Κεφάλαιο 6: Οι διαπραγματεύσεις στον Νότο

(Στη φωτογραφία βλέπουμε πώς περίπου φαντάζομαι το Παλάτι του Νότου).

Μία εβδομάδα είχε περάσει και η Χριστίνα δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Ο Αλέξανδρος κόντευε να τρελαθεί. Ήθελε τόσο να την ξαναδεί, να τη φιλήσει, να της κάνει πολλά παραπάνω αν και ήταν σίγουρος ότι εκείνη ήταν πολύ πιο έμπειρη και αυτό μπορούσε να το καταλάβει και απ' τα φιλιά της. Ευτυχώς, ο αδελφός του δεν είχε κάνει και καμιά σημαντική πρόοδο στο θέμα της εύρεσης νύφης, έτσι ο ίδιος είχε ήδη το προβάδισμα με τη Χριστίνα. Τον είχε δει να κάνει βόλτες στους κήπους με μια νεαρή υπηρέτρια βέβαια, όμως δεν πίστευε ότι θα έπεφτε τόσο χαμηλά ώστε να της ριχτεί και να προχωρήσει παρακάτω μαζί της. Δεν τον γελούσε αυτόν! Ο Περικλής ήθελε ακόμα τη Χριστίνα, όμως δεν θα την είχε ποτέ!

Η μέρα της αναχώρησης για τον Νότο είχε φτάσει. Ήταν νωρίς το πρωί. Η Κάτια είχε να πάει χρόνια εκεί, από τότε που έφυγε στα τριάντα της για να επιστρέψει στον Λεωνίδα. Είχε πολύ άγχος. Η Έλσα επέμεινε να πάνε με το τρένο αντί για άμαξα, καθώς δεν ήθελε να το ρισκάρει και να περάσουν μέσα από τα δάση του Κεντρικού Βασιλείου με την κατάσταση που επικρατούσε εκεί αυτές τις μέρες. Ήδη οι ληστείες είχαν αυξηθεί, το ίδιο και οι διαμάχες μεταξύ Βορείων και Νοτίων κατασκόπων που περιπολούσαν τα δάση. Πολλές ομάδες είχε τύχει να συναντηθούν μεταξύ τους, λογομάχησαν και βγήκαν ξίφη, όμως ευτυχώς χωρίς απώλειες ή σοβαρούς τραυματισμούς. Η Έλσα δεν ήξερε τι ακριβώς είχε ειπωθεί μεταξύ τους και τους οδήγησε σε διαμάχη, πάντως σίγουρα επρόκειτο για το θέμα των ληστών, καθώς και για το περιστατικό την περασμένη εβδομάδα στα Σύνορα με την ομάδα της Μαριάντζελας.

Ο Φάνης τις είχε συνοδεύσει μέχρι το σταθμό, για να βεβαιωθεί ότι θα φύγουν με ασφάλεια και για να αποχαιρετήσει την αγαπημένη του. Είχε επιμείνει να στείλει και φρουρά μαζί τους, όμως η Έλσα αρνήθηκε, λέγοντας του ότι καλύτερα να πήγαιναν οι δυο τους για να μη νιώσουν οι Νότιοι να απειλούνται αν δουν Βόρειους φρουρούς μαζί. Έτσι κι αλλιώς, καλύτερα να πήγαιναν μυστικά, χωρίς να το μάθαινε οποιοσδήποτε άλλος έξω απ΄ το Παλάτι για να μη γίνουν στόχος.

"Να προσέχετε." είπε ο Στρατηγός Φάνης και έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη της Έλσας. "Θα σε σκέφτομαι."

"Κι εγώ, αγάπη μου." είπε εκείνη.

"Δεν θα αργήσουμε να επιστρέψουμε, Στρατηγέ." είπε η Κάτια. "Υπολογίζω να φύγουμε μεθαύριο με το πρωινό τρένο. Δεν πιστεύω ότι θα είναι καλή ιδέα να φιλοξενηθούμε στο Παλάτι, όμως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Δεν θα είμαστε ασφαλείς σε ξενοδοχείο και σίγουρα δεν θα προλάβουμε το τελευταίο τρένο το βράδυ."

"Έχετε δίκιο." είπε ο Φάνης.

"Επιβίβαση!" φώναξε ο σταθμάρχης και οι δυο γυναίκες σήκωσαν τα μικρά τους βαλιτσάκια και ανέβηκαν στο τρένο. Ο Φάνης το κοιτούσε μέχρι εκείνο να χαθεί στις γραμμές.

Όταν η μέρα ξημέρωσε για τα καλά, ο Περικλής έφαγε πρωινό και ξεκίνησε για τους κήπους, όπου είχε πάλι ραντεβού με την Άννα. Η μητέρα του είχε φύγει νωρίτερα για Νότο και είχε αφήσει εκείνον και τον αδελφό του υπεύθυνους στο Παλάτι, για να προπονηθούν κιόλας για τα βασιλικά τους καθήκοντα. Ήταν και ο Στρατηγός Φάνης κάπου εκεί τριγύρω. Η Κάτια τον είχε αφήσει να τους επιβλέπει από φόβο μη σκοτωθούν μεταξύ τους, απ' ότι του είπε εμπιστευτικά!

Ο Περικλής ακόμα δεν είχε μιλήσει στην Άννα σχετικά με την απόφαση της μητέρας του. Κάθε φορά που πήγαινε να το κάνει δείλιαζε, φοβόταν ότι εκείνη θα πίστευε ότι για αυτόν το λόγο την πλησίασε και θα τη χάσει. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε σημασία. Την είχε ερωτευθεί στα αλήθεια και σήμερα θα της το έλεγε και θα τη φιλούσε. Ήθελε τόσο πολύ να γευτεί τα χείλη της, όμως από σεβασμό δεν το είχε τολμήσει ακόμα.

Η Άννα φορούσε ένα κοντομάνικο κόκκινο φόρεμα. Της πήγαινε πολύ το κόκκινο, το επίσημο χρώμα του Βορρά. Τον πλησίασε και έκανε ελαφριά υπόκλιση χαμογελώντας.

"Καλημέρα, Υψηλότατε. Απολαύσατε το πρωινό σας;" του είπε.

"Καλημέρα, ωραία μου δεσποινίς." είπε και της φίλησε το χέρι. "Φυσικά και το απόλαυσα, όσο μπορούσα να φάω δηλαδή επειδή σκεφτόμουν εσένα."

"Ξέρετε, βοήθησα τη μαγείρισσα στην κουζίνα σήμερα να το ετοιμάσει και της είπα να σας περιποιηθεί όσο καλύτερα γίνεται."

"Αλήθεια; Ώστε για αυτό ήταν τόσο νόστιμα όλα." Ο Περικλής της χαμογέλασε και ξεκίνησαν. 

Περπατούσαν χέρι- χέρι και η ζεστασιά της τον έκανε να νιώθει τόσο όμορφα, όπως ποτέ πριν δεν είχε ξανανιώσει. Η παρέα της ήταν τόσο ευχάριστη, που είχε αρχίσει να ξεχνάει τη Χριστίνα. Άλλωστε εκείνη είχε μία εβδομάδα που έφυγε και δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι της στον Βορρά. Ο Αλέξανδρος φαινόταν συνεχώς αφηρημένος, σαν να τον πείραζε η απουσία της, πράγμα που τον χαροποιούσε ιδιαίτερα.

Έφτασαν στον πιο απομονωμένο κήπο του Παλατιού. Ήταν περιφραγμένος με μαύρο κάγκελο γύρω- γύρω και στη μέση βρισκόταν ένα αιωνόβιο δέντρο του οποίου τα μακριά κλαδιά σκέπαζαν τον κήπο ολόκληρο, δίνοντας του έτσι μια ατμόσφαιρα απομόνωσης και ηρεμίας. Επάνω στο δέντρο, τα πουλιά κελαηδούσαν και έπαιζαν μεταξύ τους φτερουγίζοντας.

"Θέλεις να μπούμε εδώ;" ρώτησε την Άννα.

"Ναι, φυσικά." απάντησε η κοπέλα κοιτάζοντας μαγεμένη το πανύψηλο δέντρο. Ο Περικλής άνοιξε την πόρτα του φράχτη και έκανε στην άκρη μερικά κλαδιά για να περάσει η Άννα πρώτη και στη συνέχεια μπήκε και αυτός.

"Ουάου..." έκανε η Άννα και κοίταξε γύρω της. Υπήρχε γρασίδι, λουλούδια και ο ήλιος ίσα που έμπαινε μέσα απ΄τα κλαδιά που έπεφταν σαν κουρτίνες γύρω τους.

"Σου αρέσει;" τη ρώτησε ο Περικλής και πλησίασε.

"Από όλους τους κήπους που μου δείξατε, αυτός είναι ο πιο όμορφος κήπος, Υψηλότατε." Εκείνος της χαμογέλασε θερμά, την κοίταξε στα μάτια και την αγκάλιασε.

"Σε παρακαλώ, φτάνει πια με τον πληθυντικό και τους τίτλους ευγενείας. Θα ήθελα να με αποκαλείς με το όνομα μου, γιατί τώρα πια δεν είμαστε ξένοι. Δεν θέλω να με βλέπεις σαν ανώτερο σου." Η Άννα φάνηκε να τα χάνει για λίγο, όμως απάντησε:

"Εντάξει. Θα μου είναι λίγο δύσκολο στην αρχή, όμως θα συνηθίσω, Περικλή." είπε διστακτικά.

"Αυτό είναι μια αρχή." της χαμογέλασε. "Ξέρεις, σε αυτόν τον κήπο είχαν δώσει οι γονείς μου το πρώτο τους φιλί." συνέχισε χωρίς να την αφήνει απ' τα χέρια του.

"Αλήθεια;"

"Ναι. Και επίσης, εδώ ο πατέρας μου της εξομολογήθηκε τον έρωτα του. Εδώ θέλω κι εγώ να στον εξομολογηθώ."

"Περικλή..." Οι λέξεις δεν έφταναν όμως πλέον. Η Άννα χάθηκε στα μάτια του κι έπειτα εκείνος πλησίασε τα χείλη του τα οποία άγγιξαν απαλά τα δικά της. Ξαφνιάστηκε στην αρχή, όμως μετά έδιωξε κάθε φόβο και ενδοιασμό και αφέθηκε στην αγκαλιά και στο φιλί του. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε ένα δικό τους κόσμο για μερικά δευτερόλεπτα.

Ο Περικλής σταμάτησε μόνο για να την κοιτάξει στα μάτια και να της πει:

"Σ' αγαπώ, Άννα." Και τη φίλησε ξανά. Η Άννα δεν σκεφτόταν τίποτα πλέον, ούτε καν τις προειδοποιήσεις της Έλσας να προσέχει. Αφέθηκε τελείως, καθώς εκείνος την τράβηξε απαλά να καθίσει μαζί του στο γρασίδι και εκεί συνέχισαν τα υπέροχα φιλιά τους.

************************************************************************

Το τρένο έφτασε στο Βασίλειο του Νότου στις εννέα το βράδυ, αφού πρώτα έκανε στάσεις στη Δύση, συνέχισε ανατολικά προς το Κέντρο, έκανε στάση μέσα στην Πρωτεύουσα, μετά στην Ανατολή και τέλος στον Νότο. Η Κάτια με την Έλσα κατέβηκαν. Εκεί, ο Μάξιμος είχε λάβει γράμμα της Κάτιας για την άφιξη της και την περίμενε ήδη για συμβούλιο. Είχε στείλει και μια άμαξα για να την παραλάβει για περισσότερη ασφάλεια.

Η Κάτια κοιτούσε γύρω της καθώς η άμαξα διέσχιζε τους φωτισμένους, περιποιημένους δρόμους και περνούσε από ταβερνάκια που ήταν γεμάτα κόσμο που έτρωγε κι έπινε. Ήταν πολύ χαρούμενη που ο Νότος είχε συνέλθει πλήρως και είχε ξαναβρεί την παλιά του αίγλη, όμως φοβόταν πολύ ότι τώρα που οι ληστές είχαν αρχίσει να γίνονται πάλι ανεξέλεγκτοι, θα καταστρεφόταν και πάλι. Όπως επίσης, δεν ήθελε με τίποτα να γίνει πόλεμος με αυτό το βασίλειο στο οποίο γεννήθηκε.

"Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα, Έλσα." είπε στην ακόλουθο της. "Σε αυτά τα ταβερνάκια μας έφερνε μικρές ο πατέρας μου εμένα και τις αδελφές μου."

"Είναι πράγματι πολύ όμορφα." είπε εκείνη. "Κάθε βασίλειο έχει τις χάρες του βέβαια, και το Νότιο έχει όπως όλα μια ξεχωριστή ομορφιά."

Έφτασαν στο λόφο του Παλατιού, ή αλλιώς Βασιλικό Λόφο, στην κορυφή του οποίου ήταν χτισμένο το Παλάτι. Γύρω από τον λόφο υπήρχαν τείχη, τα οποία έκαναν έτσι το Παλάτι ένα αυτόνομο χωριό, για αυτό πολλοί το ονόμαζαν και Χωριό του Παλατιού. Μέσα στα όρια των τειχών και κάτω απ' το κυρίως παλάτι ζούσαν όλοι οι αξιωματικοί του βασιλιά και κάποιες πλούσιες οικογένειες, τις οποίες ποτέ δεν άγγιξε η κρίση.

Η άμαξα ανέβηκε τον ανηφορικό, στριφογυριστό δρόμο πίσω από το λόφο και έφτασε στο Παλάτι. Οι δυο γυναίκες κατέβηκαν και ακολούθησαν έναν φρουρό μέσα στην πύλη και από εκεί στο εσωτερικό του παλατιού, όπου ένας υπηρέτης υποκλίθηκε ευγενικά και πήρε τις βαλίτσες τους. Η Έλσα δυσανασχέτησε λίγο, γιατί είχε μέσα στη δικιά της βαλίτσα και το μαχαίρι της για ασφάλεια και περίπτωση ανάγκης, όμως ευτυχώς δεν τις άνοιξαν για να τις ψάξουν. 

Από έναν φαρδύ διάδρομο στα δεξιά της κεντρικής αίθουσας, ο φρουρός τις οδήγησε στην Αίθουσα Συμβουλίων, όπου ο Βασιλιάς Μάξιμος σηκώθηκε να τις υποδεχτεί. Δίπλα του στεκόταν η Βασίλισσα Ιουλία, πανέμορφη αλλά σοβαρή και αγέλαστη.

"Χαιρετώ τη Βασίλισσα Κάτια του Βορείου Βασιλείου. Πώς ήταν το ταξίδι σας;"

"Καλησπέρα, Βασιλιά Μάξιμε. Ήταν αρκετά άνετο, αν και με κούρασαν λίγο οι πολλές ώρες μέσα στο τρένο. Να σας συστήσω την Έλσα, την Αρχηγό των Κατασκόπων μας. Ήρθε να παραστεί στο συμβούλιο γιατί την αφορά εξίσου ένα από τα θέματα που θα συζητήσουμε."

"Χάρηκα για τη γνωριμία, Αρχικατάσκοπε Έλσα. Έκανες πολύ καλά που παραβρέθηκες, εφόσον θα είναι και η δική μου αρχηγός των κατασκόπων εδώ σήμερα. Ας καθίσουμε και να την περιμένουμε για να ξεκινήσουμε."

Κάθισαν σε ένα μεγάλο μακρόστενο τραπέζι, η Κάτια με την Έλσα απέναντι απ' τον Μάξιμο και την Ιουλία. Πέρασαν μερικά λεπτά αμηχανίας, ώσπου η πόρτα άνοιξε ξανά και εμφανίστηκε φουριόζα η Χριστίνα, η μυστηριώδης κοπέλα που είχε επισκεφθεί πριν από μερικές ημέρες τον Βορρά.

"Συγνώμη που άργησα, Μεγαλειότατε. Είχα μια πολύ σημαντική δουλειά στο αρχηγείο. Καλησπέρα, Βασίλισσα Κάτια." είπε, καθώς οι Βόρειες την κοιτούσαν έκπληκτες και πήγε να καθίσει στα δεξιά του βασιλιά της.

"Από εδώ η Χριστίνα, η Αρχηγός των Κατασκόπων του Νότου και δεξί μου χέρι. Την εμπιστεύομαι απόλυτα." είπε ο Μάξιμος.

"Τι κάνεις εσύ εδώ;!" αναφώνησε η Έλσα όταν το αρχικό σοκ πέρασε.

"Εδώ είναι η θέση μου." της απάντησε εκείνη με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

"Τότε θα στο θέσω αλλιώς. Τι δουλειά είχες στο βασίλειο μας;!"

"Και για ποιο λόγο πλησίασες τους γιους μου;" συμπλήρωσε η Κάτια.

"Ηρεμήστε, κυρίες μου. Δεν υπάρχει λόγος να τσακώνεστε. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει λογική εξήγηση και είμαστε απόψε εδώ για να τα λύσουμε όλα πολιτισμένα." επενέβη ο Νότιος Βασιλιάς.

"Καταρχάς, δεν προσπάθησα να αποκομίσω κανένα όφελος ούτε από τους γιους σας, ούτε απ΄το βασίλειο σας, Βασίλισσα Κάτια. Ήρθα στον Βορρά καθαρά για λόγους ψυχαγωγίας."

"Ψέματα λέει, Βασιλιά Μάξιμε!" αναφώνησε η Έλσα. "Ήρθε για να μας κατασκοπεύσει. Λίγες ημέρες πριν την επίσκεψη της, μια ομάδα δικών μου έπιασαν μια ομάδα δικών της στα Σύνορα να μας κατασκοπεύουν. Είμαι σίγουρη ότι συνδέεται η επίσκεψη της με αυτό."

"Πες τους τι πιστεύεις, Βασιλιά μου." είπε η Ιουλία στον άντρα της.

"Λοιπόν." ξεκίνησε εκείνος καθαρίζοντας το λαιμό του. "Ας τα πάρουμε απ' την αρχή τα πράγματα. Εσύ, Χριστίνα, γνώριζες για το περιστατικό το οποίο ανέφερε η συνάδελφος σου;"

"Δεν το γνώριζα, Μεγαλειότατε. Οι κατάσκοποι αυτοί έδρασαν εν αγνοία μου και θα τιμωρηθούν για αυτό." απάντησε εκείνη, όμως φυσικά η Έλσα δεν την πίστεψε.

"Και τότε γιατί δεν μας αποκάλυψες την ταυτότητα σου όταν ήρθες στον Βορρά;"

"Για λόγους ασφαλείας και για να μη νιώσετε απειλή, φυσικά."

"Μάλιστα." έκανε ο Βασιλιάς Μάξιμος. "Να μην επαναληφθεί μία τέτοια επίσκεψη χωρίς την άδεια μου, σε παρακαλώ."

"Συγνώμη, Μεγαλειότατε, δεν θα ξαναγίνει." είπε η Χριστίνα σκύβοντας το κεφάλι.

"Ένα άλλο θέμα..." πήρε το λόγο η Κάτια. "Είναι η κατάσταση των ληστών στο Κέντρο. Σε πολλά δάση, υπάρχουν ομάδες ληστών που κυκλοφορούν ελεύθερες και έχουν επιτεθεί τόσο σε κατασκόπους μας, όσο και σε αθώους πολίτες που ταξιδεύουν."

"Μήπως κρύβεται η Χριστίνα πίσω ΚΑΙ από αυτό;" είπε η Έλσα. Η Χριστίνα την κοίταξε άγρια.

"Πώς θα μπορούσα;" είπε. "Έχουν επιτεθεί και σε δικούς μου κατασκόπους."

"Αυτό είναι αλήθεια." επιβεβαίωσε η Ιουλία. "Όπως και σε Νότιους πολίτες, αλλά και από άλλα βασίλεια."

"Και οι κατάσκοποι σας, τι κάνουν, Αρχηγέ Έλσα και Αρχηγέ Χριστίνα;" ρώτησε ο Μάξιμος σε αυστηρό τόνο. "Αντί να τους απομακρύνουν, μάχονται μεταξύ τους."

"Αυτό είναι κάτι που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο μας." παραδέχθηκε η Έλσα.

"Να ανακτήσετε τον έλεγχο, τότε!" αναφώνησε ο Βασιλιάς. "Προτείνω να συγκεντρώσετε όλους τους δικούς σας, να τους μιλήσετε και να επιβάλετε ποινές σε όσους εμπλέκονται σε διαμάχες, είτε τις ξεκινούν αυτοί είτε οι αντίπαλοι. Ένας μυστικός πόλεμος μεταξύ των κατασκόπων θα ήταν ό,τι χειρότερο αυτή τη στιγμή, θα μπορούσε να οδηγήσει και σε κανονικό πόλεμο μεταξύ των βασιλείων μας και να γκρεμίσει ό,τι καταφέραμε κάποτε εγώ και ο Βασιλιάς Λεωνίδας."

"Οφείλω να συμφωνήσω μαζί σας, Βασιλιά Μάξιμε." είπε η Κάτια. "Εσείς σε συνεργασία με τον σύζυγο μου καταφέρατε όχι μόνο να γλιτώσετε το υπέροχο βασίλειο του Νότου από την οικονομική καταστροφή, αλλά επίσης να περιορίσετε τους ληστές και τους μαφιόζους στο Κλεφτοχώρι. Θα ήταν κρίμα τόσοι κόποι να πάνε χαμένοι. Διότι τη στιγμή που οι ληστές άρχισαν να δρουν εκτός του Κλεφτοχωριού και γενικά του Νότου, κάποια στιγμή θα ξεσηκωθούν και οι μαφιόζοι."

"Συμφωνώ απόλυτα." είπε ο Μάξιμος. "Λοιπόν. Συνοψίζοντας, αυτά που πρέπει να γίνουν τώρα είναι τα εξής: οι δύο Αρχικατάσκοποι μας να συγκαλέσουν συμβούλιο μεταξύ των κατασκόπων τους και να βρεθούν οι υπαίτιοι που ξεκίνησαν τις διαμάχες. Στη συνέχεια αυτοί θα εκδιωχθούν από το Σώμα ή θα φυλακιστούν. Αυτή θα είναι δική σας απόφαση. Και, τέλος, θα αυξηθούν οι Κατάσκοποι στα δάση, με σκοπό να πιάνουν τους ληστές και να τους επιστρέφουν πίσω στο Κλεφτοχώρι. Θα στείλω γράμμα και στα υπόλοιπα βασίλεια για να κάνουν το ίδιο. Αν όμως, πέσει στην αντίληψη μου ότι έγινε οποιαδήποτε άλλη διαμάχη μεταξύ οποιωνδήποτε βασιλείων, ή ότι δεν συνεργάστηκαν για να πιάσουν τους ληστές, δεν θα είμαι τόσο επιεικής μαζί σας. Έγινα κατανοητός;" 

Οι δυο Αρχικατάσκοποι έγνεψαν καταφατικά και όλοι κοιτάχτηκαν σιωπηλοί μεταξύ τους για λίγο.

"Νομίζω πως δεν υπάρχει κάτι άλλο να συζητήσουμε." κατέληξε ο Μάξιμος και η Κάτια συμφώνησε. "Το Συμβούλιο λύεται, λοιπόν. Σας ευχαριστώ που ήρθατε και θα είναι χαρά μας να φιλοξενηθείτε εδώ απόψε."

"Προτείνω να τις φιλοξενήσω στο σπίτι μου, Μεγαλειότατε." είπε η Χριστίνα. "Για να επανορθώσω για την αναστάτωση που προκάλεσε η επίσκεψη μου και επιπλέον, οι γονείς μου θέλουν πολύ να σας γνωρίσουν, Βασίλισσα Κάτια. Για την ακρίβεια, σας ξέρουν ήδη, όμως θα θέλουν πολύ να σας δουν μετά από τόσα χρόνια." Η Κάτια απόρησε. Ποιοι μπορεί να ήταν οι γονείς της Χριστίνας και από που τη γνώριζαν; Ίσως τους είχε συναντήσει παλιά, τότε που έζησε για λίγα χρόνια μόνη της στο Νότο την εποχή της παρακμής του.

"Από εμένα είστε εντάξει, αρκεί να συμφωνήσει και η ίδια." είπε ο Μάξιμος.

"Θέλω να το συζητήσω λίγο πρώτα με την Κατάσκοπο μου." είπε η Κάτια. "Μας συγχωρείτε..." και βγήκε μαζί με την Έλσα στο διάδρομο, ενώ ο Μάξιμος ξεκίνησε να μαζεύει τα χαρτιά με τις σημειώσεις που κρατούσε τόση ώρα ο γραμματέας του στην άκρη του τραπεζιού.

"Εγώ ακόμα δεν την εμπιστεύομαι τη Χριστίνα, Μεγαλειοτάτη." της είπε η Έλσα. "Ακόμα και αφότου συμφώνησε με τις αποφάσεις του Βασιλιά Μάξιμου. Το γεγονός ότι ήρθε απρόσκλητη στον Βορρά, ινκόγκνιτο και μάλιστα χωρίς να το γνωρίζει ο βασιλιάς της, αν λέει και αυτός την αλήθεια, μου φαίνεται ύποπτο. Αν όμως έχετε την περιέργεια να γνωρίσετε τους γονείς της, δεν θα επιμείνω. Θα μείνουμε σπίτι της. Αλλά να ξέρετε ότι θα κοιμηθώ αγκαλιά με το μαχαίρι μου και δίπλα σε εσάς, αν κοιμηθώ όντως δηλαδή."

"Το ένστικτο σου ποτέ δεν λέει ψέματα, Έλσα." είπε η Κάτια, που έδειξε να το σκέφτεται. "Είπες ότι η Χριστίνα είναι Νότια κατάσκοπος, και δεν έπεσες καθόλου έξω. Όμως έχω μεγάλη περιέργεια να δω ποιοι είναι οι γονείς της και από που τους ξέρω. Ίσως είναι κάποιοι φίλοι που είχα κάνει κάποτε εδώ στα χρόνια της αυτοεξορίας μου. Ας πάμε τουλάχιστον για ένα τσάι και αν διακρίνουμε οτιδήποτε ύποπτο, δεν μένουμε εκεί."

Την ίδια στιγμή η Χριστίνα άνοιξε τη διπλή πόρτα και έβγαλε το κεφάλι της έξω.

"Λοιπόν;" περίμενε την απάντηση τους.

"Θα έρθουμε για ένα τσάι." είπε η Κάτια. "Θα το σκεφτούμε αν θα μείνουμε εκεί."

"Εντάξει. Ελάτε και αν δεν σας αρέσει το σπιτικό μας, σας παραγγέλνω μια άμαξα που θα σας φέρει πίσω στο Παλάτι." συμφώνησε κι εκείνη και αφού αποχαιρέτησαν τους βασιλιάδες του Νότου, έφυγαν οι τρεις τους για την έξοδο και, στη συνέχεια, πήραν άμαξα για το σπίτι της Χριστίνας.

*************

Στο Κεφάλαιο 7 (Μια "τυχαία" συνάντηση) θα δούμε:

Η Κάτια συναντά τυχαία μια γυναίκα απ' το παρελθόν της, η οποία μαζί με έναν άντρα που επίσης γνωρίζει είναι οι γονείς της Χριστίνας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top