ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
*Το τραγούδι προτείνω να το ακούσετε όταν ξεκινάει η μάχη της μυστικής εισβολής. Θα καταλάβετε πότε 😉*
Η νύχτα της Δευτέρας έφτασε. Οι Πέντε Στόλοι έφτασαν στην παραλία όπως το είχαν υπολογίσει. Αποβιβάστηκαν και τα πλοία απομακρύνθηκαν στα ανοιχτά. Ο Περικλής και ο Αλέξανδρος πήραν μία απόφαση της τελευταίας στιγμής: θα στρατοπέδευαν στην παραλία όπως είχαν συμφωνήσει, αλλά θα περνούσαν εκεί τη νύχτα για να ξεκουραστούν.
«Απόψε θα στείλουμε μερικούς μόνο κατασκόπους έξω από το Κάστρο, να μας ενημερώσουν όταν γυρίσουν ποια είναι η κατάσταση εκεί.» είπε ο Περικλής, αφού κάλεσε όλους τους βασιλιάδες στη σκηνή του. «Και αύριο τη νύχτα θα επιτεθούμε.»
«Είσαι βέβαιος, ανιψιέ;» τον ρώτησε η Λίζα. «Ακόμα και τώρα είμαστε έτοιμοι να επιτεθούμε.»
«Καλύτερα αύριο. Θέλω να κάνουμε εκτίμηση της κατάστασης στα τείχη και γενικά στο Κάστρο. Περίμενα έναν ολόκληρο μήνα, δεν θα γίνει τίποτα με μια μέρα παραπάνω.» απάντησε και ο Αλέξανδρος συμφώνησε μαζί του.
Στο μεταξύ πήγε στο στρατόπεδο και ο Μάνος, βρήκε τον Μάριο και αφού κουβέντιασαν λίγο, ζήτησε να πολεμήσει με τα χρώματα του Βορρά, προς έκπληξη κάποιων. Ο Μάριος θα πολεμούσε επίσης στα κόκκινα. Έτσι, πήγε και βρήκε πανοπλία και Βόρειο σπαθί και τα έδωσε στον φίλο του. Μετά έκαναν προπόνηση μεταξύ τους, γιατί ο Μάνος είχε χρόνια να κρατήσει σπαθί. Ωστόσο αυτό δεν φαινόταν καθόλου γιατί έβαζε συνεχώς κάτω τον φίλο του.
«Αν πολεμάς έτσι και μ αυτούς, θα σε κάνουν με τα κρεμμυδάκια νομίζω ότι.» του είπε κάποια στιγμή και γέλασαν.
Εκείνη την ώρα μία σφαίρα πέτυχε το σπαθί του Μάνου και εκείνο έπεσε μακριά. Οι δύο φίλοι γύρισαν τρομοκρατημένοι και είδαν τον Βαγγέλα να κρατάει το πιστόλι του.
«Σπαθιά και μπούρδες να πούμε.» τους είπε και πλησίασε. «Μαφία, φίλοι μου. Νότια Μαφία. Ξέρετε τι σημαίνει;» είπε κουνώντας το όπλο του. «Διανοείστε τι ζημιά κάνουμε μ' αυτά εδώ τα εργαλεία;» Ο Μάνος πήρε το πιστόλι και το κοίταξε εντυπωσιασμένος.
«Μικρό, αλλά θανατερό.» είπε κι έπειτα κοίταξε τον μεγαλόσωμο άντρα κατά πρόσωπο. «Εσείς και οι μαφιόζοι σας είσαστε πολύτιμη βοήθεια έχω την εντύπωση ότι. Ξυλοκόπος Μάνος. Μένω εδώ, μα έχω Βόρεια καταγωγή γι' αυτό σας βοηθάω.» και του έδωσε το χέρι του.
Ο Βαγγέλας το έσφιξε θερμά. Ο Μάνος πόνεσε λίγο, αλλά δεν το έδειξε για θέματα ευγένειας!
«Βαγγέλας, Αρχηγός των Μαφιόζων του Νότου. Χαίρω πολύ.» του συστήθηκε. «Ξέρεις κάτι; Γουστάρω που βάζεις το ότι στο τέλος της πρότασης. Και γι' αυτό θα γίνουμε κολλητάρια εμείς οι δύο... νομίζω ότι, να πούμε.» Ο Μάνος κι ο Μάριος γέλασαν. Έτσι, ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία ανάμεσα στον Βαγγέλα και στον Ξυλοκόπο, παρόμοια μ εκείνη που είχε ο Βαγγέλας με τον Αλέξανδρο.
Λίγο μετά όλοι οι Αρχηγοί Κατασκόπων πλησίασαν από μακριά το κάστρο για να δουν τι γινόταν. Η Μαριάντζελα κι ο Αντώνης, που πήγαν σε ένα κάπως πιο κοντινό σημείο, κρυφάκουσαν τη συζήτηση δυο φρουρών που έκαναν περιπολία.
«Ρε συ, είναι αλήθεια ότι αύριο ο Βασιλιάς φεύγει και πάει στα Πέντε Βασίλεια;» ρώτησε ο ένας. Οι δυο κατάσκοποι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους στιγμιαία.
«Όχι ρε.» απάντησε ο άλλος. «Μεθαύριο φεύγει. Αύριο θα κάνει τις ετοιμασίες. Μου το είπε ο Στρατηγός Μάρκος. Θα πάει κι αυτός μαζί. Απόψε θα γίνει μεγάλη γιορτή στο Παλάτι. Θα πάω, εσύ;»
«Και τι θα κάνουν εκεί πέρα; Πόλεμο, ή θα διαπραγματευτούν για την παράδοση των βασιλείων τους;»
«Μάλλον το δεύτερο και αν αυτοί δεν δεχτούν με το καλό την ήττα τους, θα ξαναγίνει πόλεμος. Στη γιορτή θα έρθεις τελικά, ναι ή ου;»
«Ναι ρε άξεστε, θα έρθω. Είναι δυνατόν να χάσω τζάμπα φαγοπότι; Χαρχαρ!»
Μέχρι εκεί άκουσαν, γιατί μετά οι δυο φρουροί απομακρύνθηκαν.
«Νομίζω πως συγκεντρώσαμε αρκετές πληροφορίες. Ώρα να φύγουμε.» είπε η Μαριάντζελα στον Αντώνη.
«Εντάξει.» είπε εκείνος κι έκανε νόημα στους άλλους να φύγουν. Βγήκαν όλοι αθόρυβα απ' τις κρυψώνες τους και απομακρύνθηκαν σε πιο ασφαλές σημείο. Τότε η Μήνα ρώτησε:
«Τι έγινε; Τι ακούσατε;»
Η Μαριάντζελα τους περιέγραψε τη συζήτηση των φρουρών.
«Αν φεύγουν μεθαύριο όντως, τότε προλαβαίνουμε να κάνουμε την επίθεση μας κι έτσι δεν θα προλάβουν να φύγουν.» είπε η Μαριάννα και οι υπόλοιποι συμφώνησαν.
«Ακριβώς. Εσείς τι είδατε πάνω στα τείχη;» ρώτησε η Μαριάντζελα.
«Τίποτα ανησυχητικό.» ανέλαβε να απαντήσει η Έφη. «Ελάχιστη φρουρά, όπως και την προηγούμενη φορά που ήρθαμε εδώ.»
«Αν είναι έτσι, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ εύκολα για εμάς.» είπε ο Αντώνης.
«Ακριβώς.» συμφώνησε η Ηλιάνα. «Δεν έχουν καταλάβει καν ότι είμαστε στο βασίλειο τους.»
«Και ούτε πρόκειται. Απ' ότι κατάλαβα, οι φρουροί σ' αυτό το σημείο των τειχών κοιμούνται όρθιοι. Πάμε τώρα πίσω, να μεταφέρουμε τις πληροφορίες στους βασιλιάδες μας και μετά να κοιμηθούμε.» είπε η Μαριάντζελα και πήραν το δρόμο του γυρισμού.
Όταν έφτασαν στην παραλία- στρατόπεδο, συζήτησαν για όλα αυτά με τους βασιλιάδες και τους στρατηγούς.
«Τι λέτε τώρα, Μεγαλειότατε; Είμαστε έτοιμοι να επιτεθούμε;» ρώτησε ο Άκης τον Περικλή.
«Πανέτοιμοι. Αύριο είναι η μεγάλη νύχτα.» είπε εκείνος. Αποσύρθηκαν όλοι στις σκηνές τους, ενώ μπήκαν μικρές φρουρές τριγύρω σε σκοπιές που εναλλάσσονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Όσοι κατάφεραν να κοιμηθούν έστω και λίγες ώρες ήταν ελάχιστοι, καθώς η ζέστη του Ιουλίου ήταν αποπνικτική και τα κουνούπια ρουφούσαν το αίμα ανελέητα. Αν περνούσες απ' τη σκηνή του Βαγγέλα, θα άκουγες σίγουρα τις βρισιές του προς αυτά και τα χέρια του να χτυπούν συνεχώς για να τα σκοτώσουν. Κάποιοι τυχεροί βέβαια φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Μάνου, όμως και εκεί τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα.
Η ατέλειωτη νύχτα πέρασε κάποια στιγμή κι έφτασε το πρωινό της Τρίτης. Κατά τη διάρκεια της ημέρας έγιναν οι τελικές προετοιμασίες και άλλο ένα τελευταίο συμβούλιο. Λίγο πριν το απόγευμα, ορίστηκαν δύο περίπολα: Περίπολο 1 ήταν η Μαριάντζελα κι ο Άγγελος απ' τον Βορρά, η Μαριάννα απ' τη Δύση και ο Αντώνης με τον Χάρη απ' τον Νότο. Περίπολο 2 ήταν η Έφη με τη βοηθό της Ελπίδα απ' την Ανατολή, η Ηλιάνα απ' το Χωριό της Αναγέννησης και η Μήνα με τον βοηθό της Παύλο από το Κέντρο.
Αφού όλοι ντύθηκαν σαν ψαράδες, η αποστολή τους ήταν να πάρουν μ' όποιο τρόπο μπορούσαν τη θέση των αντίστοιχων περιπόλων των Πειρατών, ώστε να βοηθήσουν στη μυστική εισβολή. Αυτή ήταν επίσης μία αλλαγή της τελευταίας στιγμής. Το πρώτο περίπολο ήταν απ' τη Δυτική- κύρια πύλη μέχρι και τη Νότια πύλη και το δεύτερο από τη Νότια πύλη έως την αρχή του Ανατολικού τείχους. Λίγο πριν τη δύση του ήλιου, τα δύο περίπολα έφτασαν στη νότια πύλη, λίγο έξω από το Άγριο Δάσος και εκεί χωρίστηκαν για τα δύο πόστα τους.
Λίγο αργότερα, ο Βαγγέλας με τους άλλους που αποτελούσαν τους υπόλοιπους της μυστικής εισβολής, περίμεναν κρυμμένοι στα τελευταία δέντρα του Άγριου Δάσους και ανέμεναν το σινιάλο της Μήνας. Σχεδόν ταυτόχρονα, τα δυο περίπολα αφού «καθάρισαν» τα αντίστοιχα των Πειρατών και τους έκρυψαν σε διάφορα σημεία (θάμνους) εκεί γύρω, ντύθηκαν με τις στολές των Πειρατών και ξεκίνησαν την περιπολία.
Καθώς το περίπολο 1 πήγαινε προς την κύρια πύλη, ένας φρουρός απ' το τείχος τους είχε δει προηγουμένως ως ψαράδες και έτρεχε ως το Παλάτι να βρει τον Στρατηγό Μάρκο να του το αναφέρει. Αφού μπήκε μέσα, ο Μάρκος απόρησε που τον είδε να τρέχει και να έχει λαχανιάσει. Τότε ο φρουρός του είπε:
«Στρατηγέ μου... Πριν λίγο διέκρινα έξω από τη νότια πύλη πέντε ύποπτους ψαράδες, που κρατούσαν καφάσια με ψάρια και πήγαιναν προς τη δυτική πύλη...»
«Τι λες ρε ηλίθιε;!» τον διέκοψε ο Μάρκος και του έριξε μια καρπαζιά. «Τι ύποπτοι να είναι ρε; Ψαράδες με καφάσια με ψάρια;! Τη δουλειά τους θα κάνανε! Θα είχαν πάει να ψαρέψουν στην παραλία του Μάνου και πιθανόν θα επέστρεφαν στο Μέγα Δρόμο γιατί η Νότια Πύλη είναι πάντα κλειστή. Τσακίσου και φύγε από 'δω πέρα ρε πανύβλακα, να μη σε βλέπω! Με ενοχλείς για ψήλου πηδήματα και με αποσπάς απ' τις προετοιμασίες της γιορτής! Στα τσακίδια!» φώναξε τσαντισμένος ο Μάρκος.
Ο φρουρός, φανερά απογοητευμένος, έφυγε και γύρισε στο πόστο του χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. Την ίδια στιγμή το Περίπολο 1 είχε φτάσει στη Δυτική Πύλη, όπου ένας Πειρατής φρουρός- ελεγκτής παρατήρησε ότι τα πρόσωπα τους δεν του ήταν γνώριμα και τους ρώτησε:
«Καινούργιοι είστε; Δεν σας έχω ξαναδεί.»
«Ναι, καινούργιοι.» απάντησε η Μαριάντζελα. «Μας κατέταξε ο Στρατηγός Μάρκος γιατί υπήρχαν κενές θέσεις μετά τον πόλεμο.» Αφού στη συνέχεια τους έκανε αρκετές ερωτήσεις και τους καθυστέρησε αρκετά λεπτά, του είπε σε μια στιγμή η Μαριάννα:
«Συγνώμη, μπορούμε να συνεχίσουμε την περιπολία μας;»
«Ναι, ναι. Συγνώμη που σας καθυστέρησα. Καληνύχτα και καλή βάρδια.»
«Επίσης.» του απάντησε ο Αντώνης. Αν και δεν το νομίζω. Σε λίγο δεν θα είσαι ζωντανός. Από εμένα... είπε από μέσα του. Κι έτσι το Περίπολο 1 αποχώρησε για τη νότια πύλη, ενώ το Περίπολο 2 είχε φτάσει ήδη στη θέση του και περίμεναν το σήμα της Μαριάντζελας, ώστε να κάνουν το σινιάλο στον Βαγγέλα και τον Άκη.
Ωστόσο είχε περάσει αρκετή ώρα και ακόμα δεν είχαν φανεί.
«Άντε, που είναι;» αναρωτήθηκε η Μήνα. «Μήπως έπαθαν τίποτα; Μήπως τους επιτέθηκαν;» και κοίταξε προς τα δυτικά με τα κιάλια.
«Μα αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον δύο ή τρεις απ' τους πέντε θα είχαν επιστρέψει.» είπε η Ηλιάνα, που αν και ήταν η μικρότερη απ' τους Αρχηγούς των Κατασκόπων, μόλις δεκαεφτά ετών, ήταν η πιο σοφή.
«Συμφωνώ.» είπε η Έφη. «Δεν μπορεί να τους έφαγαν όλους.»
«Ναι, αλλά δεν τους βλέπω!» αναφώνησε η Μήνα με νεύρα.
«Ψυχραιμία, κυρίες μου.» πήρε το λόγο ο Παύλος. «Σίγουρα θα τις καθυστέρησαν στην Κύρια Πύλη. Μην ξεχνάτε ότι εκεί τα πράγματα είναι πολύ αυστηρά. Μπορεί να τους σταμάτησαν για έλεγχο.»
Η υπόλοιπη ομάδα συμφώνησε μαζί του. Στο μεταξύ, ο ουρανός είχε συννεφιάσει, αλλά ακόμα έκανε ζέστη. Απέναντι, στα πρώτα δέντρα του δάσους, ο Βαγγέλας και οι δικοί του περίμεναν με την ίδια αγωνία και απορούσαν γιατί η Μήνα δεν τους έκανε ακόμα σινιάλο. Λίγο μετά, το πρώτο περίπολο έφτασε.
«Επιτέλους.» είπε η Μαριάννα. «Βράδιασε αρκετά. Μας καθυστέρησε πολύ εκείνος ο φρουρός.»
«Τον ηλίθιο... Μου ήρθε να τον σφάξω.» είπε με μίσος ο Αντώνης.
«Υπομονή, σύντροφε. Όταν μπούμε μέσα, θα πας να τον βρεις.» του είπε η Μαριάντζελα μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
«Εννοείται αυτό. Θα ψάξω να βρω αυτό το βρωμοσκούληκο πρώτο από όλους.» είπε ο Νότιος Αρχικατάσκοπος, ενώ ο Χάρης από πίσω έτριβε τα χέρια του και ανυπομονούσε να ξεκινήσει η μάχη.
Έφτασαν δίπλα απ' τη Νότια Πύλη, προς μεγάλη ανακούφιση του δεύτερου περίπολου. Η Μαριάντζελα έκανε με το φακό το σήμα και η Μήνα έκανε το σινιάλο στον Άκη και τον Βαγγέλα.
«Άμα πια! Εκατό ώρες! Πάμε.» είπε ο Βαγγέλας. Ο Άκης έκανε νόημα στους πίσω και βγήκαν απ' τα δέντρα. Μια ομάδα μεγαλόσωμων μαφιόζων κουβαλούσαν τη σκάλα που είχε φτιάξει ο Μάνος και κάποιοι στρατιώτες κρατούσαν τα ρούχα και τις πανοπλίες των κατασκόπων, ούτως ώστε να τους τα δώσουν για να ντυθούν.
Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Η σκάλα στήθηκε στο χαμηλό τείχος και άρχισαν ένας- ένας να ανεβαίνουν και να περνάνε μέσα. Καθώς ανέβαινε ο Βαγγέλας, λίγες ψιχάλες βροχής του ήρθαν στο πρόσωπο.
«Φτου, να πάρει.» είπε. «Έτσι και βρέξει, ούτε του χρόνου δεν θα ανάψει η φωτιά.» Οι κατάσκοποι αφού μπήκαν στα τείχη πήραν τους σάκους με τα πράγματα τους και σκορπίστηκαν στα στενάκια για να αλλάξουν.
Μετά κίνησαν ανά ομάδες να πολεμήσουν με τους εσωτερικούς φρουρούς και σιγά- σιγά να πάνε προς τα μέσα, ενώ άρχισε να βρέχει κανονικά. Ο Βαγγέλας ανέβηκε βλαστημώντας στο ψηλό τείχος κι έστησε τα ξύλα. Ο Άκης τον περίμενε από κάτω για να συνεχίσουν μαζί. Ο Μαφιόζος έβγαλε τον αναπτήρα απ' την τσέπη του και άναψε με ευκολία ένα πούρο, όμως η φωτιά στα ξύλα δεν έλεγε να ανάψει εξαιτίας της βροχής.
«Έλα, την καταδίκη μου μέσα... Έλα που να σε πάρει...» μουρμούριζε συνεχώς.
Κάποια στιγμή, ο αναπτήρας χάλασε γιατί βράχηκε.
«Κατάρα!» φώναξε δυνατά ο Βαγγέλας και το πούρο του έπεσε απ' το στόμα!
«Άντε ρε, ακόμα;» του είπε ο Άκης από κάτω.
«Άσε με κι εσύ! Η παλιοφωτιά δεν λέει να ανάψει, ο αναπτήρας χάλασε, μου έσβησε και το πούρο γιατί έπεσε κάτω! Τη γκαντεμιά μου μέσα!»
«Έχω σπίρτα. Πιάσε.» είπε ο άλλος και του πέταξε ένα κουτάκι γεμάτο με σπίρτα.
Ο Βαγγέλας το έπιασε και συνέχισε τις προσπάθειες, μάταια όμως.
«Γκρρρ! Σκατά! Ούτε τα παλιό- σπίρτα σου κάμουν δουλειά!» φώναξε στον Άκη.
Μαζί με την καθυστέρηση των κατασκόπων, είχαν περάσει συνολικά δύο ώρες, πολύ παραπάνω απ' όσο είχαν υπολογίσει οι βασιλιάδες. Ενώ οι στρατοί ήταν έτοιμοι και παραταγμένοι στην παραλία, δεν φαινόταν κανένα σινιάλο καπνού από τη μεριά του Κάστρου.
«Τι κάνει αυτός ο Βαγγέλας τόση ώρα; Πάντα τόσο αργεί;» ρώτησε ο Περικλής τον αδελφό του.
«Όχι, συνήθως δεν αργεί και απορώ κι εγώ γιατί καθυστερεί τόσο.»
Στα ανοιχτά του νησιού, το πλοίο του Κάπτεν Στεφ ολοένα και πλησίαζε. Η Άννα και ο Φάνης είχαν ζωστεί με την πανοπλία και τον εξοπλισμό του Βορρά και βρίσκονταν στην τραπεζαρία. Η νεαρή Βασίλισσα τέλειωσε το δείπνο της και πήγε να δει απ' το παράθυρο αν έφταναν.
«Ωραία. Φαίνεται ήδη η παραλία.» είπε στον Στρατηγό.
«Αυτό σημαίνει πως φτάνουμε.» είπε εκείνος, που έτρωγε ακόμα.
Πλησιάζοντας λίγο ακόμα, η Άννα πρόσεξε και κάτι άλλο:
«Τι γίνεται; Οι στρατοί μας είναι ακόμα στην παραλία.» Ο Φάνης έπινε μπύρα εκείνη τη στιγμή και από αυτήν την ξαφνική ανακοίνωση, του πετάχτηκε απ' το στόμα, κάνοντας μούσκεμα έναν ναύτη που καθόταν απέναντι.
«Τι έκανε λέει!» αναφώνησε και πήγε κι εκείνος να δει. Όντως, οι Πέντε Στρατοί βρίσκονταν παραταγμένοι στην παραλία, σαν να περίμεναν κάτι, ενώ δεν υπήρχε ίχνος μάχης.
Ο Περικλής απόρησε που είδε ένα πλοίο να ζυγώνει στην παραλία τους. Πήρε ένα ζευγάρι κιάλια και πλησίασε στην ακροθαλασσιά για να κοιτάξει. Ξοπίσω του πήγαν κι ο Αλέξανδρος με τον Νίκο.
«Δεν έχει σημαία, αλλά νομίζω πως είναι Ανατολικό.» υπέθεσε ο Περικλής κι έδωσε τα κιάλια στον Νίκο.
«Όντως. Είναι δικό μας.» είπε με σιγουριά ο Νίκος. Εκείνη τη στιγμή το καράβι έριξε άγκυρα και μια βάρκα άρχισε να κατεβαίνει στη θάλασσα.
«Με γελούν τα μάτια μου;»
«Τι βλέπεις;»
«Δες ποιοι είναι πάνω στη βάρκα.»
Ο Περικλής πήρε τα κιάλια πάλι και με έκπληξη είπε:
«Η γυναίκα μου κι ο Στρατηγός Φάνης! Έπρεπε να το περιμένω. Και κατεβάζουν κι άλλες βάρκες με στρατιώτες δικούς μας.» Σύντομα οι βάρκες έφτασαν και οι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν. Ο Περικλής πλησίασε νευριασμένος την Άννα και τον Φάνη.
«Τι κάνετε εδώ;! Ήταν διαταγή μου να μείνετε στον Βορρά!» τους φώναξε. Στο μεταξύ έφτασαν κοντά τους και κάποιοι άλλοι αξιωματικοί.
«Αυτές οι διαταγές ήταν αποφάσεις τις οποίες πήρες πολύ βιαστικά, Περικλή. Και εγώ δεν πολέμησα πέντε χρόνια πριν στο πλευρό σου, μέσα σε βάσανα και κακουχίες, για να σ' εγκαταλείψω τώρα.» του εξήγησε ήρεμα η γυναίκα του.
Ο άντρας της φάνηκε να μαλακώνει.
«Α! Ώστε εσύ τα κανόνισες όλα αυτά, έτσι;»
«Ακριβώς. Και κατάφερα να πείσω και τον Φάνη. Η θεία σου μας βοήθησε και μας βρήκε καράβι.»
«Είναι η Μαρία εδώ;» ρώτησε ο Νίκος.
«Όχι. Έμεινε στην Ανατολή.» απάντησε ο Φάνης. «Εμείς είχαμε την τιμή να ταξιδέψουμε με το γρήγορο πλοίο του ξακουστού Κάπτεν Στεφ.»
«Ο οποίος, αν και βιάζεται να φύγει, θα προτιμούσε να πολεμήσει στο πλευρό των συμπατριωτών Ανατολικών.» άκουσαν τη φωνή του ίδιου του Στεφ και τον είδαν να βγαίνει κάπου μέσα από το πλήθος.
Έκανε υπόκλιση στον Νίκο και συστήθηκε στον Περικλή και στον Αλέξανδρο.
«Χαίρομαι πολύ που γνωρίζω από κοντά δύο τόσο σπουδαίους βασιλιάδες. Είστε άξιοι συνάδελφοι του αξιότιμου Σουλτάνου μου.»
«Η χαρά είναι δική μας, Κάπτεν Στεφ.» είπε ο Αλέξανδρος.
«Ξέρουμε πολλές ιστορίες για εσάς.» συμπλήρωσε ο αδελφός του. Ο Στεφ στράφηκε στον Νίκο:
«Το Δελφίνι, έτσι λέγεται το πλοίο μου, δέχτηκε κάποιες φορές επιθέσεις από Πειρατικά πλοία ληστών. Εγώ και κάποιοι άντρες μου είμαστε σε θέση να πολεμήσουμε, Μεγαλειότατε. Θα μας δώσετε την τιμή να πάρουμε το αίμα μας πίσω από αυτούς τους τιποτένιους;»
Ο Νίκος το σκέφτηκε και του απάντησε:
«Η εκδίκηση δεν είναι λύση, αγαπητέ Καπετάνιε. Όμως θα σεβαστώ την απόφαση σας και θα σας αφήσω να πολεμήσετε μαζί μας, για τη δική σας τιμή αλλά και για το νησί μας ολόκληρο.» Το πλήρωμα του Στεφ και ο ίδιος πανηγύρισαν χορευτικά. Ο Νίκος στράφηκε στη Χριστίνα και της είπε:
«Θέλω να τους βρεις στολές, πανοπλίες και οπλισμούς. Τόξα, χαντζάρες, ό,τι ζητήσει ο καθένας. Σε περίπτωση που καθυστερήσετε και εμείς λάβουμε το σινιάλο απ' τον Βαγγέλα και φύγουμε, οδήγησε τους στο Κάστρο και τότε θα ενωθείτε με εμάς. Εντάξει;»
«Μάλιστα, πατέρα.» είπε η Χριστίνα.
Ο Στεφ με τους δικούς του, που ήταν δέκα άτομα, ακολούθησαν την Ανατολική Στρατηγό χαρούμενοι. Μετά ο Φάνης είπε στον Περικλή:
«Λοιπόν Μεγαλειότατε; Ακόμα να κάνει το σινιάλο ο Βαγγέλας;»
«Ναι, ακόμα, Στρατηγέ. Αναρωτιέμαι τι στο καλό κάνει εδώ και δύο ώρες.»
«Δύο ώρες;»
«Συνολικά. Απ' τη στιγμή που έφυγαν τα δυο περίπολα και η ομάδα του Βαγγέλα και του Ταξίαρχου Άκη.» και του περιέγραψε το σχέδιο των περιπόλων.
«Ίσως τον εμπόδιζε η βροχή τον κύριο Βαγγέλα.» είπε η Άννα. «Τώρα που σταμάτησε μπορεί να καταφέρει να ανάψει τη φωτιά.»
«Έχεις δίκιο. Λοιπόν, Στρατηγέ Φάνη, αφού ήρθες που ήρθες ακάλεστος, τουλάχιστον ας φανείς σε κάτι χρήσιμος. Πήγαινε στο Κάστρο και μάθε την αιτία της καθυστέρησης.»
«Μάλιστα, Βασιλιά μου. Αν και σας διαβεβαιώνω ότι θα φανώ κάτι παραπάνω από χρήσιμος σε πολλά περισσότερα πράγματα.» είπε ο Φάνης και κίνησε προς το Κάστρο.
Αφού προπορεύτηκε αρκετά, η Άννα κοίταξε τον Περικλή με ανησυχία στα μάτια και του είπε:
«Νομίζω πως πρέπει να ξεκινήσουμε κι εμείς. Αν έτυχε κάτι στον Βαγγέλα και στους άλλους, είναι πολύ επικίνδυνο να φτάσει ο Φάνης μόνος του.»
«Τι θα έκανα χωρίς εσένα, μου λες;»
«Νωρίς το κατάλαβες.» του είπε η Άννα με μια μικρή δόση ειρωνείας. Ο Περικλής γύρισε προς το μέρος του στρατού του και είπε δυνατά:
«Εντάξει, κυρίες και κύριοι! Αρκετά φάγαμε την ώρα μας εδώ! Ο Στρατηγός μας ξεκίνησε για το Κάστρο και θα τον ακολουθήσουμε κι εμείς! Πάμε! Οι στρατοί ο ένας πίσω απ' τον άλλον!»
«Σας υπενθυμίζω, κανένας μέσα από το δάσος!» άκουσαν τη Λίζα να φωνάζει στους δικούς της.
Έτσι λοιπόν, ξεκίνησαν όλοι. Πρώτοι οι Βόρειοι, πίσω τους οι Νότιοι, ακολουθούσαν οι Δυτικοί, πιο πίσω οι Ανατολικοί και τελευταίοι οι Κεντρικοί και οι Επαναστάτες της Αναγέννησης. Την τελευταία στιγμή, η Χριστίνα και ο Στεφ με τους πολεμιστές του έτρεξαν και πρόλαβαν να ενωθούν με τον υπόλοιπο Ανατολικό στρατό. Οι Βόρειοι των πρώτων γραμμών έβλεπαν τον Φάνη στο βάθος. Την ίδια στιγμή, στα τείχη του Κάστρου, ο Βαγγέλας κατάφερε επιτέλους να ανάψει τη φωτιά.
«Άι στο καλό επιτέλους!» φώναξε.
Άρπαξε το δαυλό και αφού τον άναψε άρχισε να τον κουνάει πέρα- δώθε πανηγυρικά. Και καθώς ο Φάνης βρισκόταν στα μισά της διαδρομής, είδε τον καπνό και γύρισε προς το στρατό του και φώναξε:
«Το σινιάλο! Το σινιάλο του Βαγγέλα! Αααα!!!» κι έβγαλε μια πολεμική κραυγή, που ακούστηκε ως το εσωτερικό του Κάστρου, εκεί όπου δεν είχαν φτάσει ακόμα οι πρώτοι στρατιώτες και κατάσκοποι.
«Τι έγινε ρε παιδιά; Ποιον σφάζουν;» αναρωτήθηκαν κάποιοι που έπαιζαν χαρτιά.
Ο Φάνης όρμησε τρέχοντας μπροστά, ενώ ακολούθησαν οι υπόλοιποι στρατοί. Ο Άκης τον είδε απ' τα τείχη καθώς έφτανε και είπε στον Βαγγέλα:
«Χα! Ο Στρατηγός μου! Στο είπα εγώ ότι θα έρθει!»
«Ναι ρε φίλε!» πανηγύρισε εκείνος.
«Ανοίχτε τις πύλες!» διέταξε ο Άκης μια ομάδα στρατιωτών που είχε μείνει στην πύλη. Οι δυο πελώριες πόρτες άνοιξαν τρίζοντας, καθώς είχαν χρόνια να ανοιχτούν.
Οι φρουροί και τα περίπολα συνήθιζαν να μπαινοβγαίνουν από μικρότερες πόρτες στα πλάγια, γι' αυτό δεν χρειαζόταν να ανοίγουν την πύλη. Έφτασαν, λοιπόν και οι Πέντε Στρατοί, ενώ κάποιοι ανεγκέφαλοι Δυτικοί πήγαν μέσα από το Άγριο Δάσος για να κόψουν δρόμο. Τους επιτέθηκαν μερικά άγρια θηρία, τα οποία κατασπάραξαν λίγους. Οι υπόλοιποι σκότωσαν πολλά από αυτά και βγήκαν από το δάσος μπροστά ακριβώς από τη Νότια Πύλη, όπου εκεί τους είδε ο Δημήτρης και τους έβρισε που παράκουσαν τις διαταγές της Βασίλισσας.
Οι Πέντε Στρατοί σαν μια χρωματιστή θάλασσα ξεχύθηκαν μέσα στο Κάστρο και σκορπίστηκαν για να καταλάβουν οι Πειρατές ότι βρίσκονταν εκεί, εννοείται χωρίς να πειράξουν κανέναν άμαχο. Σε λίγο άρχισαν να βγαίνουν- ποιος ξέρει από πού- στρατιώτες Πειρατές, Κατάσκοποι και Τουφεκιστές, πολεμώντας ανοργάνωτα. Ο Βαγγέλας βρήκε τον Αλέξανδρο και μαζί με κάτι άλλους έτρεξαν προς το κρησφύγετο των Κατασκόπων, ακολουθώντας τον Αντώνη ο οποίος από ότι τους είπε είχε ανακαλύψει ήδη που βρισκόταν.
Στο δρόμο τους παρεμπόδιζαν πολλοί εχθροί. Πολλοί από αυτούς ήταν με τα σώβρακα ή τις πιτζάμες τους, κατευθείαν από τον ύπνο!
«Εκεί πέρα! Όλο ευθεία είναι το κρησφύγετο, στο τέλος αυτού του δρόμου!» φώναξε ο Αντώνης και έπειτα εξαφανίστηκε μέσα σε ένα σκοτεινό στενό, πιθανόν για να στήσει κάποια ενέδρα.
«Σκουλήκια! Λεχρίτες! Θα σας λιώσω ρε!» φώναζε ο Βαγγέλας και ορμούσε μπροστά με το ρεβόλβερ, το μαχαίρι του ή και με γροθιές.
«Ε, περίμενε ρε τρελέ! Πιο χαλαρά είπαμε!» φώναζε μάταια ο Αλέξανδρος.
Μέσα στο κρησφύγετο βρίσκονταν κάποιοι Κατάσκοποι με τον Αρχηγό Λουκά και έκαναν μυστικό συμβούλιο, ώσπου ξαφνικά άκουσαν την πόρτα να κοπανάει.
«Τι στο...» πρόλαβε να πει ο Λουκάς και τότε ξαφνικά η πόρτα έπεσε κάτω έπειτα από μια γερή κλωτσιά του Βαγγέλα.
«Ώστε εδώ είναι η φωλιά των σκουληκιών! Θα πεθάνετε!» κραύγασε ο Μαφιόζος κι έριχνε σ' όποιον ήθελε με το πιστόλι, ενώ ο Αλέξανδρος όρμησε μπροστά με το σπαθί του.
Καθώς μαχόταν με έναν, είδε τον Λουκά να φεύγει από ένα παράθυρο.
«Η κότα ο Αρχηγός τους το έσκασε!» φώναξε στον Βαγγέλα.
«Ναι, τον ψωριάρη!» απάντησε εκείνος.
«Πρέπει να ετοιμαστούμε για μαζική επίθεση! Θα πάει να τα ξεράσει όλα στον Στρατηγό τους!»
Ο Αλέξανδρος μάντεψε σωστά, γιατί λίγα λεπτά μετά ο Λουκάς βρισκόταν στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Παλατιού, όπου το γλέντι του Ιάκωβου συνεχιζόταν.
Βρήκε λαχανιασμένος τον Στρατηγό Μάρκο να συνομιλεί με τον Βασιλιά τους και τον Πρίγκιπα Σίμο. Ήταν και η Ανθή μαζί του.
«Τι έγινε; Κι άλλοι ψαράδες;» τον ρώτησε δυσανασχετώντας ο Μάρκος.
«Ποιοι ψαράδες, Στρατηγέ; Εδώ μιλάμε για χασάπηδες!» αναφώνησε ο Λουκάς και έφαγε φάπα από τον Μάρκο!
«Δεν κόβεις τις βλακείες κι εσύ; Ηλίθιε! Με συγχωρείτε, Μεγαλειότατε, που έβρισα μπροστά σας.»
«Ελεύθερα. Αλλά ας ακούσουμε τι έχει να μας πει ο καλός μας ο Λουκάκος, μπας και γελάσουμε λίγο.»
Η Ανθή είχε αρχίσει να υποψιάζεται τι συνέβαινε. Στα περιπετειώδη βιβλία που διάβαζε έτσι γινόταν πάντα: όταν έμπαινε κάποιος σε μια αίθουσα και πλησίαζε λαχανιασμένος τον Στρατηγό η τον Βασιλιά, ή και τους δύο όπως στην προκειμένη περίπτωση, η αναγγελία ήταν πάντα μία: πόλεμος. Όντως ο Λουκάς είπε:
«Οι Πέντε Στρατοί μας επιτίθενται. Εισέβαλλαν στη Χώρα του Παλατιού.» Εκείνη τη στιγμή, ο Σίμος έσφιξε το χέρι της Ανθής, ίσως από άγχος, ίσως ενθαρρυντικά.
«Τι; Σοβαρολογείς;! Μα πως είναι δυνατόν να ήρθαν χωρίς να τους πάρετε χαμπάρι, ζώα;!»
Ήταν η σειρά του Μάρκου να φάει σφαλιάρα, από τον Ιάκωβο.
«Άχρηστε! Δική σου δουλειά ήταν αυτή, αλλά οι φρουροί σου κοιμούνται όρθιοι!» φώναξε. «Εμπρός! Κάνε καμιά δουλειά τώρα! Σήμανε συναγερμό! Συγκέντρωσε το στρατό μας και πάμε να διώξουμε τα πολύχρωμα καθίκια! Κι εσύ Λουκά, μάζεψε τα βόδια τους δικούς σου κι επιτεθείτε! Σε λίγο έρχομαι κι εγώ! Αργκ!!!» Με αυτές τις φωνές όπως ήταν λογικό επικράτησε πανικός στην αίθουσα.
Τρεξίματα, γυναικείες στριγκλιές, οι σερβιτόροι να σπάνε πιάτα... Η Ανθή και ο Σίμος κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο Ιάκωβος πριν φύγει για να πάει να αλλάξει, τους πλησίασε και είπε με μίσος στον γιο του:
«Εσύ, παλιοπροδότη, να πάρεις τη μικρή και να πάτε στον πύργο σου. Και μη διανοηθείτε να το κουνήσετε από εκεί. Φρουρέ!» Ένας φρουρός που ήταν διαθέσιμος πλησίασε αμέσως κοντά του, φοβισμένος και αυτός για τον πόλεμο που τόσο ξαφνικά είχε φτάσει έξω από την πόρτα τους.
«Συνόδευσε τον γιο μου και τη μικρή του στον πύργο του και κλείδωσε τους. Μείνε απ' έξω και έχε το νου σου μην το σκάσουν. Εμπρός, φύγετε!»
«Μ- Μάλιστα, Μεγαλειότατε.» είπε ο φρουρός και βγάζοντας το σπαθί του, το έτεινε προς το μέρος του Σίμου και της Ανθής για να τους κάνει να προχωρήσουν μπροστά, ανακουφισμένος που θα βρισκόταν μακριά από τη μάχη.
Μα τι κάνω; Σκέφτηκε ο Σίμος καθώς περπατούσαν προς το δωμάτιο του. Έχει δίκιο, είμαι προδότης. Αν δεν ήταν η Ανθή, αν δεν την είχα αγαπήσει, τώρα θα πολεμούσα μαζί με τους δικούς μου τους Πέντε Στρατούς. Και για μια στιγμή σκέφτηκε να θυσιάσει την αγάπη του, να πάει να πολεμήσει με τους δικούς του.
Έτσι θα ανέβαινε και πάλι στα μάτια του πατέρα του και των άλλων Πειρατών ξανά. Θα ήταν και πάλι ένας Πειρατής, ένας διάδοχος άξιος όσο ήταν κι ο αδελφός του. Όμως η Ανθή τότε τον κοίταξε στα μάτια και τα έβαλε αμέσως με τον εαυτό του που έκανε τόσο γελοίες σκέψεις. Αυτός ο πόλεμος ήταν εξαρχής ένα μεγάλο λάθος και δεν υποστήριζε ούτε τον πατέρα του, που τα προκάλεσε όλα αυτά, ούτε όμως και τα Πέντε Βασίλεια που εισέβαλλαν μυστικά στο Βασίλειο τους. Αυτή την κοπέλα όμως που του είχε κλέψει την καρδιά, έπρεπε να την προστατεύσει. Έπρεπε να μείνει μαζί της.
Η Ανθή σαν να διάβασε τις σκέψεις του είπε:
«Μην ανησυχείς. Ούτε εγώ είμαι με κανενός το μέρος, γιατί αυτό που συμβαίνει λέγεται τραγωδία, αυτοί οι εξίσου υπέροχοι λαοί να πολεμούν μεταξύ τους. Όμως εμείς έχουμε την αγάπη μας. Όποια και να είναι η κατάληξη, θέλω να είμαι μαζί σου ως το τέλος.»
«Κι εγώ, αγάπη μου. Μόνο εσύ μου απέμεινες.»
Η μάχη εκείνης της νύχτας δεν ήταν τόσο αιματηρή όσο της ημέρας που θα ακολουθούσε. Ο Ιάκωβος όρμησε στη μάχη μόνο για να βρει τον Περικλή και να του εξηγήσει, τερματίζοντας έτσι αυτό που θα σήμαινε ολοκληρωτική καταστροφή για το βασίλειο του. Κάποια στιγμή ο Περικλής τον άκουσε να του φωνάζει:
«Περικλή! Έλα εδώ! Να διαπραγματευθούμε θέλω!» Κοίταξε τον Φάνη δίπλα του.
«Ας τον ακούσουμε.» του είπε εκείνος.
Όμως αμέσως τότε θυμήθηκε πάλι πόσο καιρό είχε κρατήσει την αδελφή του στο βρομερό του παλάτι, τι της είχε κάνει...
Ίσως είναι ψέματα. Επανέρχονταν τα λόγια της Έλσας στο μυαλό του. Ίσως...
Όχι, είναι αλήθεια! Είπε από μέσα του. Είναι ξεδιάντροπος, σίγουρα θα το έχει κάνει! Και με αυτές τις σκέψεις του όρμησε και τα σπαθιά τους συγκρούστηκαν.
«Άκουσε με λίγο! Μετά λέτε εμάς άξεστους και απολίτιστους! Τι σόι Βόρειος είσαι;!» του φώναξε ο Ιάκωβος.
«Έχω και Νότιο αίμα στις φλέβες μου.» του απάντησε έξυπνα με σατανικό χαμόγελο. «Και όλοι οι Νότιοι είμαστε μισοί Μαφιόζοι!» και με μια κραυγή όρμησε πάλι με απανωτά χτυπήματα, τα οποία έβρισκαν μόνο το σπαθί του Ιάκωβου.
«Αυτά που λες δεν κολλάνε πουθενά.» του είπε εκείνος συγκρατώντας την ψυχραιμία του.
«Θα σου έλεγα τώρα που κολλάνε! Φίδι! Ερπετό! Θα σε σκοτώσω!» και πήγε να κατεβάσει με δύναμη και ταχύτητα το σπαθί επάνω του κάθετα, όμως εκείνο συγκρούστηκε μ' ένα άλλο, τρίτο.
Ήταν ο Στρατηγός Φάνης.
«Γιατί δεν ακούτε ποτέ κανέναν;» τον ρώτησε ήρεμα. «Ας ακούσουμε πρώτα τι έχει να μας πει ο εχθρός και ύστερα θα συνεχιστεί ο πόλεμος. Εδώ είμαστε εμείς, δεν χανόμαστε.»
«Ο Στρατηγός σου είναι σοφός, Περικλή. Να τον ακούς.» είπε ο Ιάκωβος.
«Θα το πληρώσεις για ότι έκανες στην αδελφή μου!» συνέχισε τον καυγά ο Περικλής, μα ο Φάνης τον σταμάτησε και με μια επιδέξια κίνηση του αφόπλισε το σπαθί του και το πήρε.
«Τι κάνεις, Στρατηγέ!» φώναξε.
«ΠΕΡΙΚΛΗ!» φώναξε ο Ιάκωβος με τόση δύναμη, που κάποιοι που πολεμούσαν εκεί κοντά σταμάτησαν για να δουν τι συμβαίνει.
Πλησίασε και ο Στρατηγός Μάρκος.
«Είπα ψέματα ότι βόλευα την αδελφή σου. Μια πλάκα ήταν.» είπε ο Ιάκωβος.
«Του είπατε τέτοιο πράγμα;» ρώτησε ο Μάρκος. Ο Περικλής μπήκε σε σκέψεις.
«Σκασμός εσύ.» είπε ο Βασιλιάς- Πειρατής στον Μάρκο.
«Ωραία λοιπόν. Σε ακούω.» είπε ο Περικλής και τον κοίταξε μα σταυρωμένα χέρια.
«Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα με την εκπληξούλα σας, γιατί δεν σας περίμενα με τίποτα. Αύριο θα ερχόμουν σε εσάς και είχα οργανώσει γλέντι τρικούβερτο εκεί πάνω...» Έδειξε το Παλάτι του, «...αλλά δυστυχώς μας προλάβατε. Αλλά δεν είναι δίκαιη μάχη αυτή, μέσα στη νύχτα και απροειδοποίητα. Πολλοί απ' τους δικούς μου δεν πρόλαβαν καν να ντυθούν, αλλά και οι δικοί σας δεν βλέπουν την τύφλα τους σε κάποια σκοτεινά μέρη. Γι' αυτό, καλύτερα είναι να πολεμήσουμε αύριο, στο φως της ημέρας, όπως γίνονται όλες σχεδόν οι μάχες εδώ και χρόνια. Τι λες;»
Ο Φάνης κοίταξε με αγωνία τον Περικλή, περιμένοντας την απόφαση του. Εκείνος γύρισε πίσω. Είδε πολλούς δικούς του σκοτωμένους και την Άννα να πολεμάει με μεγάλη δυσκολία έναν πολύ μεγαλόσωμο Πειρατή.
«Διέταξε υποχώρηση.» είπε στον Στρατηγό τελικά. Το ίδιο είπε και ο Ιάκωβος στον Μάρκο. Έτσι, η μάχη εκείνης της νύχτας δεν είχε τόσο άδοξο τέλος, πέρα από λίγους νεκρούς από όλες τις πλευρές.
Οι Πέντε Στρατοί στρατοπέδευσαν έξω απ' τα τείχη, για να επιτεθούν πιο γρήγορα την επόμενη μέρα και να είναι και οι σκηνές των τραυματιών κοντά.
Εκείνη τη νύχτα, ο Σίμος λίγο έλειψε να παρασυρθεί και πάλι και να κοιμηθεί με την Ανθή. Το μέλλον τους φαινόταν τόσο αβέβαιο, ώστε έψαχναν από κάπου να πιαστούν. Όταν όμως έπεσαν στο κρεβάτι και καθώς φιλιούνταν, εκείνος σταμάτησε απότομα όπως την προηγούμενη φορά.
«Δεν γίνεται, Ανθή. Δεν πρέπει.» της είπε.
«Όμως εσύ δεν μου έλεγες ότι πας ενάντια στο κατεστημένο, ότι ξεπερνάς τα πρέπει;» αντέτεινε η Ανθή αρκετά ενοχλημένη.
«Έχω ένα προαίσθημα... ότι σύντομα θα έρθουν να σε πάρουν από μένα. Και τότε θα πρέπει να τους πω ότι δεν σε έχω αγγίξει. Είναι ο μόνος τρόπος να δεχθούν την αγάπη μας. Και δεν θέλω να είναι ψέματα όταν θα έρθει η ώρα να τους το πω.»
Η Ανθή κατάλαβε. Όμως κατά βάθος ήξερε πως τα αδέλφια της ειδικά, δεν επρόκειτο να δεχθούν την αγάπη της για τον Σίμο, ακόμα και αν τους ορκιζόταν ότι δεν την είχε ακουμπήσει. Κοιμήθηκαν πάλι χωριστά, ενώ ο καθένας τυραννιόταν από δικές του σκέψεις και ο ύπνος άργησε πολύ να έρθει.
**********************
Στο επόμενο κεφάλαιο πλησιάζουμε προς το τέλος του πολέμου. Η επόμενη μέρα ξημερώνει και η πιο κρίσιμη και σκληρή μάχη ξεκινά. Έχουμε δύο σημαντικούς θανάτους, έναν απ' τους Πειρατές και ένας απ' τα Πέντε Βασίλεια, ο ένας από τους οποίους θα καθορίσει και την έκβαση του πολέμου, ενώ ο Περικλής με τον Αλέξανδρο εισβάλλουν στο Κάστρο για να σώσουν την Ανθή.
Ποιοι λέτε ότι θα είναι οι δυο σημαντικοί νεκροί και ποιο το αποτέλεσμα του πολέμου;
Θα τα πούμε στο επόμενο!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top