ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7


Προτείνω τα μεγάλα κεφάλαια να τα διαβάζετε σε parts (σύμφωνα με τους αστερίσκους όπως τα εχω χωρισει ) για να μην κουράζεστε. Δηλαδή αν κάνετε παύση σε εκείνα τα σημεία σε περίπτωση που κουραστείτε, μπορείτε να συνεχίσετε αργότερα χωρίς να χάνετε τον ειρμό της ανάγνωσης.


Ελπίζω να απολαύσετε το κεφάλαιο!!

***********

Ο Κώστας κολυμπούσε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας για να τους αποφύγει. Όταν πρόσεξε ότι τα φώτα απ' τους φακούς δεν υπήρχαν πλέον, αναδύθηκε γρήγορα στην επιφάνεια για να αναπνεύσει, αλλά και προσεκτικά μήπως του είχαν στήσει καμιά ενέδρα. Όταν έβγαλε το κεφάλι του έξω από τη θάλασσα, είδε στο βάθος τις βάρκες να έχουν φτάσει στο καράβι και να ανεβαίνουν. Έριξε μια σύντομη ματιά τριγύρω του και παρατήρησε ότι δεν υπήρχαν άλλες βάρκες.

Παρόλο που ήταν εξαντλημένος και απελπισμένος, βγήκε στην παραλία και το μόνο που σκεφτόταν ήταν τι θα πει στις βασιλικές οικογένειες. Χωρίς να ξεκουραστεί καθόλου από την πολλή αγωνία που είχε και χωρίς να καθίσει να στεγνώσει, προχώρησε προς τα άλογα. Τα έλυσε, ανέβηκε στο δικό του και πήρε και τη φοράδα της Ανθής μαζί. Όταν έφτασε στο παλάτι, συνειδητοποίησε πως ήταν μούσκεμα ακόμα και αποφάσισε να μπει από την πίσω μεριά του παλατιού για να μην ανησυχήσει κανέναν.

Μετά θα έβλεπε πώς θα το έλεγε. Πέρασε την πίσω πύλη και έδωσε τα άλογα στον ιπποκόμο.

«Τι συνέβη, Υψηλότατε;» τον ρώτησε εκείνος ανήσυχος. «Γιατί είστε βρεγμένος; Η ξαδέλφη σας που είναι;» Ο Κώστας για να μην τον ανησυχήσει του απάντησε ψέματα:

«Ε... Παίζαμε και... έπεσα κατά λάθος στη θάλασσα, ήρθα ν' αλλάξω και θα ξαναπάω. Γεια!» και έφυγε βιαστικά.

Μπήκε στο παλάτι και πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο του. Αφού πλύθηκε και άλλαξε ρούχα, χτένισε λίγο τα μαλλιά του και κατέβηκε σαν χαμένος στην αίθουσα της δεξίωσης, όπου όλα συνεχίζονταν κανονικά. Έγινε όμως αντιληπτός από τους γονείς του επειδή είχε αλλάξει ρούχα. Η Λίζα με τον Πέτρο πλησίασαν και τον ρώτησε η μητέρα του:

«Γιατί άλλαξες ρούχα, Μάριε; Μήπως πήγατε σε τίποτα χώματα και λερωθήκατε; Η Ανθή που είναι; Και τα μαλλιά σου γιατί είναι βρεγμένα;»

Ο Κώστας ήταν τόσο πολύ τρομαγμένος και απελπισμένος, που δεν μπορούσε ούτε να απαντήσει στις ερωτήσεις, ούτε καν είχε τη δύναμη να μιλήσει.

«Έγινε τίποτα γιε μου; Γιατί είσαι φοβισμένος;» τον ρώτησε ο Πέτρος.

«Είμαι ηλίθιος! Είμαι χαζός και ανεύθυνος ξάδελφος!» φώναξε ξαφνικά.

«Μη φωνάζεις, μη βρίζεις τον εαυτό σου και πες μας τι έγινε.» του είπε η Λίζα.

«Εμ... Είχαμε πάει βόλτα με την Ανθή και...» Δίσταζε να συνεχίσει. Πώς θα τους το έλεγε; Πώς θα έλεγε έτσι απλά ότι τους επέτρεψε να την πάρουν;

«Τελείωνε γιε μου. Δεν θα μείνουμε όλη τη βραδιά εδώ.» τον παρότρυνε η φωνή του πατέρα του.

«Καθίσαμε στην παραλία... Και... κάποιοι απήγ... απήγαγαν την Ανθή.» είπε σκύβοντας το κεφάλι, μη βρίσκοντας κάτι άλλο να πει.

«Πώς; Δεν είναι δυνατόν. Και εσύ τι έκανες;» ρώτησε με δυσάρεστη έκπληξη η Λίζα.

«Δεν μπορούσα να κάνω κάτι μαμά, με απείλησαν.»

«Σε απείλησαν;»

«Πώπω συμφορά που μας βρήκε...» έκανε ο Πέτρος.

«Και τώρα τι θα κάνουμε σύζυγε μου;»

«Καταρχάς, πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι και να μην κινήσουμε υποψίες ότι κάτι συμβαίνει, ούτε στους επισκέπτες ούτε στους πολίτες. Πρέπει να ειδοποιηθούν όλα τα Πέντε Βασίλεια. Με το που τελειώσει η δεξίωση θα κάνουμε έκτακτο συμβούλιο.»

«Τώρα, το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να ειδοποιήσω τον Δημήτρη.» και του έκανε νόημα να πλησιάσει διακριτικά.

Εκείνος πλησίασε.

«Τι συμβαίνει, Μεγαλειοτάτη; Έχουμε κάποιο επείγον θέμα;» ρώτησε τη Λίζα.

«Ναι, αλλά μείνε ψύχραιμος.» του είπε εκείνη.

«Πείτε μου.» είπε ο Δημήτρης, ενώ παρατήρησε τον Κώστα να τον κοιτάζει με ανήσυχο και φοβισμένο βλέμμα.

«Ο Μάριος και η Ανθή είχαν πάει βόλτα και ξαφνικά κάποιοι απήγαγαν την Ανθή.»

«Ωχ. Προβλέπω δύσκολους καιρούς για εμάς και το νησί μας.»

«Αυτό πιστεύω κι εγώ. Μάλλον πάμε για διαμάχες με άλλο νησί.» απάντησε ο Πέτρος.

«Τι θα κάνουμε τώρα, Στρατηγέ μου;» συνέχισε η Λίζα.

«Αρχικά, θα ειδοποιήσω τον Αρχιστράτηγο, τον Φάνη και έπειτα θα κάνουμε έκτακτο συμβούλιο μετά τη δεξίωση. Αλλά μέχρι να γίνει το συμβούλιο προτείνω να είμαστε πολύ διακριτικοί. Αυτό πιστεύω θέλετε κι εσείς.»

«Ναι.» απάντησαν με ομοφωνία το βασιλικό ζεύγος.

*****************************************************

Την ίδια στιγμή, αρκετά μέτρα έξω απ' το λιμάνι της Δύσης, μέσα σε ένα καράβι, η Ανθή ζητούσε απελπισμένα βοήθεια, μάταια όμως. Ήταν ήδη πολύ μακριά. Σε μια στιγμή, ένας πειρατής της φώναξε μέσα στο απόλυτο σχεδόν σκοτάδι:

«Σκάσε βρε παλιοκόριτσο! Όσο και να φωνάζεις δεν πρόκειται να σ ακούσει κανένας! Μουχαχαχαχα!»

«ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!»

«Σκάσε είπα!» και της έδωσε ένα χαστούκι, το οποίο ήταν τόσο δυνατό που την έριξε κάτω.

«Τι φασαρία είναι αυτή ρε;! Τι φωνάζει αυτή και μας τα 'χει πρήξει;!» του φώναξε ένας άλλος.

«Ρε συ φωνάζει, μπας και την ακούσει κανένας.»

«Τι λες ρε ηλίθιε! Ποιος να την ακούσει! Άντε εκεί πέρα κλείδωσε την στο μπουντρούμι. Τελείωνε!»

«Καλά ρε Ματθαίο. Μη βρίζεις. Τώρα θα πάω.»

Και σηκώθηκε, την άρπαξε απ' τα μαλλιά, ενώ η Ανθή εξακολουθούσε να φωνάζει και την πέταξε μέσα από μια καταπακτή. Η Ανθή κατρακύλησε σε κάτι σκαλιά χτυπώντας το μέτωπο της και όταν προσγειώθηκε στο μπουντρούμι, ζαλιζόταν τόσο πολύ που λιποθύμησε.

******************************************************************************

Η δεξίωση συνεχιζόταν με ευχάριστους ρυθμούς. Όλοι οι καλεσμένοι διασκέδαζαν ανυποψίαστοι για το τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Ο Δημήτρης πλησίασε τον Φάνη και του εξήγησε τι ακριβώς συνέβη. Έτσι, εκείνος κάλεσε σε μια γωνία όλους τους στρατηγούς και τον Κώστα, ώστε να παρθεί μια απόφαση.

«Αγαπητοί συνάδελφοι, σας μάζεψα πάλι γιατί έχουμε ένα επείγον θέμα να συζητήσουμε.»

«Ο Κώστας γιατί είναι ανάμεσα σε εμάς και στη συζήτηση μας;» απόρησε η Χριστίνα.

«Έχε υπομονή. Θα μάθεις. Αυτόν αφορά. Αν θυμάστε καλά, ή όσοι δεν ξέρετε, ο Κώστας και η Ανθή είχαν πάει βόλτα. Όμως κάποιοι απήγαγαν την Ανθή στην παραλία. Τον Κώστα τον έφερα ώστε να μας πει τι έχει συμβεί.»

Η Χριστίνα, ο Βασίλης και ο Λευτέρης έμειναν άφωνοι.

«Κώστα, είδες ποιοι την απήγαγαν;» ρώτησε ο Φάνης. Ο Κώστας ήταν τόσο απογοητευμένος με τον εαυτό του, ώστε ντράπηκε να απαντήσει και έσκυψε το κεφάλι του.

«Κώστα, μη νιώθεις τύψεις τώρα. Βοήθησε μας... Πες μας τι ακριβώς έγινε, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι να σώσουμε την Ανθή και να μη γίνει πόλεμος με κάποιο άλλο νησί.»

«Είχαμε πάει στην παραλία και επειδή κρύωνε πήγα να μαζέψω ξύλα για να ανάψουμε μια μικρή φωτιά. Λίγο μετά, άκουσα να φωνάζει βοήθεια. Έτρεξα να τη βοηθήσω, αλλά είδα κάποιους με μαύρα ρούχα να την ανεβάζουν σε μια βάρκα...»

«Κι εσύ τι έκανες Κώστα;» ρώτησε απορημένη η Χριστίνα.

«Όταν άρχισα να κολυμπάω για να τη σώσω, με απείλησαν ότι θα με σκοτώσουν αν πλησίαζα και αργότερα την ανέβασαν στο καράβι τους.»

«Υψηλότατε, θυμάστε τι σημαία είχαν; Τι έμβλημα και τι χρώμα κυρίως.» τον ρώτησε ο Δημήτρης.

«Επειδή ήταν σκοτεινά, δεν θυμάμαι καλά. Ένα σκούρο χρώμα, ίσως μπλε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι με απείλησαν με τόξα.» απάντησε ο Κώστας.

«Σκούρο μπλε; Οι μάγοι είναι σίγουρα. Αυτοί την απήγαγαν.» είπε ο Λευτέρης.

«Ποιοι μάγοι; Οι Μάγοι δεν έχουν τόξα. Πειρατές ήταν.» είπε η Χριστίνα.

«Όχι, σίγουρα δεν είναι Πειρατές. Οι Πειρατές δεν κινούνται τόσο ήσυχα, συνήθως κάνουν φασαρία. Ίσως είναι από κάποιο πιο μακρινό νησί.» διαφώνησε ο Δημήτρης.

«Πειρατές είναι μωρέ! Μαύρο θα ήταν το χρώμα! Αφού και τα ρούχα τους μαύρα ήταν. Και εξάλλου, δεν βλέπεις ότι τόσα χρόνια μας παρακολουθούν; Αυτοί το έκαναν, σίγουρα!»

«Όχι, δεν είναι Πειρατές!» διαφώνησε πάλι ο Δημήτρης.

«Σταματήστε και μη φωνάζετε. Όποιοι και να είναι θα το ανακαλύψουμε.» τους ηρέμησε ο Φάνης.

Ο Βασίλης τόση ώρα απλά παρακολουθούσε τα λεγόμενα των υπολοίπων στρατηγών χωρίς να παίρνει μέρος.

«Λοιπόν.» συνέχισε ο Φάνης. «Θα σας πω τι θα κάνουμε στην προκειμένη περίπτωση. Χωρίς να υποψιαστούν οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι τίποτα, θα πάτε ο καθένας στους βασιλιάδες και στον Αρχικατάσκοπο σας, ώστε να ενημερώσετε για αυτό το επείγον και σοβαρό θέμα, χωρίς να κάνετε κάτι μέχρι το συμβούλιο που θα γίνει μετά το πέρας της δεξίωσης. Εκεί θα αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Έγινα κατανοητός;»

«Απόλυτα.» απάντησαν οι άλλοι στρατηγοί. Μερικές ματιές έπεσαν ανάμεσα στη Χριστίνα και στον Δημήτρη. Η ένταση ανάμεσα τους δεν έλεγε να φύγει.

«Περιμένετε εντολές μου.» είπε ο Φάνης. «Εσύ, Στρατηγέ Λευτέρη, ειδοποίησε τον Αρχικατάσκοπο σου μόνο και τον Βαγγέλα, γιατί θα το πω εγώ προσωπικά στον Αλέξανδρο διότι είναι αδελφός της.»

«Εντάξει Αρχιστράτηγε Φάνη.»

Έτσι, διαλύθηκαν χωρίς να τους πάρουν είδηση και ο Φάνης έκανε νόημα στον Περικλή, στην Άννα, στον Αλέξανδρο και στην Έλσα να πλησιάσουν και τους εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο δύσκολο πράγμα ήταν το πώς θα το πουν στην Κάτια. Τελικά ο Φάνης αποφάσισε να της το πει που ήταν ο πιο ψύχραιμος. Ο Περικλής με τον Αλέξανδρο στην αρχή νευρίασαν με τον Κώστα και πήγαν να τον πιάσουν για να τον βρίσουν, όμως ο Φάνης τους σταμάτησε και τους είπε ότι τώρα πια δεν είχε σημασία και ότι έπρεπε να παραμείνουν όλοι ενωμένοι.

Έτσι πλησίασαν σιγά- σιγά την Κάτια, η οποία ήταν με τον Νίκο και μιλούσαν, ενώ εκείνη τη στιγμή έκανε νόημα η Χριστίνα στη Μαρία και στον Νίκο για να τους ενημερώσει. Επίσης η Έλσα εξήγησε στη Γιάννα τι είχε συμβεί για να είναι προετοιμασμένη, μην τυχόν και πάθει τίποτα η Κάτια. Η Γιάννα φρόντισε και πήρε μια καρέκλα, μια κανάτα με νερό κι ένα ποτήρι. Η Κάτια απόρησε και διέκρινε μια ανησυχία στα βλέμματα ολονών.

«Πως αισθάνεστε, Μεγαλειοτάτη;» ξεκίνησε ο Φάνης.

«Καλά είμαι, Στρατηγέ. Αλλά γιατί ρωτάς;»

«Γιατί θέλω να σας ανακοινώσω ένα σοβαρό γεγονός που έχει γίνει. Απλά θέλω να συγκρατήσετε την ψυχραιμία σας και να παραμείνετε ήρεμη. Για αυτό σας έφερε η Γιάννα μια καρέκλα για να καθίσετε και νερό για να πιείτε σε περίπτωση που το χρειαστείτε.»

«Τι συμβαίνει, Στρατηγέ Φάνη; Μη με κρατάς σε αγωνία.»

«Καθίστε πρώτα και θα σας πω.» Η Κάτια κάθισε. «Είμαι στη δύσκολη θέση να σας ανακοινώσω ότι... κάποιοι άγνωστοι... απήγαγαν την Ανθή.»

«Τι;!»

Η Κάτια πετάχτηκε από την καρέκλα της και λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, αλλά την κράτησαν η Έλσα και η Γιάννα. Η Κάτια ήπιε τρία ποτήρια νερό και μετά είπε:

«Ποιοι την απήγαγαν; Πότε την απήγαγαν; Από πού; Πώς; Αχ, το παιδί μου! Γιατί το αμελήσατε; Θα τον σκοτώσω τον ηλίθιο τον ανιψιό μου!»

«Ηρεμήστε Μεγαλειοτάτη. Θα σας εξηγήσω αμέσως τι έγινε.» της είπε η Έλσα και της εξήγησε τι είχε συμβεί. Τότε την παρότρυνε να μείνει ψύχραιμη γιατί μετά το τέλος της δεξίωσης θα γινόταν ένα έκτακτο συμβούλιο.

Αφού ειδοποιήθηκαν και οι πέντε βασιλικές οικογένειες, περίμεναν όλοι να γίνει το μυστικό συμβούλιο με ανυπομονησία. Περίπου μια ώρα μετά τελείωσε η δεξίωση και έτσι συγκεντρώθηκαν όλοι στην Αίθουσα Συμβουλίων του Δυτικού Βασιλείου. Ήταν μια μεγάλη αίθουσα, στρογγυλή, με ξύλινη επίπλωση, γύρω- γύρω είχε καθίσματα και στη μέση ένα μεγάλο τραπέζι με έναν αναλυτικό χάρτη όλων των νησιών. Η Λίζα, αφού τακτοποιήθηκαν όλοι, σηκώθηκε και ξεκίνησε το συμβούλιο.

«Μαζευτήκαμε όλοι εδώ με θέμα το ατυχές συμβάν, ώστε να βρούμε μια λύση. Όπως κάποιοι ξέρετε και κάποιοι μπορεί να μην ξέρετε, πριν δύο ώρες περίπου, άγνωστοι εισέβαλλαν στην παραλία δίπλα απ' το λιμάνι μας και απήγαγαν την Ανθή.»

Ο Κώστας καθόταν σε μια καρέκλα στη μέση περίπου της αίθουσας και άκουγε με προσοχή αυτά που έλεγε η μητέρα του και οτιδήποτε θα λεγόταν. Αφού η Λίζα εξήγησε σε όλους τι έγινε άρχισαν οι συζητήσεις στο να βρεθεί η λύση. Μετά έδωσε στον αρχιστράτηγο του νησιού Φάνη το λόγο, ο οποίος πήγε στη μέση κοντά στο τραπέζι με το μεγάλο χάρτη και είπε:

«Πρίγκιπα Κώστα, σε ξαναρωτάω: μήπως θυμήθηκες τι έμβλημα, τι χρώμα ήταν η σημαία του καραβιού και πώς ήταν αυτοί...;»

«Η σημαία μπορεί και να ήταν μπλε σκούρο, αλλά δεν θυμάμαι τι έμβλημα είχε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι με σημάδευαν με τόξα και με απείλησαν να μη ζυγώσω να την σώσω. Ήταν πολύ άγριοι...»

«Οι Πειρατές ήταν!» πετάχτηκε, φώναξε και τον διέκοψε η Χριστίνα.

«Όχι, δεν ήταν Πειρατές! Οι βάρβαροι ήταν, από ένα μακρινό νησί.» διαφώνησε και απάντησε ο Δημήτρης.

«Δεν είναι ούτε οι Πειρατές, ούτε οι Βάρβαροι. Οι Μάγοι είναι!» φώναξε ο Αντώνης.

«Οι Μάγοι δεν είναι. Είναι φίλοι μας. Δεν είναι πολεμικός λαός. Και άλλωστε είχαν έρθει στη δεξίωση και μας τίμησαν με τα κόλπα τους.» είπε η Μαριάννα.

«Μπορεί να μην ήταν οι Μάγοι, αλλά μπορεί να ήταν τα Ξωτικά.» είπε η Αρχικατάσκοπος Έφη.

«Ξωτικά; Με τίποτα τα Ξωτικά. Γιατί πήγαμε μήνα του μέλιτος εκεί με τον Φάνη, ήταν πολύ φιλόξενοι και μας καλοδέχτηκαν.» είπε η Έλσα. «Οι Πειρατές πρέπει να ήταν.» συμπλήρωσε.

«Οι Πειρατές είναι! Σας το λέω εγώ! Εδώ και πέντε χρόνια μας παρακολουθούν!» φώναξε ως συνήθως η Χριστίνα.

«Όχου! Δεν είναι οι Πειρατές σου είπα!» διαφώνησε για μια ακόμα φορά μαζί της ο Δημήτρης.

Έτσι λοιπόν, είχαν σηκωθεί όλοι απ' τις θέσεις τους, φώναζαν, διαφωνούσαν μεταξύ τους και λύση κανένας δεν μπορούσε να δώσει. Η Κάτια τους παρακολουθούσε ανέκφραστη και τότε πήγε το μυαλό της πέντε χρόνια πίσω, στις διαπραγματεύσεις που είχαν γίνει πριν τον πόλεμο των Τεσσάρων Βασιλείων και στις διαμάχες που είχαν οι δύο γιοι της. Τώρα το μόνο που την ένοιαζε ήταν να σωθεί η κόρη της. Και ξαφνικά άκουσε μια ανακοίνωση από κάποιον που την έκανε να παγώσει όσο ποτέ άλλοτε.

Κανένας άλλος όμως δεν άκουσε αυτή την ανακοίνωση.

«Θυμήθηκα! Οι Πειρατές ήταν!» Κανείς δεν άκουσε τη φωνή του Κώστα ανάμεσα σε τόσες άλλες.

«ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΗΤΑΝ!» φώναξε για μία ακόμη φορά με όλη του τη δύναμη. Τότε ο Φάνης τον άκουσε και στήριξε το κεφάλι του στον αγκώνα του τον οποίο ακούμπησε στο τραπέζι σκεπτικός. Αφού κάποιοι σώπασαν, ο Κώστας ξαναείπε:

«Οι Πειρατές ήταν.»

Αφού έπεσε άκρα ησυχία στην αίθουσα και κοκάλωσαν όλοι, συνέχισε ο Κώστας:

«Αφού βούτηξα μέσα στο νερό για να γλιτώσω απ' τα βέλη τους, είδα τελευταία στιγμή μια μαύρη σημαία επάνω στο καράβι με τη νεκροκεφαλή και τα σπαθιά.» Εκείνη τη στιγμή όλοι κάθισαν στις θέσεις τους, χωρίς να μπορούν να πουν τίποτα. Μόνο ο Φάνης βρήκε το κουράγιο να μιλήσει:

«Ευχαριστούμε Πρίγκιπα Κώστα για τη σημαντική ανακοίνωση που μόλις μας έκανες. Έτσι λοιπόν, όλοι ξέρουμε τώρα ποιος απήγαγε την Πριγκίπισσα Ανθή και με ποιον έχουμε να κάνουμε.»

Έπειτα κάλεσε τον Περικλή και την Έλσα δίπλα του και συνέχισε:

«Αφού λοιπόν τώρα ξέρουμε πλέον ποιος το έκανε, θέλω να ξεχάσετε τις διαφωνίες σας, να συνεργαστούμε πάλι και τα Πέντε Βασίλεια για τον εξής λόγο: πριν πεθάνει ο πρώην Βασιλιάς του Νότου Μάξιμος στο νοσοκομείο του στρατοπέδου μας, μας είπε ένα πράγμα και σας το λέω κι εσάς τώρα, γιατί το ακούσαμε λίγα άτομα και είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ακούστε όλοι προσεκτικά. Είχε πει: να συμφιλιωθούμε όλα τα βασίλεια, γιατί υπάρχουν χειρότεροι εχθροί απ' το μίσος, την εκδίκηση και απ' τα Πέντε Βασίλεια. Θα έρθουν πολύ πιο δύσκολες ημέρες.»

Έκανε μια σύντομη παύση και συνέχισε:

«Και δυστυχώς... αυτές οι δύσκολες ημέρες μόλις ήρθαν για το νησί μας.» Η Κάτια δάκρυσε και κοιτάχτηκε με τον Κωνσταντίνο, καθώς θυμούνταν πολύ αναλυτικά εκείνη τη σκηνή. Ο Φάνης συνέχισε να λέει:

«Σε ένα μυστικό συμβούλιο που κάναμε οι πέντε στρατηγοί, ανακαλύψαμε ότι οι Πειρατές είναι πολύ πιο δυνατοί και απ' τα Πέντε Βασίλεια του νησιού μας συνολικά. Δεν ήμασταν σίγουροι για τις προθέσεις τους, αλλά αφού απήγαγαν την Πριγκίπισσα Ανθή, είναι σίγουρο ότι θα μας πολεμήσουν για να κατακτήσουν το νησί μας. Ήδη έχουν αναφερθεί κάποια μικροκρούσματα σε εμπορικά πλοία, τόσο του Δυτικού όσο και του Ανατολικού λιμανιού, κυρίως ληστείες. Γι' αυτό από εδώ και πέρα, θα σταματήσει κάθε είδους εμπόριο από κάθε λιμάνι, γιατί μπορεί αυτές οι ληστείες να εξελιχθούν σε σκοτωμούς.»

Όλοι άκουγαν με πολλή προσοχή όσα έλεγε ο Φάνης.

«Έχω να σας προτείνω μια ιδέα, αφού θα θελήσουν σίγουρα να κάνουν πόλεμο και πλέον ξέρουμε όλοι για ποιον εχθρό μιλάμε, προτείνω να φύγουν οι κατάσκοποι και των Πέντε Βασιλείων, να κάνουν περιπολίες στα σύνορα τους ο καθένας, οι κατάσκοποι του Κεντρικού Βασιλείου να φυλάνε τις τέσσερις γωνίες των συνόρων και οι περιπολίες να είναι 24ωρες σε τρεις βάρδιες και να είναι σε ομάδες. Και τώρα δίνω το λόγο στην Αρχικατάσκοπο του νησιού, την Έλσα, να σας πει περαιτέρω πληροφορίες.»

Η Έλσα πέρασε μπροστά, πήρε το λόγο και είπε:

«Κατ' αρχήν συμφωνείτε όλοι;»

«Ναι.» απάντησαν οι Αρχικατάσκοποι με ομοφωνία.

«Προτείνω να ξεκινήσουμε άμεσα αυτό το σχέδιο και όπου δούμε ύποπτη κίνηση από βάρκα ή καράβι, να υπάρχει κάποιος σε ετοιμότητα μέσα στις αίθουσες συμβουλίων των πέντε παλατιών, να κυκλοφορούν αγγελιοφόροι για να μεταδίδουν τα μηνύματα και αν τυχόν κάποιος δει το καράβι που ψάχνουμε, να το μεταφέρει αμέσως στο παλάτι. Το Κεντρικό Βασίλειο θα 'ναι σαν αρχηγείο και ιδιαίτερα η αίθουσα των συμβουλίων που διαθέτει.»

Ο Περικλής, σαν Αρχιβασιλιάς που ήταν, πήρε τον τελευταίο λόγο:

«Ναύαρχε Γιάννη, μπορείς να μας πεις που περίπου θα βρίσκεται τώρα το καράβι της απαγωγής;» ρώτησε τον Ναύαρχο της Δύσης.

«Ευελπιστώ ότι είναι λίγο πριν τα σύνορα μεταξύ Δυτικού και Βορείου Βασιλείου. Συνολικά θέλει μία ημέρα και εννιά ώρες μέχρι να φτάσουν στο λιμάνι τους. Αύριο στις εννιά το πρωί, λογικά θα είναι μεταξύ των συνόρων Βορείου και Ανατολικού Βασιλείου.»

Έτσι το λόγο ξαναπήρε ο Περικλής και είπε:

«Οπότε ας μην το καθυστερούμε άλλο. Κάντε ό,τι σας είπαν και ό,τι εντολή σας έδωσαν ο Αρχιστράτηγος Φάνης και η Αρχικατάσκοπος Έλσα, του νησιού.» και η Λίζα συμπλήρωσε:

«Οπότε διαλύεται το συμβούλιο. Παρακαλείσθε όλοι οι Στρατηγοί και οι Αρχικατάσκοποι να επιστρέψετε στα βασίλεια σας, να ορίσετε κάποιους σε ετοιμότητα και να είστε όλοι σε επιφυλακή, γιατί μπορεί να μας πιάσουν στον ύπνο. Οι Αρχικατάσκοποι να φύγουν ευθύς αμέσως, οι στρατηγοί να είναι σε αναμονή στις αίθουσες συμβουλίων και προτείνω οι αξιότιμες βασιλικές οικογένειες να φιλοξενηθούν εδώ απόψε. Ευχαριστώ όλους που ήρθατε στη δεξίωση μας, ζητάμε συγνώμη για το ατυχές γεγονός που μας βρήκε και ευχόμαστε να μην είναι πολύ σοβαρό και να τελειώσει σύντομα.»

Έτσι μ' αυτά τα τελευταία λόγια, έφυγαν όλοι απ' την αίθουσα για να εκτελέσουν τις διαταγές. Η Λίζα και ο Πέτρος μαζί με τις υπόλοιπες οικογένειες πήγαν στο εστιατόριο του παλατιού ώστε να πιουν και να κουβεντιάσουν. Μετά αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους. Όλη τη νύχτα, οι κατάσκοποι απ' όλα τα βασίλεια αλώνιζαν τις ακτές του νησιού, υπήρξαν κάποιες ύποπτες κινήσεις από βάρκες και μικρά καραβάκια των Πειρατών, αλλά η ακριβής θέση του καραβιού της απαγωγής δεν εξακριβώθηκε.

**********************************

Ξημέρωσε. Η Ανθή ξύπνησε στο σκοτεινό αμπάρι του πλοίου.

Πού είμαι; Αναρωτήθηκε. Την πονούσε πολύ το κεφάλι της. Και τότε θυμήθηκε πώς βρέθηκε εκεί. Όλα τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς επανήλθαν στο μυαλό της.

Με απήγαγαν... είπε από μέσα της. Τι το 'θελα να ευχηθώ να ήμουν σ' αυτό το καράβι...; Από πού να είναι άραγε και που πηγαίνει; Εμένα γιατί με θέλουν μαζί τους; Ανασηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Σε διάφορες γωνιές του αμπαριού βρίσκονταν βαρέλια και κούτες με τρόφιμα.

Επάνω, απ' την καταπακτή απ' την οποία την πέταξε κάποιος το προηγούμενο βράδυ, έμπαινε το φως του ήλιου.

Μήπως είναι Πειρατές; Αναρωτήθηκε. Και τότε η καταπακτή άνοιξε και κατέβηκε τις σκάλες εκείνος που τη χτύπησε και την πέταξε μέσα. Η Ανθή τον κοίταξε με μίσος.

«Μπα; Ξύπνησες;» της είπε.

«Όχι, ακόμα κοιμάμαι.» τον ειρωνεύτηκε. Ο άντρας νευρίασε, την άρπαξε και τη σήκωσε πάνω.

«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, που μου μιλάς έτσι;»

«Όχι, δεν έτυχε να συστηθούμε.»

Μόνο με ειρωνεία θα τα βγάλω πέρα με δαύτους. Σκέφτηκε η Ανθή.

«Είμαι ο Αρχικατάσκοπος των Πειρατών, μικρή. Ο Λουκάς. Και πρέπει να με σέβεσαι. Δεν ξέρουμε ποια είσαι, όμως μας είσαι απαραίτητη για την αποστολή μας.»

«Ααα! Ώστε είστε Πειρατές λοιπόν. Χάρηκα για τη γνωριμία.»

«Έλα μαζί μου, παλιόπαιδο! Έλα και θα σε στρώσω εγώ!» της είπε νευριασμένος ο Λουκάς και την ανάγκασε να ανεβεί μαζί του τις σκάλες.

Βγήκαν στο κατάστρωμα του πλοίου και η Ανθή κάλυψε τα μάτια της απ' το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Ο Λουκάς της έδωσε σφουγγαρίστρα και κουβά.

«Το βλέπεις αυτό το κατάστρωμα;» Έκανε μια κίνηση από την πλώρη μέχρι την πρύμνη. «Θα το κάνεις να γυαλίζει.» Στο μεταξύ μαζεύτηκαν κι άλλοι Πειρατές και γελούσαν κοροϊδευτικά. Η Ανθή σκέφτηκε πως ήταν αδύνατον να τα βάλει με όλους αυτούς και ξεκίνησε να σφουγγαρίζει. Ήταν όλοι τους άξεστοι, οι περισσότεροι είχαν μακριά απεριποίητα μαλλιά και μούσια.

Τα ρούχα τους ήταν βρώμικα και πολλοί από αυτούς φορούσαν μαντίλια στα κεφάλια και κρίκους στα αυτιά. Η Ανθή κοίταξε προς τα πάνω. Στο πιο ψηλό κατάρτι κυμάτιζε η μαύρη σημαία με τη λευκή νεκροκεφαλή και τα σπαθιά. Αν δεν είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, η Ανθή θα ένιωθε θαυμασμό κοιτάζοντας την.

«Άντε, κοριτσάκι! Σφουγγάριζε! Μη χαζεύεις!» της φώναξε κάποιος ναύτης. Συνέχισε να σφουγγαρίζει ανόρεχτα.

Στα δεξιά του πλοίου μπορούσε να δει ακόμα τις ακτές του νησιού της. Άρα, δεν ήταν ακόμα πολύ μακριά απ' την πατρίδα της. Σίγουρα τα αδέλφια της και οι άλλοι βασιλιάδες θα ετοίμαζαν καράβια για να τη σώσουν. Ξαφνικά της ήρθε μια τρελή ιδέα: έτρεξε στην κουπαστή του πλοίου και άρχισε να φωνάζει:

«Βοήθεια, βοήθεια! Εδώ πέρα!» Τότε οι Πειρατές άρχισαν να την κυνηγούν σε όλο το κατάστρωμα. Αφού γλίστρησε κάπου, την έπιασαν, την πέταξαν κάτω και ένας απ' αυτούς την έλουσε με το νερό απ' τον κουβά της σφουγγαρίστρας.

«Δεν σου είπαμε να συνεχίσεις το σφουγγάρισμα;!» της φώναξε κάποιος.

Την ίδια στιγμή ακούστηκε μια άλλη φωνή πίσω του:

«Ναύαρχε!» Ο Ματθαίος γύρισε προς το μέρος του.

«Τι τρέχει, Υψηλότατε;» ρώτησε και η Ανθή υπέθεσε ότι θα ήταν ο Πρίγκιπας του Νησιού των Πειρατών. Ήταν πολύ όμορφος και πολύ πιο περιποιημένος απ' τους άλλους. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά πιασμένα πίσω σε κοτσίδα, ένα χρυσό κρίκο στο δεξί αυτί και τα ρούχα του ήταν καθαρά, σε αντίθεση με τους άλλους Πειρατές.

«Δεν ντρέπεσαι ρε;! Φέρεστε έτσι σε μια δεσποινίς;! Τίνος ιδέα ήταν να τη βάλει να σφουγγαρίσει;!» φώναξε.

«Του Λουκά, Υψηλότατε.»

«Άχρηστοι όλοι σας.» είπε νευριασμένος ο πρίγκιπας και πλησίασε την Ανθή. «Σήκω πάνω, κοπελιά.»

Της έδωσε το χέρι του και τη σήκωσε.

«Θα την πάρω στην καμπίνα μου.» είπε στους άλλους. «Και τώρα όλοι πίσω στις δουλειές σας!» φώναξε. Έπειτα πήρε την Ανθή και την οδήγησε μέσα στο εσωτερικό κατάστρωμα του πλοίου. Χωρίς να μιλάνε ανέβηκαν πολλές σκάλες και έφτασαν στην καμπίνα του. Ήταν αρκετά μεγάλη και απ' το μπροστινό παράθυρο φαινόταν η πλώρη και το σημείο όπου βρίσκονταν πριν. Οι ναύτες είχαν επιστρέψει στις δουλειές τους. Ο πρίγκιπας έκλεισε την πόρτα πίσω τους και της συστήθηκε:

«Πρίγκιπας Σίμος των Πειρατών.»

«Πριγκίπισσα Ανθή, του Βορείου Βασιλείου.» συστήθηκε διστακτικά και εκείνη.

«Α, μάλιστα... Κι εσύ Πριγκίπισσα είσαι, σαν εμένα.»

«Ναι.» απάντησε τελείως ψυχρά.

«Και είσαι από το Βόρειο Βασίλειο του νησιού σας;»

«Χαζός είσαι; Αφού μόλις στο είπα.»

Ο Σίμος γέλασε. Η Ανθή είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.

«Άκου να δεις...» του είπε. «Έρχεστε στα καλά καθούμενα εκεί που κάθομαι ήσυχα κι ωραία με τον ξάδελφο μου στην παραλία, με αρπάζετε, εδώ πάνω στο βρωμερό σας πλοίο μου φέρονται με το χειρότερο τρόπο...»

«Κάτσε λίγο, κοπελιά. Εγώ δεν σου φέρθηκα άσχημα.» της εξήγησε εκείνος.

«Ναι, αλλά είσαι κι εσύ μέσα στο σχέδιο.» Ο Σίμος κοίταξε τα ρούχα της που ήταν βρεγμένα απ' το νερό του κουβά.

«Θα σου δώσω κάτι ν' αλλάξεις και μετά θα σου εξηγήσω. Αλλά μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σε πειράξω.»

Πήγε σε μια συρταριέρα, την άνοιξε και αφού έψαξε ανάμεσα στα ρούχα του, διάλεξε μερικά και της τα έδωσε. Η Ανθή πήγε στο μπάνιο της καμπίνας και άλλαξε. Τα ρούχα του της ήταν λίγο φαρδιά, αλλά τουλάχιστον ήταν στεγνά και άνετα. Ήταν ένα λευκό πουκάμισο και μπεζ παντελόνι, το οποίο το στερέωσε με μια ζώνη για να μην της πέφτει. Μετά κάθισαν στο τραπέζι και της είπε:

«Εγώ, ο Πρίγκιπας Σίμος των Πειρατών, είμαι ο επικεφαλής αυτής της αποστολής. Μ' έστειλε ο πατέρας μου, ο Βασιλιάς Ιάκωβος. Σας παρακολουθούμε πέντε χρόνια τώρα και έχουμε μάθει να ξεχωρίζουμε ποιοι ανήκετε σε βασιλικές οικογένειες. Σκοπός ήταν να απαγάγουμε έναν από εσάς και να τον χρησιμοποιήσουμε ως μέσον για να μας παραδώσετε το νησί σας.»

Τότε, η Ανθή νευρίασε, σηκώθηκε πάνω και φώναξε:

«Ποτέ! Ποτέ δεν θα παραδοθούμε σε εσάς! Τα αδέλφια μου και οι συγγενείς μου θα πολεμήσουν! Δεν θα μείνετε ατιμώρητοι!»

«Κάτσε κάτω, σε παρακαλώ.» προσπάθησε να την ηρεμήσει ο Σίμος.

«Όχι, δεν κάθομαι!»

«Ωραία, τότε θα σηκωθώ εγώ.» Σηκώθηκε και συνέχισε: «Το νησί σας το θέλουμε για τον πλούτο σας και επειδή είναι πιο μεγάλο απ' το δικό μας. Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η Πρωτεύουσα και θέλουμε να αξιοποιήσουμε τα μεγάλα λιμάνια της Ανατολής και της Δύσης. Θα φτάσουμε στο δικό μας νησί, θα σε παρουσιάσω στον πατέρα μου και μετά θα στείλουμε μήνυμα στους δικούς σου να παραδοθούν για να σε δώσουμε πίσω.»

«Και τι είμαι εγώ, αντικείμενο;»

«Και βέβαια όχι. Και γι' αυτό θα μείνεις όλον αυτό τον καιρό μαζί μου, στο καράβι και στο παλάτι μας.»

«Γιατί;»

«Γιατί θέλω να σε προστατεύσω. Όλοι αυτοί που είδες εκεί κάτω είναι πολύ επικίνδυνοι.»

Τότε η Ανθή κατάλαβε ότι όντως ενδιαφερόταν για εκείνη και είχε αρχίσει να τον συμπαθεί.

«Που χτύπησες εκεί;» τη ρώτησε δείχνοντας το σημάδι στο μέτωπο της.

«Χθες το βράδυ, ο Αρχικατάσκοπος σας, εκείνος ο άθλιος, ο Λουκάς. Με πέταξε από τις σκάλες του αμπαριού και εγώ κατρακύλησα και χτύπησα.»

«Έκανε τέτοιο πράγμα εκείνο το καθίκι;» είπε ο Σίμος νευριασμένος. «Κάτσε να σου φροντίσω το τραύμα και θα πάω να του τα πω ένα χεράκι.»

Πήγε και άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε ένα κουτί με ιατρικά, πήρε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι της, αφού την έβαλε να ξανακαθίσει.

«Η μητέρα μου ήταν γιατρός και έχω μάθει κάποια πράγματα.» της είπε και άρχισε να της περιποιείται το χτύπημα. Από τη λέξη ήταν, η Ανθή κατάλαβε πως η μητέρα του μάλλον είχε πεθάνει. Αλλά μπορεί απλά να ήταν γιατρός παλιά και μετά να έγινε βασίλισσα των Πειρατών. Όμως δεν τόλμησε να τον ρωτήσει. Γνωρίζονταν πολύ λίγο και ήταν νωρίς για τέτοιες συζητήσεις. Τον είχε εμπιστευτεί όμως.

****************************************

Από νωρίς το πρωί, που ο ορίζοντας φαινόταν πιο καθαρά, οι κατάσκοποι και των πέντε βασιλείων ξεκίνησαν να κάνουν περιπολίες και ιδιαίτερα εκείνοι που είχαν αναλάβει τις ακτές. Κατά τις εννέα η ώρα το πρωί, δύο Βόρειοι κατάσκοποι κοντά στα σύνορα με την Ανατολή, διέκριναν ένα μεγάλο πλοίο στον ορίζοντα. Ο ένας απ' τους δύο κοίταξε με τα κιάλια και είδε τη σημαία του πλοίου.

«Είναι πειρατικό!» φώναξε στον σύντροφο του. Εκείνος πλησίασε τρέχοντας προς το μέρος του.

Κοίταξε με τα δικά του κιάλια και είπε:

«Δίκιο έχεις. Όμως πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτό είναι το πλοίο της απαγωγής;»

«Είτε είναι είτε όχι, είναι εχθρός μας.» είπε ο άλλος και εκείνη τη στιγμή διέκριναν κίνηση επάνω στο κατάστρωμα.

«Ρε συ; Η Πριγκίπισσα Ανθή είναι αυτή;» έκανε έκπληκτος ο ένας, καθώς έβλεπε μια κοπελίτσα στην κουπαστή να κουνάει πέρα- δώθε τα χέρια της και να φωνάζει κάτι. Στη συνέχεια κάποιος Πειρατής πήγε να την αρπάξει, αλλά εκείνη του ξέφυγε κι άρχισε να τρέχει, ενώ οι υπόλοιποι την κυνηγούσαν.

«Αυτή είναι!» συμφώνησαν με ομοφωνία οι δύο κατάσκοποι.

Την ίδια στιγμή είδαν την Ανθή να γλιστράει. Έτσι οι Πειρατές την άρπαξαν πάλι.

«Τρέχα γρήγορα στο παλάτι να ειδοποιήσεις.» είπε ο ένας κατάσκοπος στον άλλον. Εκείνος ανέβηκε γρήγορα στο άλογο του και εκείνο κάλπασε γρήγορα σαν τον άνεμο. Σε λίγη ώρα έφτασε στο Παλάτι. Έτρεξε γρήγορα στην Αίθουσα Συμβουλίων όπου βρήκε τον Στρατηγό Φάνη. Τον ενημέρωσε και ο Φάνης του έδωσε εντολή να το μεταφέρει και στο Κέντρο, ούτως ώστε να στείλουν Κεντρικούς αγγελιοφόρους στα υπόλοιπα βασίλεια και να ενημερωθούν όλοι.

Αφού ο κατάσκοπος- αγγελιοφόρος έφυγε, ο Φάνης πήγε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου η βασιλική οικογένεια έτρωγαν πρωινό ή τουλάχιστον προσπαθούσαν. Ο Περικλής σηκώθηκε γεμάτος αγωνία και τον ρώτησε:

«Κανένα νέο, Στρατηγέ;»

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Δικοί μας κατάσκοποι εντόπισαν το πλοίο της απαγωγής κοντά στα χωρικά μας ύδατα.» Η Κάτια πετάχτηκε πάνω.

«Και η Ανθή μου; Την είδαν;» ρώτησε.

«Πώς να τη δουν, καλέ μητέρα; Αφού θα ήταν σίγουρα πολύ μακριά.» της είπε ο Περικλής.

Ο Φάνης χαμογέλασε.

«Κι όμως, την είδαν. Έκανε νοήματα προς τις ακτές και φώναζε, μήπως την ακούσουν. Μετά άρχισε να τρέχει σε όλο το κατάστρωμα και να αποφεύγει τους Πειρατές που την κυνηγούσαν.» είπε για να της φτιάξει λίγο τη διάθεση, χωρίς να αναφέρει όμως το σημείο όπου γλίστρησε.

«Αυτή είναι η κόρη μου...!» έκανε η Κάτια με καμάρι.

«Τουλάχιστον είναι καλά.» είπε η Άννα και οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί της.

«Ναι, αλλά για πόσο ακόμα;» αναρωτήθηκε η Κάτια. «Κι όσο τη φαντάζομαι στα χέρια αυτών των αδίστακτων Πειρατών...»

«Έτσι και την πειράξουν, θα τους σπάσω τα κόκκαλα εγώ και ο Αλέξανδρος.» είπε ο Περικλής με μίσος.

«Είδατε πόσο ενωμένοι γίνατε;» παρατήρησε ο Φάνης.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Άννα. «Θα στείλουμε κατασκοπικό πλοίο να τους κυνηγήσει;»

«Εννοείται πως όχι.» της απάντησε ο Περικλής. «Αυτή είναι μια πολύ επιπόλαιη κίνηση και επικίνδυνη.»

Ο Περικλής, προσπαθώντας να μη φανεί η απελπισία του, στράφηκε στον στρατηγό του:

«Τι προτείνεις, Φάνη;» Ο Φάνης έκανε κάποιες σκέψεις και είπε:

«Προς το παρόν, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.»

«Τίποτα;! Θα κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια, να περιμένουμε πότε θα έρθουν να μας σφάξουν, αφού θα έχουν σκοτώσει πρώτα το κοριτσάκι μου;!» φώναξε αγανακτισμένη η Κάτια.

«Ηρέμησε, μητέρα.» της είπε η Άννα. «Αυτό θα κάνεις, Περικλή; Τίποτα;» ρώτησε τον άντρα της.

«Δεν με αφήσατε να ολοκληρώσω όμως.» πήρε το λόγο ο Φάνης. «Λέω να μην κάνουμε τίποτα προς το παρόν, διότι δεν ξέρουμε τις προθέσεις τους.»

«Δεν ξέρουμε;!» φώναξε η Άννα. «Οι προθέσεις τους είναι ξεκάθαρες! Θέλουν πόλεμο!»

Η Κάτια συμφώνησε και άρχισε κι εκείνη να φωνάζει, ώσπου ο Περικλής φώναξε νευριασμένος για να κατευνάσει τα πνεύματα:

«Σιωπή! Επειδή είμαι μόνο πέντε χρόνια βασιλιάς, ενώ ο Φάνης πολλά περισσότερα στρατηγός, έχει περισσότερη εμπειρία σε τέτοια θέματα. Γι' αυτό αφήστε τον να μιλήσει και θα κάνουμε ό,τι μας πει!»

«Εντάξει, ας τον ακούσουμε.» είπε η Κάτια.

Ο Φάνης ξεκίνησε να λέει:

«Λοιπόν. Απ' ότι ξέρουμε όλοι οι στρατηγοί του νησιού, οι Πειρατές είναι απρόβλεπτοι. Όμως, δεν πρόκειται να πολεμήσουν με έναν εντελώς απροετοίμαστο στρατό. Οπότε σίγουρα θα στείλουν πρώτα κάποιο μήνυμα, μέσω του οποίου θα καταλάβουμε τις προθέσεις τους. Όσο για την Ανθή, τη χρειάζονται και δεν πρόκειται να την πειράξουν.»

Έτσι λοιπόν όλοι συμφώνησαν. Ο Περικλής έστειλε παντού αγγελιοφόρους και μετέφεραν το εξής μήνυμα: οι κατάσκοποι να αντικατασταθούν με φρουρούς και στρατιώτες κατά μήκος όλων των ακτών, ούτως ώστε να ειδοποιούσαν τους βασιλιάδες τους αν έβλεπαν άλλο πειρατικό καράβι να πλησιάζει.

**********************

Μεσημέριασε και το καράβι του Σίμου είχε σχεδόν φύγει από τα χωρικά ύδατα των Πέντε Βασιλείων. Η Ανθή παρέμεινε στην καμπίνα του Σίμου, ενώ εκείνος κατέβηκε στην τραπεζαρία, να πάρει φαγητό για τους δυο τους. Γινόταν χαμός στην τραπεζαρία, καθώς οι άντρες του πληρώματος είχαν μόλις ορμήσει μέσα για να φάνε.

«Τον ανόητο.» έλεγε ο Ματθαίος στον Κατάσκοπο Λουκά και σε μερικούς άλλους που κάθονταν στο τραπέζι του. «Ποιος νομίζει ότι είναι;»

«Έλα ντε;» συμφώνησε ο Λουκάς, που καθόταν δίπλα του. «Επειδή είναι πρίγκιπας τα θέλει όλα δικά του. Δεν κατάλαβα δηλαδή! Πήρε τη μικρή στην καμπίνα του και μην τον είδατε. Δικαιούμαστε κι εμείς λίγη διασκέδαση.»

Ο Σίμος τόση ώρα τους άκουγε και νευρίασε που μιλούσαν έτσι για εκείνον και την Ανθή. Γι' αυτό πήγε κι έπιασε τον Ναύαρχο και τον Αρχηγό των Κατασκόπων από τους σβέρκους με δύναμη.

«Δεν μου αρέσει όταν μιλάνε έτσι για μένα.» τους είπε απειλητικά.

«Μας παρεξήγησες, Υψηλότατε. Δεν το είπαμε με κακό σκοπό.» δικαιολογήθηκε ο Ματθαίος.

«Ναι, ε; Ακούστε, καθίκια.» συνέχισε ο Σίμος, σφίγγοντας τους ακόμα πιο πολύ. «Ξέρω πως έχετε βάλει στο μάτι την Ανθή και ζηλεύετε που είναι μαζί μου. Σας ενημερώνω λοιπόν ότι την πήρα στην καμπίνα μου για να τη γλιτώσω από τα βρομερά σας χέρια. Γι' αυτό καθίστε φρόνιμα, για να μη σας πετάξω στη θάλασσα. Το καταλάβατε;!»

«Μάλιστα, Υψηλότατε.» απάντησαν και οι δυο φοβισμένοι.

«Έτσι μπράβο.» είπε ο Σίμος και τους άφησε τα κεφάλια απότομα.

Η Ανθή βαριόταν αφάνταστα κλειδωμένη στην καμπίνα. Έψαχνε να βρει κάτι για να περάσει την ώρα της, ώσπου άκουσε το κλειδί και πέρασε μέσα ο Σίμος με ένα δίσκο γεμάτο φαγητό.

«Δεν μου λες... Για πόσο ακόμα θα με κλειδώνεις εδώ μέσα και θα φεύγεις;» τον ρώτησε με νεύρα.

«Θα μείνεις εδώ μέχρι να φτάσουμε. Έλα να φάμε τώρα.» της απάντησε και ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι.

«Μπα; Και πότε φτάνουμε;»

«Αύριο το πρωί.»

«Αύριο;! Έχουμε άλλη μια μέρα ταξίδι;! Και τι θα κάνω εγώ εδώ μέσα;! Βαρέθηκα!»

«Προτιμάς να είσαι έξω με τους αχρείους πειρατές μου;» τη ρώτησε και την έβαλε σε σκέψεις.

«Όχι.»

«Ε, λοιπόν, κάτσε να φάμε και κάνε υπομονή. Θα σου κρατάω παρέα όσο μπορώ, πρέπει όμως μερικές φορές να βγαίνω για να επιβλέπω την κατάσταση στο πλοίο. Πρέπει να σε κλειδώνω για ασφάλεια.»

Η πείνα που ένιωθε η Ανθή την έκανε να συμβιβαστεί. Το φαγητό βέβαια δεν ήταν το καλύτερο που είχε φάει, όμως έφαγε με όρεξη.

«Πεινούσες, ε;» τη ρώτησε ο Σίμος όταν τέλειωσαν το φαγητό τους.

«Τόσο πολύ φαινόταν;» είπε εκείνη. Ο Σίμος γέλασε και τότε παρατήρησε πόσο υπέροχα ήταν τα μάτια του.

«Άκου. Ξέρω πόσο χάλια είσαι εδώ μέσα. Σε καταλαβαίνω. Γι' αυτό, το απόγευμα θα σε πάω μια βόλτα στη γέφυρα, να ξεσκάσεις λίγο.»

«Εντάξει. Κάτι είναι κι αυτό.» είπε η Ανθή.

Το απόγευμα λοιπόν, που ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει πίσω τους, ανέβηκαν στο κατάστρωμα της γέφυρας. Ήταν ένας κλειστός χώρος με πολλά γραφεία, ένα πηδάλιο και πολλούς μοχλούς, πυξίδες και άλλα παρόμοια εξαρτήματα. Υπήρχαν παράθυρα σε όλες τις μεριές και από μια πόρτα σε κάθε μεριά έβγαινες στο μπαλκόνι που βρισκόταν γύρω από τη γέφυρα. Ο Καπετάνιος χειριζόταν το πηδάλιο εκείνη την ώρα, όταν όμως είδε τον Πρίγκιπα που μπήκε, το άφησε λίγο και τον χαιρέτησε κάνοντας υπόκλιση.

Ήταν ένας άντρας λίγο παχουλός, με μακριά καστανά μαλλιά και μούσια. Στο κεφάλι του φορούσε το κλασικό μαύρο καπέλο με το σήμα των Πειρατών, το ένα μάτι του ήταν καλυμμένο (η Ανθή υπέθεσε ότι δεν υπήρχε καν μάτι κάτω από το μαύρο κάλυμμα) και στον ώμο του στεκόταν περήφανος ένας παπαγάλος.

«Χαίρεται, Υψηλότατε.» είπε.

«Καλησπέρα, Κάπτεν Σπίθα. Να σου συστήσω τη νεαρή φιλοξενούμενη μας. Την Πριγκίπισσα Ανθή από το Βόρειο Βασίλειο.»

«Από το Βόρειο Βασίλειο;! Χαρ, χαρ, χαρ!» γέλασε ο Σπίθας. «Έχω ακούσει πολλά για τους Βόρειους. Θα πρέπει να είσαι περήφανη, μανταμίτσα.»

«Είμαι.» απάντησε η Ανθή, κοιτώντας τον άγρια.

«Χαρ, χαρ!» γέλασε πάλι ο Καπετάνιος. «Μ' αρέσει η μικρή. Έχει τσαγανό!»

«Είναι προστατευόμενη μου.» είπε ο Σίμος. «Και όσο ζω εγώ, σε αυτό εδώ το πλοίο αλλά και στο νησί μας, όποιος την πειράξει θα τον κάνω κομματάκια, αν με πιάνεις, Καπετάνιε.»

«Κατάλαβα, Υψηλότατε.»

Η Ανθή ένιωσε έναν περίεργο θαυμασμό για τον άντρα που την υπερασπίστηκε. Παρόλο που ο Σίμος ήταν φαινομενικά ήρεμος, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τραβήξει σπαθί και να κομματιάσει όποιον τους πείραζε.

Μετά, ο Σίμος την έβγαλε στο μπαλκόνι να πάρει λίγο αέρα. Η Ανθή κοίταξε τριγύρω στον ορίζοντα. Δεν φαινόταν ίχνος στεριάς, ούτε από άλλο πλοίο. Ήταν μακριά από το βασίλειο της, απ' την οικογένεια της... κι όμως ένιωθε ασφάλεια με τον Σίμο.

Το βράδυ έπαιξαν λίγο σκάκι στην καμπίνα του και μετά έπεσαν για ύπνο. Ο Σίμος κοιμήθηκε στο στρώμα που ζήτησε να του φέρουν για να κοιμηθεί η Ανθή στο άνετο κρεβάτι του. Το πρωί, ξύπνησε και τον είδε να ετοιμάζεται.

«Καλημέρα, Πριγκίπισσα. Σήκω. Σχεδόν φτάσαμε.»

«Καλημέρα.» είπε η Ανθή νυσταγμένα και σηκώθηκε με δυσκολία. Κάτω στο κατάστρωμα επικρατούσε φασαρία, καθώς οι ναύτες ανέβαζαν τα πανιά και ετοιμάζονταν για την άφιξη.

Το ίδιο και στη γέφυρα. Η Ανθή πλύθηκε και φόρεσε το φόρεμα που φορούσε όταν την απήγαγαν.

Σε λίγη ώρα το πλοίο έδεσε και η Ανθή με τη συνοδεία του Σίμου, δηλαδή τον Ματθαίο και τον Λουκά, κατέβηκαν. Κοίταξε γύρω της. Βρίσκονταν σ' ένα πολυάσχολο λιμάνι γεμάτο ζωή, με εμπόρους, ναυτικούς και απλούς πολίτες να πηγαινοέρχονται. Στο βάθος διέκρινε καταπράσινα βουνά.

«Έχουμε πέντε ώρες ταξίδι μέχρι το Παλάτι.» της εξήγησε ο Σίμος. «Λουκά, Ματθαίο! Πηγαίνετε να αγοράσετε προμήθειες. Η άμαξα θα είναι εδώ σε μισή ώρα.»

Οι δυο άντρες έφυγαν.

«Εμείς θα πάμε να σου αγοράσω μερικά ρούχα, γιατί δεν ξέρουμε πόσο θα χρειαστεί να μείνεις στο παλάτι.» της είπε ο Σίμος. Διέσχισαν αρκετούς δρόμους, οι οποίοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Μερικοί άντρες που περνούσαν κοιτούσαν την Ανθή σαν να είχαν χρόνια να δουν κοπέλα. Ο Σίμος κατάλαβε ότι φοβήθηκε, την αγκάλιασε και συνέχισαν να περπατούν έτσι. Μπήκαν σε ένα μαγαζί με ρούχα μέτριας ποιότητας κι αφού της αγόρασε μερικά, επέστρεψαν στο σημείο όπου τους περίμενε η άμαξα.

Ο Ματθαίος με τον Λουκά είχαν ήδη πάρει θέση μπροστά. Ο Σίμος κι η Ανθή ανέβηκαν κι εκείνοι και ξεκίνησαν. Σε όλο το δρόμο η Ανθή δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Προτιμούσε να κοιτάζει έξω. Πέρασαν δάση, πεδιάδες και χωριά, σε ένα από τα οποία έκαναν στάση για ξεκούραση και φαγητό. Μετά από πέντε ώρες λοιπόν, έφτασαν έξω από πελώρια, μαύρα τείχη.

«Το Παλάτι είναι σαν μια ολόκληρη χώρα από μόνο του.» της εξήγησε ο Πρίγκιπας. «Είναι απομονωμένο απ' τα υπόλοιπα χωριά και γι' αυτό, έχει δικά του μαγαζιά, σπίτια πολιτών και αξιωματικών και σε ένα λόφο βρίσκεται το κυρίως Παλάτι.»

Μια ψηλή πύλη άνοιξε και η άμαξα πέρασε τα τείχη.

«Είναι κάτι σαν την Πρωτεύουσα του Κεντρικού Βασιλείου.» παρατήρησε η Ανθή.

«Ακριβώς.» συμφώνησε ο Σίμος. Στη Χώρα του Παλατιού δεν υπήρχε τόση φτώχια όση υπήρχε στο Λιμάνι και στα περισσότερα χωριά και η Ανθή υπέθεσε ότι εκεί θα ζούσαν οι πιο πλούσιοι πολίτες. Μετά από μερικούς δρόμους, πέρασαν από μια σειρά τειχών και αφού ανέβηκαν το στριφογυριστό δρόμο που οδηγούσε στην κορυφή του Λόφου έφτασαν στο Παλάτι.

«Φτάσαμε, μάγκες.» είπε ο Ματθαίος και κατέβηκαν.

Μόνο ο Σίμος και η Ανθή πέρασαν τις πύλες του Κυρίως Παλατιού. Οι άλλοι δύο Πειρατές ευτυχώς έφυγαν. Δύο φρουροί τους άνοιξαν και καλωσόρισαν τον Σίμο. Πέρασαν μια μεγάλη πλακόστρωτη αυλή και μπήκαν στην Κεντρική Αίθουσα. Στη συνέχεια διέσχισαν πολλούς διαδρόμους και ανέβηκαν υπερβολικά σκαλιά. Οι τοίχοι ήταν βαριά διακοσμημένοι, σε πολλά σημεία με σπαθιά, ζωγραφιές καραβιών ή πορτραίτα πρώην Βασιλιάδων Πειρατών.

Τα διαμερίσματα του Βασιλιά Ιακώβου βρίσκονταν όλα στην κορυφή του Παλατιού, έτσι ώστε να είναι απομονωμένος.

«Ούτε καν εγώ δεν τον βλέπω συχνά, που είμαι γιος του. Του αρέσει η μοναξιά και η απομόνωση.» της εξήγησε ο Σίμος και η Ανθή δεν τόλμησε να ρωτήσει γιατί. Μπήκαν σε μια μικρή αίθουσα θρόνου.

«Καλώς τον γιόκα μου.» είπε ο Βασιλιάς και σηκώθηκε.

Ήταν ψηλός και πολύ αδύνατος, με μαύρα μακριά μαλλιά και μούσια, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν πολλές πλεξούδες. Φορούσε καφέ παντελόνι, μπότες και ένα πουκάμισο με φαρδιά μανίκια που κινούνταν πέρα- δώθε με κάθε του κίνηση.

«Καλώς σε βρήκα, πατέρα.» είπε ο Σίμος. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε και τους πλησίασε με αργά βήματα.

«Τι καλό έφερες;» ρώτησε τον γιο του.

«Την Πριγκίπισσα Ανθή, από το Βόρειο Βασίλειο, αδελφή του Βασιλιά Περικλή.»

«Α, μάλιστα...»

Ο Ιάκωβος πλησίασε κι άλλο. Έγειρε προς την Ανθή και την κοίταξε με σκοτεινό μυστήριο βλέμμα.

«Χμμ... Ώστε πριγκίπισσα, ε; Ακόμα καλύτερα. Έκανες καλή δουλειά, Σίμο γιε μου. Τώρα μένει να στείλω στα Πέντε Βασίλεια αγγελιοφόρο με το μήνυμα μου.»

«Το οποίο θα είναι...;» ζήτησε να μάθει ο Σίμος. Ο πατέρας του έκανε μια βόλτα γύρω στην αίθουσα με τα χέρια πίσω από την πλάτη και μετά από λίγο απάντησε:

«Το βρήκα. Παραδώστε μας το νησί σας για να σας δώσουμε πίσω την Ανθή. Πήγαινε βρες τον Λουκά και πες του να στείλει πλοίο με αγγελιοφόρο. Όσο για σένα, μικρή, θα μείνεις μαζί μου.»

Η Ανθή έσφιξε τις γροθιές της, ο Σίμος όμως μίλησε για αυτήν:

«Βασικά, θα προτιμούσα να μείνει στο δωμάτιο μου πατέρα. Δεν την εμπιστεύομαι σε κανέναν. Ούτε σε εσένα.»

«Α, κατάλαβα. Πονηρέ... Τη θες μόνο για τον εαυτό σου, ε; Πολύ καλά λοιπόν, κλείδωσε τη στο δωμάτιο σου και μετά πήγαινε να βρεις τον Λουκά και να του πεις αυτό που σου είπα. Γρήγορα!» Ο Σίμος πήρε την Ανθή και την πήγε στο δωμάτιο του, σε έναν πύργο λίγο πιο κάτω από εκείνον του πατέρα του.

«Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα προσπαθήσεις να το σκάσεις.» της είπε.

«Χαζή είμαι; Είμαι καταδικασμένη εκεί έξω.» του είπε εκείνη με το γνωστό πείσμα της να μην υπάρχει πλέον στη φωνή της.

********************************

Έτσι λοιπόν, την επόμενη μέρα, κατά τις τρεις το μεσημέρι, έφτασε Πειρατικό Καράβι στο Λιμάνι της Ανατολής. Και ενώ όλοι οι Ανατολίτες βρίσκονταν σε κατάσταση επιφυλακής, μια ομάδα συνόδευσε τον αγγελιοφόρο στο Ανάκτορο και στον Σουλτάνο Νίκο. Του πήρε το γράμμα το οποίο έλεγε:

Βασιλείς και Βασίλισσες των Πέντε Βασιλείων. Σας ανακοινώνω ότι έχουμε στην κατοχή μας την Πριγκίπισσα Ανθή του Βορρά. Για να την πάρετε πίσω, θα πρέπει να μας παραδώσετε ολόκληρο το νησί σας. Βασιλιάς Ιάκωβος των Πειρατών.

Αφού έφυγε ο αγγελιοφόρος, ο Νίκος έστειλε δικούς του να μεταφέρουν το μήνυμα. Ο Περικλής έγινε έξαλλος όταν το έμαθε και συγκάλεσε συμβούλιο στο Κεντρικό Βασίλειο. Ο Στάθης το οργάνωσε και την επόμενη μέρα το βράδυ, βρίσκονταν όλοι οι Βασιλιάδες κι οι Αξιωματικοί στην Αίθουσα Συμβουλίων του.

Ελπίζω να μη σας κούρασε το κεφάλαιο!!

Η Ανθή είναι και επισήμως αιχμάλωτη των Πειρατών. Δύσκολα τα πράγματα για τα Πέντε Βασίλεια. Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις τους; Τι αποφάσεις θα πάρουν ο Περικλής και ο Αλέξανδρος για τη σωτηρία της αδελφής τους;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top