ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

Ο Περικλής, ο Αλέξανδρος, ο Βαγγέλας και ο Φάνης μπήκαν στο Παλάτι και πολεμώντας με λιγοστούς φρουρούς που υπήρχαν, έφτασαν σ' ένα σημείο, όπου υπήρχαν σκάλες οι οποίες οδηγούσαν σε τέσσερις διαφορετικούς πύργους όπου βρίσκονταν τα δωμάτια.

«Ποιος να είναι τώρα ο πύργος του Πρίγκιπα;» αναρωτήθηκε ο Αλέξανδρος.

«Ας χωριστούμε.» αποφάσισε ο Περικλής. «Ας ανέβει ο καθένας και μια διαφορετική σκάλα.» Και αυτό έκαναν.

Στον πύργο που ανέβαινε ο Αλέξανδρος, παρατήρησε πως δεν υπήρχε καθόλου φύλαξη, άρα δεν θα ήταν κανείς εκεί. Έτσι, στα μισά της διαδρομής αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να πάει με τον αδελφό του. Στο μεταξύ ο Περικλής πολέμησε με δυο- τρεις που βρήκε ακόμα, ενώ σ' όποιο δωμάτιο έφτανε κλωτσούσε την πόρτα και την άνοιγε. Όλα ήταν άδεια. Κάποια στιγμή όμως, έφτασε στην κορυφή του πύργου.

Εδώ θα είναι, σίγουρα. Σκέφτηκε και όρμησε στον μεγαλόσωμο φρουρό που βρισκόταν απ' έξω.

Από την πίσω πλευρά της πόρτας, ο Σίμος κι η Ανθή άκουσαν τους ήχους των σπαθιών που συγκρούονταν και κατάλαβαν ότι κάποιος βρισκόταν απ' έξω.

«Ήρθαν...» ψιθύρισε η Ανθή. Ο Σίμος πήρε το σπαθί του και στάθηκε σε θέση άμυνας.

«Μην ανησυχείς.» της είπε. «Δεν πρόκειται να πληγώσω τα αδέλφια σου, αν είναι αυτοί. Θα πολεμήσω μαζί τους μέχρι να καταφέρουμε να τους εξηγήσουμε.»

Απ' έξω, ο Περικλής τραυμάτισε τον φρουρό, τον ξάπλωσε κάτω κι έφερε τη μύτη του σπαθιού μερικά εκατοστά πάνω απ' το λαιμό του.

«Είμαι ο Βασιλιάς Περικλής, κτήνος. Δώσε μου τα κλειδιά και θα σου χαρίσω τη ζωή σου.» του είπε.

«Ε... Ναι... Β... Βέβαια. Πάρτε τα.» είπε ο φρουρός και του τα έδωσε.

«Γιατί τους κλειδώσατε και τους δύο;» ρώτησε ο Περικλής καθώς δοκίμαζε κλειδιά.

«Ήταν... διαταγή του Βασιλιά μας. Δεν ξέρω γιατί...» Τότε ο Περικλής δεν έδωσε σημασία σε αυτό το θέμα, γιατί βρήκε το σωστό κλειδί.

Άνοιξε και όρμησε μέσα. Ναι, ο Σίμος και η Ανθή ήταν εκεί.

«Κάθαρμα! Σε βρήκα!» φώναξε.

«Περικλή!» αναφώνησε η αδελφή του, χαρούμενη που τον έβλεπε ζωντανό. Ο Περικλής όμως άρχισε να πολεμάει με τον αγαπημένο της. Ήταν και οι δυο πολύ καλοί.

«Λέγε ρε! Τι έκανες στην αδελφή μου!» φώναξε.

«Δεν την πείραξα.» απάντησε ήρεμα ο Σίμος.

«Ναι, σε πίστεψα τώρα!» απάντησε ειρωνικά ο Περικλής.

«Τότε γιατί με ρώτησες, αφού δεν επρόκειτο να με πιστέψεις;!» νευρίασε και ο Σίμος και η μονομαχία έγινε ακόμα πιο σκληρή.

«Λέει αλήθεια!» φώναξε η Ανθή, μήπως σταματούσε αυτή την τρέλα.

«Φύγε! Τρέξε να σωθείς, Ανθή!» της φώναξε ο αδελφός της, αγνοώντας αυτό που είπε.

«Δεν θέλω να φύγω...» Ίσα που ακούστηκε η φωνή της.

Αν συνεχιζόταν έτσι η μάχη τους, ένας απ' τους δυο θα σκοτωνόταν σίγουρα. Η Ανθή δεν θα άντεχε να δει το θάνατο κανενός από τους δύο, όχι... Έπρεπε να κάνει κάτι για αυτό. Στον τοίχο δίπλα της ήταν κρεμασμένα δυο πειρατικά σπαθιά. Με λίγο δισταγμό, πήρε το ένα και την ίδια στιγμή όρμησε στο δωμάτιο κι ο Αλέξανδρος. Πήγε να χτυπήσει με το σπαθί του από πίσω τον Σίμο, όμως η Ανθή μπήκε ανάμεσα και τα δυο ξίφη συγκρούστηκαν.

«Ανθή;» είπε ο αδελφός της, έκπληκτος που την έβλεπε με σπαθί. Η Ανθή τον κοίταξε με βλέμμα άγριας πολεμίστριας και αμέσως άρχισε να εξαπολύει απανωτά χτυπήματα τα οποία ευτυχώς έβρισκαν το σπαθί του.

«Τι κάνεις;!» της φώναξε.

«Τον Σίμο τον αγαπάω! Δεν θα σας αφήσω να τον σκοτώσετε! Σταματήστε αυτόν τον ηλίθιο πόλεμο!»

«Τι;» απόρησε ο Αλέξανδρος.

Η Ανθή παραλίγο να τον τραυματίσει στο πόδι, μα το σπαθί του μπήκε την τελευταία στιγμή εμπόδιο.

«Καλέ, εσύ πολεμάς κανονικά! Τι συμβαίνει; Ε! Στάσου! Θα με σκοτώσεις;»

«Σταματήστε και ακούστε μας!» φώναξε ο Σίμος κι έβαλε κάτω τον Περικλή.

«Ω, όχι πάλι...» μουρμούρισε εκείνος. Σε εκείνη τη θέση βρισκόταν και τότε, πέντε χρόνια πριν, όταν πήγε να βρει τον τύραννο Στέλιο στη μάχη του Κεντρικού Βασιλείου, μονομάχησαν και τον έριξε κάτω ενώ δεν έφτανε το σπαθί του. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως θα πέθαινε τότε, όμως την τελευταία στιγμή όρμησε μέσα στο δωμάτιο ο Αλέξανδρος και τον έσωσε ορμώντας στον Στέλιο. Μόνο που τώρα ο αδελφός του ήταν απασχολημένος... με την αδελφή τους την Ανθή, η οποία μαχόταν όχι μόνο σαν μεγάλη πολεμίστρια, αλλά και σαν άντρας!

Η λεπίδα του Πρίγκιπα βρισκόταν στο λαιμό του και το σπαθί του είχε πέσει μερικά εκατοστά μακριά. Τέντωσε το χέρι του... Λίγο ακόμα και θα το έφτανε.

«Μην τολμήσεις...» γρύλισε ο Σίμος πλησιάζοντας κι άλλο το σπαθί και σχεδόν ακουμπώντας το στο λαιμό του.

«Ανθή, σταμάτα τώρα!» φώναξε ο Αλέξανδρος. «Δεν θέλω να σε χτυπήσω!» Εκείνη όμως δεν σταματούσε με τίποτα. Συνέχισε να τον απωθεί. Εκείνος έκανε πίσω βήματα, ώσπου τον στρίμωξε πάνω απ' το παράθυρο. Έβαλε το σπαθί της στο λαιμό του, του άρπαξε το δικό του και το πέταξε πίσω.

«Τώρα που τους στριμώξαμε, Σίμο, μίλα.» είπε.

«Καταρχάς, θέλω να ξέρετε πως δεν συμφωνούσα απ' την αρχή με αυτόν τον πόλεμο. Ήταν απόφαση του πατέρα μου κι εγώ η μόνη ανάμειξη που είχα ήταν η απαγωγή της Ανθής.»

«Α, ώστε εσύ την απήγαγες.» του είπε άγρια ο Περικλής.

«Ήρεμα, αδελφέ. Δεν βλέπεις πως μας έχουν στριμώξει; Η Ανθή όμως... δεν πρόκειται να σκοτώσει τον αδελφούλη της. Ε, Ανθούλα;» είπε ο Αλέξανδρος, που φοβόταν μήπως η Ανθή κάνει καμιά τρέλα επάνω στο πάθος της.

Εκείνη όμως τον κοιτούσε με το βλέμμα ενός ψυχρού εκτελεστή! Ή μήπως αυτό παρίστανε;

«Έπρεπε να σε αφήσουμε να γίνεις κατάσκοπος τελικά.» της είπε.

«Πάντα θαύμαζα τα βασίλεια σας.» συνέχισε ο Σίμος. «Ζήλευα, μπορώ να πω. Όμως, όταν γνώρισα καλύτερα την Ανθή, κατάλαβα ότι ο πόλεμος που σας ετοίμαζε ο πατέρας μου ήταν λάθος. Να ξέρετε ότι δεν μου πέρασε καν απ' το μυαλό να της κάνω κακό, αντίθετα την προστάτευσα στο πλοίο μου, αλλά και εδώ, από τους άλλους άξεστους Πειρατές και απ' τον πατέρα μου. Την αγάπησα πραγματικά και με αγάπησε κι εκείνη.»

«Αυτό είναι αλήθεια.» συμφώνησε η Ανθή.

«Όταν το είπα στον πατέρα μου, αυτός με θεώρησε προδότη και με υποβίβασε ως Πρίγκιπα. Γι' αυτό δεν με είδατε καθόλου στις μάχες, γι' αυτό μας είχε κλειδώσει και τους δύο εδώ.»

Τα δίδυμα αδέλφια δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση τους; Αυτός ο πόλεμος έπρεπε να λήξει επιτέλους και ο μοναδικός που θα μπορούσε να το κάνει αυτό ήταν ο Σίμος. Έπρεπε όμως να τον εμπιστευτούν; Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κατάλαβαν πως είχαν τις ίδιες σκέψεις.

«Ο πατέρας σου έπεσε.» είπε ο Περικλής.

«Πώς...;» έκανε έκπληκτος ο Σίμος. Πισωπάτησε και το σπαθί του έπεσε. Ο πόνος φάνηκε στο πρόσωπο του.

«Αυτό που άκουσες.» είπε ο Περικλής καθώς σηκωνόταν. «Τον σκότωσε η ξαδέλφη μας, Στρατηγός Χριστίνα της Ανατολής, θυσιάζοντας συγχρόνως τη ζωή της και σώζοντας τον Δυτικό Στρατηγό.»

«Τι;! Πέθανε και η Χριστίνα;!» αναφώνησε και η Ανθή και άφησε τον αδελφό της ελεύθερο.

«Δυστυχώς, ναι.» επιβεβαίωσε σκυθρωπός ο Αλέξανδρος.

Ο Σίμος πήγε σκεπτικός στο παράθυρο και κοίταξε από κάτω. Αίμα παντού.

«Αυτό δεν είναι πόλεμος. Τραγωδία το ονομάζω εγώ.» είπε.

«Ο Στρατηγός Μάρκος έχει αναλάβει τώρα.» είπε ο Περικλής και πλησίασε. «Δεν έστειλε να σε ειδοποιήσουν γιατί ήξερε πως θα έληγες τον πόλεμο, ενώ αυτός δεν ήθελε. Και βλέπεις τώρα τις συνέπειες.» Έπειτα πήγε, σήκωσε το σπαθί του Σίμου και του το έδωσε. «Στο χέρι σου είναι τώρα αν θα σταματήσεις αυτή την τραγωδία... ή αν θα συνεχίσεις το λάθος του πατέρα σου. Γιατί εσύ είσαι ο Βασιλιάς των Πειρατών τώρα.» Και περίμεναν την απάντηση του.

«Τα λάθη δεν πρέπει να συνεχίζονται. Πάμε να τελειώσουμε αυτή την ανοησία.» αποφάσισε τελικά.

*******

O πόλεμος τελειώνει, όμως αυτό δεν σημαίνει πως τελειώνει και η ιστορία μας (τουλάχιστον όχι ακόμα). Έχουμε να δούμε την επιστροφή των Πέντε Στρατών αλλά και την απόφαση του Περικλή και του Αλέξανδρου σχετικά με το μέλλον της αδελφής τους. Θα την αφήσουν να είναι με τον Σίμο; Και πώς θα εξελιχθεί η σχέση τους τώρα που τελείωσε ο πόλεμος και θα πρέπει να μείνουν μακριά ο ένας απ' τον άλλον; Όλα αυτά θα μάθουμε στα επόμενα κεφάλαια που θα ακολουθήσουν!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top