ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Νομίζω πως το τραγούδι ταιριάζει στον Σίμο και την Ανθή 🥰 Σε αντίθεση με τα προηγούμενα, αυτό δεν είναι για μάχη καθώς είναι μπαλάντα. Προτείνω να το ακούτε συγχρόνως με όλο το κεφάλαιο ή ξεχωριστά για να διαβάσετε και τους στίχους ❤
*******************************************************************************
Πειρατές και Πέντε Στρατοί δεν άντεχαν να πολεμούν άλλο... χωρίς διάλειμμα, χωρίς καμία διακοπή, χωρίς σταματημό και κόντευε να βραδιάσει. Οι σκηνές των τραυματιών ήταν γεμάτες και ακόμα περισσότερο ήταν οι σκηνές των νεκρών. Ο Μάρκος δεν έλεγε να σταματήσει, όσο και αν τον εκλιπαρούσαν οι δικοί του. Στεκόταν στα σκαλιά κι έδινε οδηγίες, ώσπου βγήκαν απ' το Παλάτι ο Σίμος, ο Περικλής, ο Αλέξανδρος κι η Ανθή.
«Μάρκοοο!!! Ο βασιλιάς σου είναι εδώ! Εγώ διατάζω τώρα!» φώναξε ο Σίμος.
Ο Μάρκος γύρισε και τον κοίταξε φοβισμένος. Ο Σίμος πλησίασε.
«ΤΕΛΟΣ!!!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. «Τέλος ο πόλεμος! Σταματήστε όλοι!» Όσοι τον άκουσαν ανακουφίστηκαν και πήγαν να το μεταφέρουν και σε άλλους που δεν άκουσαν. Εκείνη τη στιγμή βγήκαν απ' το Παλάτι και ο Φάνης με τον Βαγγέλα.
«Δόξα το Θεό, επιτέλους!» αναφώνησε ο Βόρειος Στρατηγός. «Ο πόλεμος τελείωσε.»
«Ναι ρε φίλε!» πανηγύρισε ο Μαφιόζος. «Και πήρανε και την πριγκηπέσσα!» Και πλησίασαν τους άλλους.
Εκείνη τη στιγμή ο Μάρκος είχε πέσει στα γόνατα κι εκλιπαρούσε τον Σίμο να μην τον τιμωρήσει για την προδοσία του. Ο Λουκάς πλησίασε και είπε:
«Εξοχότατε, αρκετό αίμα χύθηκε από αυτόν τον πόλεμο. Παρόλο που μου φέρθηκε κι εμένα άσχημα, νομίζω πως πρέπει να του δώσετε μια δεύτερη ευκαιρία.»
«Έχεις δίκιο, Λουκά. Δεν έχει νόημα να τον τιμωρήσω. Ο πατέρας μου δεν θα γυρίσει πίσω, ότι κι αν κάνω.» είπε ο Σίμος και βοήθησε τον στρατηγό του να σηκωθεί.
Έπειτα στράφηκε στον Περικλή και τον Αλέξανδρο, ο οποίος δεν άφηνε από την αγκαλιά του την Ανθή.
«Αυτός ο πόλεμος άφησε πληγές σε όλους μας. Πληγές που δεν θα κλείσουν ποτέ...» Έριξε μια ματιά στην Ανθή. «...με κυριότερη τη δική μας πληγή.» της είπε.
«Τι εννοείς;» ρώτησε εκείνη, ενώ άρχισε να δακρύζει.
«Πρέπει να φύγετε.»
«Και δεν θα σε ξαναδώ ποτέ;»
«Αυτό είναι το σωστό, μικρή μου.» της είπε ο Περικλής. «Η θέση σου είναι στο Βόρειο Βασίλειο. Με εμάς, την οικογένεια σου.»
Ο Σίμος ήξερε αν αυτό που είχε σκεφτεί ήταν το σωστό. Απ' τη μία αγαπούσε το νησί του και πονούσε που τόσοι δικοί του πέθαναν εξαιτίας των Πέντε Στρατών. Από την άλλη, αγαπούσε και την Ανθή και δεν ήξερε αν θα άντεχε να ζήσει μακριά της. Με την πρόταση του όμως, ίσως κατάφερναν να ισορροπήσουν τα πράγματα. Κοίταξε τους δυο Βασιλιάδες και τους είπε:
«Βασιλιά Περικλή, Βασιλιά Αλέξανδρε... Προτείνω συμμαχία μεταξύ των νησιών μας και... ζητώ επισήμως το χέρι της αδελφής σας.»
Όλοι έμειναν έκπληκτοι με αυτή την ξαφνική πρόταση και το πρόσωπο της Ανθής φωτίστηκε.
«Εγώ πάντως δέχομαι.» είπε και κοίταξε ικετευτικά τους αδελφούς της, οι οποίοι είχαν παγώσει.
«Για περίμενε λίγο...» κατάφερε να πει ο Περικλής όταν συνήλθε κάπως απ' την έκπληξη. «Ζητάς να παντρευτείς την Ανθή; Έτσι απλά, χωρίς να ντρέπεσαι καθόλου για όσα έγιναν;»
«Έτσι, απλά.» απάντησε ο Σίμος χωρίς να χαμηλώσει ούτε λίγο το βλέμμα του.
«Η αδελφή μας είναι μόνο δεκαπέντε χρονών!» φώναξε ο Αλέξανδρος.
«Μα είπα πως θέλω κι εγώ!» πετάχτηκε η Ανθή. «Η δική μου γνώμη δεν μετράει;»
«Σώπα εσύ! Είσαι ανήλικη και αποφασίζουν άλλοι ακόμα για σένα!»
«Νόμιζα ότι εσύ με υποστήριζες περισσότερο απ' τον Περικλή και τη μαμά!»
Ο Σίμος διέκοψε τον τσακωμό και είπε:
«Σας το ξαναλέω: εγώ και η Ανθή αγαπηθήκαμε πραγματικά, αλλά σας ορκίζομαι ότι ποτέ δεν την άγγιξα και ούτε κοιμηθήκαμε μαζί. Απόδειξη το στρώμα που ίσως είδατε στη γωνία του δωματίου μου. Σε αυτό κοιμόμουν τόσο καιρό. Επίσης σας υπόσχομαι πως αν δεχτείτε να γίνει ο γάμος μας, θα την προσέχω πάντα σαν τα μάτια μου. Και αν η ηλικία της είναι πρόβλημα, θα περιμένω αν χρειαστεί, ακόμα κι αν αυτό είναι τρία χρόνια μέχρι να ενηλικιωθεί.»
«Τρία χρόνια;!» αναφώνησε η Ανθή.
Πάλι ο Περικλής δεν κατάφερε να πειστεί, ενώ ο Αλέξανδρος άρχισε να το σκέφτεται. Στο μεταξύ πλησίασε και η Άννα την παρέα και ρώτησε τον Φάνη τι έγινε. Εκείνος της εξήγησε.
«Για τη συμμαχία θα συμφωνήσω καταρχάς και μπορούμε να την υπογράψουμε και τώρα αμέσως αν θέλεις. Όμως να παντρέψουμε την Πριγκίπισσα Ανθή του Βορρά με έναν πειρατή...»
«Με τον Βασιλιά των Πειρατών.» τον διέκοψε ο Λουκάς, τονίζοντας τη λέξη βασιλιάς.
«Τέλος πάντων. Όπως και να 'χει, αυτή είναι η τελική μου απόφαση.»
«Μήπως να το ξανασκεφτούμε, Περικλή;» ρώτησε ο Αλέξανδρος.
Ο Περικλής τον κοίταξε θυμωμένος και είπε:
«Όχι. Έχουμε σημαντικότερα θέματα να ασχοληθούμε από έναν εφηβικό έρωτα.»
«Δεν είναι ένας απλός έρωτας! Είναι αληθινή αγάπη!» φώναξε η Ανθή. «Σίμο, πες τους κι εσύ!» Ο Σίμος δεν μιλούσε άλλο.
«Καλά σου λέει, Περικλή!» πήρε το λόγο η Άννα. «Εσύ πόσες φορές αγάπησες πραγματικά;» Την κοίταξε στα μάτια και της απάντησε:
«Μονάχα μία.»
«Πώς θα σου φαινόταν λοιπόν αν μας χώριζαν, αν ήξερες πως δεν θα με ξανάβλεπες ποτέ;»
Όλοι εντυπωσιάστηκαν από αυτά τα λόγια της Βόρειας Βασίλισσας. Ο Βαγγέλας σκούντησε τον Φάνη και του είπε:
«Καλά το πάει η Αννούλα. Για να δούμε...» Περικλής το σκέφτηκε λίγο. Στ' αλήθεια δεν θα μπορούσε να ζήσει μακριά από την Άννα. Όμως αυτό ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν άλλη περίπτωση. Όχι, έπρεπε να σκεφτεί σαν βασιλιάς: με το μυαλό, όχι με την καρδιά.
«Η απόφαση μου είναι τελεσίδικη και δεν την αλλάζω ό,τι κι αν μου πεις, Άννα. Δεν λειτουργώ με συναισθήματα όπως εσύ, πόσο μάλλον τώρα που μόλις βγήκαμε από ένα πόλεμο.»
Όλοι κατάλαβαν πως ο Περικλής δεν επρόκειτο να πειστεί. Ο Βαγγέλας και ο Φάνης κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απογοητευμένοι.
«Πάρτε την Άννα και την Ανθή και πηγαίνετε στο στρατόπεδο.» τους είπε ο Βόρειος Βασιλιάς.
«Όχι!» φώναξε η Ανθή κι έπεσε στην αγκαλιά του Σίμου. «Σε παρακαλώ, μην τους αφήσεις να με πάρουν μακριά σου!» Εκείνος ήθελε όσο τίποτα άλλο να την κρατήσει κοντά του, όμως ο αδελφός της τον κοιτούσε με άγριο βλέμμα.
Έπρεπε να δεχτεί την απόφαση του, διαφορετικά δεν θα γινόταν η συμμαχία και χωρίς τη βοήθεια των Πέντε Βασιλείων, ο λαός του θα υπέφερε απ' τη φτώχεια, ως επακόλουθο ενός ακόμα πολέμου, όπως είχε γίνει τότε με τους Βάρβαρους. Την κράτησε απ' τους ώμους και της είπε:
«Δεν γίνεται αλλιώς, αγάπη μου. Είναι απόφαση του αδελφού σου και οφείλω να τη σεβαστώ.»
«Μα σ' αγαπάω...» του είπε δακρυσμένη.
«Κι εγώ σ' αγαπώ, όμως πρέπει να χωρίσουμε.»
«Αρκετά! Στρατηγέ, είπα πάρε την Ανθή από εδώ! Είναι διαταγή!» φώναξε ο Περικλής, φοβούμενος μην αλλάξει γνώμη ο Σίμος και του εναντιωθεί.
Ο Φάνης έμεινε να τον κοιτάζει, ενώ ο Βαγγέλας απομάκρυνε την Άννα όπως τον διέταξε ο Αλέξανδρος.
«Τι με κοιτάς;!» του φώναξε ο Περικλής. «Κάνε αυτό που σου είπα, τώρα!» Ο Φάνης κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του και προχώρησε προς το μέρος της Ανθής.
«Πάμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.» της είπε ήρεμα και την έπιασε απ' το χέρι.
«Λες ψέματα!» φώναξε εκείνη στον Σίμο καθώς την απομάκρυνε. «Αν μ' αγαπούσες δεν θα τους άφηνες να με πάρουν!»
«Αντίο, Ανθή.» είπε εκείνος.
Στο μεταξύ και οι υπόλοιποι στρατοί είχαν επιστρέψει στο στρατόπεδο έξω απ' το Κάστρο και μετρούσαν τις απώλειες. Ο Σίμος, όταν έφυγαν ο Φάνης με την Ανθή, είπε στους δυο αδελφούς της:
«Προτείνω να σας δωρίσω ένα απ' τα καράβια μου, ως ξεκίνημα της συμμαχίας μας, και να σας συνοδεύσω μ' αυτό ως τα ανοιχτά όταν θα φεύγετε.»
«Ευχαριστούμε.» απάντησε ο Περικλής και στράφηκε στον αδελφό του: «Φρόντισε να ειδοποιηθούν όλοι οι ναύαρχοι, να στείλουν μήνυμα στο νησί μας με τον Κάπτεν Στεφ, ούτως ώστε να έρθουν τα καράβια μας για να φύγουμε και να ειδοποιηθούν και οι δικοί μας εκεί πέρα. Επίσης ενημέρωσε τους άλλους βασιλιάδες για συμβούλιο.»
Ο Αλέξανδρος έφυγε αμίλητος, ενώ ο Σίμος διέταξε τον Στρατηγό Μάρκο να ειδοποιήσει τον Ναύαρχο Ματθαίο για να ετοιμαστούν το πλοίο του και ένα δεύτερο πλοίο ως δώρο για τον Αρχιβασιλιά των Πέντε Στρατών. Έπειτα εκείνος, ο Λουκάς και ο Περικλής μπήκαν στο Παλάτι για διαπραγματεύσεις. Η συμμαχία υπογράφηκε και ο Βασιλιάς του Βορρά υποσχέθηκε οικονομική στήριξη στους Πειρατές, κυρίως απ' το δικό του βασίλειο αρχικά, αλλά αν ύστερα συμφωνούσαν και οι άλλοι βασιλιάδες θα βοηθούσαν και τα υπόλοιπα, όμως έπρεπε τυπικά να ερωτηθούν πρώτα.
Ωστόσο ο Σίμος ένιωθε ένα κενό μέσα του. Τα πράγματα πήγαν όπως τα σχεδίασε και οι διαπραγματεύσεις είχαν καλή εξέλιξη, όμως τώρα έπρεπε να ζήσει μακριά από την Ανθή. Τώρα που έχασε και τον πατέρα του, ήταν ολομόναχος και έτσι ήταν αποφασισμένος να μείνει για πάντα, γιατί αν δεν είχε εκείνη δεν ήθελε να έχει καμία. Ο Περικλής επέστρεψε στο στρατόπεδο. Είδε την αδελφή του να κάθεται σε ένα βράχο μόνη της. Πλησίασε, ακούμπησε τον ώμο της και της είπε:
«Πιστεύω να κατάλαβες ότι το έκανα για το καλό σου.»
Εκείνη άλλαξε θέμα αμέσως:
«Που είναι ο Κώστας;» ρώτησε. Μόνο σε εκείνον ήθελε να μιλήσει τώρα, όμως δεν τον βρήκε πουθενά τριγύρω και όλοι ήταν απασχολημένοι για να τους ρωτήσει.
«Ήρθε στη ναυμαχία που έγινε πριν ένα μήνα και μάλιστα με βοήθησε να κάνουμε τον Ιάκωβο να μας πει που σε έκρυβε. Αν τον έβλεπες με τι θάρρος πολεμούσε για σένα... Όμως τον τραυμάτισε ο ίδιος ο Ιάκωβος στο χέρι και αναγκάστηκε να μείνει πίσω σε αυτή τη μάχη.»
«Είναι καλά τώρα;»
«Πολύ καλύτερα. Αφού καταφέραμε να τον πείσουμε να μην έρθει, το χέρι του θα γιατρευτεί πιο γρήγορα.»
«Εντάξει. Αυτό ήθελα να μάθω μόνο. Φύγε τώρα.»
Ο Περικλής ήθελε να της πει κι άλλα, πόσο πολύ αγωνιούσε όλον αυτόν τον καιρό, για το ψέμα του Ιάκωβου, για όλα αυτά, όμως της είπε απλά:
«Χαίρομαι που είσαι ξανά μαζί μας, Ανθή.»
«Εγώ πάλι καθόλου.» του απάντησε χωρίς να τον κοιτάει. Δεν είπε τίποτα άλλο, μόνο γύρισε κι έφυγε. Στην κεντρική σκηνή βρίσκονταν ήδη οι υπόλοιποι βασιλιάδες και τον περίμεναν για να ξεκινήσουν συμβούλιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
«Λοιπόν. Καταρχάς, μετρήσαμε τις απώλειες μας;»
Έγνεψαν όλοι πως ναι.
«Καλώς. Το ξέρω ότι απλοί στρατιώτες, κατάσκοποι, τοξότες κλπ, θα χάθηκαν πάρα πολύ και ίσως να μη βρούμε τον ακριβή αριθμό των νεκρών. Γι' αυτό θέλω να μου πείτε μόνο για απώλειες αξιωματικών και υπαξιωματικών. Θα ξεκινήσω από τον αδελφό μου. Αλέξανδρε;»
«Έχασα τον Ναύαρχο Σπύρο.» απάντησε με λύπη.
«Κρίμα. Εσύ, θεία Λίζα;»
«Εμείς δεν χάσαμε κανέναν σημαντικό.»
«Ωραία.»
Δίπλα στη Λίζα καθόταν ο Νίκος, ήταν όμως σαν χαμένος. Ο Περικλής τον προσπέρασε, για να μην του χειροτερεύσει τον πόνο. Άλλωστε ήξερε ποια είχε χάσει η Ανατολή.
«Εσείς, θείε Κωνσταντίνε;»
«Εμείς χάσαμε δυστυχώς την Αρχίατρο μας, την Αγάπη και η Ηλιάνα χτυπήθηκε άσχημα, αφού της επιτέθηκε μια ομάδα κατασκόπων και ήταν μόνη της. Ευτυχώς εμφανίστηκε η ομάδα της Μαριάννας απ' τη Δύση και τους απώθησαν, διαφορετικά η νεαρή Αρχικατάσκοπος μας θα ήταν ήδη νεκρή.»
Το μυαλό του Περικλή πήγε κατευθείαν στον ξάδελφο του τον Κώστα.
«Πως είναι τώρα;» ρώτησε.
«Πολύ άσχημα, αλλά παλεύει. Η Αγάπη έκανε καλή δουλειά και τη φρόντισε η ίδια. Αμέσως μετά, βγήκε έξω για να σώσει έναν άλλον τραυματία και χτυπήθηκε από τουφεκιστή.» Έπειτα ο Περικλής ρώτησε τον Κεντρικό Βασιλιά:
«Βασιλιά Στάθη; Το Κέντρο είχε σοβαρές απώλειες;»
«Ο Αρχηγός των Τοξοτών μας, ο Σταύρος, χτυπήθηκε άσχημα από εχθρικά βέλη κατασκόπων.»
«Κρίμα. Πολύ κρίμα. Συνάδελφοι Βασιλιάδες... αφού πληροφορηθήκαμε για τις σοβαρές απώλειες των αξιωματικών μας...»
«Ξέχασες να μας πεις για τον Βορρά, αδελφέ. Εσείς είχατε κάποια τέτοια απώλεια;»
«Όχι. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, μόνο εμείς και η Δύση δεν χάσαμε κανέναν αξιωματικό.»
«Εμένα δεν θα με ρωτήσεις;» μίλησε τελικά από μόνος του ο Νίκος.
«Δεν θα σε πιέσω να μου πεις.»
«Τη Χριστίνα μου έχασα. Το κοριτσάκι μου.» είπε ο Νίκος με θλίψη. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στη σκηνή η Έφη και είπε λαχανιασμένη στον Νίκο:
«Μεγαλειότατε, μάθαμε τι απέγινε ο Ναύαρχος Παντελής. Πήδησε από το Ανατολικό Τείχος στο γκρεμό. Αυτοκτόνησε, διότι έχασε όλους τους άντρες του.»
«Δεν με νοιάζει.» γύρισε και της είπε άγρια αυτός.
Όλοι έβλεπαν πόσο είχε καταβάλει εκείνο τον σκληρό άντρα ο χαμός της κόρης του και αργότερα συμφώνησαν πως ποτέ πριν δεν τον είχαν ξαναδεί έτσι, γιατί ο Νίκος δεν ήταν άνθρωπος που έδειχνε συναισθήματα. Μετά ο Περικλής είπε σε όλους:
«Όταν γυρίσουμε στην πατρίδα, το πρώτο πράγμα που θα κάνετε όλοι σας είναι να αντικαταστήσετε όλους αυτούς τους ήρωες, όσο κι αν σας πονάει η απώλεια τους. Ξέρω πως ορισμένοι ίσως είναι αναντικατάστατοι, όμως δεν είναι δυνατόν ένα βασίλειο να μείνει χωρίς τον στρατηγό ή τον αρχίατρο του. Αυτά είχα να πω.» Έπειτα τους ενημέρωσε για τη συμφωνία με τον Σίμο και τους είπε τι θα κάνουν σχετικά με όλα όσα συζήτησε μαζί του. Μετά έληξε το συμβούλιο.
Μόνο η Λίζα τόλμησε να πλησιάσει τον Νίκο μετά το συμβούλιο και του είπε:
«Πρέπει να είσαι υπερήφανος, παρά τη στενοχώρια σου, γιατί η Χριστίνα έφυγε σαν ηρωίδα. Έσωσε τον στρατηγό μου και σκότωσε εκείνο τον τύραννο, φέρνοντας μας έτσι πιο κοντά στη σωτηρία μας.» Κι έφυγε αμέσως, για να μην τη δει να δακρύζει.
Τελικά, χρειάστηκε να μείνουν εκεί λίγο παραπάνω απ' όσο είχαν υπολογίσει. Την επόμενη μέρα οι σκηνές μεταφέρθηκαν πάλι πίσω στην παραλία, ενώ οι ναύαρχοι πήγαν να μείνουν σε ένα πανδοχείο στο Λιμάνι για να έχουν το νου τους όταν έρθουν τα καράβια, γιατί εκεί θα επιβιβάζονταν οι Πέντε Στρατοί. Ο Σίμος στέφθηκε βασιλιάς σε μια πρόχειρη τελετή μόνο μεταξύ εκείνου και των αξιωματικών του. Δεν ήθελε τίποτα επίσημο.
Παρασκευή απόγευμα έφτασαν τα καράβια και ολόκληροι οι Πέντε Στρατοί ταξίδεψαν ως το Λιμάνι, επιβιβάστηκαν και αποχώρησαν το βράδυ. Ο Μάνος είχε πάει κι αυτός μέχρι εκεί, για να αποχαιρετήσει τους φίλους του αλλά και για να αγοράσει ο ίδιος και οι βοηθοί του προμήθειες.
«Ελπίζω να ξαναϊδωθούμε σύντομα, φίλε μου.» είπε στον Μάριο και αγκαλιάστηκαν συγκινημένοι.
«Σ' ευχαριστούμε για όλα.» του είπε εκείνος.
«Χάρηκα για τη συνεργασία μας, να πούμε ότι.» είπε ο Βαγγέλας και τον έσφιξε στην αγκαλιά του!
Έμειναν πίσω μόνο ο Περικλής, η Άννα, η Ανθή και οι αξιωματικοί του Βορρά, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν σε ξενοδοχείο. Την επόμενη μέρα, Σάββατο πρωί έφτασε εκεί ο Σίμος με τους αξιωματικούς του και ειδοποίησε τον Περικλή πως το καράβι του ήταν έτοιμο. Το μεσημέρι έφαγαν όλοι μαζί στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου.
Η Ανθή και ο Σίμος, που κάθονταν σχεδόν απέναντι, έριχναν ο ένας στον άλλον κλεφτές ματιές γεμάτες πόνο κάθε λίγο. Ήξεραν ότι αυτές ήταν οι τελευταίες στιγμές που βλέπονταν.
**********************************
Εσείς τι λέτε; Είναι όντως αυτές οι τελευταίες ώρες του ζευγαριού μας;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top