ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η Μαρία ξύπνησε χωρίς τον Μάριο δίπλα της.
Έχε γούστο να με εγκατέλειψε τώρα που τον ξαναβρήκα. Σκέφτηκε, όμως έδιωξε κατευθείαν αυτή τη σκέψη. Δεν μπορούσε να αφήσει έτσι απλά το Πανδοχείο του, το μικρό του βασίλειο έτσι όπως το ονόμαζε και να φύγει.
Ένιωθε νέα ξανά. Με τον Νίκο σπάνια έκαναν έρωτα τα τελευταία χρόνια, λες και είχαν γεράσει πριν την ώρα τους. Για την ακρίβεια, ποτέ της δεν αγάπησε ερωτικά τον Νίκο. Σαν άνθρωπο τον αγάπησε και εκτίμησε το γεγονός ότι τη βοήθησε να αφήσει πίσω το παρελθόν της και να ξεκινήσει μια νέα ζωή μαζί του, προσπαθώντας να μη σκέφτεται ότι αυτός ο άνδρας, έστω και για λίγο ανήκε παλιά στην αδελφή της. Την έκανε να απολαύσει και πάλι το ανδρικό χάδι το οποίο φοβόταν τόσο πολύ μετά το βιασμό της, και, όταν γεννήθηκε κι η κόρη τους, άφησε όντως πίσω το παρελθόν. Από ότι φαίνεται όμως, ούτε ο ίδιος ο Νίκος την αγάπησε ποτέ. Για εκείνον ήταν απλά ένα υποκατάστατο της Κάτιας.
Δεν αγάπησε ούτε τον Λεωνίδα. Τα λεφτά και την εξουσία που απέκτησε στο πλάι του μπορεί, αλλά τον ίδιο σαν άνδρα της ποτέ. Ήταν ένα πείσμα αυτό που ένιωθε, που δεν την άφηνε να παραδεχτεί τα πραγματικά της αισθήματα για τον Μάριο ούτε καν στον εαυτό της. Ο άτυχος γάμος με τον Λεωνίδα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς κάθε φορά που εκείνος πήγαινε να την αγγίξει, η θύμηση του βιασμού από τον ίδιο του τον πατέρα ερχόταν στο νου της και επιπλέον, το γεγονός ότι παρίστανε τη δίδυμη αδελφή της, την Κάτια, και δεν μπορούσε να αποκαλύψει την αλήθεια την έκανε να μην αισθάνεται καθόλου άνετα. Όμως τότε είχε πάρει ένα δρόμο που δεν υπήρχε γυρισμός. Είχε ξεκινήσει ένα χορό τον οποίο ήταν αναγκασμένη να χορέψει μέχρι τέλους.
Την προηγούμενη νύχτα όμως, στην αγκαλιά του Μάριου, όλα έμοιαζαν σωστά. Ο Μάριος ήταν ένα κομμάτι του παρελθόντος που την πλήγωνε, ναι, όμως είχε και όμορφες αναμνήσεις μαζί του. Από αυτές τις αναμνήσεις θα μπορούσαν να πιαστούν για να δημιουργήσουν ένα κοινό μέλλον και να γιατρέψουν ο ένας τις πληγές του άλλου κι ας είχαν περάσει χρόνια.
Ποτέ δεν είναι αργά. Σκέφτηκε και σηκώθηκε με αισιοδοξία.
Αφού πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, ντύθηκε, έπιασε ένα χαμηλό κότσο τα μαλλιά της και κατέβηκε κάτω.
Οι υπόλοιποι είχαν μόλις τελειώσει το πρωινό τους.
«Καλημέρα.» τους είπε.
«Καλημέρα, μαμά. Έλα να φας κι εσύ για να φύγουμε.»
Κάθισε στο τραπέζι και παρατήρησε πως έλειπε ένα μόνο άτομο.
«Πού είναι ο Μάριος;» ρώτησε.
«Ετοιμάζει το άλογο, Μεγαλειοτάτη.» απάντησε η Έφη. Όλοι χαμογελούσαν περίεργα. Σε λίγο και ενώ η Μαρία είχε τελειώσει το πρωινό της, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα. Η Μαρία σηκώθηκε γεμάτη έκπληξη. Είχε κουρευτεί και ξυριστεί, κι όμως εκείνη τον γνώρισε αμέσως από τα φωτεινά γαλανά μάτια του. Έτσι έμοιαζε περισσότερο με τον νεαρό πρίγκιπα που είχε γνωρίσει τότε.
«Μάριε;» είπε καθώς τον πλησίασε.
«Συγνώμη αν δεν σου αρέσω, αλλά δεν μπορούσα να εμφανιστώ στο Παλάτι του Βορρά έτσι όπως ήμουν.»
«Όχι, φυσικά και μ' αρέσεις. Κούκλος έγινες, όπως τότε.»
«Λοιπόν, πάμε; Όλοι θα ανυπομονούν για την άφιξη σας, Σουλτάνα Μαρία.» είπε ο Φάνης και σηκώθηκε.
Φόρτωσαν λίγα από τα πράγματα τους στον Ηρακλή και ξεκίνησαν. Έκαναν ελάχιστες σύντομες στάσεις και η μόνη μεγάλη που έκαναν ήταν το μεσημέρι για φαγητό. Ο Μάριος δεν ήθελε να καθυστερήσει ούτε λεπτό παραπάνω. Ανυπομονούσε να δει το Παλάτι, την Κάτια, τα ανίψια του και τον αδελφό του τον Κωνσταντίνο, ο οποίος πιθανότατα ήταν ακόμα εκεί.
«Άντε, προχωράτε! Μη μένετε πίσω!» έλεγε σε όσους έμεναν λίγο πίσω.
Έτσι έφτασαν στο Παλάτι νωρίς το απόγευμα. Ο φρουρός της Πύλης τους άνοιξε και έκανε μια ελαφριά υπόκλιση. Ο Μάριος παρατήρησε ότι το κυρίως κτήριο του Παλατιού ήταν ολόιδιο με τότε που είχε φύγει, όμως το προσωπικό φυσικά και είχε αλλάξει. Όταν μπήκαν στην Κεντρική Αίθουσα, ο Πάνος με τον Μάξιμο έπαιζαν κυνηγητό με την Ανθή και την Άντζελα και σχεδόν έπεσαν πάνω τους.
«Μαμά, μπαμπά!» φώναξε ο Πάνος. «Γυρίσατε!»
«Ήσουν φρόνιμο παιδί όσο λείπαμε;» τον ρώτησε η μαμά του.
«Ναι. Και επειδή ήμουν καλό παιδί, η γιαγιά με έφερε εδώ να παίξω με τον Μάξιμο.» είπε ο μικρός.
«Μπράβο!» του είπε ο Φάνης. «Σε λίγο όμως θα γυρίσουμε σπίτι, εντάξει;»
«Ναι, μπαμπά.»
«Γλύκας ο γιος σας.» είπε ο Μάριος.
«Είναι καλό παιδί όταν θέλει...» αστειεύτηκε ο Φάνης.
«Και από εδώ ο Μάξιμος και η Άντζελα, τα παιδιά του αδελφού σου, του Κωνσταντίνου.» είπε η Μαρία. «Παιδιά, δεν σας είχε μιλήσει κάποτε ο πατέρας σας για έναν αδελφό Μάριο που είχε;»
«Ναι, κάτι μας είχε πει.» είπε η Άντζελα.
«Εγώ είμαι.» είπε ο Μάριος και έδωσαν τα χέρια.
«Έχουμε άλλη μια αδελφή, τη Λουκία.» εξήγησε η Άντζελα.
«Χριστίνα, Λουκία, Άντζελα, Μάξιμος... Όλα αυτά τα ονόματα μου θυμίζουν πολλά.»
«Στη Χριστίνα έδωσα το όνομα της θείας μου. Η Λουκία πήρε το όνομα της μητέρας σου, γιαγιάς της δηλαδή. Και φυσικά η Άντζελα πήρε το όνομα της αδελφής μου της Άντζελας.» εξήγησε η Μαρία.
«Φυσικά. Πόσο χαίρομαι που ακούω αυτά τα ονόματα ξανά...»
«Ο Μάξιμος έχει το όνομα του μεγάλου τέως βασιλιά του Νότου, ο οποίος έπεσε ηρωικά στη μάχη. Ήταν φίλος με τον αδελφό σας τον Κωνσταντίνο.» συμπλήρωσε ο Φάνης.
«Και φυσικά αυτή είναι η Ανθή, η μικρότερη κόρη της Κάτιας και του Λεωνίδα.» συνέχισε η Έλσα.
«Για σου Ανθή. Κι εσύ έχεις το όνομα μιας σπουδαίας βασίλισσας.»
«Το ξέρω. Η γιαγιά μου έσωσε πολύ ηρωικά τη μητέρα μου, δίνοντας τη ζωή της για αυτήν. Εσύ το ξέρεις αυτό, θείε Μάριε;»
«Ναι, φυσικά και το ξέρω. Δεν ήμουν μπροστά, αλλά μου το είπε ο πατέρας σου σε ένα από τα γράμματα του.» Χαμογέλασε με θλίψη καθώς θυμόταν ότι αυτό βρισκόταν στο τελευταίο γράμμα που του έστειλε. «Λοιπόν, πάμε να δω και τους υπόλοιπους;» είπε με τη θλίψη για τον αδελφό του να μετατρέπεται σε ανυπομονησία για να δει τα άλλα του αδέλφια.
«Πάμε.» είπε η Μαρία.
Σ' ένα μικρό σαλονάκι βρισκόταν η Κάτια και ο Περικλής με την Άννα, οι οποίοι σηκώθηκαν κατευθείαν όταν η Μαρία και οι υπόλοιποι μπήκαν μέσα.
«Επιτέλους!» αναφώνησε ο Περικλής. Η Κάτια πλησίασε διστακτικά τη Μαρία. Δεν ήξερε τι να της πει. Να της ζητούσε συγνώμη; Κι αν δεν τη δεχόταν; Η αδελφή της όμως την αγκάλιασε σφιχτά χωρίς να της πει τίποτα, ενώ οι άλλοι κοιτούσαν συγκινημένοι.
«Συγχώρεσε με, Μαρία.»
«Σ' έχω συγχωρέσει ήδη, Κάτια.» της είπε και μετά απομακρύνθηκε απ' την αγκαλιά της. «Δεν θα το πιστέψεις. Βρήκα έναν παλιό μου έρωτα, και τώρα πια είμαστε πάλι μαζί.»
«Ποιον από όλους;» ρώτησε η Κάτια και γέλασαν.
«Τον Μάριο.» της απάντησε.
Η Κάτια γύρισε και κοίταξε τον Μάριο έκπληκτη. Κατά βάθος ήξερε ότι ζούσε. Όμως δεν περίμενε να τον ξαναδεί ποτέ.
«Απίστευτο! Μάριε; Εσύ;»
«Ναι, Κάτια. Εγώ. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.»
«Μετά από τόσα χρόνια... Μα πως; Που τον βρήκες;»
«Την έσωσα από βέβαιο πνιγμό στο ποτάμι. Τα υπόλοιπα είναι μεγάλη ιστορία. Θα τα συζητήσουμε ήρεμα το βράδυ.»
«Γεια σου θείε. Χάρηκα για τη γνωριμία.» είπε ο Περικλής, δίνοντας το χέρι του.
Είχε ακούσει πολλές φορές την οικογένεια του να μιλούν για τον μικρότερο αδελφό του πατέρα του και ήταν σαν να τον ήξερε χρόνια.
«Ω, μα τι ανόητη που είμαι!» έκανε η Κάτια. «Πάνω στη συγκίνηση μου ξέχασα να σας συστήσω. Από εδώ ο ένας απ' τους δυο δίδυμους γιους μου, ο Περικλής και η γυναίκα του η Άννα. Είναι οι βασιλιάδες του Βορρά. Ο άλλος μου γιος, ο Αλέξανδρος, δεν είναι εδώ. Βρίσκεται στον Νότο, του οποίου είναι βασιλιάς.»
«Τα γνωρίζω αυτά, από ταξιδιώτες που έρχονταν στο πανδοχείο μου και μου έλεγαν νέα του νησιού. Και φυσικά γνώρισα και την κόρη σου, τη γλυκύτατη Πριγκίπισσα Ανθή. Χαίρομαι πάντως που έχω τόσα πολλά ανίψια.»
«Έχεις πανδοχείο; Πού;»
«Στην Ερημιά, κοντά στον Καταρράκτη. Εκεί έσωσα και περιέθαλψα τη Μαρία.»
«Έτσι εξηγείται γιατί δεν είχαμε νέα σου τόσον καιρό και γιατί δεν συμμετείχες στους πολέμους πριν από πέντε χρόνια. Και επί τη ευκαιρία, αύριο θα ξεκινήσουμε όλοι μαζί για τη Δύση, για να παρευρεθούμε στα εικοστά γενέθλια του Πρίγκιπα Κώστα. Είναι ο γιος της Λίζας, η οποία του έδωσε τα ονόματα το δικό σου και του Κωνσταντίνου. Κωνσταντίνο- Μάριο τον λένε, μόνο η μητέρα του τον φωνάζει με το δικό σου όνομα όμως.»
«Λογικό είναι. Ήσουν ο αγαπημένος της αδελφός.» είπε η Μαρία. «Θα έρθεις μαζί μας;»
«Και το ρωτάς; Θέλω πολύ να ξαναδώ τη Λίζα και να γνωρίσω και τον ανιψιό που φέρει το όνομα μου. Θα με γνωρίσει άραγε η αδελφή μας;»
«Ίσως να μη σε γνωρίσει με την πρώτη, όμως να ξέρεις πως, από τη στιγμή που έμαθε πως ο θάνατος ο δικός σου και του Κωνσταντίνου ήταν σκηνοθετημένοι, θύμωσε πάρα πολύ και ειδικά μαζί σου που την εγκατέλειψες. Ακόμα δεν της έχει περάσει, και ξέρεις έχει γίνει μια σωστή Δυτική πλέον και οι Δυτικοί δεν ξεχνούν ούτε συγχωρούν τόσο εύκολα.»
«Ωχ!» έκανε ο Μάριος και όλοι γέλασαν.
Εκείνη τη στιγμή, μπήκαν και ο Κωνσταντίνος με την Ευγενία.
«Τι έγινε; Μαρία, γύρισες!» είπε.
«Και όχι μόνο εγώ.» είπε η Μαρία. Ο Κωνσταντίνος κοίταξε περίεργα τον ξανθό άντρα με τα γαλανά μάτια που έμοιαζαν με τα δικά του.
«Γεια σου αδελφέ.» του είπε εκείνος.
«Μάριε, εσύ είσαι;»
«Εγώ είμαι, βρε Κώστα! Εκτός απ' τον Λεωνίδα, έχεις άλλον αδελφό;!»
«Έλα εδώ, ρε παλιόπαιδο!» είπε αστειευόμενος ο Κωνσταντίνος και αγκαλιάστηκαν.
«Πάνε τόσα χρόνια...» είπε ύστερα ο Μάριος, μόλις πέρασε η πρώτη συγκίνηση. Υπήρχαν δάκρυα στα μάτια και των δύο αδελφών.
«Ναι, βρε Μάριε... Γεράσαμε σχεδόν.»
«Ε, όχι βέβαια! Μην ακούω τέτοια! Μια χαρά κρατιέσαι!»
«Κι εσύ το ίδιο.» Κι έπειτα του σύστησε και την Ευγενία.
«Λοιπόν Μαρία, τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;» ρώτησε η Κάτια την αδελφή της.
Η Μαρία της χαμογέλασε και απάντησε:
«Θα πάρω διαζύγιο απ΄ τον Νίκο. Μπορείτε πλέον να είστε μαζί. Εγώ θέλω να είμαι με τον Μάριο.» Η Κάτια χάρηκε και σταμάτησε να νιώθει τύψεις για αυτό που έγινε. Η Χριστίνα όμως, που τόση ώρα δεν βρισκόταν στο δωμάτιο και μπήκε τη στιγμή εκείνη που η μητέρα της ανακοίνωσε αυτά τα λόγια, έμεινε δυσάρεστα έκπληκτη.
«Θεία; Εσύ και ο πατέρας μου... Μα τι έγινε;»
«Δεν έχει σημασία.» είπε η Μαρία. «Σημασία έχει τώρα να πάμε όλοι στη Δύση και να πάνε όλα κατ' ευχή στα γενέθλια του ξάδελφου σου.»
«Ναι... Έχεις δίκιο.» είπε η Χριστίνα, όμως δεν φαινόταν και τόσο καλά.
«Είστε καλά, Στρατηγέ;» τη ρώτησε η Έφη.
«Τι έχεις, κόρη μου;» ρώτησε η μητέρα της.
«Τίποτα... απλώς... πρέπει να φύγω.»
«Και που να πας;»
«Στην Ανατολή. Πρέπει να ειδοποιήσω τον πατέρα για το διαζύγιο, για το ότι σε βρήκαμε, για τα γενέθλια και όλα αυτά. Πάμε, Έφη.»
Η Χριστίνα είχε μπερδευτεί, όλοι το έβλεπαν. Ήθελε να βρει το χρόνο της να τα συνηθίσει όλα αυτά. Μόλις έμαθε πως η μητέρα της και ο πατέρας της χώριζαν, για να είναι ο πατέρας της με τη θεία της και η μητέρα της με τον παλιό της έρωτα. Όλο αυτό ήταν πάρα πολύ για εκείνη και όσοι γνώριζαν το χαρακτήρα της, ήξεραν ότι το είχε πάρει υπερβολικά ψύχραιμα. Για αυτό την άφησαν να φύγει.
«Περίμενε μισό λεπτό. Θέλω να της πω κάτι.» είπε ο Φάνης στην Έλσα και την ακολούθησε. Την πρόλαβε μπροστά στην έξοδο και της είπε:
«Φρόντισε τουλάχιστον να είσαι αύριο το απόγευμα στη Δύση. Θα είναι και οι υπόλοιποι στρατηγοί και είναι η τελευταία μας ευκαιρία να συζητήσουμε κάποια θέματα.»
«Τι θέματα;» ρώτησε η Έφη, η Χριστίνα όμως είχε καταλάβει και της έκανε ένα νόημα να σωπάσει.
«Μην ανησυχείς, συνάδελφε Στρατηγέ. Θα έρθουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε με τον πατέρα μου, και ας μην είμαι καλά ψυχολογικά.» Ο Φάνης δεν το συνέχισε. Ήξερε ότι θα της περνούσε.
Όλοι οι υπόλοιποι πέρασαν τη νύχτα στο Παλάτι του Βορρά και την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησαν όλοι μαζί με άμαξες για το Δυτικό Βασίλειο. Στη δεξίωση που θα γινόταν, απ' ότι είχαν πληροφορηθεί, θα παρευρίσκονταν όλες οι βασιλικές οικογένειες με τους στρατηγούς και τους αρχηγούς των κατασκόπων, καθώς και κάποιοι Δυτικοί πολίτες, και φίλοι της Λίζας και του Πέτρου από άλλα νησιά.
Το ταξίδι κυλούσε ομαλά και ο καιρός ήταν υπέροχος. Η Ανθή ωστόσο, είχε συνεχώς ένα βαριεστημένο ύφος, όταν όμως μπήκαν στο Δυτικό Βασίλειο, έμεινε άφωνη και κοιτούσε τα πάντα γύρω της. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε εκεί και μαγεύτηκε από την άγρια γοητεία της Δύσης.
Εδώ θα ήθελα να μένω. Σκέφτηκε καθώς κοιτούσε τα σαλούν, τα καμπαρέ και τους περαστικούς καουμπόηδες, οι οποίοι καθώς περνούσαν οι άμαξες από δίπλα τους, ανασήκωναν τα καπέλα τους ως χαιρετισμό. Ωστόσο ήξερε ότι θα περνούσαν αυτές τις τρεις μέρες κλεισμένοι στο Παλάτι.
Σιγά μη μ' αφήσουν να βγω έξω. Σκεφτόταν και της χαλούσε η διάθεση.
Είχε μεσημεριάσει όταν έφτασαν στο Παλάτι. Η Ανθή το βρήκε πιο όμορφο απ' ότι περίμενε. Στρογγυλά ψηλά τείχη το φρουρούσαν και όταν τους άνοιξαν τις πύλες, οι άμαξες σταμάτησαν και όλοι κατέβηκαν σ' ένα καταπράσινο κήπο. Μερικοί ιπποκόμοι πήγαν και παρέλαβαν τις άμαξες και τα άλογα. Στο βάθος φαινόταν το Κυρίως Κτήριο, χτισμένο με το παραδοσιακό καουμπόικο στυλ.
«Ακολουθήστε με, παρακαλώ.» τους είπε ένας φρουρός με πράσινη στολή.
Τον ακολούθησαν στο Κυρίως Κτήριο. Ο Μάριος είχε πολλή αγωνία. Πώς θα αντιδρούσε η αδελφή του όταν τον έβλεπε; Θα χαιρόταν η θα θύμωνε ακόμα περισσότερο; Μπήκαν σ' έναν προθάλαμο και μετά στην Κεντρική Αίθουσα, οι τοίχοι της οποίας ήταν διακοσμημένοι με πέταλα αλόγων, καουμπόικα καπέλα και πίνακες που αναπαριστούσαν μάχες μεταξύ καουμπόηδων, ληστών και σερίφηδων. Ο φρουρός πήγε να ειδοποιήσει τη βασιλική οικογένεια για να τους υποδεχτεί.
Σ' έναν καναπέ καθόταν ο Αλέξανδρος, μαζί με τον Λευτέρη και τον Αντώνη. Όταν είδε την οικογένεια του, σηκώθηκε με τους άλλους δύο και πλησίασαν.
«Χαιρετώ τις αξιότιμες οικογένειες μου απ' τον Βορρά, την Ανατολή και το Χωριό της Αναγέννησης.» είπε.
«Άλεξ!» φώναξε η Ανθή και τον αγκάλιασε.
«Πότε φτάσατε εδώ;» τον ρώτησε η Κάτια.
«Πριν λίγο.» απάντησε ο Αλέξανδρος και έπειτα του σύστησαν τον χαμένο θείο του Μάριο. Ο Λευτέρης πήρε παράμερα τον Φάνη και τον ρώτησε:
«Η Χριστίνα δεν ήρθε μαζί σας;»
«Είναι μεγάλη ιστορία. Ήθελε να γυρίσει στην Ανατολή, να ειδοποιήσει τον Σουλτάνο Νίκο ότι η μητέρα της βρέθηκε, παρόλο που θα έχει ειδοποιηθεί ήδη από τους ανιχνευτές... και τέλος πάντων προέκυψε και ένα οικογενειακό ζήτημα και μπερδεύτηκε. Λογικά θα έρθει σήμερα, με τον πατέρα της και την κατάσκοπο της. Πρέπει να έχουν ξεκινήσει τώρα, αλλά η Ανατολή είναι πιο μακριά από τα δικά μας βασίλεια."
«Δίκιο έχεις. Θα πρέπει να διασχίσει όλο το Κέντρο. Το καλό που της θέλω όμως να έρθει, γιατί το δικό μας θέμα δεν μπορεί να περιμένει.»
Η Έλσα τους κοιτούσε τόση ώρα και αναρωτιόταν τι να έλεγαν.
«Πολλή μυστικοπάθεια διακρίνω τώρα τελευταία από τους στρατηγούς.» είπε στην Άννα, με την οποία ήταν παιδικές φίλες πολύ πριν εκείνη γίνει βασίλισσα. «Ξέρεις εσύ τίποτα;»
«Όχι. Φαίνεται πως υπάρχει κάποιο μυστικό μεταξύ τους. Ούτε καν σ' εμάς, τους βασιλιάδες, δεν το έχουν πει.»
«Μάλλον δεν θα ξέρουν πώς να το χειριστούν. Αλλά ούτε σ' εμάς, τους κατασκόπους, δεν μπορούν να το εμπιστευθούν; Τόσο σοβαρό είναι;»
Εκείνη την ώρα μπήκαν στην αίθουσα η Λίζα, ο Πέτρος, ο Κώστας και ο Στρατηγός Δημήτρης.
«Καλώς ήρθατε στο Παλάτι της Δύσης.» είπε η Λίζα. «Μπορείτε να νιώθετε σαν στο σπίτι σας.» Εκείνη την ώρα μπήκαν και οι Κεντρικοί, που έφτασαν και δημιουργήθηκε ένα μικρό πλήθος. Έτσι δεν κατάφεραν να συστηθούν με τον Μάριο. Αφού οδηγήθηκαν σε ξενώνες και τακτοποιήθηκαν λοιπόν, η Μαρία είπε στη Λίζα να συγκαλέσει κάτι σαν οικογενειακό συμβούλιο.
Έτσι, συγκεντρώθηκαν σ' ένα σαλόνι όλοι τους: η Λίζα, ο Πέτρος, η Κάτια, η Μαρία, ο Κωνσταντίνος και ο Μάριος.
«Λοιπόν, τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα που θέλατε να συζητήσουμε;» ρώτησε η Λίζα και στράφηκε στον Μάριο: «Σας ξέρω από κάπου, κύριε...»
«Μάριος. Χαίρω πολύ, Βασίλισσα Λίζα.» είπε εκείνος, χωρίς να βρίσκει τίποτα άλλο να πει και της φίλησε το χέρι.
«Μάριος... Κάτι μου θυμίζετε, κύριε Μάριε... Κάποιον απ' τα παλιά. Πάνε χρόνια όμως, πολλά χρόνια και δεν είμαι σίγουρη αν...»
«Εγώ είμαι, Λίζα. Ο Μάριος που νομίζεις είμαι εγώ. Ο αδελφός σου.»
Η έκπληξη της Λίζας ήταν μεγαλύτερη από των άλλων αδελφών της. Όταν όμως πέρασε το αρχικό σοκ χωρίς να πει τίποτα, σήκωσε το χέρι της και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.
«Ωχ... Αυτό πρέπει να πόνεσε.» είπε ο Κωνσταντίνος.
«Πώς τόλμησες!» άρχισε να φωνάζει η Λίζα, με τα δάκρυα να απειλούν να αφήσουν τα γκρίζα μάτια της. «Πώς τόλμησες και έφυγες χωρίς να με πάρεις μαζί σου, ενώ εγώ νόμιζα πως ήσουν νεκρός! Μου ορκίστηκες πως δεν θα με άφηνες ποτέ!»
«Λιζάκι, δεν γινόταν αλλιώς.» προσπάθησε να την ηρεμήσει ο Κωνσταντίνος.
«Εσύ Κωνσταντίνε μη μιλάς, γιατί ήσουν κι εσύ στο κόλπο. Σκηνοθετήσατε το θάνατο σας, φύγατε για να γλιτώσετε και αφήσατε εμένα και τον Λεωνίδα να σας κλαίμε. Μα τι λέω, η ηλίθια; Ο Λεωνίδας ήταν εκείνος που σκέφτηκε το σχέδιο! Μόνη μου έκλαιγα λοιπόν ενώ εκείνος παρίστανε τον θλιμμένο αδελφό!» Όλοι παρακολουθούσαν άφωνοι το παραλήρημα της, χωρίς να τολμάει κανένας να την ηρεμήσει, ούτε καν ο άντρας της. Αφού ξέσπασε λοιπόν, συνέχισε με πιο χαμηλή φωνή:
« Ειδικά από εσένα όμως, Μάριε, αυτό δεν κατάφερα να σου το συγχωρήσω.»
«Συγνώμη...» ψιθύρισε ο Μάριος με σκυμμένο το κεφάλι.
«Στο συγχωρώ όμως τώρα.»
«Τι;»
Η Λίζα τον αγκάλιασε, αφήνοντας επιτέλους τα δάκρυα που πάλευε τόση ώρα με σύμμαχο το θυμό να συγκρατήσει, να κυλήσουν άφοβα.
«Δεν με νοιάζει τώρα πια, Μάριε. Δεν με νοιάζει που τόσα χρόνια ζούσα σ' ένα ψέμα. Μου φτάνει που είσαι ζωντανός και γύρισες, αγαπημένε μου αδελφέ.»
«Δες και τη θετική πλευρά.» είπε μετά ο Πέτρος, ανακουφισμένος που το ξέσπασμα της την έκανε να ηρεμήσει και δεν συνεχίστηκε για πολύ. «Αν είχες φύγει τότε με τον Μάριο, δεν θα σε είχα γνωρίσει και αύριο δεν θα γιορτάζαμε τα εικοστά γενέθλια του γιου μας.»
«Έχεις δίκιο.» είπε η Λίζα σκουπίζοντας τα μάτια της και όλοι συμφώνησαν. «Ελάτε εδώ, αδέλφια μου...» είπε ύστερα. Ο Κωνσταντίνος, η Κάτια και η Μαρία πλησίασαν και μαζί με εκείνη και τον Μάριο έγιναν μια μεγάλη αγκαλιά.
«Πόσο χαίρομαι που σας έχω όλους εδώ σήμερα...» είπε η Δυτική Βασίλισσα με μάτια υγρά και πάλι. «Όλα τα αδέλφια μου εν ζωή, επιτέλους μαζεμένα. Ποιος να το φανταζόταν.»
«Μακάρι να ήταν και ο Λεωνίδας και η Άντζελα εδώ μαζί μας.» είπε ο Κωνσταντίνος με την ίδια συγκίνηση.
«Είμαι σίγουρη ότι μας βλέπουν από κάπου και είναι χαρούμενοι για εμάς.» είπε η Κάτια, και θα έλεγε κανείς πως ήταν όντως απόλυτα σίγουρη για αυτό, ότι δηλαδή υπήρχε ζωή και μετά θάνατον.
Οι προετοιμασίες για τη δεξίωση είχαν αρχίσει πυρετωδώς και σχεδόν όλοι βοηθούσαν. Το απόγευμα κατέφθασαν και οι τελευταίοι που περίμεναν, δηλαδή ο Νίκος, η Χριστίνα και η Έφη, καθώς και η Ηλιάνα, η Αρχικατάσκοπος του Χωριού της Αναγέννησης. Η μέρα της δεξίωσης έφτασε και οι υπόλοιποι καλεσμένοι άρχισαν να καταφθάνουν απ' το πρωί. Όλοι ήταν ντυμένοι με τα επίσημα χρώματα των βασιλείων τους. Μέχρι και μάγοι και ξωτικά είχαν πάει, απ' το Νησί των Μάγων και το Νησί των Ξωτικών αντίστοιχα.
Το μεσημέρι υπήρχε μπουφές και μετά ο Κώστας έσβησε τα είκοσι κεράκια της τεράστιας τούρτας γενεθλίων του. Μετά οι σερβιτόροι μοίρασαν τα κομμάτια στους παρευρισκόμενους. Η Ανθή βαριόταν και έκανε διάφορα πράγματα για να περάσει η ώρα. Ένα από αυτά ήταν να παροτρύνει τον Πάνο και τον Μάξιμο να κάνουν διάφορες ζαβολιές, όπως για παράδειγμα να πουν σ' ένα σερβιτόρο ότι είχε μια κατσαρίδα κάτω από το δίσκο του!
Ο σερβιτόρος τότε γύρισε απότομα το δίσκο του και όλο το κρασί που υπήρχε στα ποτήρια χύθηκε και τα ποτήρια έσπασαν. Τα δυο παιδάκια άρχισαν να τρέχουν για να κρυφτούν, ενώ η Ανθή χαχάνιζε, ευχαριστημένη για την επιτυχία της φάρσας. Το απόγευμα κάποιοι μάγοι και μάγισσες έκαναν μερικά κόλπα και όταν άρχισε να βραδιάζει ξεκίνησε ο χορός. Τότε βρήκαν ευκαιρία οι στρατηγοί να συζητήσουν. Πρώτος πήρε το λόγο ο Φάνης:
«Λοιπόν, όπως ήδη γνωρίζουμε, φρουροί από τα βασίλεια που βρέχονται με θάλασσα, δηλαδή της Δύσης, του Νότου, της Ανατολής και του Βορρά, έχουν διακρίνει πειρατικά καράβια να κάνουν το γύρο του νησιού μας.»
«Το Κέντρο όμως δεν βρέχεται από θάλασσα, οπότε εγώ σας είμαι μάλλον άχρηστος.» είπε ο Βασίλης.
«Φυσικά και όχι, Στρατηγέ Βασίλη.» είπε η Χριστίνα. «Πρέπει κι εσείς να ξέρετε γιατί αυτό το θέμα μας αφορά όλους. Δεν θέλω να το πιστέψω, αλλά νομίζω ότι οι Πειρατές μας ετοιμάζουν επίθεση.»
«Εγώ διαφωνώ κάθετα.» είπε ο Δημήτρης. «Δεν πιστεύω ότι μας παρακολουθούν με επιθετικές διαθέσεις. Εδώ και πέντε χρόνια δεν λέμε ότι θέλουν να μας κατακτήσουν; Αν ήταν έτσι, θα το είχαν κάνει εδώ και καιρό.»
«Και τι ξέρει η Δύση από πειρατές; Το δικό μας βασίλειο είναι πιο κοντά στο δικό τους και έχουμε δει περισσότερα πλοία.»
«Ωχ... Άρχισαν πάλι.» είπε ο Λευτέρης στον Φάνη, γνωρίζοντας ότι όποτε ξεκινούσαν να διαφωνούν ο Δυτικός με την Ανατολική Στρατηγό, ήταν ικανοί να μη σταματούσαν ποτέ αν δεν τους διέκοπτε κάποιος!
«Ναι, αλλά η Δύση έχει τα καλύτερα πλοία για να τους αντιμετωπίσει.»
«Λάθος! Ποιος έχει το καλύτερο λιμάνι; Εμείς.»
Ο Φάνης αποφάσισε να δώσει ένα τέλος σε αυτή τη διαμάχη λέγοντας:
«Αρκετά με τις κόντρες σας. Και τα δύο λιμάνια είναι εξίσου καλά και αν τυχόν γίνει πόλεμος, θα αξιοποιηθούν τα πλοία και απ' τις δυο πλευρές.»
«Έχεις δίκιο, Στρατηγέ Φάνη. Εγώ φταίω. Παρασύρθηκα.» είπε η Χριστίνα.
«Λοιπόν. Επανερχόμαστε στο θέμα μας. Στρατηγέ Λευτέρη, εσύ τι πιστεύεις για τους πειρατές;»
«Εγώ είμαι ουδέτερος με το όλο θέμα και θέλω να παραμείνω έτσι, παρόλο που έχουν δει και δικοί μου φρουροί τα καράβια τους. Όμως μήπως πρέπει να το πούμε στους βασιλιάδες μας; Εκείνοι θα το χειριστούν καλύτερα.»
«Φυσικά και πρέπει να τους το πούμε.» συμφώνησε ο Δημήτρης. «Η τουλάχιστον στους Αρχηγούς των Κατασκόπων μας. Γιατί εκείνοι ούτως η άλλως θα το μάθουν, αν μας παρακολουθήσουν.»
«Εγώ επιμένω πως δεν πρέπει να το πούμε σε καμία περίπτωση. Μπορούμε να το χειριστούμε μόνοι μας.» διαφώνησε η Χριστίνα, όπως πάντα.
«Γιατί είσαι πάντα τόσο αρνητική;» της είπε ο Φάνης. «Είπαμε, τίποτα δεν είναι σίγουρο ακόμα. Εγώ είμαι ο Αρχιστράτηγος του νησιού και πήρα την απόφαση μου: θα περιμένουμε να δούμε τι θα ακολουθήσει, θα βεβαιωθούμε τι θέλουν οι Πειρατές από εμάς και μετά θα μιλήσουμε στους Βασιλιάδες και στους υπόλοιπους αξιωματικούς, εννοείται χωρίς να τρομοκρατήσουμε τους πολίτες.»
Η Ανθή βρισκόταν εκεί κοντά και άκουσε αυτό το τελευταίο. Πλησίασε τους στρατηγούς και είπε:
«Θα γίνει πόλεμος; Φάνη, θα με αφήσεις να πολεμήσω η τουλάχιστον να βοηθάω;»
«Πάλι κρυφάκουγες εσύ;» τη μάλωσε ο Φάνης.
«Ναι, αφού θέλω να γίνω κατάσκοπος. Θα πεις στην Έλσα να με βάλει στο Σώμα;»
«Καταρχάς, δεν είπαμε τίποτα για πόλεμο. Αν γίνει, θα είσαι από τους πρώτους που θα το μάθουν. Και κατά δεύτερον, δεν είσαι στην κατάλληλη ηλικία για να πολεμήσεις ή να καταταγείς στους κατασκόπους. Όσο για τη βοήθεια που μπορείς να προσφέρεις, αν μας υποσχεθείς να μην πεις τίποτα σε κανέναν, θα δω τι μπορεί να γίνει.»
«Εντάξει. Σας υπόσχομαι να μην πω τίποτα.» είπε σε όλους και αφού τους χαιρέτησε στρατιωτικά απομακρύνθηκε.
Λίγο πιο πέρα, ο Κώστας συζητούσε με τα αδέλφια της. Τους πλησίασε και είπε:
«Κώστα, βαρέθηκα πια εδώ μέσα. Θες να πάμε καμιά βόλτα;» Ο Κώστας κοίταξε τους ξάδερφους του.
«Αν είναι να γυρίσετε γρήγορα...» είπε ο Αλέξανδρος.
«Αλλά να προσέχετε.» συμπλήρωσε ο Περικλής.
«Εντάξει. Υπόσχομαι να την προσέχω σαν τα μάτια μου και να μη λείψουμε πολύ.» είπε ο ξάδελφος τους και έφυγαν.
«Λοιπόν, που θες να πάμε;» τη ρώτησε μόλις βγήκαν από την Κεντρική Αίθουσα.
«Θέλω να μου δείξεις τα μέρη που συχνάζεις.»
«Ξέρεις να ιππεύεις;»
«Φυσικά. Εγώ δεν ξέρω;»
«Ωραία. Γιατί θα πάμε με άλογα.»
Η Ανθή ενθουσιάστηκε με την ιδέα και πήγαν στους στάβλους. Φόρεσαν μπότες ιππασίας και καουμπόικα καπέλα. Η Ανθή ενθουσιάστηκε μόλις ο Κώστας της έδωσε ένα! Πήρε το άλογο του, ένα καφέ πολύ όμορφο και βρήκε για αυτήν μια πολύ ήρεμη μπεζ φοράδα.
Κάλπαζαν στους δρόμους της Δύσης, καθώς ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τη θάλασσα και η Ανθή ένιωθε σαν πραγματική καουμπόισσα! Και καθώς ο ξάδελφος της, της έδειχνε τα κυριότερα μέρη της πόλης και της εξηγούσε, εκείνη φανταζόταν πως ήταν καβαλάρηδες που πήγαιναν προς τη μάχη.
Όταν βράδιασε, μπήκαν σ' ένα σαλούν, ήπιαν από μία μπύρα και μετά έφυγαν και πήγαν να καθίσουν στην παραλία που βρισκόταν πίσω απ' το Παλάτι. Διέσχισαν ένα μικρό δάσος για να βρεθούν εκεί.
«Θα κάτσουμε λίγο εδώ και μετά θα γυρίσουμε, εντάξει;» είπε ο Κώστας καθώς κατέβαιναν απ' τα άλογα.
«Εντάξει.» συμφώνησε η Ανθή. Έδεσαν τα άλογα σ' ένα δέντρο του δάσους, στερέωσαν και τα καπέλα τους στις σέλες τους και ύστερα περπάτησαν λίγο στην παραλία κουβεντιάζοντας.
Μετά κάθισαν κάτω στην άμμο και κοιτούσαν τη θάλασσα σιωπηλοί.
«Ωραία είναι εδώ.» είπε μετά από λίγο η Ανθή.
«Ναι, καλά είναι.» συμφώνησε σχεδόν ο Κώστας.
«Αλήθεια, το βασίλειο σας είναι το πιο ωραίο απ' όλα.»
«Αυτό το λες επειδή ζεις στον Βορρά και έχεις συνηθίσει.»
«Ναι, και έχω βαρεθεί.» Εκείνη την ώρα είδαν στον ορίζοντα ένα καράβι με αναμμένα φώτα, τα οποία λαμπύριζαν στη θάλασσα.
«Πειρατικό καράβι είναι αυτό;» απόρησε ο Κώστας.
«Δεν ξέρω. Πώς ξεχωρίζουν τα πειρατικά καράβια;»
«Απ' τη σημαία τους, όπως όλα. Και απ' ότι μπορώ να δω, αυτή εκεί είναι μαύρη. Όμως δεν είμαι σίγουρος αν έχει το σήμα των πειρατών, τη νεκροκεφαλή. Ίσως αν είχαμε κιάλια, ή αν ήταν μέρα, να βλέπαμε.»
«Και αν είναι όντως Πειρατές, τι λες να κάνουν εδώ;»
«Ιδέα δεν έχω.»
Κάθισαν πάλι να κοιτούν τη θάλασσα με το άγνωστο καράβι χωρίς να μιλάνε, ώσπου ο Κώστας παρατήρησε πως η Ανθή έτρεμε ελαφρώς.
«Κρυώνεις;» τη ρώτησε.
«Ναι, λίγο. Έβαλε ψύχρα.» Ο Κώστας έβγαλε το πράσινο πανωφόρι του και της το φόρεσε.
«Α, ωραία. Τώρα είμαι και Βόρεια και Δυτική. Φοράω και τα δύο χρώματα.» είπε η Ανθή και γέλασαν.
«Θα πάω να μαζέψω μερικά ξύλα, για να βλέπουμε καλύτερα και να ζεσταθούμε κιόλας. Θα κάτσουμε λίγο ακόμα, δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς βαριέμαι να γυρίσω στο παλάτι.» της είπε.
«Ναι, κι εγώ. Θες να έρθω να σε βοηθήσω με τα ξύλα;»
«Όχι, δεν πειράζει. Μείνε εδώ για να προσέχεις και τα άλογα. Δεν θα αργήσω.»
Έτσι λοιπόν, ο Κώστας πήγε να μαζέψει ξύλα και η Ανθή έμεινε στην παραλία, να αγναντεύει το φωτισμένο καράβι.
Πόσο θα ήθελα να ήμουν τώρα εκεί... σκέφτηκε. Και ξαφνικά, είδε τρεις βάρκες να πλησιάζουν.
Λες να έρθουν εδώ; Μπα, αποκλείεται. Όμως οι βάρκες ολοένα και πλησίαζαν. Η Ανθή σηκώθηκε και κοίταξε προς το δάσος. Πουθενά ο Κώστας. Είχε προχωρήσει προς τα μέσα και δεν φαινόταν. Οι βάρκες πλησίαζαν όλο και περισσότερο...
Η Ανθή τώρα φοβόταν πραγματικά.
Ας είχα ένα σπαθί ή ένα τόξο... σκεφτόταν.
«Μείνε ακίνητη!» της φώναξε ένας τοξότης και τη σημάδεψε. Η Ανθή δεν είχε το κουράγιο ούτε να κουνηθεί, ούτε να φωνάξει. Μία απ' τις βάρκες έφτασε στα ρηχά και οι άντρες πήδηξαν στο νερό, βγήκαν στην παραλία και την άρπαξαν. Τότε συνειδητοποίησε η Ανθή τι γινόταν και κατάλαβε πως αν δεν αντιδρούσε, θα την απήγαγαν και ποιος ξέρει τι θα της έκαναν. Σαν να ξύπνησε μέσα στον εφιάλτη της, άρχισε να κλοτσάει και να φωνάζει:
«Αφήστε με, ανόητοι! Α, βοήθεια! Κώστα!»
Φώναζε με όλη της τη δύναμη, καθώς την έσερναν στο νερό. Την έβαλαν με το ζόρι μέσα. Ήταν έξι άντρες και της ήταν αδύνατον να τους ξεφύγει.
«Μπες μέσα, κοριτσάκι.» της είπε ένας και την ανέβασαν στη βάρκα.
«Κώστα! Βοήθεια, με απαγάγουν!» φώναξε, ένας όμως την άρπαξε πάλι και της έκλεισε το στόμα.
Ο Κώστας, όταν άκουσε από μακριά τις φωνές της ξαδέλφης του, πέταξε κάτω τα ξύλα που κρατούσε κι έτρεξε αμέσως ως την παραλία.
Όταν έφτασε εκεί, οι βάρκες είχαν απομακρυνθεί αρκετά.
«Αφήστε την ξαδέλφη μου, αλήτες!» τους φώναξε κι έτρεξε προς τη θάλασσα. Αμέσως οι τοξότες τον σημάδεψαν όλοι μαζί.
«Τι κάνουμε μ' αυτόν, αρχηγέ;» ρώτησε ένας.
«Μην του ρίξετε. Δεν θέλουμε να χυθεί αίμα από τώρα.» είπε εκείνος. Ο Κώστας δεν το έβαζε με τίποτα κάτω. Βλέποντας πως δεν του έριχναν, βούτηξε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει προς τις βάρκες, μάταια όμως.
«Ρίξτε του!» φώναξε τότε ο αρχηγός τους, που κρατούσε την Ανθή.
Η Ανθή έκλεισε τα μάτια της για να μη δει... και τότε καμιά δεκαριά βέλη έφυγαν στο νερό. Την ίδια στιγμή ο Κώστας βούτηξε στο νερό για να τα αποφύγει. Δεν τον πέτυχε κανένα, όμως δεν μπορούσε να το ρισκάρει και να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Κολύμπησε ως τον πάτο και κρατήθηκε από ένα βράχο.
Είναι μάταιο. Σκέφτηκε. Δεν μπορώ να τους σταματήσω μόνος μου.
Πάνω στις βάρκες, οι τοξότες πανηγύριζαν γιατί νόμιζαν πως τον πέτυχαν. Η Ανθή δάκρυσε, τότε όμως συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε καθόλου αίμα στη θάλασσα. Ή μήπως υπήρχε, αλλά δεν φαινόταν γιατί ήταν σκοτεινά;
***
Όπως καταλάβατε, τώρα μπαίνουμε στη δράση!! Πώς θα αντιδράσουν οι βασιλιάδες κι οι αξιωματικοί μόλις μάθουν για την απαγωγή της Ανθής από τους Πειρατές; Ποιες θα είναι οι ενέργειες τους;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top