ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

**To τραγούδι ξέρετε πότε το βάζετε να παίζει. Να μη λέμε συνέχεια τα ίδια 😄**

Την επόμενη μέρα το πρωί, πριν την επίθεση, όλοι οι βασιλιάδες κι οι αξιωματικοί έκαναν ένα γρήγορο συμβούλιο.

«Απ' όσο καταλάβαμε από τη χθεσινή επίθεση, οι Πειρατές είναι μεν αδύναμοι, αλλά καθόλου εύκολοι. Συμφωνείς, Στρατηγέ Φάνη;» είπε ο Περικλής.

«Βεβαίως, Μεγαλειότατε. Έχουν ακόμα αρκετό στρατό και η σημερινή μάχη προβλέπεται σκληρή. Μην περιμένετε να κάνει εύκολα πίσω ο Ιάκωβος.»

«Ακριβώς.» πήρε το λόγο ο Αλέξανδρος. «Δεν πρόκειται να υποχωρήσει, ακόμα και αν χάσει όλο το στρατό του και μείνει μόνο με τους αξιωματικούς του. Τι πείσμα του είναι μεγάλο.»

Ο Βαγγέλας πήγε κι εκείνος να πει κάτι, ποτέ όμως δεν θα μάθουμε τι ήταν αυτό, γιατί εκείνη τη στιγμή πνίγηκε με το σάλιο του και άρχισε να βήχει ασταμάτητα. Σαν παντζάρι έγινε! Όλοι νόμιζαν ότι έπαθε κάτι σοβαρό, ενώ ο Αλέξανδρος και ο Λευτέρης τον χτυπούσαν στην πλάτη.

«Μεγαλειότατε, τον χάνουμε!» φώναξε ο Νότιος Στρατηγός πανικόβλητος. Η Ειρήνη έτρεξε να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες.

«Πιείτε λίγο νερό, κύριε Βαγγέλα.» του είπε και γέμισε ένα ποτήρι που γέμισε αστραπιαία από μία κανάτα.

Τότε εκείνος το ήπιε μονορούφι, σηκώθηκε, χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι κι είπε με τη βαριά βροντερή φωνή του:

«Τι λέτε ρε μαγκίτες;! Εγώ, ο μέγας Βαγγέλας, δεν θα πεθάνω ποτέ να ούμε! Είμαι αθάνατος! Ας τολμήσει να έρθει καμιά κότα να με καθαρίσει και θα φτύσει αίμα η ντιβανοκασέλα! Δόντια θα μετρά.» Τότε έστριψε το μουστάκι του κι άναψε ένα πούρο για να χαλαρώσει, ενώ όλοι γύρω του, θαύμαζαν την ανδρεία του!

Δεν φοβήθηκε τον πνιγμό και αψηφούσε το θάνατο σαν να μην υπήρχε.

«Λοιπόν, ας συνεχίσουμε.» είπε ο Περικλής και κρατήθηκε να μη γελάσει με την κατά τ' άλλα αστεία σκηνή. «Κύριε Βαγγέλα, πήγατε να πείτε κάτι;» Ο Βαγγέλας φύσηξε καπνό και απάντησε:

«Ναι... Κάτι πήγα να πω για εκείνους τους βρωμιάρηδες, αλλά το ξέχασα να ούμε. Πάντως εγώ πιστεύω, Βασιλέα Περικλή, ότι πρέπει εσύ και το αδέρφι σου να μπουκάρετε στο Παλάτι και να πάτε να πάρετε οι ίδιοι την Ανθή. Και όποιος Πειρατής τολμήσει να σας ακολουθήσει, δεν θα προλάβει να σας φτάσει. Θα 'χει να κάμει μαζί μου.»

Τα δυο αδέλφια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Τι λες, Περικλή;» ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Εντάξει. Αυτό θα κάνουμε. Κυρ- Βαγγέλα, συγχαρητήρια για την τέλεια ιδέα σου.»

«Ε, καλά τώρα... Το ξέρω ότι έχω πάντα τις πιο τζαμάτες ιδέες να ούμε.» είπε ο Βαγγέλας. Αμέσως τότε μπήκε ένας ανιχνευτής και είπε πως ο Ιάκωβος και ο στρατός του ετοιμάστηκαν και είχαν ξεκινήσει να βαδίζουν προς τα τείχη για να τους επιτεθούν.

«Τότε πάμε να τους συναντήσουμε;» ρώτησε η Λίζα.

«Ναι. Ας το κάνουμε.» απάντησε αποφασισμένος ο Περικλής και διέταξε σύνταξη των στρατευμάτων.

Για μία ακόμα φορά μπήκαν στη Χώρα του Κάστρου και βάδιζαν γρήγορα. Ο Βαγγέλας πήγαινε μαζί με τον Αλέξανδρο και τον Περικλή, ώστε όταν έρθει η στιγμή και φτάσουν έξω απ' το Παλάτι, να τους βοηθήσει να μπουν. Συγκρούστηκαν με τους Πειρατές στο μέσον περίπου της πόλης. Σπαθιά συγκρούονταν, σφαίρες εκτοξεύονταν και βέλη έφευγαν από μακριά. Πολλοί τοξότες σκαρφάλωναν σε στέγες σπιτιών και δέντρα, ενώ οι κατάσκοποι μάχονταν μεταξύ τους στα στενά ή πήγαιναν κρυφά πίσω από κάποιον στρατιώτη, τοξότη ή γενικά πολεμιστή και του έκοβαν το λαιμό με μαχαίρι.

Η ίδια μάχη συνεχίστηκε επί ώρες, ενώ φαινόταν ατελείωτη και χωρίς σκοπό. Ο μόνος σκοπός ήταν να επιβιώσεις, ενώ ο Περικλής δεν είχε ιδέα ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση του όταν και αν έσωζαν την Ανθή. Τελικά, οι Πέντε Στρατοί κατάφεραν να σπρώξουν τους Πειρατές προς τα πίσω και έφτασαν έτσι έξω απ' το Παλάτι. Ήταν αδύνατον όμως να μπουν μέσα, γιατί ο Ιάκωβος τους επιφύλασσε μια δυσάρεστη έκπληξη: άνοιξαν οι πύλες και βγήκε έξω μια καινούργια ορδή Πειρατών, οι οποίοι ήταν ενισχύσεις.

Συγκρούστηκαν σφοδρότερα απ' τους προηγούμενους με τους Πέντε Στρατούς, γιατί αυτοί ήταν πιο ξεκούραστοι. Η Χριστίνα ξαναείδε τον Δημήτρη μετά από αρκετή ώρα και συνέχισαν την κόντρα που είχαν ποιος θα «φάει» τους πιο πολλούς. Ο Δημήτρης την περνούσε κατά πολύ!

«Τι;! Με νικάει ένας Καουμπόης;! Δεν θα το επιτρέψω αυτό!» φώναξε η Χριστίνα και συνέχισε να μετράει κάθε έναν που σκότωνε. Μετά από λίγο του φώναξε από μακριά:

«Δημήτρη!»

«Έλα!»

«Πιστεύεις ακόμα ότι οι Πειρατές δεν ήθελαν να μας βλάψουν;!»

Ο Δημήτρης σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα αυτό που του είπε και όταν το κατάλαβε γέλασε. Γέλασε η Χριστίνα και συνέχισαν το «διαγωνισμό» τους πολεμώντας.

Επάνω, απ' το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του Σίμου έβλεπε τη μάχη η Ανθή. Δεν ξεχώριζε κανέναν δικό της βέβαια γιατί ήταν πολύ ψηλά, όμως καταλάβαινε τη σκληρότητα του πολέμου. Ενός πολέμου, ο οποίος εκτός από την κύρια αιτία που ήταν η ελευθερία, γινόταν επίσης και για εκείνη.

Ο Σίμος πήγε και στάθηκε δίπλα της. Πρόσεξε πως φορούσε ένα πράσινο σακάκι και θυμήθηκε ότι αυτό φορούσε πάνω από ένα κόκκινο φόρεμα την ημέρα που την απήγαγαν.

«Ήταν του ξάδελφου μου, του Κώστα.» του εξήγησε η Ανθή. «Είναι το μόνο πράγμα που έμεινε να μου θυμίζει τους δικούς μου. Και καθώς βλέπω το χαμό που γίνεται εκεί κάτω, αναρωτιέμαι πόσοι από τους συγγενείς μου θα είναι ακόμα ζωντανοί. Και ο Κώστας; Θα βρίσκεται κι αυτός εκεί κάτω; Ή μήπως τον σκότωσαν οι άντρες του Λουκά όταν με άρπαξαν για να με φέρουν στο καράβι σου;»

Ο Σίμος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και της είπε:

«Ο Λουκάς μου είπε πως του έριξαν και δεν ξαναβγήκε στην επιφάνεια.»

«Όμως δεν είδα αίμα. Αλλά και πάλι ήταν νύχτα, το νερό ήταν σκοτεινό και δεν θα φαινόταν ούτως ή άλλως.» είπε η Ανθή.

«Τότε, μπορεί και να τους ξέφυγε. Αν αντέχει για πολύ κάτω απ' το νερό, ίσως παρέμεινε κρυμμένος εκεί μέχρι να απομακρυνθούν οι βάρκες.» της είπε για να την καθησυχάσει.

«Μπορεί. Αυτό θέλω να πιστεύω. Όσο γίνεται ο πόλεμος όμως, δεν θέλω να ελπίζω σε τίποτα πέρα απ' το σταματημό του.»

Κάτω τα πράγματα χειροτέρευσαν. Ο Ιάκωβος είχε αρχίσει να νευριάζει. Ήταν πολύ δύσκολο να κερδίσει τη μάχη και ειδικά τον πόλεμο. Όμως δεν επρόκειτο να υποχωρήσει. Τα ήθελε πολύ τα Πέντε Βασίλεια... Τόσο, που θα θυσίαζε και ολόκληρο το στρατό του αν χρειαζόταν. Όμως τότε δεν θα νικούσε. Έπρεπε να τους κάνει να πολεμήσουν πιο σκληρά.

«Ανόητοι! Ηλίθιοι! Φοβητσιάρηδες! Ξυπνάτε ρε ζώαα!» τους φώναζε συνέχεια μπας και τους συνεφέρει.

Η Χριστίνα είχε μετρήσει 49 Πειρατές ως εκείνη τη στιγμή. Γύρισε για να βρει τον Δημήτρη, να τον ρωτήσει πόσους είχε «φάει» αυτός για να δει αν κέρδιζε, όμως τότε είδε τον Ιάκωβο να ορμάει με υψωμένη τη χαντζάρα του προς το μέρος του, ενώ ο Δημήτρης δεν τον είχε δει γιατί μαχόταν με κάποιον άλλον. Πήγαινε κατευθείαν να τον χτυπήσει πισώπλατα. Η Χριστίνα συνειδητοποίησε πως ο Δυτικός Στρατηγός, όσο κι αν μάλωναν, όσο κι αν διαφωνούσαν μεταξύ τους, ήταν φίλος της και δεν μπορούσε να τον αφήσει να πεθάνει.

«Δημήτρη, πρόσεχε!» φώναξε και χωρίς να σκεφτεί τίποτα άλλο, έτρεξε, τον έσπρωξε πέρα και έκοψε με δύναμη το κεφάλι του Βασιλιά Πειρατή.

Ακριβώς την ίδια στιγμή όμως ο Ιάκωβος πρόλαβε και της έχωσε το σπαθί του στην κοιλιά. Εκείνο βγήκε από την άλλη μεριά. Ο Δημήτρης φυσικά δεν είχε ακούσει τη Χριστίνα να του φωνάζει «πρόσεχε». Ένιωσε μόνο ένα δυνατό σπρώξιμο και αμέσως μετά γύρισε κι είδε το κεφάλι του Βασιλιά Πειρατή να κατρακυλάει και την Ανατολική Στρατηγό να έχει καρφωμένο μέσα της το σπαθί- χαντζάρα του. Έτρεξε, την κράτησε καθώς έπεφτε κι έμεινε να κοιτάει το αίμα που έτρεχε.

Ήταν ακόμα ζωντανή, αλλά για πόσο;

«Μαζί μ' αυτόν... πήγα στους πενήντα. Σε νίκησα.» του είπε με δυσκολία.

«Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.» της είπε ο Δημήτρης, που την κρατούσε ακόμα στα χέρια του γονατιστός. Δεν ήθελε να τη χάσει... Ήταν φίλη του, όσο κι αν τσακώνονταν, όσες διαφορές κι αν υπήρχαν ανάμεσα στα βασίλεια τους παρόλο που ήταν σύμμαχοι πλέον. Δεν έπρεπε να πεθάνει, ειδικά έτσι, δίνοντας τη ζωή της για να σωθεί αυτός.

«Ήθελα να πεθάνω.» του απάντησε η Χριστίνα σαν να διάβασε τις σκέψεις του, έπειτα έβαλε το χέρι της στη λαβή του πειρατικού σπαθιού. «Τελείωσε το...» ψιθύρισε, εννοώντας να το τραβήξει για να ξεψυχήσει εντελώς.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια αντρική φωνή να ουρλιάζει:

«ΟΧΙΙΙ!!» Ήταν ο Νίκος, ο οποίος έτρεξε και επίσης γονάτισε πλάι στην κόρη του. «Όχι η Χριστίνα μου... Όχι το κοριτσάκι μου...» είπε. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και άρχισε να κλαίει με οδυρμούς, ενώ ποτέ κανείς δεν είχε δει τον Σουλτάνο Νίκο σε αυτή την κατάσταση, αλλά ούτε και ως μαφιόζος είχε κλάψει ποτέ.

«Μην κλαις, μπαμπά.» του είπε η Χριστίνα και χάιδεψε με το αδύναμο χέρι της το μάγουλο του.

«Τώρα θα λυτρωθώ. Μου αξίζει ο θάνατος...»

Εκείνη τη στιγμή την είδε κι ο Αλέξανδρος κι ένιωσε να χάνεται. Το σπαθί του έπεσε όταν συνειδητοποίησε αυτό που είδε και φώναξε:

«Χριστίνα! Όχι!» κι έτρεξε κι αυτός πλάι της. «Δεν είναι δυνατόν... Δεν μπορεί...» ψέλλισε. Εδώ και πέντε χρόνια, πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του να εύχεται να πεθάνει η Χριστίνα, γιατί δεν άντεχε να τη βλέπει στα συμβούλια και τις δεξιώσεις. Τώρα όμως μετάνιωνε πικρά. Ότι κι αν έκανε, όσα άσχημα πράγματα κι αν συνέβησαν εξαιτίας της, ποτέ δεν κατάφερε να πάψει να την αγαπάει κι ας ήταν ξαδέλφια, όφειλε να το παραδεχτεί. Άλλωστε, είχε κι εκείνος μερίδιο ευθύνης σε όσα συνέβησαν πέντε χρόνια πριν. Δεν τα έκανε όλα μόνη της...

«Να, ο Αλέξανδρος θα το κάνει. Ο Αλέξανδρος θα τραβήξει το σπαθί για να μπορέσω να φύγω. Ε, αγάπη μου;» τον ρώτησε κοιτάζοντας τον στα μάτια. «Αλλά πρώτα πες μου αν μ' αγαπάς... Πες το μου για μια τελευταία φορά...»

«Σ' αγαπώ.» της είπε δακρύζοντας.

Κοίταξε τον Νίκο. Εκείνος ένευσε καταφατικά. Ο Αλέξανδρος έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού, καθώς ο Νίκος κρατούσε το χέρι της κόρης του που ήταν ήδη παγωμένο και ο Δημήτρης της χάιδευε τα μαλλιά.

«Δεν μπορώ να το κάνω.» είπε τελικά και άφησε το σπαθί κλαίγοντας.

«Δεν υπάρχει άλλη λύση.» ακούστηκε η φωνή της Αρχιάτρου Ευτυχίας, που στεκόταν εδώ και λίγα δευτερόλεπτα από πάνω τους μα κανείς δεν την είχε προσέξει. «Δεν μπορώ να τη σώσω. Αν αφήσουμε τη χαντζάρα μέσα της, θα πεθάνει αργότερα μα θα υποφέρει περισσότερο. Θα το κάνω εγώ.»

Η Ευτυχία τράβηξε το σπαθί του Ιάκωβου, το έβγαλε και τότε βγήκε περισσότερο αίμα απ' την πληγή. Έτσι, η Χριστίνα ξεψύχησε, κρατώντας το χέρι του πατέρα της και κοιτάζοντας το πρόσωπο του Αλέξανδρου, το τελευταίο πρόσωπο που είδε. Η Αρχίατρος απομακρύνθηκε, γιατί είχε να μαζέψει έναν τραυματία εκεί κοντά. Μετά παρουσιάστηκε η Έφη, είδε τη στρατηγό της νεκρή και είπε:

«Ω Θεέ μου! Τι συνέβη;»

«Αλληλοσκοτώθηκε με τον Βασιλιά των Πειρατών.» της απάντησε ο Δημήτρης, που ήταν ο μόνος που ήταν σε θέση να μιλήσει. «Κι έσωσε εμένα από βέβαιο θάνατο. Πέθανε στη θέση μου.»

Ο Δυτικός Στρατηγός δεν είπε τίποτα άλλο, μόνο σηκώθηκε για να επιστρέψει στη μάχη με ανανεωμένο θυμό. Ο Νίκος συνέχισε να κλαίει πάνω από την νεκρή κόρη του, ώσπου η Έφη έβαλε το χέρι της στον ώμο του ενθαρρυντικά και του είπε:

«Πρέπει να συνεχίσουμε, Μεγαλειότατε. Αισθάνομαι πως η νίκη είναι κοντά.»

«Ποια νίκη;» γρύλισε ο Νίκος διακόπτοντας ξαφνικά το κλάμα του. Σηκώθηκε πάνω και σπρώχνοντας την Αρχικατάσκοπο φώναξε:

«Τι να την κάνω τη νίκη! Έχασα την κορούλα μου, το λουλούδι μου, τη διάδοχο μου! Χάσου από μπροστά μου!»

Η Έφη κατάλαβε την κατάσταση του βασιλιά της και χωρίς να θυμώσει επέστρεψε στη μάχη. Η λύπη και ο θυμός του Νίκου μετατράπηκαν σε οργή και όρμησε ανάμεσα σε μια ομάδα Πειρατών πετσοκόβοντας τους πάντες. Όταν κάποιοι Πειρατές είδαν πως ο βασιλιάς τους ήταν νεκρός, πήγαν και το διέδωσαν σε άλλους και αναρωτιόταν αν έπρεπε να σταματήσει η μάχη και γενικά ο πόλεμος. Ο Μάρκος όμως, που σαν Στρατηγός έπρεπε εκείνος να δηλώσει παράδοση, δεν το έκανε.

Ο Λουκάς πήγε και τον βρήκε και του είπε:

«Στρατηγέ, ο Μεγαλειότατος είναι νεκρός.»

«Το ξέρω.»

«Και...; Δεν θα διατάξετε υποχώρηση;»

«Όχι.»

«Μα... Υπάρχει και ο Υψηλότατος. Σαν γιος του, πρέπει να αναλάβει εκείνος τώρα, έτσι δεν είναι;» Ο Μάρκος τον κοίταξε νευριασμένος.

«Καλά είσαι τελείως ηλίθιος;!» φώναξε στον Κατάσκοπο. «Ξέχασες πως ο Σίμος θεωρείται προδότης επειδή δεν συμφωνεί με τον πόλεμο;! Αν αναλάβει αυτός θα τον λήξει!»

«Καταλαβαίνω Στρατηγέ μου, όμως... Πρέπει να σταματήσουμε. Κοιτάξτε γύρω σας πόσους έχουμε χάσει...»

«Δεν με νοιάζει φοβητσιάρη! Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω το όνειρο του Βασιλιά μας! Τράβα πάρε ενισχύσεις τώρα και πηγαίντε βοηθήστε στο Ανατολικό Τείχος, γιατί έχουν πλακώσει Ανατολίτες και κοντεύουν να μπουν μέσα!» φώναξε για μια τελευταία φορά ο Μάρκος και ο Λουκάς υπάκουσε.

Στο Ανατολικό Τείχος εκείνοι που είχαν εισβάλλει ήταν το στράτευμα του Ναύαρχου Παντελή, όμως ακόμα δεν είχαν καταφέρει να μπουν μέσα. Αυτό το κατάφεραν ο Περικλής και ο Αλέξανδρος από μπροστά. Διότι ο Βαγγέλας πρόσεξε μια πύλη η οποία ήταν ελεύθερη για να μπουν.

Ευθεία του, ο Αλέξανδρος ήταν ακόμα γονατιστός μπροστά απ' το νεκρό σώμα της Χριστίνας. Λίγο πιο πέρα, ο Περικλής με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει πολεμούσε ακόμα.

«Μην τους αφήσετε να φύγουν από εδώ!» ακούστηκε η φωνή του Στρατηγού των Πειρατών από κάπου. Έτσι ήταν αδύνατο για τους Πέντε Στρατούς να υποχωρήσουν. Ο Αλέξανδρος άγγιξε τον ασημένιο σταυρό που του είχε φορέσει η Τόνια για να τον προσέχει.

Τελικά, βρήκαν και οι δυο τη λύτρωση: εκείνος επειδή ερωτεύθηκε την Τόνια... και η Χριστίνα ερωτεύθηκε τον Θάνατο. Σίγουρα θα έψαχνε εδώ και μέρες αφορμές για να τελειώσει τη ζωή της, για αυτό πολεμούσε τόσο ριψοκίνδυνα.

«Περικλή! Αλέξανδρε! Αυτή η πύλη είναι αφύλαχτη να πούμε! Ελάτε, μη σας πάρει και σας σηκώσει! Ευκαιρία είναι!» άκουσε τη φωνή του Βαγγέλα κι έπειτα ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Γύρισε και είδε τον αδελφό του, που είχε σηκώσει από χάμω το σπαθί του και το κρατούσε.

«Έλα, αδελφέ. Πρέπει να σώσουμε την αδελφή μας. Ήρθε η ώρα.» του είπε ο Περικλής.

Ο Αλέξανδρος τότε σκέφτηκε την Τόνια και απέκτησε δύναμη. Μπορεί να αγαπούσε ακόμα τη Χριστίνα, όμως ο έρωτας του για εκείνη τη νεαρή κοπέλα που έκλεψε την καρδιά του εν καιρώ πολέμου ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Για εκείνη ήθελε να παραμείνει ζωντανός και να παλέψει, όχι μόνο σε ετούτη τη μάχη, αλλά και πίσω στον Νότο, ήθελε να παλέψει για να την κάνει ευτυχισμένη. Όμως τώρα προείχε η σωτηρία της αδελφής του. Έπιασε το χέρι του Περικλή, σηκώθηκε κι ο αδελφός του, του έδωσε το σπαθί του. Πλησίασε κι ο Φάνης.

«Επιτρέψτε μου να έρθω μαζί σας, έστω μέχρι ένα σημείο.» ζήτησε απ' τα δύο αδέλφια.

«Εντάξει. Πάμε.» είπε ο Περικλής κι άρχισαν να τρέχουν προς μια πύλη, που όμως δεν ήταν η σωστή, γιατί εκεί υπήρχε φρουρά. Ο Βαγγέλας τους είδε και τους φώναξε:

«Από 'δω ρε μαλάκες! Πού πάτε από 'κει;!»

«Μα αφού έχει εκατό πύλες! Μπερδευτήκαμε!» δικαιολόγησε και τους τρεις ο Φάνης και στη συνέχεια τον ακολούθησαν ως τη σωστή.

***************************************

Καλημέρα!! (Η καλησπέρα, αναλόγως τι ώρα το διαβάζετε!) Σήμερα δουλεύω λίγο πιο αργά και μιας κι είχε μείνει λίγο για την ολοκλήρωση αυτού του κεφαλαίου, είπα να το τελειώσω και να το ανεβάσω κι ας είναι 07:15 το πρωί!!

Από το γέλιο της αστείας σκηνής του Βαγγέλα στην αρχή του κεφαλαίου (ο οποίος ομολογουμένως κλέβει την παράσταση σε αυτό το βιβλίο 😂), περάσαμε στην αγωνία της μάχης και ύστερα στη δραματική σκηνή του θανάτου της Χριστίνας και το θρήνο του πατέρα της 😭

Ο Λουκάς βλέπει ότι η μάχη είναι χαμένη, αλλά ο Μάρκος δεν λέει να το καταλάβει κι ο μόνος που μπορεί πλέον να λήξει τον πόλεμο είναι ο Σίμος, για αυτό και  οι δίδυμοι βασιλιάδες εισβάλλουν στο παλάτι για να πάρουν πίσω την Ανθή και να του το ανακοινώσουν.

Αυτό θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο λοιπόν! Ο Περικλής και ο Αλέξανδρος βρίσκουν την Ανθή και τον Σίμο, όμως δεν μπορούν να καταλάβουν ότι οι δυο νέοι αγαπιούνται πραγματικά, έτσι μια μονομαχία ξεσπάει ανάμεσα στους τέσσερις τους!! *Ναι θα δούμε ΚΑΙ την Ανθή να πολεμάει!!* Θα καταφέρουν ο Σίμος και η Ανθή να τους πείσουν; Ποια θα είναι τα συναισθήματα του Σίμου για το θάνατο του πατέρα του και ποιες αποφάσεις θα πάρει στη συνέχεια; Θα λήξει τον πόλεμο;

Η συνέχεια στο επόμενο 😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top