ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20


Μόλις έφτασε το μήνυμα ότι τα πρώτα καράβια των στόλων φάνηκαν στον ορίζοντα, η Κάτια με την Έλσα ετοιμάστηκαν αμέσως και ξεκίνησαν για το Βασίλειο της Ανατολής. Πήγαν με δυο άλογα κι έφτασαν σχετικά γρήγορα. Επιπλέον, η Κάτια είχε καιρό να ιππεύσει και ξανάνιωσε.

«Έλσα, έχω πολύ καλό προαίσθημα.» της είπε μόλις πέρασαν τα σύνορα της Ανατολής. Αν και είχαν ειδοποιηθεί για το τέλος του πολέμου και ότι οι γιοι της Κάτιας ήταν καλά και είχαν πάρει την Ανθή, ο Περικλής δεν τους είχε γράψει λεπτομέρειες.

Θα ειπωθούν όλα όταν γυρίσουμε. Έτσι τελείωνε το γράμμα του.

Η Μαρία τους υποδέχτηκε στο Ανάκτορο, όπου έμενε προσωρινά μέχρι να γυρίσει ο Νίκος. Οι αίθουσες του ήταν πολύ εντυπωσιακές, στρογγυλές οι περισσότερες, με μεγάλες άνετες μαξιλάρες αντί για καναπέδες και παχιά μαλακά χαλιά. Τις οδήγησε σε ένα από αυτά τα σαλόνια, όπου εκεί υπήρχε ένα άτομο- έκπληξη: ο Κώστας.

«Από νωρίς το πρωί έχει έρθει και δεν μπόρεσα να τον διώξω.» τους εξήγησε η Μαρία.

Ο Κώστας σηκώθηκε και τις χαιρέτησε φιλώντας τα χέρια τους.

«Κυρίες μου, έχω σηκωθεί απ' τα χαράματα για να έρθω εδώ. Τόση είναι η ανυπομονησία μου για να ξαναδώ τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Δεν νιώθετε το ίδιο;» τους είπε.

«Ναι, βέβαια.» συμφώνησε η Κάτια. «Γι' αυτό ήρθαμε εδώ να τους υποδεχθούμε και δεν μείναμε να περιμένουμε στον Βορρά.»

«Εγώ έφυγα κρυφά από τον γιο μου. Τον άφησα στην πεθερά μου και της είπα να μην του πει τίποτα, γιατί έτσι και το μάθει, θα γίνει χαμός που δεν τον πήρα μαζί μου!» είπε η Έλσα και γέλασαν.

Μόνο η Μαρία παρέμεινε σκυθρωπή.

«Είστε όλοι τόσο χαρούμενοι... Όμως εγώ δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα.» είπε.

«Γιατί;» απόρησε η Κάτια.

«Δεν ξέρω. Σε αντίθεση με εσένα, έχω κακό προαίσθημα. Νομίζω πως... κάποιος απ' τους δικούς μου... θα έχει πάθει κάτι.»

«Για να πω την αλήθεια, κι εγώ έχω μια μικρή ανησυχία. Από πόλεμο επιστρέφουν όσο να 'ναι.» είπε ο Κώστας.

«Δεν είμαστε χαρούμενοι, απλώς προσπαθούμε να σκεφτόμαστε θετικά.» είπε η Έλσα.

«Δεν κερδίζουμε τίποτα με το να καθόμαστε εδώ. Σε λίγο θα φτάσουν τα καράβια. Πάμε;» ρώτησε η Μαρία.

«Άντε, πάμε.» απάντησε η αδελφή της και έφυγαν για το Λιμάνι.

Είχε φτάσει κι άλλος κόσμος εκεί, Ανατολικοί πολίτες κυρίως και περίμεναν τους στόλους, τα καράβια των οποίων πλησίαζαν. Λίγη ώρα μετά, έφτασαν κι έδεσαν λίγα- λίγα στις προβλήτες. Χώρεσαν όλα, αφού όπως έχουμε ξαναπεί το συγκεκριμένο Λιμάνι ήταν το μεγαλύτερο της χώρας. Η Κάτια κι η Έλσα πήραν θέση μπροστά απ' το σημείο όπου έδεσαν τα Βόρεια πλοία και περίμεναν να βγουν οι δικοί τους.

«Που είναι το βασιλικό καράβι;» αναρωτήθηκε η Κάτια.

«Δεν ξέρω. Δεν το βλέπω πουθενά.» απάντησε η Έλσα.

Άρχισαν να περπατούν κατά μήκος των προβλητών και να ψάχνουν για γνωστούς τους. Είδαν τον Αλέξανδρο. Τις είδε κι εκείνος, έτρεξε και αγκάλιασε τη μητέρα του.

«Ω! Τι χαρά! Τι ευτυχία να ξέρω πως είστε ζωντανοί!» αναφώνησε με δάκρυα χαράς στα μάτια η Κάτια. «Μα που είναι τα αδέλφια σου; Που είναι η Ανθή μας να τη σφίξω στην αγκαλιά μου;»

«Μην ανησυχείς, μητέρα. Έμειναν για μία ακόμα ημέρα για διαπραγματεύσεις με τον καινούργιο Βασιλιά των Πειρατών και θα γυρίσουν αύριο με ένα δικό του καράβι που θα τους δώσει, γιατί οι Πειρατές από εδώ και πέρα θα είναι σύμμαχοι μας.»

Έπειτα στράφηκε στην Κατάσκοπο:

«Καλησπέρα, Έλσα.»

«Καλώς ήρθατε Βασιλιά Αλέξανδρε. Μήπως ξέρετε που βρίσκεται ο άντρας μου;»

«Βεβαίως. Έμεινε κι εκείνος στο Νησί των Πειρατών και θα γυρίσει επίσης αύριο, όπως και οι υπόλοιποι αξιωματικοί σας.»

«Μα πως προέκυψε να συμμαχήσουμε με τους Πειρατές;» ρώτησε η Κάτια.

«Δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να σιγουρευτούμε ότι δεν θα μας ξαναενοχλήσουν ποτέ.» της απάντησε ο Αλέξανδρος.

Παρέλειψε να της πει για τον έρωτα της Ανθής για τον Σίμο και πήγαν οι τρεις τους να βρουν και άλλους γνωστούς τους. Λίγο πιο πέρα, μπροστά από ένα πλοίο μικρότερο απ' τα άλλα, κάποιοι κατέβαζαν μερικά φέρετρα.

«Είχαμε πολλές απώλειες... και ήταν μόνο δύο μάχες.» είπε με θλίψη ο Αλέξανδρος. Η Κάτια πάγωσε για μια στιγμή, γιατί είδε τη Μαρία να κλαίει σπαρακτικά πάνω από ένα τέτοιο φέρετρο. Πλησίασαν και τότε είδαν και τον Νίκο να στέκεται λίγο πιο πέρα σιωπηλός.

Ποιον έχασε η αδελφή μου; Αναρωτήθηκε, όταν όμως ο Νίκος γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος (πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι), κατάλαβε. Πλησίασε κι άλλο.

«Κάτια...»

«Νίκο...»

«Χάσαμε τη Χριστίνα μας. Το κοριτσάκι μας.» Η Κάτια δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο, μόνο έπεσε στην αγκαλιά του κι έκλαψαν πικρά και οι δύο. Ο Αλέξανδρος και η Έλσα στέκονταν λίγο πιο πίσω σιωπηλοί, χωρίς να μπορούν να πουν τίποτα.

Στην πλευρά του Δυτικού στόλου, ο Κώστας υποδέχθηκε με χαρά τους γονείς του και εκείνοι του περιέγραψαν εν συντομία τα γεγονότα του πολέμου.

«Πάω να δω και την Ηλιάνα.» τους είπε μετά. Τα πρόσωπα των γονιών του άσπρισαν.

«Τι συμβαίνει;» τους ρώτησε ανήσυχος. «Γύρισε ζωντανή, έτσι δεν είναι;»

«Χτυπήθηκε άσχημα, γιε μου.» του είπε ο Πέτρος.

«Τι; Πόσο σοβαρά είναι;»

«Πολύ σοβαρά. Οι γιατροί δεν της δίνουν ελπίδες.»

«Ψέματα!» φώναξε ο Κώστας.

Η Λίζα δεν μπορούσε να μιλήσει.

«Άκουσε με Κώστα!» φώναξε ο Πέτρος, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.

«Παράτα με! Οι γιατροί δεν ξέρουν τι τους γίνεται! Θα πάω να τη δω.» Κι έφυγε για τα πλοία του Χωριού της Αναγέννησης. Η δουλειά των γιατρών του χωριού ήταν πολύ δύσκολη γιατί δεν είχαν πια αρχίατρο και δεν μπορούσαν να οργανωθούν. Κάπου μέσα σε αυτό το χαμό διέκρινε ο Κώστας την Ηλιάνα σ' ένα φορείο ακουμπισμένο κάτω, όπως πολλά άλλα.

Έτρεξε και γονάτισε δίπλα της.

«Όχι...» είπε. Τα μάτια της ήταν κλειστά και το πρόσωπο της κάτασπρο. Μόλις της κράτησε το χέρι, άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε.

«Κώστα...» ψιθύρισε με φωνή που μόλις ακουγόταν.

«Ναι, αγάπη μου. Εγώ είμαι.»

«Πεθαίνω, Κώστα. Ήθελα τόσο να δω τα μάτια σου για μια τελευταία φορά...»

«Όχι, μωρό μου.» της είπε και της φίλησε το χέρι. «Δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις. Θα σε φροντίσω και θα είμαι συνέχεια στο πλευρό σου για να γίνεις καλά. Θα ζήσεις και θα παντρευτούμε, ακούς;»

«Όχι, όχι... Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο. Συγχώρεσε με. Δεν έπρεπε να πολεμήσω τόσο ριψοκίνδυνα, να πάω μόνη μου. Έπρεπε να σκεφτώ κι εσένα. Το μέλλον μας... που δεν θα υπάρξει τελικά.»

Ο Κώστας δάκρυσε. Όχι, δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό... Δεν μπορεί να έχανε την Ηλιάνα του. Έσκυψε, τη φίλησε και απαλά στα χείλη χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά της.

«Θα έρθω να σε βρω.» της είπε.

«Όχι. Να μη με ακολουθήσεις. Ούτε να ζητήσεις εκδίκηση απ' τους Πειρατές. Πρέπει να συμφιλιωθείτε μαζί τους, όχι μόνο τυπικά αλλά και σαν αδέλφια, γιατί υπάρχει μια πολύ ισχυρότερη απειλή... να προσέχεις όταν γίνεις Βασιλιάς της Δύσης.»

«Τι εννοείς; Τι θες να πεις και που τα έμαθες αυτά;»

«Δεν έχει σημασία. Θέλω να ξεκουραστώ τώρα. Αντίο, Κώστα. Σ' αγαπώ.» Κι έκλεισε τα πράσινα μάτια της για πάντα.

Του φάνηκε πως ήρθε το τέλος του κόσμου. Ένα σύννεφο κάλυψε τον ήλιο, καθώς ο Θεός έπαιρνε εκείνη την αθώα ψυχή στο απέραντο βασίλειο του.

«Ηλιάνα!» φώναξε ο Κώστας. «Έναν γιατρό εδώ πέρα, γρήγορα!» Αμέσως έφτασε ένας νεαρός γιατρός στο φορείο της, την εξέτασε και είπε απογοητευμένος:

«Είναι πολύ αργά. Έφυγε.»

*****************************

Συγνώμη αν σας στεναχώρησε αυτό το κεφάλαιο. Τη μια ο θρήνος της Μαρίας και του Νίκου για την κόρη τους, την άλλη ο θάνατος της Ηλιάνας... 😭 Στα επόμενα υπόσχομαι να επανορθώσω. Συγκεκριμένα, στο αμέσως επόμενο πηγαίνουμε για ακόμα μια φορά στο Νησί των Πειρατών και βλέπουμε την αναχώρηση των Βορείων βασιλιάδων κι αξιωματικών. Η Ανθή είναι αποφασισμένη να μην αφήσει κανέναν να τη χωρίσει από τον Σίμο και κάνει μια πολύ ριψοκίνδυνη κίνηση... 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top