ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Την ίδια περίπου ώρα, λίγο πριν τη δύση του Ήλιου που πήρε μαζί και την ηρωίδα που είχε το όνομα του (Ηλιάνα), ο Περικλής και η συνοδεία του ήταν έτοιμοι να φύγουν για να επιστρέψουν κι εκείνοι. Η Γοργόνα, έτσι λεγόταν το καράβι που τους έκανε δώρο ο Σίμος, ήταν εντυπωσιακό. Μαύρο, μεγάλο, με ψηλά κατάρτια όπου είχαν μπει καθαρά λευκά πανιά και μια γοργόνα- αριστούργημα στην πλώρη του. Στο ψηλότερο κατάρτι υψώθηκε περήφανη η κόκκινη σημαία του Βορρά με το χρυσό λιοντάρι.
Ο Θάνος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, που ζήτησε να γίνει ο ίδιος καπετάνιος. Ο προηγούμενος καπετάνιος δέχτηκε και του παρέδωσε το τιμόνι. Το καράβι του Σίμου με την πειρατική σημαία ήταν εξίσου εντυπωσιακό. Ο Καρχαρίας με καπετάνιο τον Σπίθα, ήταν θα έλεγε κανείς ο μεγάλος άγριος αδελφός της Γοργόνας, όμως μόνο στο χρώμα έμοιαζαν. Έτσι λοιπόν, αυτά τα δύο πλοία ξεκίνησαν παράλληλα και έπλεαν δίπλα- δίπλα.
Έπλευσαν μέχρι να απομακρυνθούν αρκετά από το Λιμάνι, εκεί όπου είχε γίνει η ναυμαχία πριν ένα μήνα. Αγκυροβόλησαν για να αποχαιρετιστούν. Μετά οι Βόρειοι θα περίμεναν να βραδιάσει για να ξεκινήσουν. Η Ανθή στάθηκε στην κουπαστή και κοιτούσε απέναντι. Ο Σίμος έκανε βόλτες στο κατάστρωμα του Καρχαρία κι επέβλεπε την κατάσταση. Μπροστά από τα δυο πλοία, ο ήλιος έδυε κι ο ουρανός ντύθηκε με το χρυσό χρώμα του δειλινού.
Ξαφνικά ένιωσε κάποιον να την αγκαλιάζει από τους ώμους. Ήταν η Άννα.
«Κουράγιο.» της είπε. «Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός.» Η Ανθή της χαμογέλασε, ή τουλάχιστον προσπάθησε. «Έλα, πάμε μέσα. Σε λίγο θα φύγουμε.» συνέχισε η Άννα και γύρισαν για να πάνε στην τραπεζαρία για το δείπνο. Καθώς προχωρούσαν όμως, η Ανθή πήρε μια στιγμιαία, τρελή απόφαση. Κανείς δεν θα τη χώριζε απ' τον Σίμο! Χωρίς να προλάβει να σκεφτεί λογικά, έτρεξε με φόρα, πήδησε κι έπεσε στη θάλασσα.
Ο Περικλής άκουσε τον παφλασμό, γύρισε τρομοκρατημένος και είδε την Άννα να τρέχει στην κουπαστή φωνάζοντας:
«ΑΝΘΗ!» Έτρεξε κι εκείνος και είδε την αδελφή του να κολυμπάει ήδη προς το καράβι του Σίμου, το οποίο βρισκόταν γύρω στα είκοσι μέτρα μακριά.
«Ανθή γύρνα πίσω! Έχει καρχαρίες!!» της φώναξε, μα εκείνη έκανε σαν να μην τον άκουσε. Ο Σίμος γύρισε και την είδε κι αυτός από απέναντι.
Στη συνέχεια μαζεύτηκαν κι άλλοι στις δυο κουπαστές. Η Ανθή είχε διανύσει περίπου τη μισή απόσταση, όταν φάνηκε ένας καρχαρίας να πλησιάζει από αριστερά. Τότε επικράτησε ένας πανικός στα δύο πλοία. Οι Βόρειοι της φώναζαν να γυρίσει πίσω και οι Πειρατές να κολυμπήσει γρήγορα για να φτάσει στο πλοίο τους. Έπειτα κι άλλος καρχαρίας φάνηκε στα δεξιά της. Η Ανθή πανικοβλήθηκε. Άρχισε να ουρλιάζει και να κουνάει τα χέρια της στον αέρα.
Ο Περικλής χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε στη θάλασσα, την ίδια στιγμή που έπεφτε κι ο Σίμος, ενώ η Ανθή βούλιαζε κι έβηχε γιατί κατάπινε νερό στον πανικό της. Ο Φάνης είδε έντρομος κι άλλα πτερύγια στο νερό.
«Θεοδώρα! Κάλυψε τους!» φώναξε στην Αρχηγό των Τοξοτών.
«Αμέσως!» απάντησε εκείνη. Κάποιος της έφερε το τόξο της και άρχισε να ρίχνει βέλη στους καρχαρίες.
Το ίδιο έκανε και ο Λουκάς από απέναντι. Ο Περικλής και ο Σίμος έπιασαν την Ανθή συγχρόνως λίγο πριν πνιγεί.
«Στη Γοργόνα!» φώναξε ο Περικλής, που ήθελε να την πάρουν στο δικό του πλοίο.
«Όχι, στον Καρχαρία!» φώναξε ο Σίμος.
«Τελειώνετε!» αγρίεψε ο Φάνης.
«Εντάξει, στον Καρχαρία!» υποχώρησε τελικά ο Περικλής.
Μόλις γύρισαν όμως προς το πλοίο του Σίμου, είδαν μπροστά τους τα σαγόνια ενός πραγματικού καρχαρία!
«Αα! Όχι σ' αυτόν τον καρχαρία!» φώναξε ο Περικλής.
«Στο δικό σου! Στο δικό σου!» φώναξε ο Σίμος. Έτσι γύρισαν απ' την άλλη. Το κήτος λίγο έλειψε να αρπάξει το πόδι του Σίμου, όμως ένα βέλος του Λουκά τον έσωσε. Την ίδια στιγμή ο Φάνης πέταξε με δύναμη ένα σχοινί. Ο Περικλής το έπιασε, ενώ η Θεοδώρα και ο Αρχικατάσκοπος των Πειρατών συνέχιζαν την καλή δουλειά. Ο Φάνης με τη βοήθεια του Άκη, της Στέλλας και της Άννας κατάφεραν να τραβήξουν και στη συνέχεια να ανεβάσουν στο πλοίο τους δύο άντρες και την αναίσθητη Ανθή.
Οι δύο έπεσαν εξουθενωμένοι στο κατάστρωμα και η Γιάννα έσπευσε αμέσως να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες στην Πριγκίπισσα. Της έκανε μαλάξεις, τεχνητή αναπνοή κι εκείνη συνήλθε. Μόλις είδε τον Σίμο γονατιστό πλάι της, έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε κλάματα.
«Ησύχασε, μικρή μου. Όλα τέλειωσαν. Είσαι εντάξει τώρα.» την παρηγόρησε εκείνος. Ο Περικλής θα έπρεπε να τη μαλώσει κανονικά που έκανε μια τέτοια τρέλα, όμως χαιρόταν τόσο που ήταν καλά, που δεν της είπε τίποτα.
Μόνο το ότι την έσωσαν τον ένοιαζε τώρα. Για τα άλλα θα έβρισκε λύση. Στο μεταξύ τους έφεραν πετσέτες να σκουπιστούν και να τυλιχτούν γιατί βράδιαζε κι έπεσε η θαλασσινή ψύχρα.
«Είδατε πόσο ενωμένοι τη σώσατε;» είπε η Στέλλα στον Περικλή και τον Σίμο.
«Ναι, όντως.» συμφώνησε ο Φάνης. Ο Περικλής είπε στη Θεοδώρα:
«Σ' ευχαριστούμε. Χωρίς εσένα και τον Λουκά, θα είχαμε γίνει και οι τρεις δείπνο για τους καρχαρίες. Στρατηγέ Φάνη, τα συγχαρητήρια μου. Επέλεξες την πιο ικανή τοξότρια που υπήρξε ποτέ για αρχηγό τους.»
«Έκανα απλά το καθήκον μου Μεγαλειότατε.» είπε η νεαρή τοξότρια. «Δεν υπήρχε περίπτωση να άφηνα τους καρχαρίες να σας φάνε.»
Έπειτα ο Περικλής έριξε μια ματιά στον Σίμο που είχε αγκαλιάσει προστατευτικά την Ανθή. Πόσο ταίριαζαν οι δυο τους... Μήπως όμως δεν έπρεπε να αφήσει αυτό το γεγονός να αλλάξει τις αποφάσεις του;
«Κατάλαβα πολλά από αυτό το συμβάν και ειδικά για σένα, Ανθή.» είπε. «Καταρχάς, ότι είσαι η πιο τρελή πριγκίπισσα που είχε ποτέ ο Βορράς.» Σε αυτό το σημείο όλοι γέλασαν σιγανά. «Και κατά δεύτερον, ότι αγαπάς πραγματικά τον Βασιλιά Σίμο και δεν είναι απλά ένα εφηβικό πείσμα, όπως νόμιζα. Όμως θέλω να βεβαιωθώ και για τα δικά του αισθήματα.»
Κοίταξε τον Σίμο κι εκείνος είπε:
«Την αγαπάω πιο πολύ κι απ' τη ζωή μου, Βασιλιά Περικλή. Για αυτό άλλωστε έπεσα στη θάλασσα για να τη σώσω, ρισκάροντας τη δική μου ζωή, όπως έκανες κι εσύ. Αν όμως η αγάπη του αδελφού υπερισχύει της δικιάς μου, θα κάνω πίσω.»
«Μα...» πήγε να πει η Ανθή, όμως δεν μίλησε. Μήπως όντως θα πρόδιδε την οικογένεια της αν παντρευόταν τον Σίμο;
«Μετά το δείπνο, θα σου ανακοινώσω την απόφαση μου, Βασιλιά Σίμο. Θέλω να το σκεφτώ λίγο καλύτερα και να το συζητήσω με τη σύζυγό μου, γιατί απ' ότι φαίνεται εκείνη καταλαβαίνει καλύτερα τα γυναικεία αισθήματα.»
Η Ανθή χάρηκε, το ίδιο κι η Άννα που η άποψη της επιτέλους θα μετρούσε. Χαμογέλασε στην Ανθή και της έκλεισε το μάτι, σαν να της έλεγε Ασ' το πάνω μου. Ο Σίμος είπε:
«Τότε θα γυρίσω στο πλοίο μου, θα αλλάξω, θα δειπνήσω κι εγώ και θα περιμένω. Στείλτε μια βάρκα!» φώναξε στους δικούς του. Εκείνοι κατέβασαν μια βάρκα, που ήρθε και τον πήγε πίσω στο καράβι του.
Το σκοτάδι απλώθηκε παντού λίγη ώρα μετά. Πίσω τους φαίνονταν τα λιγοστά φώτα του Λιμανιού. Στην τραπεζαρία της Γοργόνας, οι Βόρειοι δείπνησαν όλοι μαζί και μετά ο Περικλής και η Άννα κλείστηκαν στην καμπίνα τους για να συζητήσουν.
«Ξέρω τι θα μου πεις.» ξεκίνησε εκείνος. «Ότι αγαπιούνται πραγματικά και ότι δεν μπορούν να ζήσουν χώρια ο ένας απ' τον άλλον. Σε ρωτάω όμως: θα μπορέσει η Ανθή να ζήσει μακριά από εμάς και μακριά από το βασίλειο της; Και η μητέρα μου τι θα πει με αυτή την απόφαση;»
Η Άννα μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής του είπε:
«Περικλή, δεν ξέρω αν το παρατήρησες, όμως... η Ανθή ωρίμασε αυτούς τους τρεις μήνες που έμεινε μακριά από την οικογένεια της, από εμάς. Ο έρωτας την άλλαξε πάρα πολύ. Θα είναι δυστυχισμένη μακριά από τον Σίμο. Όσο για τη μητέρα σου, πιστεύω πως θα συμφωνήσει, γιατί θα προτιμάει μια ευτυχισμένη κόρη μακριά της, παρά μια δυστυχισμένη κόρη κοντά της. Εγώ είπα τη γνώμη μου. Η απόφαση είναι δική σου.»
«Συμφωνώ με αυτά που είπες, όμως... είναι μόνο δεκαπέντε χρονών, πολύ μικρή για γάμο.» είπε σκεπτικός ο Περικλής.
«Τότε, τι θα έλεγες να γίνει ο γάμος σε ένα χρόνο; Η αδελφή σου θα είναι πιο ώριμη, θα έχει τελειώσει το Γυμνάσιο και θα έχουν γιατρευτεί οι πληγές μας απ' τον πόλεμο.»
«Δεν ξέρω...» έκανε ο Περικλής, ακόμα αναποφάσιστος κι έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά του σκεπτικός.
Η Άννα πλησίασε, τον αγκάλιασε απ' το λαιμό και του είπε:
«Ω, έλα τώρα, Περικλή... Κι εγώ δεκαέξι ήμουν όταν παντρευτήκαμε.»
«Σ' έχω ξαναρωτήσει τι θα έκανα χωρίς εσένα;» Αντί για απάντηση, η Άννα τον φίλησε, και για λίγα δευτερόλεπτα δεν σκέφτονταν ότι είχαν αφήσει μια συζήτηση στη μέση. Μετά η Άννα τραβήχτηκε απαλά προς τα πίσω και τον ρώτησε:
«Λοιπόν, ποια είναι η τελική σου απόφαση;»
Στο μεταξύ η Ανθή περίμενε έξω, κάνοντας βόλτες πάνω- κάτω στο κατάστρωμα.
Όταν επιτέλους βγήκαν έξω ο Περικλής με την Άννα, τους πλησίασε τρέχοντας.
«Τι αποφασίσατε; Μη με κρατάτε σε αγωνία!» αναφώνησε. Ο αδελφός της με επίσημο ύφος της ανακοίνωσε:
«Πριγκίπισσα Ανθή, μπορείς να παντρευτείς τον Βασιλιά Σίμο των Πειρατών...» Πριν προλάβει όμως να ολοκληρώσει την πρόταση του, η Ανθή έπεσε στην αγκαλιά του λέγοντας:
«Ω! Σ' ευχαριστώ! Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, αδελφούλη! Αχ, δεν ξέρεις πόση χαρά μου δίνεις! Σε συγχωρώ! Στα συγχωρώ όλα!» και άρχισε να του σκάει φιλιά στα μάγουλα!
Ο Περικλής τη σταμάτησε και της είπε:
«Ανθή, υπάρχει και ένας όρος: ο γάμος θα γίνει σε ένα χρόνο, όχι τώρα. Για να τελειώσεις το Γυμνάσιο...»
«Μα δεν μπορώ να περιμένω ένα χρόνο!» διαμαρτυρήθηκε η Ανθή.
«Κι έτσι θα βεβαιωθούμε και για τα αισθήματα του Σίμου. Διότι αν κρατήσει η αγάπη του ένα χρόνο, θα κρατήσει για πάντα. Πρέπει να κάνεις υπομονή.»
«Εντάξει.» δέχτηκε τελικά εκείνη. «Φτάνει που θα τον παντρευτώ.»
Μετά ο Περικλής με την Ανθή, τον Φάνη και τον Θάνο μπήκαν σε μια βάρκα και πέρασαν στο καράβι του Σίμου. Του ανακοίνωσαν την απόφαση και τον όρο κι εκείνος δέχτηκε με χαρά. Ύστερα παρόλο που έπρεπε να είχαν ήδη ξεκινήσει, οι Πειρατές δεν τους άφησαν να φύγουν! Τους πήραν μέσα να τους κεράσουν κρασί και μερικά νόστιμα μεζεδάκια. Τότε ο Σίμος και η Ανθή βρήκαν ευκαιρία και βγήκαν οι δυο τους να μιλήσουν.
«Θα με επισκέπτεσαι; Η θα σε δω από τώρα σε ένα χρόνο;» τον ρώτησε.
«Και βέβαια, μωρό μου. Όποτε μπορώ. Απλά θα στέλνω γράμμα στον αδελφό σου πρώτα.»
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τότε ο Σίμος είπε:
«Ανθή... Θα ετοιμάσω το βασίλειο μου έτσι, ώστε να είναι το καλύτερο όταν θα έρθεις. Το Παλάτι θα γίνει σωστός παράδεισος. Θα φτιάξω κήπους και θα φυτέψω λουλούδια, τα οποία θα μεγαλώσουν και θα περιμένουν υπομονετικά ένα ακόμα λουλούδι: εσένα. Και όταν παντρευτούμε, αργότερα θα σε πάρω και θα πάμε ταξίδι όπου θέλεις.»
«Αχ, αγάπη μου... Ανυπομονώ. Θα κάνω υπομονή όμως, γιατί όποιος αγαπάει περιμένει. Κι εγώ σ' αγαπώ τόσο πολύ, Σίμο...»
«Κι εγώ ακόμα περισσότερο, Ανθή.» Και φιλήθηκαν κάτω απ' το φως του φεγγαριού.
Επέστρεψαν στην τραπεζαρία και κάθισαν λίγο μαζί με τους άλλους, ώσπου ο Θάνος είπε στον Περικλή:
«Μεγαλειότατε, πρέπει να φύγουμε. Μην ξεχνάτε πως θα δέσουμε στο Λιμάνι του Βορρά, όχι της Ανατολής, οπότε έχουμε λίγο μεγαλύτερο ταξίδι.»
«Έχεις δίκιο, Ναύαρχε. Σε ευχαριστώ που μου το θύμισες. Στρατηγέ, Ανθή, σηκωθείτε. Φεύγουμε.»
Γύρισαν πίσω στη Γοργόνα αφού αποχαιρέτησαν τους Πειρατές και μετά το κάθε πλοίο ξεκίνησε για τον προορισμό του.
Η Ανθή στάθηκε στην κουπαστή της πρύμνης και κοιτούσε το καράβι του Σίμου καθώς εκείνο απομακρυνόταν, ώσπου έφτασε στο Λιμάνι. Όμως επειδή και το δικό τους καράβι είχε ήδη απομακρυνθεί αρκετά και το σκοτάδι είχε πέσει, δεν μπορούσε να το δει πια. Έμεινε και συνέχισε να κοιτάει το Νησί των Πειρατών, το μέρος στο οποίο είχε ζήσει τόσες εμπειρίες και συναισθήματα, καλά και κακά αλλά κυρίως γνώρισε τον έρωτα. Χαιρόταν που θα έβλεπε ξανά τη μητέρα της, τα ξαδέλφια της, την Έλσα η οποία απ' ότι της είπαν περίμενε και παιδί... όλους τους δικούς της ανθρώπους. Όσο για τον Σίμο, θα περίμενε. Θα τα κατάφερνε! Έμεινε εκεί λίγο ακόμα, ώσπου το νησί έγινε μόνο μια σκοτεινή σκιά στον ορίζοντα. Μετά πήγε για ύπνο.
Στο μεταξύ και ο Περικλής με την Άννα έμειναν έξω ως αργά.
«Ώστε... θεωρείς κι εσύ ότι είμαι πέτρινος βασιλιάς; Ότι δεν έχω αισθήματα;» τη ρώτησε.
«Δεν πιστεύω αυτό, αγάπη μου. Απλώς... μην κυβερνάς μόνο με το μυαλό, Περικλή. Εσύ αυτό κάνεις.» του απάντησε.
«Και πώς μπορώ να το αλλάξω αυτό;»
«Ένας σωστός βασιλιάς πρέπει να χρησιμοποιεί και την καρδιά του. Να λαμβάνει υπόψη του και τα συναισθήματα του λαού του, όχι μόνο το συμφέρον του βασιλείου.»
«Τώρα μιλάς σαν τη μητέρα μου.» της είπε ο Περικλής γελώντας.
«Έτσι είναι. Γιατί η ανδρεία, η γενναιότητα και τα συναισθήματα δεν βρίσκονται στο μυαλό, αλλά εδώ.» κι έβαλε το χέρι της στο στήθος του. «Στην καρδιά.»
Έπειτα ο Περικλής τη φίλησε για να της δείξει πόσο συμφωνούσε μαζί της. Εκείνη τη στιγμή, ορκίστηκε στον εαυτό του να προσπαθήσει να γίνει καλύτερος άνθρωπος εκτός από σωστός βασιλιάς και οπωσδήποτε να ζητήσει συγνώμη απ' την αδελφή του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top