Κεφάλαιο 28: Η νίκη κι ο θρίαμβος
«Για τον Βορρά!» φώναξε για μια ακόμα φορά ο Περικλής και όρμησαν στους κήπους του Κάστρου. Όλοι πολεμούσαν με πάθος, σαν να ήταν η τελευταία τους φορά.
«Φάνη!» φώναξε μετά από λίγο ο Περικλής.
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε!»
«Πάω να βρω τον Στέλιο! Σ' αφήνω υπεύθυνο εδώ! Κι εσένα, Άννα!» και μπήκε στις εσωτερικές πύλες. Στα σκαλιά του επιτέθηκαν μερικοί φρουροί, όμως τους σκότωσε.
Μπήκε στο κυρίως κτήριο και διέσχισε την Κεντρική Αίθουσα, σφάζοντας και τραυματίζοντας. Ανεβαίνοντας προς τα πάνω, υπήρχαν όλο και πιο πολλοί φρουροί του Στέλιου. Βρήκε τον Βόρειο Πύργο και άρχισε να τον ανεβαίνει από μια στριφογυριστή σκάλα. Τα σκαλοπάτια φαίνονταν να μην τελειώνουν ποτέ. Τελικά τέλειωσαν και βρέθηκε έξω απ' την πόρτα του δωματίου του. Εκεί, πολέμησε μ' έναν τελευταίο φρουρό και τελικά τον πέταξε απ' τη σκάλα. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
«Σκουλήκι! Ήρθε το τέλος σου!» φώναξε στον Στέλιο υψώνοντας το σπαθί του.
Ο Στέλιος έβγαλε το δικό του σπαθί, που ήταν μεγαλύτερο και απάντησε:
«Έχεις το θράσος και μπαίνεις έτσι στο παλάτι μου;! Τώρα θα δεις!» και άρχισαν να μονομαχούν. Ήταν και οι δυο πολύ καλοί και πέρασε έτσι αρκετή ώρα, χωρίς να έχει τραυματισθεί κανείς, ενώ από κάτω ακούγονταν οι πέντε στρατοί που πολεμούσαν. Ξαφνικά όμως, ο Περικλής κουράστηκε. Το σπαθί του έπεσε απ' τα χέρια και ο Στέλιος τον έριξε κάτω.
«Ετοιμάσου να πεθάνεις.» του είπε και τον σημάδεψε από πάνω με τη σπάθα του. «Ω, πόσο λυπάμαι που οι Βόρειοι θα χάσουν τον αγαπημένο τους βασιλιά...» Ειρωνεύτηκε.
Ο Περικλής έπρεπε να κάνει κάτι. Δεν έφτανε το πεσμένο σπαθί του...
Δεν πειράζει. Σκέφτηκε. Θα πεθάνω σαν ήρωας, όπως ο πατέρας μου. Κι ύστερα η Άννα θα οδηγήσει το στρατό μας...
«Όχι τον αδελφό μου, ρε!» άκουσε τη φωνή του Αλέξανδρου. Γύρισε και τον είδε να ορμάει στον Στέλιο με το ματωμένο σπαθί του. Είχε μπει κι εκείνος απ' τη Νότια Πύλη για τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Έπιασε το σπαθί του και σηκώθηκε κι εκείνος για να βοηθήσει.
«Στέλιο!» άκουσαν μια γυναικεία φωνή.
«Μητέρα;» είπαν και τα δυο αδέλφια μαζί και γύρισαν.
Ήταν η Κάτια, η οποία είχε βγάλει το κράνος που φορούσε συνέχεια για να μην αποκαλυφθεί και προς μεγάλη τους έκπληξη, φορούσε την κόκκινη πολεμική στολή του Βορρά και κρατούσε σπαθί. Ο Στέλιος είχε κι εκείνος απορήσει.
«Μα... πώς ήρθες εδώ;» ρώτησε ο Περικλής.
«Μαζί με τον υπόλοιπο στρατό μας.»
«Και πολεμούσες μαζί με όλους τόσο καιρό;» ρώτησε ο Αλέξανδρος.
«Ναι. Είπα στον θείο σας, τον Κωνσταντίνο, να με προπονήσει κι εκείνος δέχτηκε, χωρίς να ξέρει βέβαια τα σχέδια μου.»
«Έτσι εξηγούνται όλα... Γι' αυτό δεν σε βρίσκαμε να σ' αποχαιρετήσουμε όταν φεύγαμε. Ήσουν εκεί, παρόλο που δεν σε καταλάβαμε.» είπε ο Περικλής.
«Ακριβώς. Και στις μάχες ήμουν εκεί. Κι αν θέλετε να μάθετε γιατί ήρθα, ήρθα για να μιλήσω σε εσένα, Στέλιο. Γιατί τα έκανες όλα αυτά; Ήμασταν φίλοι παλιά, θυμάσαι;»
«Φίλοι;! Μόνο μια τράπεζα είχατε ληστέψει και μετά δεν τον ξαναείδες!» φώναξε θυμωμένος ο Αλέξανδρος.
«Είχατε ληστέψει τράπεζα;! Και γιατί το ξέρει αυτός και όχι εγώ;» απόρησε ο Περικλής δείχνοντας τον αδελφό του. Η Κάτια συνέχισε:
«Πες μου λοιπόν, γιατί έγινες τόσο κακός; Τι σε οδήγησε σ' αυτό το αδιέξοδο, έτσι ώστε να θες να είσαι εχθρός με όλους μας;»
Ο Στέλιος άκουγε με σκυμμένο το κεφάλι.
«Η αδικία που υπήρχε στον κόσμο.» είπε τελικά. «Δεν άντεχα πως εγώ σάπιζα τόσα χρόνια στη φυλακή, περιμένοντας αν θα με εκτελέσουν και πότε, ενώ οι πλούσιοι και οι βασιλιάδες θα έμεναν για πάντα ελεύθεροι, ό,τι κι αν έκαναν, επειδή κανένας δεν μπορούσε να τους πειράξει. Όταν βγήκα, ήθελα να τους εκδικηθώ όλους. Όλους, εκτός από εσένα.»
«Εκτός από εμένα;»
«Ναι. Και για αυτό λοιπόν, τώρα που θα γίνω παντοδύναμος Αυτοκράτορας κι εσύ θα γίνεις γυναίκα μου, κανένας πια δεν πρόκειται να σε πειράξει!» φώναξε και ύστερα το γέλιο του αντήχησε σ' όλο το παλάτι.
Σήκωσε το σπαθί του και πήγε να χτυπήσει τον Αλέξανδρο, όμως εκείνος αμύνθηκε και συνέχισαν να μονομαχούν, ενώ ο Περικλής έτρεξε να κρατήσει την Κάτια, η οποία φώναζε κλαίγοντας:
«Στέλιο, σταμάτα! Τι πας να κάνεις;! Αλέξανδρε! Σταματήστε αυτή την τρέλα!» Όμως εκείνοι συνέχισαν να πολεμούν απτόητοι. Βγήκαν στο μπαλκόνι, πάνω από εκεί όπου πολεμούσε ο Βόρειος στρατός. Ο Αλέξανδρος τον πήγε προς τα πίσω και ο Στέλιος βρέθηκε στην άκρη του μπαλκονιού, παγιδευμένος, ακινητοποιημένος και με τον Αλέξανδρο να τον σημαδεύει με την άκρη του σπαθιού του.
Ξαφνικά, η Κάτια ξέφυγε απ' τον Περικλή, έτρεξε προς το μέρος τους και άρχισε να μονομαχεί με τον ίδιο της τον γιο. Όμως κανένας δεν ήθελε να χτυπήσει τον άλλον.
«Σταματήστε!» φώναξε ο Στέλιος και αμέσως σταμάτησαν, γύρισαν και τον κοίταξαν. Είχε ανέβει πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού.
«Έχεις δίκιο Κάτια. Έχασα.» είπε. «Όμως δεν θα αφήσω τα παιδιά σου να με σκοτώσουν. Θα το κάνω μόνος μου.»
«ΟΧΙ!» φώναξε η Κάτια καθώς την κρατούσαν και οι δυο γιοι της μαζί.
«Αντίο, Κάτια. Σ' αγαπώ.» κι εκείνη την ώρα, γύρισε το σπαθί του, το κάρφωσε στον εαυτό του κι έπεσε προς τα πίσω.
Από κάτω κάποιοι είχαν σταματήσει να πολεμούν και κοιτούσαν.
«Προσοχή! Πέφτει ο Στέλιος!» φώναξε ο Φάνης κι όσοι ήταν ακριβώς από κάτω, πρόλαβαν και απομακρύνθηκαν. Ο Στέλιος έπεσε μπροστά απ' το έκπληκτο πλήθος και μια λίμνη αίματος απλώθηκε γύρω του. Όλοι έμειναν να κοιτάζουν ακίνητοι. Ο Κεντρικός στρατός είχε χάσει την αυτοπεποίθηση του και ούτε καν σκέφτονταν να συνεχίσουν τον πόλεμο.
Κάποιοι πήγαν να σταματήσουν τις μάχες απ' όλες τις μεριές του παλατιού, ανακοινώνοντας σε όλους ότι ο Βασιλιάς Στέλιος ήταν νεκρός. Μετά από λίγη ώρα όλοι είχαν μαζευτεί κάτω απ' το μπαλκόνι. Ο Περικλής και ο Αλέξανδρος βγήκαν για να βγάλουν λόγο μαζί.
«Στρατέ του Κέντρου!» ξεκίνησε να λέει ο Περικλής, δυνατά για να τον ακούσουν όλοι, μέχρι πέρα. «Δεν τον σκοτώσαμε εμείς! Μόνος του επέλεξε τη μοίρα του και τη μοίρα τη δική σας και του λαού σας και αυτοκτόνησε! Χαρείτε όμως, διότι ο Στέλιος ήταν ένας τύραννος! Δεν θα σας ταλαιπωρεί πια! Δεν θα πληρώνετε τόσους πολλούς φόρους!»
Ο Αλέξανδρος συνέχισε:
«Χαρείτε κι εσείς, αγαπητοί Ανατολίτες, καουμπόηδες της Δύσης, ατρόμητοι Νότιοι, γενναίοι πολεμιστές του Χωριού της Αναγέννησης και τρανέ στρατέ του Βορρά, γιατί μετά την ταφή του Στέλιου θα έρθουν μέρες χαράς για όλους μας! Και το Κεντρικό Βασίλειο θα κυβερνάται από έναν βασιλιά έμπειρο, σωστό και δίκαιο! Κάποιον γενναίο, που θα τον επιλέξουμε εμείς!» Όσο μιλούσαν, κάποιοι είχαν μείνει έκπληκτοι, γιατί πρώτη φορά έβλεπαν τα δύο αδέλφια τόσο ενωμένα.
Τέλος, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Περικλής και ο Αλέξανδρος μαζί με την Κάτια κατέβηκαν κάτω. Όλοι έμειναν άφωνοι που έβλεπαν πως η Κάτια είχε πολεμήσει κι εκείνη ανάμεσα τους, όμως συγχρόνως θαύμασαν το θάρρος και το κουράγιο της. Εκείνη όμως λυπόταν κρυφά που δεν κατάφερε να σώσει τον Στέλιο. Όμως προτιμούσε το ότι ζούσαν και οι δυο γιοι της. Τώρα είχαν πολλά να κάνουν. Οι Κεντρικοί αξιωματικοί πήραν το σώμα του Στέλιου για να το θάψουν και όλοι οι υπόλοιποι στρατοί επέστρεψαν στα στρατόπεδα τους.
Ανάμεσα στο χαρούμενο κλίμα που επικρατούσε υπήρχαν και οι βαριές απώλειες. Τακτοποιήθηκαν και το βράδυ ο Περικλής κάλεσε σε συμβούλιο τους βασιλιάδες και όλους τους αξιωματικούς των τεσσάρων βασιλείων στη Βόρεια Κεντρική Σκηνή.
«Λοιπόν.» είπε. «Καταρχάς, έχουμε κάποια πολύ μεγάλη απώλεια, για παράδειγμα κάποιος αξιωματικός;»
«Ναι, εμείς.» είπε ο Νίκος. «Δυστυχώς, ο Στρατηγός Θωμάς έπεσε στη μάχη.»
«Λυπάμαι. Και ποιον θα ορίσετε τώρα στρατηγό;»
«Την κόρη μας, τη Χριστίνα, μόλις επιστρέψουμε στην Ανατολή.»
«Δεν νομίζω πως είναι τόσο καλή ιδέα.» είπε ο Αλέξανδρος, που ένιωθε ανάμεικτα συναισθήματα λύπης και αηδίας όταν άκουγε για τη Χριστίνα.
«Γιατί όχι;» πετάχτηκε η Μαρία. «Είναι έμπειρη από πολεμικά και στρατιωτικά θέματα και είναι πολύ γενναία, παρόλο που δεν ήρθε σε αυτόν τον πόλεμο. Έμεινε πίσω, για να προσέχει το βασίλειο μας.»
Ο Αλέξανδρος δεν μίλησε ξανά.
«Λοιπόν, ποιον λέτε να εκλέξουμε βασιλιά του Κέντρου;» ρώτησε η Λίζα.
«Προτείνω τον Στάθη, αν δέχεται κι εκείνος.» είπε ο Περικλής.
«Εμένα;» απόρησε ο Στάθης.
«Ακριβώς. Ξέρεις το Κεντρικό Βασίλειο καλύτερα από κάθε άλλον και επιπλέον, φέρθηκες πολύ γενναία πολεμώντας μαζί μας. Και Στρατηγός σου θα γίνει ένας απ' τους βοηθούς σου.»
«Δέχομαι.» είπε τότε ο Στάθης. «Θα αλλάξω πάρα πολλά στο βασίλειο μου. Πρώτα απ' όλα, το Χωριό της Αναγέννησης θα αποκτήσει πλήρη ανεξαρτησία.»
Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε, όμως μετά είπε λυπημένος:
«Ναι, όμως, το χωριό μας έχει καεί ολοσχερώς.»
«Κανένα πρόβλημα. Θα χρηματοδοτήσω για να χτιστεί ξανά.»
«Αλήθεια; Θα το κάνετε αυτό για εμάς;»
«Φυσικά, Άρχοντα Κωνσταντίνε.»
«Τότε θα έχετε την αιώνια ευγνωμοσύνη μας.»
«Πολύ ωραία.» είπε ο Περικλής. «Η στέψη θα γίνει αύριο το πρωί και μετά εμείς θα αναχωρήσουμε για τα βασίλεια μας. Πηγαίνετε όλοι να ξεκουραστείτε τώρα.»
Ένας- ένας άρχισαν να βγαίνουν έξω, ενώ συζητούσαν μεταξύ τους. Όταν έφυγαν όλοι, ήταν πλέον μεσάνυχτα. Ο Περικλής πήρε το άλογο του και πήγε για μια βόλτα. Λίγο πέρα απ' το στρατόπεδο, ανέβηκε σ' ένα ύψωμα και βρήκε την Άννα. Καθόταν σ' έναν βράχο και κοιτούσε προς τον Βορρά. Ο ουρανός του Κέντρου είχε καθαρίσει τελείως, όμως πέρα στον Βορρά, τα σύννεφα ήταν πυκνά.
«Δεν κρυώνεις;» τη ρώτησε.
«Όχι. Δεν κάνει πολύ κρύο απόψε.»
«Δίκιο έχεις. Αναρωτιέμαι τι καιρό θα έχει στον Βορρά, αύριο που θα επιστρέψουμε.»
«Σίγουρα θα έχει χιόνι.» είπε η Άννα και μετά άλλαξε θέμα: «Περικλή, ανησυχώ για τη φίλη μου.»
«Μην ανησυχείς. Η Έλσα θα τα καταφέρει. Και όταν γίνει καλά, θα παντρευτεί με τον Φάνη και στη δεξίωση του γάμου τους θα γιορτάσουμε τη συμφιλίωση των πέντε βασιλείων.»
Της έπιασε τα χέρια και τη σήκωσε.
«Άννα, έκανα λάθος τις προάλλες για αυτά που σου είπα. Είσαι σπουδαία βασίλισσα κι αν εγώ... έφευγα νωρίς, εσύ θα οδηγούσες το στρατό μας σίγουρα στη νίκη.»
«Αλήθεια;»
«Το εννοώ.»
«Τότε... σε συγχωρώ.»
«Σ' αγαπώ.» και τη φίλησε κάτω απ' το φως του φεγγαριού.
************************************************************
Στο Κεφάλαιο 29 (Η συμφιλίωση): Γίνεται στο παλάτι του Βορρά δεξίωση, όπου γιορτάζουν τη συμφιλίωση των Πέντε Βασιλείων. Θα γίνει όμως και ο γάμος του Φάνη και της Έλσας, ή η Έλσα τελικά δεν θα τα καταφέρει και θα υποκύψει στο τραύμα της;;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top