέος για να πολεμήσει.»
«Στο Χωριό της Αναγέννησης θα μείνει η Αρχόντισσα Ευγενία με τα παιδιά σας;» ρώτησε τον Κωνσταντίνο.
«Ακριβώς.» απάντησε εκείνος.
«Ωραία. Αφού συμφωνήσαμε όλοι λοιπόν, μπορούμε να αρχίσουμε τις προετοιμασίες από τώρα.»
Αφού συζήτησαν και για σχέδια της αντεπίθεσης που θα έκαναν, κίνησαν σιγά- σιγά για τη μεγάλη Τραπεζαρία, όπου θα έτρωγαν μεσημεριανό και μετά η κάθε συνοδεία θα επέστρεφε στο βασίλειο της για να ξεκινούσαν οι προετοιμασίες. Σε κάποιο διάδρομο η Άννα σταμάτησε τον Περικλή και του είπε:
«Πώς σου ήρθε αυτό, να μ' αφήσεις πίσω; Σε ποιον πόλεμο έμεινα πίσω για να μείνω τώρα;»
«Το ότι μπορεί να γίνει και εδώ πόλεμος το σκέφτηκες;» τη ρώτησε εκείνος. «Και τότε ποιος θα υπερασπιστεί το βασίλειο μας; Εσύ.»
«Ξέρει και η μητέρα σου να πολεμάει.»
«Η μητέρα μου είναι μεγάλη, Άννα. Έχει προβλήματα με την πίεση της και χρειάζεται συμπαράσταση τώρα που έχασε την Ανθή. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να μείνει μαζί της; Η Έλσα είναι Αρχικατάσκοπος και θα τη χρειαστώ, το ίδιο και τη Γιάννα ως Αρχίατρο. Αγάπη μου, άκουσε με. Σου δίνω αυτό το ρόλο επειδή σ' αγαπώ και σε εμπιστεύομαι. Ξέρω ότι σε περίπτωση εισβολής, θα υπερασπιστείς το βασίλειο μας με το ίδιο πάθος με το οποίο πολέμησες πριν πέντε χρόνια και ακόμα καλύτερα, γιατί τώρα είσαι πιο ώριμη.»
«Εντάξει.» του είπε τελικά. «Δεν θα διαμαρτυρηθώ ξανά για αυτό το θέμα.»
Οι προετοιμασίες και το χτίσιμο των τειχών κράτησαν ακριβώς δύο μήνες και μπήκε ο Ιούνιος, όμως σε κανένα βασίλειο δεν μπορούσαν να χαρούν το καλοκαίρι. Σε όλο αυτό το διάστημα, τα στρατεύματα προπονούνταν σκληρά, ενώ οι σιδεράδες δούλευαν συνεχώς για να σφυρηλατούν οπλισμό και πανοπλίες.
************************
Η Ανθή δεν είχε καταλάβει πώς πέρασαν δύο μήνες. Όλο αυτό το διάστημα δεν έμενε μόνο κλεισμένη στο δωμάτιο του Σίμου. Πολύ συχνά ο Πρίγκιπας την έπαιρνε και πήγαιναν βόλτες μαζί για να ξεσκάει, χωρίς να βγαίνουν όμως από τα τείχη της Χώρας του Παλατιού γιατί ο Ιάκωβος του απαγόρευσε να την πάει εκτός των ορίων αυτών. Στο μεταξύ, είχε φτάσει στον Βασιλιά το εξής μήνυμα απ' τον Περικλή:
Δεν πρόκειται να σου δώσουμε ούτε ένα από τα Πέντε Βασίλεια, αντιθέτως θα πολεμήσουμε για να τα υπερασπιστούμε και να πάρουμε πίσω την Πριγκίπισσα του Βορρά. Σε δύο μήνες θα επιτεθούμε στο βασίλειο σου και θα πολεμήσουμε με το στρατό σου μέχρι να μας πεις ότι τα παρατάς. Και σε διαβεβαιώνω πως οι στρατοί μας είναι πολύ ισχυροί.
Με αυτά τα λόγια ο Ιάκωβος άρχισε κι εκείνος προετοιμασίες για τον πόλεμο. Ο Σίμος πληροφορήθηκε επίσης για το μήνυμα και το μετέδωσε και στην Ανθή. Ένιωσε περήφανη για τον αδελφό της.
Αυτός είναι ο Βασιλιάς Περικλής που ξέρω απ' τις ιστορίες του πολέμου! Σκέφτηκε. Ένα πράγμα μόνο την απασχολούσε: θα πολεμούσε κι ο Σίμος ενάντια στα αδέλφια της; Εάν γινόταν κάτι τέτοιο δεν θα το άντεχε... Διότι είχε άθελα της αρχίσει να ερωτεύεται τον Σίμο.
Όχι μόνο επειδή την έσωσε από τους ίδιους του τους Πειρατές και την προστάτευε, αλλά της άρεσε επίσης ο τρόπος που την κοιτούσε, ο τρόπος που της μιλούσε, το ότι συνδύαζε το δυναμισμό που έπρεπε να έχει ένας Πειρατής με την ευαισθησία. Ήταν επαναστάτης κατά βάθος, σαν την ίδια.
«Δεν ήθελα ποτέ να είμαι Πρίγκιπας.» της είπε μια μέρα. «Κανείς δεν ρώτησε αν ήθελα να αναλάβω αυτό το ρόλο.»
«Κι εγώ το ίδιο. Μισώ τα επίσημα ρούχα και όλα αυτά τα πρωτόκολλα που πρέπει να τηρώ. Στο βασίλειο μου, όποτε μπορούσα το έσκαγα και πήγαινα σε αλάνες για ποδόσφαιρο με αγόρια. Και το όνειρο μου είναι να γίνω Κατάσκοπος, σαν τον Δανιήλ από το βιβλίο του Μεσαίωνα που μου έδωσες. Η κόρη του ήταν τόσο τυχερή, που είχε για πατέρα της εκείνον και έγινε κι η ίδια Κατάσκοπος...»
«Η Ερίνα έγινε και κάτι παραπάνω όμως, μην το ξεχνάς. Συμφιλίωσε δύο ολόκληρα βασίλεια, το δικό σας και του Νότου. Ασχέτως αν μετά από πολλά χρόνια, ξαναγίνατε εχθροί.»
«Μακάρι να της έμοιαζα, να μπορούσα να συμφιλιώσω εσάς με εμάς. Έτσι θα ήμασταν φίλοι χωρίς να υπάρχουν τόσα πράγματα στη μέση να μας χωρίζουν.»
Ο Σίμος της χαμογέλασε. Τον είχε κερδίσει ο δυναμισμός της, το ότι πήγαινε κόντρα στο κατεστημένο. Συγχρόνως όμως είχε και μια εφηβική αθωότητα και σαν έφηβη έκανε όνειρα για το μέλλον. Δεν έπρεπε να την ερωτευτεί όμως. Ήταν ανήλικη κι εκείνος δεκαοχτώ χρονών. Κι εκτός αυτού, ήταν αιχμάλωτη του βασιλείου της. Όμως την ίδια δεν φαινόταν να την ένοιαζε αυτό τώρα πια. Της άρεσε μάλιστα που βρισκόταν στο Νησί των Πειρατών.
Περπατούσαν επάνω στα ανατολικά τείχη, όπου πέρα μακριά φαινόταν η θάλασσα, χωρίς κανένα ίχνος στεριάς στον ορίζοντα.
«Ουάου...» έκανε η Ανθή και αγνάντεψε.
«Αυτή η θάλασσα που βλέπεις λέγεται Μέγας Ανατολικός Ωκεανός.» της εξήγησε ο Σίμος. «Και είναι τα όρια του κόσμου μας. Διότι κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει πέρα από αυτή τη θάλασσα. Κάποιοι πιστεύουν πως είναι μία πύλη προς έναν άλλον κόσμο, ίσως σε μία άλλη διάσταση. Όσα καράβια επιχείρησαν να περάσουν τον Ωκεανό δεν επέστρεψαν ποτέ, ούτε μάθαμε νέα τους.»
«Δικά σας καράβια;»
«Ναι, δικά μας. Ήθελα να πάω κι εγώ, μα ο πατέρας μου φοβόταν και δεν μ' άφησε.»
«Πώπω... Και που λες να βρέθηκαν;»
«Κάποιοι πιστεύουν ότι ταξίδευαν για μήνες, ώσπου τελικά τους τέλειωσαν οι προμήθειες και πέθαναν από πείνα και δίψα. Κάποιοι άλλοι λένε ότι πέρασαν στην άλλη διάσταση και δεν μπόρεσαν να γυρίσουν πίσω. Το δικό μας κόσμο πάντως, τον έχω γυρίσει όλο.»
«Έχεις πάει πιο νότια και από το Μικρονήσι;»
«Όχι. Ούτε από εκεί έχει επιχειρήσει κανείς να πάει. Φοβούνται. Όμως έχω πάει βορειότερα του νησιού σας, στα Βαρβαρονήσια και στη Χώρα των Βαρβάρων. Μιλάμε για πολύ μεγάλο ταξίδι, δύο εβδομάδες σχεδόν.»
«Ουάου!» έκανε πάλι η Ανθή. «Μακάρι να ταξιδέψω κι εγώ κάποια μέρα. Οι Πειρατές κάνετε πολλά ταξίδια, απ' ότι κατάλαβα.»
«Ναι. Αν και εγώ ως Πρίγκιπας έχω πολλές υποχρεώσεις και δεν μπορώ να φεύγω συχνά.»
«Μακάρι να ήμουν κι εγώ Πειρατίνα.» είπε κι αμέσως ξέχασε το όνειρο της να γίνει κατάσκοπος.
Η ζωή των Πειρατών ήταν σίγουρα πολύ πιο περιπετειώδης.
«Ανθή, δεν έπρεπε να το πεις αυτό.» της είπε σοβαρά ο Σίμος.
«Μα γιατί;» τον ρώτησε με παράπονο.
«Γιατί τα βασίλεια μας είναι εχθροί και σε λίγες μέρες θα έρθουν σε πόλεμο.» Η Ανθή του έπιασε το χέρι.
«Το ξέρω. Όμως αυτό είναι άλλο. Θέλω να νικήσουν οι δικοί μου, όμως... τότε θα με πάρουν πίσω και δεν θα σε ξαναδώ.»
«Ούτε εγώ θέλω να σε χάσω.»
Αυτό γιατί της το είπε; Πώς του ήρθε να της το πει; Ήταν αυτό που αισθανόταν, όμως δεν έπρεπε να νιώθει τέτοια πράγματα για την όμορφη επαναστάτρια πριγκίπισσα... Σίγουρα έπρεπε να έχει γίνει κάποιο λάθος, γιατί αυτή η κοπέλα δεν θύμιζε με τίποτα Βόρεια. Ξαφνικά η Ανθή τον είχε πλησιάσει επικίνδυνα.
«Τότε, ό,τι και να γίνει, ας ζήσουμε όσο καλύτερα μπορέσουμε τις στιγμές μας μαζί.» του είπε με σιγανή φωνή.
Ο Σίμος την έκλεισε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, χωρίς να καταφέρει να σκεφτεί τίποτα άλλο. Ένιωσαν και οι δυο πως πετούσαν στον πεντακάθαρο καλοκαιρινό ουρανό. Η Ανθή δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα τη φιλούσε κάποιος και σιχαινόταν όταν άκουγε για φιλιά και άλλα παρόμοια. Όμως τώρα που αυτό γινόταν ένιωθε τόσο όμορφα... ώσπου ο Σίμος τραβήχτηκε απότομα.
«Συγνώμη. Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν ξέρω τι με έπιασε.» της είπε σαστισμένος.
«Σοβαρολογείς τώρα;» τον ρώτησε εκείνη πειραγμένη. «Δεν σου άρεσε; Μήπως δεν φιλάω ωραία;»
«Μη λες ανοησίες. Ήταν υπέροχο, αλλά... μου αρέσεις, Ανθή. Μου αρέσεις πραγματικά και νιώθω πράγματα για σένα που δεν θα έπρεπε να νιώθω.»
«Τότε πείσε τον πατέρα σου να μη μας κάνει πόλεμο.»
Ο Σίμος σάστισε πάλι.
«Τι είπες;»
«Αυτό που άκουσες. Είσαι Πρίγκιπας, τι στο καλό; Οι απόψεις σου περνάνε, έτσι δεν είναι; Πήγαινε πες του να συμφιλιωθούν τα βασίλεια μας και να εγκαταλείψει την προσπάθεια του να μας κατακτήσει!» του φώναξε.
«Αυτό δεν πρόκειται να γίνει! Ακούς; Δεν πρόκειται να με ακούσει!»
«Και τι θα πάθεις άμα κάνεις μια προσπάθεια;!»
Ο Σίμος το σκέφτηκε λίγο και της απάντησε ήρεμα:
«Έχεις δίκιο. Ούτε εγώ συμφωνώ με τον πόλεμο. Μου άρεσε πάντα να διαβάζω για τα βασίλεια σας και θα είναι κρίμα να γίνουν ένα δεύτερο νησί των Πειρατών και τόσα χρόνια ιστορίας να πεταχτούν στα σκουπίδια. Θα πάω τώρα κιόλας να του μιλήσω, όμως δεν σου εγγυώμαι τίποτα.»
«Εντάξει.»
Την πήγε στο δωμάτιο του και κίνησε για τα διαμερίσματα του πατέρα του αρκετά αγχωμένος. Πώς θα έβρισκε λόγια να του το πει; Έφτασε έξω απ' την Αίθουσα του Θρόνου και χτύπησε την πόρτα.
«Περάστε.» απάντησε ο Ιάκωβος από μέσα και ο Σίμος μπήκε.
«Γεια σου, πατέρα.»
«Καλώς τον. Πως πάει η συγκατοίκηση με τη μικρή;»
«Καλά πάει. Ε... Ήρθα να σου μιλήσω για ένα θέμα... σχετικά με τον επερχόμενο πόλεμο.»
Ο Ιάκωβος στάθηκε μπροστά του με σταυρωμένα τα χέρια.
«Σε ακούω. Έχεις κάποια πρόταση;»
«Βασικά, ναι. Είναι πρόταση.» Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Δεν θεωρώ ότι είναι σωστό να γίνει πόλεμος. Οι Πέντε Στρατοί είναι πολύ ισχυροί και επιπλέον, τα βασίλεια τους είναι γεννημένα για να ζουν ελεύθερα. Δεν πρόκειται να μας συνεισφέρουν οικονομικά, γιατί πολύ απλά δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν υπό το ζυγό μας και με εσένα βασιλιά.»
Δεν πήρε απάντηση και το πρόσωπο του πατέρα του παρέμεινε ανέκφραστο.
«Παράτα τα, πατέρα. Είναι μάταιο. Μετά τον πόλεμο με τους Βαρβάρους, είμαστε αδύναμοι και η ήττα μας είναι σχεδόν σίγουρη.» συνέχισε ο Σίμος.
«Είσαι τελείως ηλίθιος;» τον ρώτησε ξαφνικά ο Ιάκωβος.
«Ε;»
«Τι μου λες τώρα; Να τα παρατήσω τόσο εύκολα, να παραδεχθώ σ' αυτούς τους κατώτερους ότι είμαι χαμένος και να τους αφήσω να γλιτώσουν έτσι απλά, ενώ ο λαός μας υποφέρει;»
Μιλούσε ήρεμα ακόμα, όμως το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο.
«Πέντε χρόνια παρακολούθησης θα πάνε χαμένα!» ξέσπασε τελικά.
«Δεν θα βοηθήσουν τα Πέντε Βασίλεια. Θα πτωχεύσουν και αυτά μαζί μας.» είπε πάλι ήρεμα ο Σίμος.
«Δικαιολογίες!» φώναξε ο Ιάκωβος και αναποδογύρισε το τραπέζι με τους χάρτες. Τέντωσε το δάχτυλο προς το μέρος του γιού του και είπε με μίσος:
«Ξέρω τον πραγματικό λόγο που τα λες αυτά. Σε τούμπαρε η μικρούλα, ε; Σε έκανε να λυπηθείς το λαό της.»
«Πατέρα τώρα γίνεσαι παρανοϊκός.»
«Τι παρανοϊκός ρε παλιόπαιδο;!» φώναξε πάλι ο Ιάκωβος. «Νομίζεις πως δεν έχω καταλάβει τον έρωτα σας; Δεν σας έχω δει νομίζεις να περπατάτε χεράκι- χεράκι;»
«Το παραδέχομαι, εντάξει!» φώναξε με πάθος ο Σίμος. «Την αγαπάω! Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που δεν γουστάρω τον πόλεμο!»
Ο Ιάκωβος έβγαλε μια άγρια κραυγή για να μην τον χτυπήσει και συνέχισε φωνάζοντας:
«Προδότη! Πουλάς τον πατέρα σου και το βασίλειο μας για μια γκόμενα! Μια παλιογκόμενα που ανήκει στους εχθρούς!»
«Σου απαγορεύω να μιλάς έτσι για την Ανθή!» του φώναξε ο Σίμος και τότε ο πατέρα του τον έσπρωξε με δύναμη.
«Φύγε! Φύγε από μπροστά μου! Σου απαγορεύω να βγεις απ' το Παλάτι μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος! Θα μείνεις κλεισμένος μέσα με τη μικρή σου ερωμένη και θα οδηγήσω εγώ το στρατό μας στη ναυμαχία. Και όταν νικήσουμε θα σκεφτώ την τιμωρία σου.»
«Δεν πρόκειται να νικήσουμε με τέτοια μυαλά που κουβαλάς!»
Ο Ιάκωβος γέλασε δυνατά και είπε με κακία:
«Νομίζεις. Στο είχα για έκπληξη, μα τώρα θα στο πω. Ψήνω τους Δράκους να συμμαχήσουν μαζί μας για να μας βοηθήσουν.» Ο Σίμος τον κοίταξε με δυσάρεστη έκπληξη.
«Δεν εννοείς να φέρεις τους Δράκους εδώ για διαπραγματεύσεις...» είπε μη μπορώντας να το πιστέψει.
«Αυτό εννοώ. Αύριο περιμένω τον Βασιλιά Αλέξιο να έρθει με τη συνοδεία του. Αφού δέχθηκαν να έρθουν, βρίσκομαι πολύ κοντά. Δυστυχώς, πρέπει να είσαι κι εσύ στο συμβούλιο, αλλά έτσι και προσπαθήσεις να τους πείσεις για το αντίθετο θα έχεις κακά ξεμπερδέματα. Και τώρα δρόμο!»
Ο Σίμος γνώριζε για τους Δράκους πως ήταν πολύ δυνατά πλάσματα, μπορούσαν να καλύψουν τεράστιες αποστάσεις μέσα σε λίγο χρόνο και ζούσαν μέχρι 2000 χρόνια. Ο Βασιλιάς Αλέξιος βασίλευε ήδη από τον Μεσαίωνα και ήταν 300 και κάτι χρονών ακόμα. H μητέρα του, η Ναταλία, ήταν κατά το ήμισυ δράκαινα και για αυτό θα ζούσε λιγότερα χρόνια, περίπου πεντακόσια ενώ τώρα βρισκόταν στην ηλικία των 350, ενώ ο Αλέξιος θα ζούσε 1500, λόγω της ανθρώπινης καταγωγής της μητέρας του.
Οι Δράκοι χωρίζονταν σε Δράκους της Φωτιάς, του Νερού, της Γης και του Αέρα, ενώ υπήρχαν και υβρίδια από συνδυασμούς των τεσσάρων βασικών στοιχείων, όταν δηλαδή δυο γονείς ανήκαν σε διαφορετικά είδη, όπως για παράδειγμα του Πάγου (ένωση Γης και Νερού) και του Ηλεκτρισμού (ένωση Νερού με Φωτιά). Οι Δράκοι είχαν ανθρώπινη μορφή και μεταμορφώνονταν σε δράκους έχοντας υπεράνθρωπες δυνάμεις ανάλογα με το στοιχείο ή τα στοιχεία στα οποία ανήκαν. Αλλά κάποτε ένας εμφύλιος ξέσπασε ανάμεσα στους δράκους που εκπροσωπούσαν τα τέσσερα βασικά στοιχεία της φύσης και μια κατάρα έπεσε σε όλους τους, να μεταμορφώνονται μόνο τη νύχτα σε μορφή δράκου, έτσι ώστε να μη φαίνεται η ομορφιά τους σε όλο της το μεγαλείο στο σκοτάδι. Ο πατέρας του Αλέξιου, ο Νιρέξης, επίσης δράκος της Φωτιάς, απήχθη τότε από τον Λόρδο Ντέριο του Νότου με σκοπό ένα δόλιο σχέδιο που είχε και εξαιτίας του έγινε πόλεμος ανάμεσα σε Βόρειους και Νότιους, όπου σε μια μάχη ο Νιρέξης προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την ελευθερία του έπεσε, ενώ δεν πήρε κανενός το μέρος. Η σύντροφος του, η Ναταλία, θνητή ακόμα επειδή είχε γεννηθεί στον κόσμο των θνητών, ήταν ήδη έγκυος, έτσι όταν ο Αλέξιος μεγάλωσε, την πήρε και πέταξαν μαζί ξανά στη Χώρα των Δράκων και η Ναταλία πήρε και εκείνη για πρώτη φορά μορφή Δράκαινας της Φωτιάς. Ο Αλέξιος έληξε τον εμφύλιο και ανέβηκε στο θρόνο, έτσι η κατάρα λύθηκε και από τότε οι Δράκοι μπορούσαν να μεταμορφώνονται όποτε θέλουν.
Μόλις λοιπόν άκουσαν ότι ο Βασιλιάς των Πειρατών ήθελε να τους καλέσει σε διαπραγματεύσεις, απόρησαν. Τι να ήθελε άραγε ένας θνητός από αυτούς; Εδώ και πολλά χρόνια δεν τους είχε ενοχλήσει κανένας στη χώρα τους.
Ξεκίνησαν λοιπόν τη νύχτα και πετούσαν πολύ ψηλά για να μη γίνουν ορατοί από άλλες χώρες από όπου θα περνούσαν, δηλαδή από τη Χώρα των Μάγων και των Πέντε Βασιλείων. Λίγο μετά την ανατολή του ήλιου έφτασαν στο Νησί των Πειρατών. Οι πέντε Δράκοι, δηλαδή ο Αλέξιος, η Ναταλία και άλλοι τρεις ακόλουθοι, ένας του νερού, ένας του πάγου και ένας του ηλεκτρισμού, προσγειώθηκαν στο Λιμάνι των Πειρατών.
Οι άνθρωποι που ήταν εκεί τους κοιτούσαν με τρόμο και συγχρόνως θαυμασμό την ώρα που έπαιρναν ανθρώπινη μορφή. Φορούσαν όλοι πανοπλίες ανάλογα με το χρώμα που είχαν ως δράκοι: ο Αλέξιος κι Ναταλία κόκκινη, αυτός του ηλεκτρισμού κίτρινη, του πάγου λευκή και του νερού μπλε. Επίσης είχαν και τα αντίστοιχα χρώματα μαλλιών, εκτός απ' τη Ναταλία της οποίας τα μαλλιά ήταν περισσότερο πορτοκαλί και λιγότερο κόκκινα. Ο Βασιλιάς τους πέρασε μπροστά και πλησίασε έναν αμαξά:
«Καλημέρα. Χρειαζόμαστε άμαξα για να μας πάει στο Παλάτι. Είμαστε καλεσμένοι του Βασιλιά Ιακώβου.»
Ο αμαξάς λίγο σαστισμένος και φοβισμένος απάντησε:
«Ε... Ναι, φυσικά. Υπάρχει μια μεγάλη διαθέσιμη. Ακολουθήστε με.» Τον ακολούθησαν, μπήκαν σε μια άμαξα στην οποία χώρεσαν όλοι και ξεκίνησαν. Σε πέντε ώρες έφτασαν στο Παλάτι, όπου εκεί η έκπληξη των ανθρώπων ήταν λιγότερη επειδή τους περίμεναν. Ένας φρουρός τους οδήγησε στο κυρίως κτήριο του Παλατιού και τέλος στην Αίθουσα Συμβουλίων, όπου ο Ιάκωβος και ο γιος του περίμεναν ήδη.
Μετά τις τυπικές συστάσεις, ο Αλέξιος ρώτησε το λόγο που τους κάλεσε:
«Δεν ταξιδεύουμε συχνά τόσο μακριά από τη χώρα μας. Ελπίζω να μας καλέσατε για σοβαρό λόγο.»
«Τόλμησα να σας καλέσω διότι χρειάζομαι βοήθεια σε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.» είπε ο Ιάκωβος. «Πριν έξι χρόνια, δεχτήκαμε επίθεση από τους Βάρβαρους, οι οποίοι ήθελαν να προσθέσουν το βασίλειο μας στις κατακτήσεις τους. Τους πολεμήσαμε και καταφέραμε να τους διώξουμε, όμως με πολύ μεγάλες απώλειες και ζημιές. Το βασίλειο μας γνώρισε τη φτώχια και τη δυστυχία. Μην έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισα να κάνω πόλεμο στη Χώρα των Πέντε Βασιλείων, με σκοπό να χρησιμοποιήσω τον πλούτο τους για να ξεφύγω από την οικονομική κρίση που μαστίζει το νησί μου.»
«Με συγχωρείτε που διακόπτω.» είπε η Ναταλία.
«Παρακαλώ.» της έδωσε το λόγο ο Ιάκωβος.
«Αν ζητούσατε τη βοήθεια των Πέντε Βασιλείων, θα σας την παρείχαν. Δεν νομίζω ότι ο πόλεμος είναι σοφή απόφαση.»
«Θα συμφωνήσω με τη μητέρα μου.» είπε ο Αλέξιος. «Συνεχίστε όμως. Είμαι περίεργος να ακούσω τη συνέχεια.»
Ο Σίμος συμφωνούσε κι εκείνος με τους Δράκους και ήταν σίγουρος πως δεν επρόκειτο να συμφωνήσουν μαζί τους. Ο Ιάκωβος συνέχισε:
«Λοιπόν, επί πέντε χρόνια τους παρακολουθούσα με κατασκοπικά πλοία και τώρα αποφάσισα να κάνω την κίνηση μου. Τους εξήγησα με ήρεμο τρόπο να με βοηθήσουν, όμως και οι πέντε βασιλιάδες αρνήθηκαν. Έτσι, αποφάσισα να τους κάνω πόλεμο και χρειάζομαι τη βοήθεια σας.»
Ο Σίμος στο μεταξύ είχε νευριάσει με τα ψέματα του πατέρα του. Δεν είχε πει ούτε καν για την απαγωγή της Ανθής και τις απειλές του. Όμως δεν μίλησε. Όχι ότι φοβόταν για τον εαυτό του. Πιο πριν όμως, τον είχε προειδοποιήσει ο Ιάκωβος ότι εάν έλεγε οτιδήποτε μπορούσε να στρέψει τους Δράκους εναντίον τους, θα έπαιρνε την Ανθή στα δικά του διαμερίσματα και ποιος ξέρει τι θα της έκανε.
Οι πέντε δράκοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ήταν σαν να επικοινώνησαν με τα βλέμματα.
«Ζητώ συγνώμη που θα χρησιμοποιήσω αυτήν την έκφραση, αλλά νομίζω ότι μας κοροϊδεύετε, Βασιλιά Ιάκωβε.» είπε ο Αλέξιος. Ο Ιάκωβος πήρε μια απορημένη έκφραση και ο Σίμος παραλίγο να γελάσει.
«Σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, εγώ ο ίδιος κατάγομαι από το Νότιο Βασίλειο και πέρασα εκεί τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής μου. Γνωρίζω αυτή τη χώρα πολύ καλά και ξέρω πως αν τους ζητούσατε βοήθεια, θα σας την παρείχαν. Είμαι σίγουρος ότι τους απειλήσατε κατά κάποιον τρόπο.»
«Κάνετε λάθος.» προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Ιάκωβος. «Από τον Μεσαίωνα που ζήσατε εσείς στον Νότο μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πάρα πολλά.»
«Όπως και να έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει περίπτωση να συμμαχήσουμε μαζί σας.» είπε ο Βασιλιάς Δράκος και στράφηκε στους άλλους τέσσερις: «Συμφωνείτε;» τους ρώτησε.
Εκείνοι συμφώνησαν με ομοφωνία.
«Οι ανθρώπινοι πόλεμοι δεν μας αφορούν πια, Βασιλιά των Πειρατών.» είπε η Ναταλία. «Αν ήταν έτσι, θα είχαμε χρησιμοποιήσει τη δύναμη μας εδώ και τόσους αιώνες για να κατακτήσουμε όλα τα νησιά.»
«Δηλαδή, δεν είστε ούτε με το μέρος των Πέντε Βασιλείων;» ήθελε να βεβαιωθεί ο Ιάκωβος.
«Σαφώς και όχι. Ακόμα και αν εκείνοι μας ζητούσαν βοήθεια.»
Ο Ιάκωβος έδειξε να ανακουφίζεται, όμως σκέφτηκε να κάνει άλλη μια προσπάθεια να τους πείσει:
«Και αν σας πω ότι σας δίνω ολόκληρο το Βασίλειο του Νότου αν νικήσουμε;»
«Δεν μας δελεάζουν οι θνητές προτάσεις σας, Πειρατή- Βασιλιά.» του είπε με περηφάνια ο Αλέξιος. «Και τώρα, αν δεν σας πειράζει, θα αναχωρήσουμε για το λιμάνι σας και από εκεί θα πετάξουμε ξανά για τη χώρα μας. Δεν θέλετε να μας δείτε θυμωμένους.»
Ο Ιάκωβος νευρίασε με την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, δεν είχε παίξει όμως ακόμα το τελευταίο του χαρτί.
«Οι Βόρειοι και οι Νότιοι σκότωσαν τον πατέρα σας!» φώναξε στον Αλέξιο εκτός ελέγχου. Ο Δράκος της Φωτιάς θύμωσε πραγματικά. Γύρισε και τον κοίταξε, ενώ τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα και μια φλόγα τρεμόπαιξε στο δεξί του χέρι. Η μητέρα του φάνηκε πως ταράχτηκε.
«Έχω μελετήσει την ιστορία του Μεσαίωνα και ιδιαίτερα των Πέντε Βασιλείων.»
«Πατέρα, μη συνεχίζεις.» προσπάθησε να τον σταματήσει ο Σίμος.
«Σκάσε εσύ!» του φώναξε και στράφηκε πάλι στον Αλέξιο: «Σίγουρα θα το ξέρετε και εσείς αυτό. Ο Δράκος Νιρέξης έπεσε από βέλη Βορείων και Νοτίων τοξοτών.»
Ο Αλέξιος τον κοιτούσε σαν να πάλευε μέσα του. Η Ναταλία του είπε:
«Πάμε να φύγουμε. Έχουν περάσει τρεις αιώνες από τότε.» Και με αυτά τα λόγια, ο γιος της ηρέμησε και τα μάτια του πήραν ξανά το βιολετί χρώμα που είχαν όταν ήταν ήρεμος.
«Το ξέρω αυτό, Βασιλιά των Πειρατών.» είπε. «Και αν ήθελα να πάρω εκδίκηση, θα το είχα κάνει εδώ και καιρό. Μητέρα, ακόλουθοι μου, φεύγουμε από αυτόν τον μολυσμένο κόσμο των θνητών.» και κίνησαν όλοι ν φύγουν.
«Όχι, σταθείτε. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσετε. Μη φεύγετε, σας παρακαλώ!» έκανε μια τελευταία προσπάθεια ο Ιάκωβος.
«Μη συνεχίσετε, Βασιλιά Ιάκωβε, ειδάλλως το βασίλειο σας θα γνωρίσει την οργή μας και δεν θα είναι καλό για εσάς.»
Ο Ιάκωβος ήταν μες στα νεύρα τις επόμενες ημέρες. Δεν τον ένοιαζε όμως. Θα πήγαινε στον πόλεμο με όσες δυνάμεις είχε. Ήταν ήδη πολύ δυνατός.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top