ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η Πριγκίπισσα Ανθή βρισκόταν στο δωμάτιο της και εκτελούσε άλλο ένα από τα βαρετά της καθήκοντα: προσπαθούσε να επιλέξει ποιο φόρεμα θα βάλει στη δεξίωση. Απ' ότι της είχαν εξηγήσει, ο Ναύαρχος Χρήστος επέλεξε να μετακομίσει στο Κεντρικό Βασίλειο για να βοηθάει τον πατέρα του, τον Βασιλιά Στάθη του Κέντρου, ως Πρίγκιπας του Κέντρου. Έτσι ο Στρατηγός Φάνης αποφάσισε να κάνει ναύαρχο του Βορρά τον Θάνο, που ήξερε από καράβια.
Το μπέρδεμα ήταν πως ο Θάνος ήταν Αξιωματικός των Τοξοτών και έπρεπε ο Στρατηγός Φάνης να ορίσει έναν νέο αρχηγό των τοξοτών. Σήμερα λοιπόν, ήταν η μέρα που ο Θάνος θα γινόταν ναύαρχος στη δεξίωση που θα γινόταν στο Παλάτι και ύστερα ο Χρήστος θα αναχωρούσε με τον πατέρα του για το Κεντρικό Βασίλειο. Πόσο τα βαριέμαι όλα αυτά... σκεφτόταν η Ανθή. Θυμόταν τους πολέμους που είχαν γίνει πριν πέντε χρόνια, τον Πόλεμο των Τεσσάρων Βασιλείων και ύστερα του Κεντρικού.
Τότε ήταν δέκα χρονών και δεν την άφηναν όχι μόνο να πολεμήσει, αλλά ούτε καν να πάει στο Στρατόπεδο. Έμεινε πίσω, στον παγωμένο Βορρά, κλεισμένη στο Παλάτι με τους υπηρέτες και τη γιαγιά της, τη Λουκία, η οποία έφυγε απ' τη ζωή πριν μερικούς μήνες. Πόσο θα ήθελε να ήταν δεκαπέντε, όπως τώρα, για να την άφηναν να πολεμήσει μαζί με τον αδελφό της, την Έλσα, τον Φάνη και τους άλλους...
Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις της.
«Ποιος είναι;» ρώτησε.
«Εγώ είμαι, η Άντζελα.» άκουσε τη φωνή της ξαδέλφης της.
«Πέρασε.» Η πόρτα άνοιξε και η ξαδέλφη της μπήκε μέσα. Ήταν η κόρη του Κωνσταντίνου, του Άρχοντα του Χωριού της Αναγέννησης. Ο Κωνσταντίνος με τη γυναίκα του την Ευγενία, τις δύο κόρες τους και τον πέντε χρονών γιο τους, τον Μάξιμο είχαν καταφθάσει στον Βορρά λίγες μέρες πριν.
Οι δύο κόρες του, η δεκαεφτάχρονη Λουκία και η δεκαπεντάχρονη Άντζελα αγαπούσαν πολύ την ξαδέλφη τους και όποτε πήγαιναν στον Βορρά έκαναν πολλή παρέα. Με την Άντζελα μάλιστα η Ανθή είχε γίνει κολλητή και μοιράζονταν τα πάντα.
«Ακόμα να επιλέξεις φόρεμα;» τη ρώτησε η Άντζελα κοιτάζοντας τη στοίβα με τα φορέματα που είχε αραδιάσει επάνω στο κρεβάτι της.
«Δεν μπορώ να διαλέξω...» γκρίνιαξε η Ανθή. «Εσύ τι θα βάλεις;»
«Εμείς απ' ότι ξέρεις θα πρέπει να φοράμε μοβ, το επίσημο χρώμα του χωριού μας, οπότε δυστυχώς δεν μπορούμε να βάλουμε το ίδιο χρώμα.»
«Ωχ... Ναι, δυστυχώς... Το είχα ξεχάσει. Εμείς πρέπει να φορέσουμε κόκκινα.»
«Ωραία, διάλεξε μερικά απ' τα πιο ωραία κόκκινα φορέματα σου και πάω να φέρω κι εγώ το δικό μου, για να είναι παρόμοιο τουλάχιστον το σχέδιο.»
«Εντάξει.» συμφώνησε η Ανθή και η Άντζελα έφυγε.
Επέστρεψε μετά από λίγο, κρατώντας το μοβ φόρεμα της. Ήταν γυαλιστερό, στενό στη μέση και λίγο φαρδύ στη φούστα. Η Ανθή βρήκε ένα παρόμοιο κόκκινο που ήταν παντού πασπαλισμένο με χρυσόσκονη. Το φόρεσε με τη βοήθεια της ξαδέλφης της, η οποία της είπε:
«Θαυμάσιο είναι, ξαδερφούλα. Αυτό θα βάλεις.»
«Άπαπα! Μου προκαλεί φαγούρα με τόσες χρυσόσκονες.» γκρίνιαξε η Ανθή και το έβγαλε. Φόρεσε ένα άλλο, το οποίο τη στένευε και έπειτα ένα άλλο το οποίο δεν της πήγαινε, κατά τη γνώμη της βέβαια.
Μετά από λίγα ακόμα που δοκίμασε, νευρίασε και φώναξε, καθώς έβγαζε το τελευταίο:
«Ουφ! Καταραμένα φορέματα! Δεν χρησιμεύουν σε τίποτα! Κανένα τους δεν θα βάλω! Με παντελόνι θα έρθω!»
«Ανθή!» προσπάθησε να την ηρεμήσει η Άντζελα. «Είσαι πριγκίπισσα. Δεν μπορείς να φοράς παντελόνια...»
«Δεν με νοιάζει! Δεν θέλω να είμαι πριγκίπισσα! Βαρέθηκα πια! Δεν έχει καθόλου δράση!»
«Τότε, τι θες να γίνεις;»
«Θέλω να γίνω κατάσκοπος.» απάντησε με ονειροπόλο βλέμμα η Ανθή. «Θέλω να μοιάσω στην Έλσα.»
Η Άντζελα δεν ήθελε να γκρεμίσει τα όνειρα της ξαδέλφης της.
«Έλα, πάμε κάτω τώρα.» της είπε. «Σε λίγο θα φάμε μεσημεριανό. Θα βρούμε μετά τι θα βάλεις.» και κατέβηκαν κάτω.
Πέντε χρόνια είχαν περάσει από τα γεγονότα του πολέμου. Πέντε χρόνια απόλυτης γαλήνης και ηρεμίας για τα Πέντε Βασίλεια. Οι ζωές κάποιων ηρώων είχαν αλλάξει εντελώς, όμως κάποιων άλλων παρέμεναν οι ίδιες. Ο Στρατηγός Φάνης και η γυναίκα του, η Αρχικατάσκοπος Έλσα είχαν ένα γιο πέντε χρονών, τον Πάνο, ο οποίος ήταν περίπου στην ίδια ηλικία με τον Μάξιμο και όποτε ο Κωνσταντίνος με την οικογένεια του πήγαιναν στον Βορρά, τα δυο παιδάκια ήταν αχώριστα κι έπαιζαν κυνηγητό στους κήπους ή μονομαχίες με ξύλινα σπαθιά.
Για την Κάτια δεν είχε αλλάξει σχεδόν τίποτα, όπως και για το βασιλικό ζεύγος, τον Περικλή και την Άννα. Όλοι οι παραπάνω και ο Αλέξανδρος, του οποίου οι αξιωματικοί είχαν πάει να φάνε σ' ένα ταβερνάκι, κάθισαν στο τραπέζι κι άρχισαν να τρώνε, συζητώντας ευχάριστα.
«Ελπίζω να πάνε όλα κατ' ευχή στην αποψινή δεξίωση.» είπε κάποια στιγμή η Κάτια.
«Όλοι το ελπίζουμε.» είπε ο Φάνης. «Γιατί έχουμε άσχημες εμπειρίες από δεξιώσεις.»
«Όχι, αγάπη μου. Στη δεξίωση του γάμου μας δεν έγινε τίποτα.» είπε η Έλσα.
«Ναι, γιατί τότε ήταν το τέλος μιας δύσκολης εποχής.»
Η Ανθή ευχήθηκε από μέσα της να άρχιζαν αν μιλούν για τις μάχες που είχαν γίνει τότε, όμως ο θείος της ο Κωνσταντίνος φρόντισε να αλλάξει θέμα. Πόσες φορές είχε ακούσει αυτές τις ιστορίες... κι όμως, πάντα ήθελε ν' ακούει κι άλλα. Η Έλσα με τον Φάνη κάθονταν με τις ώρες μαζί της και της διηγούνταν τα κατορθώματα όλων των αξιωματικών, όμως όλοι οι υπόλοιποι απέφευγαν να μιλούν για αυτή την εποχή, λες και βρισκόταν εκατοντάδες χρόνια μακριά.
«Είμαι βέβαιος πως θα περάσουμε υπέροχα και όλα θα γίνουν όπως πρέπει.» είπε ο Περικλής κι έπειτα κοίταξε την αδελφή του. «Αρκεί να φερθούμε όλοι κόσμια.»
Αν υπήρχε ένα πράγμα το οποίο εκνεύριζε περισσότερο την Ανθή ήταν ακριβώς αυτό: να της λένε η μητέρα της κι ο αδελφός της τι έπρεπε να κάνει. Η νύφη της, η Άννα, ήταν κάπως πιο ελαστική και συνήθως την υποστήριζε. Όπως κι ο άλλος αδελφός της, ο Αλέξανδρος, ο περήφανος Βασιλιάς του Νότου.
«Βρήκατε τι θα φορέσετε, κορίτσια;» ρώτησε η Ευγενία τις κόρες της και την Ανθή.
«Εμείς οι δύο ναι, μητέρα. Η Ανθή δεν βρήκε.» απάντησε η Λουκία.
«Ακόμα;» είπε η Κάτια στην κόρη της.
«Ουφ! Φτάνει πια! Όλοι μαζί μου ασχολείστε!» ξέσπασε η Ανθή. «Ό,τι θέλω θα φορέσω! Και γαλάζιο και βυσσινί ή και μαύρο ακόμα, δεν με νοιάζει!»
Σηκώθηκε απ' το τραπέζι και, βαστώντας με νεύρα τη φούστα της, ανέβηκε στο δωμάτιο της.
«Ανθή! Δεν τελειώσαμε ακόμα το φαγητό μας!» της φώναξε η Κάτια, μάταια όμως.
Το βράδυ έφτασε και όλοι ετοιμάζονταν, ενώ κάποιοι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να καταφθάνουν. Πρώτος έφτασε ο Στάθης με τους αξιωματικούς του. Μετά ο Χρήστος με τον Θάνο, ο οποίος συνοδευόταν από την Αρχίατρο του Βορρά, τη Γιάννα. Είχαν σχέση περίπου πέντε χρόνια, όμως δεν την είχαν επισημοποιήσει ακόμα.
Μετά, κατέβηκε η Κάτια, όμορφη και λαμπερή όπως πάντα, μαζί με τον Φάνη και την Έλσα, και πήγαν να υποδεχτούν τους Δυτικούς που έμπαιναν εκείνη την ώρα: Η αδελφή της Κάτιας, η Βασίλισσα Λίζα είχε έρθει με τον άντρα της τον Πέτρο, τον γιο τους τον Κωνσταντίνο- Μάριο, που οι περισσότεροι φώναζαν Κώστα καθώς και όλους σχεδόν τους αξιωματικούς του βασιλείου τους.
Ο Περικλής και η Άννα ετοιμάζονταν κι εκείνοι να κατέβουν.
«Της έδωσες φόρεμα της μικρής;» ρώτησε ο Περικλής.
«Ναι.» απάντησε η Άννα. «Βρήκαμε τελικά ένα που της πήγαινε και τη βόλευε. Το είχα φορέσει στη Συμφιλίωση των Τεσσάρων Βασιλείων. Θυμάσαι;»
«Φυσικά. Θα είναι υπέροχη μέσα σ' αυτό.»
Τη φίλησε απαλά για να μην της χαλάσει το κραγιόν.
«Πάμε;» τον ρώτησε.
«Πάμε.»
Στο διάδρομο συνάντησαν την Ανθή με τις δύο ξαδέλφες.
«Κορίτσια, έτοιμες;» τις ρώτησε η Άννα.
«Φυσικά.» απάντησε η Λουκία. «Είμαστε χαρούμενες που θα συνοδεύσουμε το βασιλικό ζεύγος του Βορρά ως την κεντρική αίθουσα.»
«Ωραία λοιπόν. Ας κατέβουμε.» είπε η Άννα.
Η Κεντρική Αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο απ' όλα τα βασίλεια. Είχαν πάει επίσης και πολίτες του Βορρά.
Την ώρα που το βασιλικό ζεύγος με τα τρία κορίτσια εμφανίστηκαν στην κορυφή της σκάλας, τότε ακούστηκε μια σάλπιγγα από έναν ακόλουθο ο οποίος είπε:
«Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι! Η αυτού Μεγαλειότης Βασιλιάς Περικλής με τη Βασίλισσα Άννα μόλις εισήλθαν!» Οι καλεσμένοι και όλος ο κόσμος άρχισαν να χειροκροτούν. Όταν κατέβηκαν τις σκάλες, άρχισαν οι προετοιμασίες για τη στέψη και τις ορκωμοσίες.
Όλα ήταν σχεδόν έτοιμα και ο Φάνης είδε τον Περικλή να του κάνει νόημα να πλησιάσει. Καθώς πήγαινε εκεί, τον βρήκε η Μαριάντζελα και του είπε:
«Δεν μου λες...»
«Δεν σου λέω γιατί πας και τα λες.» αστειεύτηκε ο Φάνης.
«Μμμ... Αστείο... Άσε τις πλάκες και άκου με. Η Θεοδώρα δεν είχαμε πει να γίνει αρχηγός των τοξοτών; Γιατί θα κάνεις τον Αναστάση; Επειδή είναι άντρας;» Γιατί λεγόταν ότι ο Αναστάσης θα γινόταν αρχηγός των τοξοτών.
Η Έλσα, ο Θάνος και μερικοί άλλοι αξιωματικοί πλησίασαν γιατί είχαν ακούσει την κουβέντα και ήθελαν να δουν τι θα γίνει.
«Ναι, αυτό μου είχες ζητήσει να κάνω.» είπε ο Φάνης.
«Αφού αυτό ξέρεις ότι της αρέσει και θέλει. Είναι μια απ' τις καλύτερες τοξότριες- κατασκόπους που έχουμε στην ομάδα και είναι τ' όνειρο της να γίνει αρχηγός των τοξοτών.»
«Μην ανησυχείς. Έχε μου εμπιστοσύνη. Ξέρω τι κάνω.» Εκείνη τη στιγμή ο Περικλής ξαναέκανε νόημα στον Φάνη να πάει να συζητήσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Η τελετή της στέψης ξεκίνησε και ο Περικλής ανέβηκε στο βάθρο για να βγάλει λόγο:
«Αγαπητοί καλεσμένοι. Βασιλικές οικογένειες, αξιωματικοί και πολίτες του Βορρά. Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε με την παρουσία μας στη στέψη του έναν πολύ ικανό αξιωματικό, τον ναύαρχο του Βορείου Βασιλείου και μελλοντικό πρίγκιπα του Κεντρικού Βασιλείου, τον Χρήστο, καθώς και τις ορκωμοσίες κάποιον αξιωματικών του Βορείου Βασιλείου. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει γεύμα και χορός. Ευχαριστώ όλους εσάς που ήρθατε και σας εύχομαι καλή υπομονή και καλή διασκέδαση.»
Εκείνη τη στιγμή ο Άκης σκούντησε τον Ραφαήλ και του είπε:
«Σε λίγο σου 'χω μια έκπληξη.»
«Τι;» τον ρώτησε ο Ραφαήλ.
«Κάνε υπομονή και θα δεις.»
«Παρακαλείται ο Στρατηγός Φάνης να ανέβει στο βάθρο για να ξεκινήσει η διαδικασία.» είπε ο Περικλής.
«Ευχαριστώ πολύ Μεγαλειότατε. Παρακαλώ τον αξιότιμο πρώην Ναύαρχο του Βορρά Χρήστο να ανέβει στο βήμα.» Όταν ο Χρήστος ανέβηκε στο βήμα, ο Φάνης πήρε το στέμμα από ένα μαξιλάρι που το κρατούσε ένας υπηρέτης και είπε στραμμένος προς τον Περικλή: «Με τα δικαιώματα που έχω ως αρχιστράτηγος στο Νησί των Πέντε Βασιλείων, σας παραδίδω Μεγαλειότατε το στέμμα για να κάνετε τη στέψη.»
Τότε ο Περικλής πήρε το στέμμα, ο Χρήστος γονάτισε και του είπε ο Περικλής:
«Με τη δικαιοδοσία που έχω ως Ανώτατος βασιλιάς του Νησιού των Πέντε Βασιλείων, από εδώ και στο εξής σε ορίζω ων νυν πρίγκιπα του Κεντρικού Βασιλείου.» Τότε έβγαλε το σπαθί του και τον έχρησε. Ύστερα του φόρεσε το στέμμα και φώναξαν όλοι ΑΞΙΟΣ, ενώ ο Χρήστος είχε σηκωθεί. Όλος ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
Η Ανθή εκείνη τη στιγμή είπε στην Άντζελα παραπονεμένη:
«Αργούμε πολύ ακόμα; Μ' έχουν πεθάνει αυτά τα βρωμοπάπουτσα. Γιατί δέχτηκα να τα φορέσω;»
«Σσστ! Σταμάτα! Θα γίνουμε ρεζίλι.» είπε η Άντζελα. Ο Φάνης συνέχισε το λόγο του:
«Παρακαλώ πολύ τον πρώην Αρχηγό των Τοξοτών Θάνο και τη Θεοδώρα, τοξότρια των κατασκόπων να ανέβουν στο βήμα.» Όλοι αναρωτήθηκαν εκείνη την ώρα γιατί κάλεσαν και τους δύο.
Ψίθυροι ακούγονταν παντού, ενώ η Ανθή εξακολουθούσε να τρώγεται με τα παπούτσια. Αφού ανέβηκαν ο Θάνος κι η Θεοδώρα στο βάθρο ο Φάνης συνέχισε και τους είπε:
«Με τη δικαιοδοσία και το αξίωμα που έχω ως στρατηγός του Βορρά, διορίζω τον Θάνο ως ναύαρχο και τη Θεοδώρα ως αρχηγό των τοξοτών.»
Εκείνη τη στιγμή όλοι είχαν μείνει άφωνοι και κάποιοι άρχισαν να χειροκροτούν. Ο Θάνος με τη Θεοδώρα ήταν λες και πετούσαν στα σύννεφα κι η Μαριάντζελα ήταν πολύ περήφανη για τη φίλη της. Ο Φάνης έχρησε και τους δυο με το σπαθί του και τους έκανε νόημα να σηκωθούν. Πήγε στον Θάνο, του καρφίτσωσε τα δύο παράσημα και του τοποθέτησε τις επωμίδες στις βάτες. Στη Θεοδώρα απλά παρέδωσε τις επωμίδες, δεν υπήρχαν βάτες να τις τοποθετήσει διότι φορούσε φόρεμα. Στον Θάνο έδωσε το χρυσό καράβι ως τιμής ένεκεν, που προηγουμένως ανήκε στον Χρήστο και στη Θεοδώρα παρέδωσε το χρυσό τόξο που προηγουμένως ανήκε στον Θάνο.
Αφού κατέβηκαν ο Θάνος κι η Θεοδώρα, στη συνέχεια κάλεσε τον Άκη στο βήμα.
«Με το αξίωμα που έχω ως στρατηγός του Βορρά, προάγω τον Συνταγματάρχη Πεζικού Άκη σε ταξίαρχο.» Ο κόσμος χειροκρότησε και ο Φάνης του καρφίτσωσε τα νέα παράσημα. Αφού κατέβηκε ο Άκης κάλεσε την Ανίτα. Τη στιγμή που κατέβηκε ο Άκης είπε στον Ραφαήλ:
«Τώρα είναι η έκπληξη που σου έλεγα.»
«Έκπληξη; Αφού έχουμε χωρίσει με την Ανίτα, τι με νοιάζει;»
«Είτε σε νοιάζει είτε όχι, αυτό θα το υποστείς.»
«Με το αξίωμα που έχω ως στρατηγός του Βορρά, προάγω την Υπασπίστρια Ανίτα σε λοχαγό. Συνάδελφο του Ραφαήλ και αρχηγό της διμοιρίας της Οπισθοφυλακής.» και της έδωσε τα παράσημα.
Ο Ραφαήλ εκείνη τη στιγμή γούρλωσε τα μάτια και σκέφτηκε:
Τι συμβαίνει; Τι έγινε εδώ; Δεν μπορεί... και είπε στον Άκη:
«Αυτή είναι η έκπληξη που μου είπες;! Εσύ τα κανόνισες όλα αυτά;»
«Ναι, γιατί; Εσύ δεν είπες να την πάρουμε απ' τη διμοιρία σου, γιατί χωρίσατε; Ε, ορίστε. Τι πιο καλύτερο απ' την οπισθοφυλακή σου, να σε προσέχει. Μιλάς κιόλας, δεν κατάλαβα... Μήπως θες να σου κατεβάσω το βαθμό; Μην ξεχνάς πως είμαι ταξίαρχος τώρα.» είπε και έσιαξε περήφανα το σακάκι του.
«Όχι, δεν χρειάζεται. Απλώς ξαφνιάστηκα.» είπε ο Ραφαήλ που φοβήθηκε μη χάσει το βαθμό του.
Μ' αυτά και μ' εκείνα η απονομή τελείωσε και πέρασαν όλοι στο μπουφέ. Ο νυν πρίγκιπας και οι νέοι ορκισθέντες έπαιρναν συνεχώς εύσημα, αλλά το θέμα που συζητήθηκε πιο πολύ ήταν η προαγωγή της Ανίτας γιατί κανένας δεν το περίμενε. Υπήρχαν κάποιοι ψίθυροι και κάποιες ενοχλήσεις, αλλά όλος ο κόσμος τη συγχαιρόταν και της ευχόταν καλορίζικη και καλή σταδιοδρομία.
Σχεδόν όλο το βράδυ η Κάτια με τον Νίκο έριχναν κλεφτές ματιές, χαμόγελα και πολλά μυστήρια βλέμματα. Η Κάτια απόρησε. Ήταν άραγε το κρασί πολύ βαρύ, η μήπως η φλόγα που υπήρχε παλιά ανάμεσα τους δεν είχε σβήσει εντελώς; Μήπως στις καρδιές τους υπήρχε ακόμα μια μικρή εστία; Πολύ πιθανόν. Όπως κι αν είχε όμως, έπρεπε να μείνει μακριά του. Δεν θα μπορούσε να ξαναγίνει κάτι μεταξύ τους. Δεν θα ήταν σωστό ούτε προς την αδελφή της, ούτε όμως και προς τη μνήμη του Λεωνίδα. Και με αυτές τις σκέψεις, η Κάτια κατάφερε να τον αποφύγει για όλη την υπόλοιπη βραδιά.
*****************
Ελπίζω να μη βαρεθήκατε και εσείς σαν την Ανθή 😋 Τα πρώτα κεφάλαια είναι λίγο βαρετά, όπως άλλωστε είναι σχεδόν σ' όλες μου τις ιστορίες. Αλλά υπόσχομαι να μπούμε στη δράση σύντομα!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top