ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3


Η επόμενη μέρα της δεξίωσης άρχισε με συμβούλιο. Η βασιλική οικογένεια κι οι αξιωματικοί ήταν όλοι καλόκεφοι, εκτός απ' την Ανθή, η οποία γκρίνιαζε ακόμα για το χθεσινό. Μπήκε στην Αίθουσα Συμβουλίων κι άρχισε να φωνάζει, και η Κάτια την κυνήγησε ως το διάδρομο φωνάζοντας:

«Ανθή! Έλα πίσω, ρε παλιοκόριτσο! Σταμάτα να τρέχεις! Δεν μπορώ άλλο!»

«Παράτα με ρε μάνα, εσύ και τα έθιμα σου! Δεν με ενδιαφέρουν τα βασιλικά έθιμα! Δεν θέλω να είμαι πριγκίπισσα! Θέλω να γίνω κατάσκοπος σαν την Έλσα και να παίζω ποδόσφαιρο σε αλάνες! Δεν μπορεί να κάνει κανείς ότι θέλει;!»

«Όχι, δεν μπορείς! Είσαι δεκαπέντε χρονών ακόμα!»

«Παράτα με σου λέω! Από τότε που πέθανε η γιαγιά έχετε τρελαθεί όλοι εδώ μέσα;!»

Εκείνη τη στιγμή ο Περικλής διέκοψε το συμβούλιο και φάνηκε κι αυτός στο διάδρομο.

«Τι;! Ποδόσφαιρο σε αλάνες η πριγκίπισσα μας;! Δεν θα το επιτρέψω αυτό!»

«Παράτα με κι εσύ! Κάντε κανένα παιδί με την Άννα να έχετε αυτό να ασχολείστε! Δεν μπορώ να πω ένα πράγμα εδώ μέσα και το κάνετε θέμα;»

«Τι λόγια είναι αυτά, δεν ντρέπεσαι;» της είπε και η Άννα, που τη χτύπησε εκεί που πονούσε. Πέντε χρόνια παντρεμένοι με τον Περικλή και δεν είχαν καταφέρει ακόμα να αποκτήσουν το παιδί που θα γινόταν ο πολυπόθητος διάδοχος.

«Άσε με κι εσύ ήσυχη!» φώναξε και σε αυτήν η Ανθή. «Δεν βαρεθήκατε να ασχολείστε όλοι με εμένα;»

Όλοι στην αίθουσα είχαν μείνει άφωνοι και προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τους βασιλιάδες και την Κάτια, αλλά μάταια. Αυτή η φασαρία συνεχίστηκε επί μερικά λεπτά που φάνταζαν ώρες, μέχρι που εμφανίστηκε ο Κωνσταντίνος με τις κόρες του, οι οποίες πήραν την Ανθή και βγήκαν έξω στη λιακάδα. Ο Κωνσταντίνος είδε την Κάτια αναστατωμένη και τη ρώτησε:

«Τι συμβαίνει;»

«Δεν αντέχω άλλο μ' αυτό το ζιζάνιο. Από τότε που πέθανε η Λουκία μας κάνει ό,τι θέλει εδώ μέσα. Να δεις που θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα μ' αυτήν.»

«Ηρέμησε Κάτια. Γι' αυτό υπάρχουν οι ακόλουθοι σου, οι αξιωματικοί και οι δυο βασιλιάδες που μπορούν να βοηθήσουν στο πρόβλημα αυτό.»

«Το θέμα είναι ότι μόνο τη μητέρα σου άκουγε και κανένας δεν της αλλάζει γνώμη. Γι' αυτό μπορείς σε παρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη;»

«Ό,τι θέλεις Κάτια.»

«Μπορείτε να έρχεστε πιο συχνά εδώ με την Ευγενία και τις κόρες σας, ή τουλάχιστον να τις στέλνετε με συνοδεία, για να την απασχολούν;»

«Πολύ ευχαρίστως.»

Η Κάτια ξεφύσησε.

«Μακάρι να ζούσε ο αδελφός σου ο Λεωνίδας. Εκείνος μπορεί να ήξερε πώς να το χειριστεί το θέμα, σαν πατέρας της που ήταν.»

«Είμαι σίγουρος πως κι εσύ, κάποια στιγμή μελλοντικά, θα μπορέσεις να το χειριστείς. Αρκεί να είσαι ψύχραιμη. Και να ξέρεις πως ό,τι κι αν συμβεί σε εσένα και στην οικογένεια σου, εμείς θα είμαστε δίπλα σας. Γιατί κι εμείς είμαστε οικογένεια σας.»

«Σ' ευχαριστώ.»

«Μην τα ξαναλέμε αυτά. Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς.»

Ο Νίκος, η Μαρία κι η Χριστίνα αναγκάστηκαν να φιλοξενηθούν στο Βόρειο Βασίλειο, γιατί την προηγούμενη νύχτα πληροφορήθηκαν ότι ξέσπασε φοβερή αμμοθύελλα στο βασίλειο τους και δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στο Ανάκτορο. Οι Δυτικοί, οι Κεντρικοί και οι Νότιοι γύρισαν στα βασίλεια τους χωρίς κανένα πρόβλημα. Η Έλσα έφυγε κι εκείνη μαζί με τους Κεντρικούς, για να παρευρεθεί στη στέψη του αδελφού της που θα γινόταν και στο Κέντρο.

Το μεσημέρι μετά το φαγητό, η Κάτια πήγε στον πιο απομονωμένο κήπο του Παλατιού, το λεγόμενο Κήπο των Φωτισμένων Κρίνων. Εκείνα τα κρίνα έλαμπαν το βράδυ λες κι είχαν φωτιά μέσα τους αλλά και την ημέρα ήταν εξίσου όμορφα. Στο κέντρο εκείνου του κήπου βρισκόταν ένα μεγάλο δέντρο που τα φύλλα του ήταν σαν κουρτίνες και σκέπαζαν όλο τον κήπο. Της άρεσε να διαλογίζεται εκεί με τις ώρες και να νοσταλγεί τις στιγμές που περνούσε με τον Λεωνίδα. Πολλές φορές τον ένιωθε κοντά της. Όχι όμως και τώρα. Πού ήταν τώρα για να της δώσει λύσεις στα προβλήματα που δεν την άφηναν σε ησυχία;

Τις σκέψεις της διέκοψε ο Νίκος.

«Ενοχλώ;»

«Μπα, καθόλου. Σκεφτόμουν.»

Ο Νίκος πέρασε μέσα στον κήπο και της είπε:

«Εμ, ήθελα να σ' αποχαιρετήσω, γιατί σε λίγο θα φύγουμε. Ρώτησα έναν κηπουρό και μου είπε πως θα σε βρω εδώ.» Πήγε και στάθηκε δίπλα της, κάτω απ' το μεγάλο, αθάνατο δέντρο. «Πολύ ωραίο δέντρο.» της είπε.

«Ναι.» συμφώνησε η Κάτια. «Εδώ είχαμε φιληθεί εγώ και ο Λεωνίδας για πρώτη φορά. Και γενικά, πολλά όμορφα πράγματα έχουν συμβεί εδώ. Είναι ο κήπος της απομόνωσης, του διαλογισμού και του έρωτα.»

«Ενδιαφέρον...»

Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.

«Δεν ξέρω αν το κατάλαβες χθες Κάτια, αλλά...» Η Κάτια όμως τον διέκοψε:

«Νίκο, δεν είμαστε παιδιά πια. Είμαι πενήντα πέντε και είσαι πενήντα οχτώ. Δεν είμαστε πια για έρωτες. Εξάλλου, είσαι ο άντρας της αδελφής μου.»

«Το ξέρω. Όμως, απ' τη στιγμή που σε ξαναείδα, πριν πέντε χρόνια, κατάλαβα πως η αγάπη μου για σένα δεν έσβησε ποτέ. Σου είπα ψέματα τότε. Τη Μαρία δεν την ερωτεύτηκα για αυτό που ήταν, αλλά επειδή σου έμοιαζε. Γιατί απ' την αρχή εγώ εσένα αγαπούσα. Δεν πάει άλλο ο γάμος μου με τη Μαρία, κατάλαβε με.»

Είχαν έρθει υπερβολικά κοντά ο ένας με τον άλλον.

«Νίκο, εγώ...»

«Σσς... Μη μιλάς άλλο. Δεν χρειάζεται πια.» και τη φίλησε απότομα, αιφνιδιάζοντας την, όπως είχε κάνει τότε που ήταν νέοι. Και η Κάτια παραδόθηκε στο φιλί του και στη μαγεία του μεγάλου δέντρου. Όλα μέσα της ούρλιαζαν ότι αυτό ήταν λάθος από όλες τις απόψεις, όμως ήταν συγχρόνως τόσο όμορφο...

«Τι γίνεται εδώ;» άκουσαν μια φωνή. Γύρισαν έντρομοι και είδαν τη Μαρία να στέκεται στο πορτάκι του κήπου.

«Μαρία...;» κατάφερε να πει ο Νίκος.

Όμως οι δικαιολογίες ήταν περιττές. Η Μαρία είχε δει αρκετά. Έκανε σοκαρισμένη προς τα πίσω και αφού βγήκε απ' τον κήπο άρχισε να τρέχει βαστώντας το φόρεμα της. Ο Νίκος και η Κάτια έτρεξαν ξοπίσω της.

«Μαρία, στάσου! Πού πηγαίνεις;!» Όμως η Μαρία συνέχισε να τρέχει κλαίγοντας. Μπήκε στο Παλάτι και έπεσε πάνω σ' έναν υπηρέτη ο οποίος κρατούσε ένα δίσκο με καφέδες. Ο δίσκος αναποδογύρισε και οι καφέδες έπεσαν πάνω στον Νίκο και στην Κάτια.

Έτσι έμειναν πίσω.

«Θα κάνει καμιά τρέλα! Πρόλαβε την!» φώναξε η Κάτια στον υπηρέτη. Εκείνος άρχισε να την κυνηγά με τους άλλους δύο πίσω του. Η Μαρία βγήκε απ' το παλάτι και μόλις η Κάτια την είδε να βγαίνει απ' τις πύλες φώναξε στους φρουρούς:

«Φρουροί! Πιάστε την!» Οι δυο φρουροί που στέκονταν εκείνη την ώρα στις πύλες απορημένοι άρχισαν να τρέχουν. Η Κάτια κουράστηκε και κάθισε σ' ένα παγκάκι.

«Μην ανησυχείς. Θα την προλάβουν.» είπε ο Νίκος.

«Θεέ μου... Τι κάναμε, Νίκο; Έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα.»

«Έλα, ηρέμησε.» είπε εκείνος και κάθισε δίπλα της.

Μετά από λίγη ώρα, οι φρουροί επέστρεψαν λαχανιασμένοι.

«Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχος ο Νίκος και σηκώθηκαν.

«Δεν... την προλάβαμε... Σουλτάνε Νίκο.» είπε με λαχανιασμένη φωνή ο ένας.

«Τι εννοείς; Τι έπαθε;!» φώναξε η Κάτια.

«Έπεσε... Έπεσε απ' το Γκρεμό.» απάντησε ο φρουρός.

«ΟΧΙ!» ούρλιαξε η Κάτια και πήγε να λιποθυμήσει. Ο Νίκος την έβαλε να καθίσει πάλι στο παγκάκι.

«Πνίγηκε;» ρώτησε γεμάτος αγωνία.

«Δεν ξέρουμε. Ήταν πολύ το ύψος.»

Ο Περικλής και η Χριστίνα άκουσαν τις φωνές και βγήκαν κι εκείνοι.

«Τι συνέβη; Μητέρα είσαι καλά;» ρώτησε ο Περικλής.

«Που είναι η μαμά;» ρώτησε η Χριστίνα τον πατέρα της. Καμία απάντηση.

«Μπαμπά, που είναι η μαμά; Πρέπει να φύγουμε.» ξαναρώτησε η Χριστίνα, πιο νευριασμένη αυτή τη φορά.

«Θέλω να φανείς ψύχραιμη. Η μητέρα σου...»

«Τι έπαθε;!» τον διέκοψε η κόρη του.

«Έπεσε απ' το Γκρεμό.»

«Όχι... Γιατί;» ρώτησε, ενώ είχε αρχίσει ήδη να δακρύζει.

«Εμείς φταίμε.» είπε η Κάτια με σκυμμένο το κεφάλι.

«Γιατί; Τι της είπατε;!» φώναξε η Χριστίνα.

«Ε... Περικλή, πήγαινε τη μητέρα σου να ξαπλώσει. Κι εσύ Χριστίνα ξεκίνα για την Ανατολή.» είπε ο Νίκος, μη θέλοντας να μαθευτεί αυτό που έγινε.

«Όχι αν δεν μάθω πρώτα τι συνέβη!» επέμεινε η Χριστίνα.

«Χριστίνα, είναι διαταγή. Γύρνα στο βασίλειο μας και θα σε ειδοποιήσουμε για ό,τι νεότερο.»

«Έχει δίκιο, ξαδέλφη.» είπε ο Περικλής. «Δεν χρειάζονται επιπόλαιες κινήσεις τώρα. Δεν ξέρουμε ούτε αν ζει, ούτε αν πέθανε. Και αν θέλουμε να τη βρούμε πρέπει να οργανωθούμε.»


Η Χριστίνα έφυγε νευριασμένη για τους στάβλους. Ο Περικλής βοήθησε την Κάτια να σηκωθεί, η οποία ήταν κατάχλομη, και στράφηκε σ' έναν φρουρό:

«Ειδοποίησε αμέσως τον Φάνη και την Έλσα για έκτακτο μυστικό συμβούλιο. Έτσι θα τους πεις.»

«Μάλιστα Μεγαλειότατε. Τρέχω.» απάντησε εκείνος και έφυγε. Ο Περικλής στράφηκε στον Νίκο:

«Κι εσύ, θείε, μη διανοηθείς να κουνήσεις το πόδι σου απ' τον Βορρά, γιατί πρέπει να μάθω τι έγινε. Πάμε, μητέρα.»


***********************

Η Μαρία ξύπνησε σαν από όνειρο. Ή μάλλον από ένα φριχτό εφιάλτη. Δεν είχε ιδέα πόσες ώρες ήταν λιπόθυμη. Στο μυαλό της επανερχόταν η ίδια σκηνή, με την Κάτια και τον Νίκο να φιλιούνται κι ύστερα εκείνη να τρέχει, να τρέχει... έφτασε στο Γκρεμό κι έκανε αυτό που έπρεπε να είχε κάνει εδώ και χρόνια: πήδηξε. Κι ύστερα το μόνο που θυμόταν ήταν να παλεύει με το νερό.

Μα που βρίσκομαι; Σκέφτηκε καθώς άνοιγε τα μάτια της και ανασηκώθηκε στο κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένη.

Βρισκόταν σ' ένα άγνωστο δωμάτιο με ξύλινους τοίχους και πατώματα. Απ' έξω ακούγονταν τα πουλιά που κελαηδούσαν. Δεν ήταν θυμωμένη με την Κάτια. Με τον εαυτό της ήταν θυμωμένη και αυτό που της συνέβη της άξιζε. Της είχε κλέψει τον Λεωνίδα κι ύστερα της έκλεψε και τον δεύτερο άντρα που αγάπησε, τον Νίκο. Και τώρα το πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα.

Πόσα πράγματα έγιναν εξαιτίας μου... σκέφτηκε. Μα που βρίσκομαι; Πέθανα; Έτσι είναι ο Παράδεισος; Όμως εγώ στην Κόλαση θα έπρεπε να πάω.

Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και η Μαρία τρόμαξε. Μπήκε μέσα ένας άντρας πολύ άγριος, με μακριά ξανθά μαλλιά και μούσια. Φαινόταν βάρβαρος.

«Ποιος είσαι; Πού βρίσκομαι;» τον ρώτησε. Εκείνος πλησίασε και κάθισε στο κρεβάτι. Η Μαρία μαζεύτηκε στην άλλη γωνία.

«Σε έσωσα απ' το ποτάμι.» της είπε. «Παραλίγο να πνιγείς.»

«Αλήθεια; Και που βρισκόμαστε τώρα; Πώς σε λένε;»

«Βρισκόμαστε στο Ανατολικό Βασίλειο.» απάντησε και η Μαρία αναστέναξε με ανακούφιση.
«Βόρεια. Στην Ερημιά.» είπε και η ανακούφιση της Μαρίας αμέσως κόπηκε.

Η Ερημιά ήταν ένα μέρος που τυπικά βρισκόταν εντός των συνόρων του Ανατολικού Βασιλείου, βόρεια του Ποταμού, αλλά απ' όσο ήξερε η Μαρία ήταν ακατοίκητη περιοχή. Το τρένο περνούσε από εκεί, αλλά δεν έκανε στάση.

«Έχεις σπίτι στην Ερημιά;» τον ρώτησε.

«Για την ακρίβεια, είναι πανδοχείο. Προσφέρει καταφύγιο σε κουρασμένους ταξιδιώτες και απελπισμένους αυτοεξόριστους.»

«Κι εγώ σε ποια κατηγορία ανήκω; Στους παραλίγο πνιγμένους

Ο άντρας την κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια. Τα γαλάζια μάτια του δεν φαίνονταν τόσο άγρια.

«Δικό σου είναι το πανδοχείο;» κατάφερε να τον ρωτήσει.

«Ναι.»

«Και πώς σε λένε;»

«Το θέμα είναι εσύ ποια είσαι.» Η Μαρία νευρίασε και τον κοίταξε αφ' υψηλού.

«Ποια είμαι εγώ; Ζεις στο βασίλειο ΜΟΥ και δεν ξέρεις ποια είμαι;»

«Όχι.» απάντησε φυσικά ο άντρας. «Δεν συνηθίζω να μαθαίνω νέα των Πέντε Βασιλείων. Το Πανδοχείο και γενικά η Ερημιά είναι το δικό μου βασίλειο.»

«Δεν θεωρείται βασίλειο ένα μέρος όπου κατοικεί ένα μόνο άτομο.»

«Μα δεν είμαι μόνος μου. Έχω έναν καμαριέρη, έναν μάγειρα και το άλογο μου στο στάβλο, τον Ηρακλή.»

«Μάλιστα.» είπε η Μαρία.

Έπειτα κοίταξε τη στεγνή νυχτικιά που φορούσε.

«Εσύ μου άλλαξες ρούχα;» ρώτησε έντρομη.

«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Αν δεν σε άλλαζα, θα πάθαινες πνευμονία. Αλλά μην ανησυχείς, δεν σου έκανα τίποτα.»

«Αυτό μου έλειπε!» φώναξε η Μαρία. «Εγώ να πάω με έναν φτωχό ερημίτη!» Ο άντρας αγνόησε την προσβολή που του πέταξε και σηκώθηκε.

«Ο μάγειρας ψήνει αρνί στο φούρνο με πατάτες. Μπορείτε να σηκωθείτε η να σας το φέρουμε εδώ... Μεγαλειοτάτη;» τη ρώτησε.

«Μεγαλειοτάτη; Μα πως κατάλαβες ότι είμαι...»

«Απ' τον τρόπο που μου μίλησες. Και εφόσον μου είπες τη φράση στο βασίλειο μου, κατάλαβα πως είσαι η Σουλτάνα Μαρία της Ανατολής. Ή κάνω λάθος;»

«Ναι, αυτή είμαι. Αλλά δεν ξέρω αν θέλω να είμαι πια.»

«Θα έρθεις να φας;»

«Φυσικά. Μπορώ να σηκωθώ.» είπε η Μαρία και σηκώθηκε. «Δεν μου είπες όμως, πως σε λένε;» τον ρώτησε καθώς κατέβαιναν τις σκάλες.

«Μάριο.»

«Τέλεια! Έχουμε το ίδιο όνομα.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top