ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24
Ο γάμος έγινε και όλοι μεταφέρθηκαν στο Παλάτι όπου ξεκίνησε η δεξίωση. Εκεί, ο Μάνος και ο Μάριος βρήκαν χρόνο να τα πουν, αφού πρώτα άφησε τη Μαρία μαζί με την Κάτια να την προσέχει.
«Λοιπόν; Θέλεις να μου πεις για τη Μαρία;» ρώτησε ο Μάνος.
«Την κακομοίρα...» ξεκίνησε να λέει με θλίψη ο φίλος του, κοιτάζοντας προς το μέρος της. «Πάνω που άρχισε να ξεπερνάει το χαμό της κόρης της, τα λάθη που έκανε στο παρελθόν ήρθαν και πάλι να τη βυθίσουν στη δυστυχία της. Δεν κατάφερα να τη σώσω... Έπαθε κατάθλιψη και συνέχεια έλεγε πως ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή της.»
«Μη μου πεις πως έκανε απόπειρα...»
«Δυστυχώς ναι, φίλε μου. Έπεσε απ΄ τον τελευταίο όροφο του Πανδοχείου, όμως το ύψος δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να σκοτωθεί κι έτσι έσπασε τη μέση της.»
«Σώπα ρε... Θα γίνει καλά;»
Ο Μάριος τον κοίταξε με πόνο στο βλέμμα.
«Δεν θα ξαναπερπατήσει. Την πήγα στους καλύτερους γιατρούς της Ανατολής και του Βορρά, μέχρι και στην Αρχίατρο Γιάννα. Όλοι το ίδιο είπαν.»
«Λυπάμαι πολύ. Μακάρι να μπορούσα να κάνω εγώ κάτι, αλλά αφού, οι υπόλοιποι γιατροί σου είπαν το ίδιο...»
«Χειροτέρεψε μετά από αυτό. Δεν τρώει, δεν μιλάει, δεν κοιμάται... Ήθελα να την παντρευτώ ρε φίλε, όμως μου έλεγε ότι μια χαρά ήμασταν κι έτσι, όταν ακόμα ήταν στις καλές της... και τώρα...»
Δεν συνέχισε, γιατί εκείνη την ώρα πλησίασε η Κάτια, φέρνοντας μαζί και την αδελφή της με το καροτσάκι. Κι εκείνη πονούσε για ό,τι συνέβη στην αδελφή της, μα προσπαθούσε να μην το δείχνει.
«Τι λένε εδώ πέρα τα αγόρια;» τους ρώτησε ευχάριστα.
«Καμαρώναμε την Ανθή που έγινε νυφούλα.» απάντησε ο Μάριος και φίλησε τη Μαρία απαλά στα χείλη. «Πώς νιώθεις, αγάπη μου; Καλύτερα;» τη ρώτησε.
Η Μαρία κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Και το καλύτερο δεν σας το είπαμε ακόμα: η Μαρία έφαγε μισό κομμάτι τούρτα! Μόνη της!» είπε ενθουσιασμένη η Κάτια.
«Αλήθεια; Αυτό είναι υπέροχο!» αναφώνησε ο Μάριος, χαρούμενος που η αγαπημένη του παρουσίαζε βελτίωση. Εκείνη τότε χαμογέλασε και μίλησε προς ευχάριστη έκπληξη όλων:
«Μάριε... Θα πάμε κι εμείς στο Νησί των Πειρατών, έτσι; Να καμαρώσουμε την Ανθή μας... Θα γίνει βασίλισσα.»
Ο Μάριος σχεδόν πήδησε απ' τα χαρά του, τη φίλησε πάλι και της είπε:
«Ναι, μωρό μου. Φυσικά θα πάμε κι εμείς. Θα σου κάνει καλό και το ταξίδι κιόλας.» Έπειτα πλησίασε ο Νίκος.
«Γεια σας.» είπε. «Πώς είσαι, Μαρία;»
«Καλύτερα. Εσύ;»
«Τα καταφέρνω. Εμ... Κάτια, έρχεσαι λίγο μαζί μου; Πρέπει να μιλήσουμε.»
«Βεβαίως.» απάντησε η Κάτια κι έφυγε μαζί του λίγο απορημένη.
Βγήκαν στους κήπους. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει.
«Ας καθίσουμε.» είπε η Κάτια κι έδειξε ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο. Κάθισαν εκεί και του είπε:
«Δεν χρειάζεται να απολογηθείς που διέκοψες την επικοινωνία μαζί μου και τη σχέση μας. Καταλαβαίνω.»
«Είναι πολλά πράγματα που δεν ξέρεις.» της είπε ο Νίκος.
«Αυτό μου είπες και στο τελευταίο γράμμα που μου έστειλες. Κοίτα... Αν νιώθεις τύψεις για ό,τι συνέβη στη Μαρία, σου λέω πως δεν φταις εσύ. Όμως είχα συνηθίσει έτσι κι αλλιώς να μην ξέρω τίποτα για σένα και για το παρελθόν σου. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα.»
Ο Νίκος κούνησε το κεφάλι του.
«Όχι, Κάτια... Πρέπει να στα πω, γιατί τόσα χρόνια ένιωθα ένοχος απέναντι σου.»
«Τότε, μη με κρατάς άλλο σε αγωνία.» τον παρότρυνε η Κάτια να ξεκινήσει την ιστορία του.
«Όλα αρχίζουν όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών και εσύ δώδεκα. Ο πατέρας μου, ο Σοφοκλής, ήταν αρχηγός της Μαφίας τότε και με εκπαίδευε να πάρω τη θέση του. Ήθελε να γίνω σκληρός σαν εκείνον, χωρίς συναισθήματα.
»Μια μέρα, εκείνος και ο πατέρας του Βαγγέλα, ο Λουλάς, με πήραν για να κάνουμε ένα τρομοκρατικό χτύπημα στο Μεγάλο Ξέφωτο. Έπρεπε να φοβίσουμε τους πολίτες του Νότου γιατί είχαν πάψει να μας σέβονται. Ήσουν κι εσύ εκεί. Είχες πάει για πικνίκ με τον πατέρα σου και τις αδελφές σου.» έκανε μια παύση. Φυσικά και τη θυμόταν η Κάτια εκείνη τη μέρα. Ο ζεστός ήλιος, το καταπράσινο γρασίδι, τα νόστιμα φαγητά... και φυσικά ο πατέρας της, οι αδελφές της, ακόμα και η θεία Χριστίνα παρόλο που δεν κάθισαν μαζί της.
«Δεν ήθελα να σκοτώσω κανέναν. Με ανάγκασαν. Μόνο έτσι θα γίνεις άντρας, μου είπαν.» Διέκρινε την έκπληξη στα μάτια της Κάτιας, ίσως και μια κάποια απογοήτευση η οποία θα γινόταν ακόμα μεγαλύτερη μετά την επόμενη αποκάλυψη του: «Εγώ ήμουν αυτός που σε πυροβόλησε στο πλευρό, Κάτια... και ο πατέρας μου ήταν εκείνος που σκότωσε τον δικό σου πριν από αυτό.»
Η Κάτια δεν απάντησε. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τι να έλεγε, εξάλλου;
«Ένιωθα τύψεις για πολλά χρόνια, νομίζοντας ότι είχα σκοτώσει ένα αθώο κοριτσάκι.» συνέχισε ο Νίκος. «Δεν ήξερα ότι δεν πέθανες, ούτε ποια ήσουν. Ούτε εκείνη τη μέρα μετά από χρόνια, που σε βρήκα μεθυσμένη στο μπαρ, σε αναγνώρισα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Δεν ήσουν πια παιδί. Λίγες μέρες μετά όμως, όταν μου αποκάλυψες όλη την αλήθεια για το παρελθόν σου, μου μίλησες μεταξύ άλλων και για τον πατέρα σου, για τον τρόπο που πέθανε και για το δικό σου τραυματισμό που σου άφησε ένα σημάδι στο πλευρό σου. Τότε συνδύασα τα γεγονότα και κατάλαβα. Από τη μια χαιρόμουν που δεν σε είχα σκοτώσει, απ' την άλλη όμως υπέφερα γιατί έπρεπε να στο πω.
»Επιπλέον, πριν λίγους μήνες είχε πεθάνει η πρώτη γυναίκα μου, η Ελεονόρα. Τη δολοφόνησαν εχθροί της οικογένειας για να με κάνουν να αποσυρθώ από την ενεργό δράση. Ήταν η τελευταία που μου είχε απομείνει και μετά το χαμό της δεν ήθελα να αγαπήσω ξανά. Δεν περίμενα να ερωτευθώ εσένα, γιατί σε θεωρούσα φίλη μου και τίποτα παραπάνω. Κι όταν κάναμε έρωτα, εκείνη την πρώτη και τελευταία μας φορά, εντελώς ανέλπιστα, κατάλαβα ότι σε αγαπούσα ήδη, με διαφορετικό τρόπο απ' ότι την Ελεονόρα. Ήταν ζεστή, παράφορη αγάπη. Γι' αυτό σε εγκατέλειψα. Δεν ήθελα να μπεις κι εσύ σε κίνδυνο και να κινδυνεύσεις εξαιτίας μου, αλλά και επειδή ήξερα πως δεν θα κατάφερνα ποτέ να σου αποκαλύψω τα μυστικά που σου κρατούσα. Το ένα από αυτά το έμαθες τώρα.»
Η Κάτια συνήλθε και ρώτησε με τρόμο:
«Υπάρχει κι άλλο;»
«Ναι. Και δυστυχώς, έχει να κάνει με τη μητέρα σου, τη Βασίλισσα Ανθή.»
«Η μητέρα μου ήταν ηρωίδα γιατί πέθανε στη θέση μου! Κανένας δεν το αμφισβήτησε ποτέ αυτό!» φώναξε η Κάτια. Τι άλλο θα άκουγε;
«Ηρέμησε. Ούτε εγώ αμφιβάλλω ότι στο τέλος έγινε όντως ηρωίδα.»
«Τι εννοείς στο τέλος; Το ξέρω πως άφησε τον πατέρα μου για να παντρευτεί εκείνον τον αχρείο, τον βιαστή βασιλιά, όμως δεν ήταν ευτυχισμένη με τον πατέρα μου. Παντρεύτηκαν πολύ μικροί και...»
Ο Νίκος τη διέκοψε:
«Δεν ήταν αυτό το μοναδικό της παράπτωμα.» Όχι, δεν μπορούσε να της το πει. Έπρεπε όμως. Όφειλε να ξέρει.
«Άκουσε, Κάτια. Η μητέρα σου ήταν μία από εμάς.»
«Τι εννοείς;»
«Δική μας. Μυστικό μέλος της μαφίας και ερωμένη του πατέρα μου. Εκείνος την έβαζε να κάνει όλες τις βρομοδουλειές που δεν μπορούσε να κάνει ο ίδιος, χρησιμοποιώντας την ομορφιά και τη γοητεία της. Πολλοί ήξεραν για τη σχέση τους, ανάμεσα τους κι εγώ. Παράλληλα η μητέρα σου από ότι ξέρεις δούλευε ως υπηρέτρια στο Παλάτι του τότε βασιλιά του Νότου, του Μαξιμιλιανού, πατέρα του Μάξιμου, με σκοπό να ψαρεύει πληροφορίες για εμάς. Ήθελε να ξεκόψει για να αφοσιωθεί αποκλειστικά σε εσάς, την οικογένεια της, μα ο άθλιος ο πατέρας μου δεν την άφηνε. Έτσι, βρήκε ευκαιρία να πλησιάσει τον τότε Βασιλιά Αλέξανδρο του Βορρά, να τον τρελάνει και να την πάρει μαζί του να την κάνει βασίλισσα. Λίγα χρόνια μετά, άρχισε να έχει πάλι επαφές με τον πατέρα μου. Ερχόταν και τον έβλεπε μερικές φορές, αλλά κυρίως επικοινωνούσαν με γράμματα. Σε ένα από αυτά, η μητέρα σου του ζητούσε μια μεγάλη χάρη.»
Δίσταζε να συνεχίσει. Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα. Είχε βραδιάσει. Η Κάτια τον πλησίασε.
«Τι χάρη, Νίκο;»
«Να σκοτώσει την πρώην κουνιάδα της, τη Χριστίνα.» Αυτό ήταν το μεγαλύτερο σοκ για την Κάτια.
Όχι, δεν μπορεί... Αποκλείεται η μαμά να έδωσε εντολή να δολοφονήσουν τη θεία Χριστίνα. Είπε από μέσα της, σαν παραπονεμένο παιδί. Ο Νίκος γύρισε προς το μέρος της.
«Αυτό ήταν η μάνα σου, Κάτια. Μια υποκρίτρια. Τη μισούσα πάντοτε, γιατί ο πατέρας μου την είχε σαν θεά, ενώ χτυπούσε τη μητέρα μου και της φερόταν με τον πιο βάναυσο τρόπο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ανάγκασε κι εμένα να πάω μαζί της για να μου μάθει τα κόλπα!» κατέληξε να φωνάζει ο Νίκος, χωρίς να σκέφτεται ότι θα μπορούσαν να τους ακούσουν.
«Τι...;» ψέλλισε μόνο η Κάτια. Άρχισε να ζαλίζεται.
«Ω, ναι. Η μάνα σου ήταν η πρώτη μου! Όλα αυτά λοιπόν, με μετέτρεψαν σε έναν αχρείο, σε έναν ψυχρό δολοφόνο. Έβαλα να δολοφονήσουν τους πρώην βασιλιάδες του Νότου για να πάρουν ο γιος σου κι η κόρη μου τη θέση τους, πριν τη δολοφονία του πρώην Σουλτάνου της Ανατολής που σου αποκάλυψα ήδη.»
Τότε η Κάτια δεν άντεξε και παραπάτησε ζαλισμένη. Ο Νίκος πρόλαβε και την κράτησε.
«Κάτια; Κάτια!» τον άκουσε να φωνάζει και λιποθύμησε στην αγκαλιά του.
Ξύπνησε λίγη ώρα μετά στο δωμάτιο της. Γύρισε και τον είδε να έχει ξαπλώσει δίπλα της, εκείνον, τον άνθρωπο που της αποκάλυψε όλα όσα δεν θα έπρεπε να ξέρει.
«Συγχώρεσε με, αγαπημένη μου Κάτια.» της είπε εκείνος. «Δεν έπρεπε να σε ταράξω.»
«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγνώμη.» του είπε. «Ήταν η σκληρή αλήθεια. Τώρα δεν θα ζω πια μες στο ψέμα.»
«Έχεις δίκιο. Τώρα τουλάχιστον ξέρεις γιατί δεν πρέπει να είμαστε μαζί.»
Η Κάτια όμως ήξερε να συγχωρεί και να παραβλέπει τα λάθη και τις αδυναμίες των συνανθρώπων της. Γύρισε στο πλάι, τον κοίταξε στοργικά στα μάτια και του κράτησε το χέρι.
«Νίκο... Δεν με πειράζει. Τίποτα από όλα αυτά που μου είπες δεν αλλάζει τα αισθήματα μου για σένα. Άλλωστε δεν έφταιγες εσύ για όλα αυτά. Ήσουν θύμα των καταστάσεων. Όπως εγώ.»
«Θύμα; Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι. Πάντα κατηγορούσα τον εαυτό μου. Που δέχθηκα να γίνουν αυτά, που δεν μπόρεσα να τα σταματήσω... Που δεν στα είπα πιο νωρίς...»
«Στη Μαρία τα είπες ποτέ;»
«Όχι. Έψαχνα συνέχεια τρόπους και αφορμές, όμως δεν τα κατάφερα. Και στην κατάσταση που είναι τώρα, έτσι όπως έχει μαραζώσει, δεν πρέπει να μάθει. Υποσχέσου μου να μην της πεις τίποτα.»
«Υπόσχομαι. Κάτι τέτοιο σίγουρα θα τη σκότωνε. Η Λίζα όμως; Η Ανθή ήταν και δική της μητέρα.»
«Μου είχες πει ότι τη λάτρευε. Όμως... Άσ' το καλύτερα. Αρκετά πόνεσε όταν έμαθε τι ήταν ο πατέρας της.»
Εκείνη τη στιγμή, μπήκε η Ανθή με τον Σίμο μέσα. Ο Νίκος σηκώθηκε απ' το κρεβάτι.
«Μανούλα...» είπε η Ανθή και πλησίασε να αγκαλιάσει την Κάτια.
«Πώς αισθάνεστε τώρα, μητέρα;» τη ρώτησε ο Σίμος.
«Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ, γιε μου.»
«Τρομάξαμε πάρα πολύ, όμως η Γιάννα μας είπε πως ήταν μόνο μια απλή λιποθυμία. Ξεκουράσου απόψε. Μην ξανακατέβεις, για να μπορέσεις να ταξιδέψεις αύριο μαζί μας.» της είπε η κόρη της.
Η Κάτια πρόσεξε πως ο Νίκος είχε χαθεί στις σκέψεις του. Φαινόταν σαν να πάλευε μέσα του.
«Μαμά... Μήπως στενοχωρήθηκες που θα μένω πλέον μακριά σου;» τη ρώτησε διστακτικά η Ανθή. «Μήπως για αυτό το έπαθες;»
«Πάντως μη λυπάστε που φεύγει η Ανθή. Θα ερχόμαστε να σας βλέπουμε όσο πιο συχνά μπορούμε.» την καθησύχασε ο Σίμος.
Κάτω, η δεξίωση συνεχίστηκε χωρίς άλλα απρόοπτα, εκτός από ένα μικρό. Όταν μετά από λίγο κατέβηκαν ο Σίμος με την Ανθή και ανακοίνωσαν ότι η Κάτια ήταν καλύτερα, ο Περικλής θυμήθηκε κάτι που ήθελε να πει στον αδελφό του. Τον πήρε κάπου απόμερα και του είπε:
«Δεν μου λες ρε γελοίε...»
«Τι συνέβη, αδελφέ; Τι έκανα πάλι και δεν το ξέρω;» γκρίνιαξε ο Αλέξανδρος.
«Ρε, απ' όλες τις γυναίκες του βασιλείου σου, αυτή βρήκες να παντρευτείς;»
Ο Αλέξανδρος τα έχασε.
«Γιατί, τι κακό έχει η Τόνια;» ρώτησε δήθεν αδιάφορος.
«Κοίταξε τον, κάνει και τον ανήξερο!» φώναξε σχεδόν ο Περικλής.
«Θα τα πούμε κάποια άλλη φορά αυτά.» προσπάθησε να αποφύγει τη συζήτηση ο αδελφός του. «Ας μην τσακωθούμε μέρα που είναι.»
«Όχι, Αλέξανδρε, είναι πολύ σημαντικό αυτό για να το συζητήσουμε άλλη φορά. Παντρεύτηκες μια πόρνη, το διανοείσαι; Την έκανες βασίλισσα, έκανες και παιδί μαζί της.»
«Πώς το έμαθες ότι ήταν...;»
«Το έμαθε ένας κατάσκοπος μας και το ανέφερε κατευθείαν σε εμένα, γιατί σκέφτηκε πως αν το έλεγε στην Έλσα, εκείνη θα την κάλυπτε από γυναικεία αλληλεγγύη ή κάτι τέτοιο.»
«Δεν το πιστεύω... Δεν μπορούν αυτοί οι κατάσκοποι να μη χώνουν τη μύτη τους παντού;»
«Άλλο είναι το θέμα μας.»
«Ποιο, Περικλή; Γιατί κρίνεις την Τόνια χωρίς να ξέρεις; Την αγάπησα πραγματικά και εκείνη το ίδιο. Γι' αυτό θέλησε να αλλάξει. Και αν δεν σ' αρέσει αυτό, λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Είναι η γυναίκα μου, η βασίλισσα μου, η μητέρα της κόρης μου. Είχα κι εγώ αμαρτίες πριν τη γνωρίσω. Μην το ξεχνάς.»
Τα δυο αδέλφια δεν ξαναμίλησαν σε όλη την υπόλοιπη δεξίωση. Η Τόνια το πρόσεξε αυτό και ανησύχησε μήπως ο Περικλής έμαθε τίποτα. Μα ποιος θα μπορούσε να του το πει; Κάποιος άντρας με τους οποίους είχε πλαγιάσει στο παρελθόν μήπως; Θα το συζητούσε με τον Αλέξανδρο αργότερα, όταν πήγαιναν στον ξενώνα τους επάνω. Προς το παρόν, αντάλλαζαν συνέχεια ανήσυχες ματιές.
Ο Φάνης και η Έλσα έτρωγαν και μιλούσαν με τον Χρήστο, την Ανίτα, τον Θάνο και τη Γιάννα. Κάποια στιγμή πλησίασε ο Μάνος και είπε:
«Κύριοι και κυρίες μου, θα φάμε κι άλλα κουφέτα σύντομα προβλέπω ότι.»
«Και γιατί να μας ενδιαφέρει αυτό εμάς;» ρώτησε ο Χρήστος.
«Για δείτε με ποιον χορεύει η μητέρα σας...» Τα μέλη της παρέας κοίταξαν προς την πίστα και είδαν ότι η μητέρα του Χρήστου, της Έλσας και της Ανίτας, η Μαγείρισσα Αναστασία, χόρευε με τον Βαγγέλα, ενώ εκείνος την κοιτούσε γεμάτος ρομαντισμό, πράγμα σπάνιο για τον μάγκα Αρχηγό της Μαφίας!
«Μπα... Δεν νομίζω να τρέχει κάτι. Φίλοι πρέπει να είναι.» είπε ο Πρίγκιπας του Κέντρου.
«Είτε φίλοι είτε κάτι παραπάνω, δεν εκπλήσσομαι που τους βλέπω μαζί. Εγώ τους γνώρισα μεταξύ τους.» εξήγησε η αδελφή του.
«Πας καλά, μωρέ; Η μαμά με τον γυναικά τον Βαγγέλα;»
«Μα γιατί; Κοίτα πως ταιριάζουν...» είπε η Ανίτα.
«Ακριβώς. Που είναι το κακό; Κι αν σοβαρέψει η γνωριμία, σίγουρα ο Μαφιόζος θα στρώσει, είμαι σίγουρη.» υποστήριξε η Έλσα.
«Συμφωνώ με τη γυναίκα μου.» είπε ο Στρατηγός.
«Ελπίζω να έχετε δίκιο.» είπε τελικά ο Χρήστος.
Λίγο μετά, σε μια άλλη μεριά της αίθουσας, ο Κώστας πλησίασε τον Κωνσταντίνο, γιατί ήθελε να μάθει κάποια πράγματα. Από τότε που πέθανε η Ηλιάνα, είχε ξεπεράσει το χαμό της βέβαια, όμως ένα σωρό ερωτήματα παρέμεναν ακόμα στο μυαλό του και ο μόνος που ίσως μπορούσε να δώσει απαντήσεις ήταν ο θείος του, γιατί ήταν σαν πατέρας για τη νεαρή Αρχικατάσκοπο.
«Τι νέα, ανιψιέ; Πώς είσαι;» τον ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
«Νομίζω πως είμαι καλύτερα, θείε. Αν και μου στοίχισε πολύ ο θάνατος της Ηλιάνας, το έχω πάρει απόφαση ότι πρέπει να συνεχίσω χωρίς εκείνη. Έτσι είναι ο πόλεμος.»
«Συμφωνώ. Αφήνει πίσω του άσχημα πράγματα. Φίλος χάνει φίλο, κάποιος χάνει το παιδί του, άλλος χάνει το ταίρι του... όμως όσοι μένουν πίσω, ζουν με την παρηγοριά ότι οι δικοί τους έφυγαν σαν ήρωες.»
Ο Κώστας αποφάσισε να μπει στο θέμα που τον απασχολούσε:
«Όντως.» είπε. «Θείε, ήμουν δίπλα της όταν έφυγε. Πριν ξεψυχήσει, μου είπε κάποια περίεργα λόγια, προφητικά θα έλεγα.»
«Τι ακριβώς σου είπε;» απόρησε ο Κωνσταντίνος.
«Να συμφιλιωθούμε αδελφικά με τους Πειρατές, γιατί υπάρχει ένας πολύ ισχυρότερος εχθρός. Τώρα τελευταία, αυτά τα λόγια της επανήλθαν στο μυαλό μου και δεν μπορώ να ησυχάσω. Ποια ήταν στην πραγματικότητα η Ηλιάνα; Ήξερε πράγματα τα οποία δεν ξέρουμε εμείς;»
«Είναι περίεργη ιστορία.» απάντησε χαμογελώντας ο Κωνσταντίνος. «Όμως αξίζει να τη μάθεις. Πάμε στους κήπους να μιλήσουμε με ησυχία.»
Πήγαν στους πίσω κήπους, που ήταν όντως ήσυχοι. Λίγοι άνθρωποι περπατούσαν σε αυτούς, κυρίως ζευγάρια. Ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε να λέει:
«Τα τελευταία λόγια της Ηλιάνας, όπως μου τα περιέγραψες, μοιάζουν πολύ με εκείνα τα τελευταία λόγια του τέως βασιλιά του Νότου Μάξιμου. Αυτά τα δύο άτομα, Κώστα, ήταν ξεχωριστά. Μοναδικά. Ήσουν πολύ τυχερός που κέρδισες την αγάπη εκείνης της τόσο σπουδαίας κοπέλας.»
«Υπάρχει περίπτωση, η Ηλιάνα κι ο Μάξιμος να συνδέονται κατά κάποιο τρόπο μεταξύ τους;» ρώτησε διστακτικά ο Κώστας.
«Σαφώς, και όχι μόνο κατά κάποιον τρόπο... Θα φτάσω και σε αυτό το θέμα. Που λες, υπάρχουν ανάμεσα μας κάποιοι άνθρωποι ασυνήθιστοι, που έχουν μια ξεχωριστή ικανότητα: να βλέπουν το μέλλον. Προφήτες ονομάζονται και λένε ότι προέρχονται από τους μάγους, παρόλο που δεν έχουν άλλες υπερφυσικές ικανότητες. Στα παλιά χρόνια, προτού οι Μάγοι ιδρύσουν τη Χώρα των Μάγων, ζούσαν διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο, έτσι λογικό ήταν να συνάπτουν σχέσεις με θνητούς και υπήρξαν πολλοί μικτοί γάμοι, από τους οποίους προέκυψαν παιδιά τα οποία είχαν μεν μαγικές ικανότητες, αλλά περιορισμένες λόγω του ενός θνητού γονιού. Κάθε γενιά που προερχόταν από ημίαιμους μάγους είχε όλο και πιο περιορισμένες δυνάμεις, ώσπου εκείνες χάνονταν ή γίνονταν δυσδιάκριτες. Για αυτό το λόγο λέγεται ότι οι Προφήτες είναι μακρινοί απόγονοι μάγων. Κάθε τόσο, τους παρουσιάζονται οράματα για το κοντινό ή το μακρινό μέλλον, πάντα χωρίς να το θελήσουν οι ίδιοι. Το μόνο που δεν τους εμφανίζεται ποτέ είναι ο θάνατος τους. Δεν συνηθίζουν να μιλούν στους άλλους για τα οράματα τους, συνήθως από φόβο μην τους θεωρήσουν τρελούς. Αν υπάρχει κάτι σημαντικό που έχουν δει, θα το πουν σε κάποιον λίγες μόλις στιγμές πριν πεθάνουν.»
Ο Κώστας κατάλαβε.
«Δηλαδή ο Μάξιμος και η Ηλιάνα ήταν προφήτες και μακρινοί απόγονοι μάγων.» συμπέρανε.
«Ακριβώς.»
«Κι εσύ πώς τα έμαθες αυτά, αφού δεν μιλούν ποτέ σε άλλους για το χάρισμα τους; Εμένα γιατί δεν με εμπιστεύθηκε η Ηλιάνα μου;»
«Μην την παρεξηγείς.» τον καθησύχασε ο Κωνσταντίνος. «Φοβόταν μην την θεωρήσεις φρικιό και τη χάσεις έτσι. Εμένα με ήξερε περισσότερο καιρό, ενώ εσένα μόλις τρεις μήνες. Όμως, όταν τελείωνε ο πόλεμος είμαι σίγουρος πως θα σου μιλούσε.»
Έμειναν σιωπηλοί για λίγο, γιατί ο Κωνσταντίνος αναρωτιόταν αν έπρεπε να του πει τη συνέχεια.
«Και... πώς συνδεόταν με τον Μάξιμο;» ρώτησε ο Κώστας.
«Πώς το λένε τώρα αυτό;» αναρωτήθηκε εκείνος κι έπειτα πήρε την απόφαση και του ομολόγησε: «Η Ηλιάνα... ήταν κόρη του, ανιψιέ μου.»
«Τι...;»
«Αυτό που άκουσες. Πράγμα το οποίο μας οδηγεί σε μια άλλη ιστορία, αλλά όχι και τόσο ευχάριστη. Δεν ξέρω αν θα αντέξεις να την ακούσεις, πάντως η Ηλιάνα θα σου την έλεγε και αυτήν αν έβγαινε ζωντανή από τον πόλεμο.»
«Άντεξα το θάνατο της. Μπορώ να αντέξω οτιδήποτε άλλο.» είπε ο Κώστας, δίνοντας έτσι τη συγκατάθεση του στον θείο του να ξεκινήσει την ιστορία ζωής της κοπέλας που αγάπησε.
«Λοιπόν, η Ηλιάνα ήταν κόρη του Μάξιμου, αλλά εκτός γάμου. Ο Μάξιμος ήταν ήδη δέκα χρόνια παντρεμένος με τη Βασίλισσα Ιουλία και δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Ήταν απελπισμένος κι έψαχνε διέξοδο με λάθος τρόπους. Τότε ήταν που γνώρισε τη Σύλβια, μια Λευκονησιώτισα.»
«Βάρβαρη δηλαδή.» είπε ο ανιψιός του.
«Λευκονησιώτισα.» τον διόρθωσε ο Κωνσταντίνος. «Υπάρχουν ακόμα κάποια χωριουδάκια στο Λευκό Νησί γεμάτα με καθαρόαιμους Λευκονησιώτες που αντιστέκονται ακόμα στον Βαρβαρικό ζυγό. Έχουν καταφέρει να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, όχι όμως και την ελευθερία τους. Έγιναν κάποιες προσπάθειες απελευθέρωσης τους, ανάμεσα τους και η αποστολή του θείου σου του Λεωνίδα πριν από περίπου δέκα χρόνια. Πέθαναν όλοι.» είπε με θλίψη ο Κωνσταντίνος.
«Οπότε η Ηλιάνα κατάγεται από ένα από αυτά τα χωριουδάκια, σωστά;»
«Ναι. Η μητέρα της, η Σύλβια, ζούσε σε ένα τέτοιο χωριό, ευτυχισμένη με την οικογένεια της, ώσπου την απήγαγε ένας Βάρβαρος και την παντρεύτηκε με το ζόρι. Δεν την άφησε ποτέ να επιτρέψει στο χωριό της, τη χτυπούσε και τη βίαζε. Μια μέρα, η κοπέλα το έσκασε απ' το σπίτι τους και μπήκε λαθραία σ' ένα καράβι που πήγαινε στο Νότιο Βασίλειο. Εκεί τη βρήκε τυχαία ο Μάξιμος, του είπε την ιστορία της και τότε ο Νότιος Βασιλιάς τη λυπήθηκε και της πρόσφερε στέγη και φαγητό στο Παλάτι, ώσπου να της βρει ένα σπίτι. Μια νύχτα, αμάρτησαν οι δυο τους και ο Μάξιμος αμέσως το μετάνιωσε. Την επόμενη κιόλας μέρα της είχε βρει σπίτι. Εκεί γεννήθηκε λίγους μήνες μετά η Ηλιάνα. Ο Μάξιμος πήγαινε συχνά και την έβλεπε, της έπαιρνε δώρα και έδινε χρήματα στη μητέρα της, όμως δεν συνέχισε τη σχέση του μαζί της. Πέντε χρόνια μετά, η Σύλβια γνώρισε έναν Κεντρικό φρουρό που βρέθηκε για κάποιο ταξίδι στον Νότο, και πήγε να ζήσει μαζί του στην Πρωτεύουσα, μαζί με την Ηλιάνα, πέντε χρονών τότε. Έκοψε κάθε επαφή με τον πρώην εραστή της. Δεν ήθελε να τον εκθέσει.»
«Παντρεύτηκε με τον Κεντρικό;»
«Ναι, όμως και αυτός αποδείχθηκε σκάρτος. Την έβριζε, έπινε, χτυπούσε εκείνη και την κόρη της και κοιμόταν με άλλες. Στο μεταξύ η Ηλιάνα όσο μεγάλωνε, συνειδητοποιούσε πως ήταν ξεχωριστή και η μητέρα της, όταν της μίλησε για τα οράματα της, της αφηγήθηκε την ιστορία της και της είπε πως είχε κληρονομήσει αυτό το χάρισμα από τον πραγματικό της πατέρα, γιατί ο Μάξιμος εμπιστευόταν απόλυτα τη Σύλβια και της είχε μιλήσει σχετικά με αυτό. Ήταν δεκαπέντε χρονών η Ηλιάνα, όταν η μητέρα της αρρώστησε άσχημα και πέθανε. Από τότε ο πατριός της ξεσπούσε όλα τα νεύρα του πάνω της. Μια νύχτα μάλιστα, την... βίασε.»
Ο Κώστας σοκαρίστηκε. Έπιασε το μέτωπο του και κάθισε στο πιο κοντινό παγκάκι. Ο θείος του κάθισε δίπλα του και ακούμπησε το χέρι του πατρικά στην πλάτη του.
«Λυπάμαι, ανιψιέ μου. Δεν χρειαζόταν να το μάθεις αυτό, όμως...»
«Συνέχισε.» του είπε απότομα.
«Εκείνη τη νύχτα η Ηλιάνα το έσκασε, έφυγε από την Πρωτεύουσα και αφού περιπλανήθηκε για αρκετές ώρες, έφτασε το πρωί στο χωριό μου. Τη βρήκε η θεία σου η Ευγενία και την έφερε στο σπίτι μας. Τις πρώτες μέρες δεν μιλούσε καθόλου, όμως έτρωγε κανονικά, ευτυχώς. Κατάλαβα πως είχε περάσει πολλά και δεν μπορούσα να την αφήσω να φύγει. Όταν ξαναβρήκε τη φωνή της, είπε σε εμένα και στη θεία σου την ιστορία της. Όλα αυτά τα γεγονότα συνέβησαν μέσα στα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από τους πολέμους των τεσσάρων Βασιλείων και του Κεντρικού, οπότε είχαμε ήδη γνωρίσει τον Μάξιμο και μου είχε διηγηθεί επίσης την ιστορία του. Μου είχε εκμυστηρευτεί πως είχε μια κόρη αλλά δεν είχε ιδέα που βρισκόταν. Ηλιάνα το όνομα της, όμορφη με μαλλιά στο χρώμα του ήλιου. Το ίδιο και το κορίτσι που φιλοξένησα τρία χρόνια μετά στο σπίτι μου. Έτσι συνδύασα τις δυο ιστορίες και βγήκα στο συμπέρασμα ότι ήταν η ίδια ιστορία και η ίδια Ηλιάνα, η κόρη του Μάξιμου που είχε κληρονομήσει την προφητική του ικανότητα.
Είχα την τιμή να γνωρίσω τον πατέρα σου .Ήταν σπουδαίος άνδρας, παρά τα λάθη που έκανε. της είπα. Το πρόσωπο της φωτίστηκε.
Όλοι κάνουμε λάθη. Μου απάντησε. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα άρχισε να συνέρχεται και να ξαναβρίσκει τον εαυτό της. Μου είπε ότι θα της άρεσε να ασχοληθεί με την κατασκοπία, έτσι την έβαλα στο Σώμα. Δύο χρόνια μετά, εξελίχθηκε σε μία κατάσκοπο τόσο ικανή και γενναία, που οι σύντροφοι της την έκαναν αρχηγό τους. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.»
Σταμάτησε και περίμενε μια λέξη, μια οποιαδήποτε αντίδραση από μέρους του. Όμως ο Κώστας κοιτούσε το έδαφος. Κάποια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι του και του είπε:
«Μου φαίνονται απίστευτα όλα αυτά. Όμως... είναι αλήθειες.»
«Αν ζούσε, θα τα μάθαινες από εκείνη. Αργά ή γρήγορα θα στα έλεγε, είμαι σίγουρος.» τον διαβεβαίωσε ο Κωνσταντίνος.
«Ο εχθρός για τον οποίο μου μίλησε είναι οι Βάρβαροι, σωστά;»
«Είναι πολύ πιθανόν. Χτύπησαν τους Πειρατές πριν εφτά χρόνια, όμως εκείνοι αντιστάθηκαν. Εμείς ίσως είμαστε ο επόμενος στόχος τους.»
«Τότε πρέπει να μιλήσεις με τους γονείς μου και τους άλλους βασιλιάδες για αυτό το θέμα.»
«Μπορεί.» είπε καθώς σηκωνόταν ο Κωνσταντίνος. «Όμως δεν ξέρουμε σε πόσο καιρό θα επιτεθούν. Προς το παρόν δεν μας έχουν δώσει κανένα δικαίωμα. Ίσως σε δέκα χρόνια, μπορεί και είκοσι.» και περπάτησε προς τα μέσα.
Ο Κώστας έμεινε μόνος με τις σκέψεις του. Δεν την είχε ξεχάσει τελικά την Ηλιάνα. Πάντα θα υπήρχε μέσα του η αγάπη τους. Και ύστερα απ' όσα έμαθε, τα όσα πέρασε εκείνη η ξεχωριστή κοπέλα, την αγάπησε ακόμα περισσότερο. Μόνο που εκείνη δεν ήταν πια εδώ.
***************************************************************************
Πολλές αποκαλύψεις σε αυτό το κεφάλαιο!! Πώς σας φάνηκε;
Εσείς τι πιστεύετε; Οι Βάρβαροι σκοπεύουν όντως να επιτεθούν στα Πέντε Βασίλεια; Κι αν ναι, σε πόσα χρόνια πιστεύετε πως θα το κάνουν αυτό; Άραγε τότε ο Κώστας θα είναι βασιλιάς της Δύσης; Και πως θα τον επηρεάσει η απώλεια της Ηλιάνας στη μετέπειτα ζωή του;
Όλα αυτά δεν θα τα δούμε σε αυτό το βιβλίο. Ρωτάω απλά για να δω τις θεωρίες σας. Στο επόμενο κεφάλαιο, που θα είναι και το τελευταίο πριν τον επίλογο, θα δούμε το ταξίδι στο Νησί των Πειρατών για ακόμα μια φορά, όπου πηγαίνουν όλοι μαζί για τη στέψη της Ανθής. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Νίκος ανακοινώνει στην Κάτια μια απόφαση η οποία θα τη στενοχωρήσει αρκετά, αλλά η διάθεση της θα αλλάξει αμέσως από ένα πολύ ευχάριστο νέο που θα της ανακοινώσει ο Περικλής.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top