Κεφάλαιο 25: Κι άλλες προετοιμασίες

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε και οι προετοιμασίες για τη μυστική αντεπίθεση εναντίον του Στέλιου είχαν αρχίσει. Στον Νότο, ο Αλέξανδρος έδινε διαταγές στον Λευτέρη.

«Έχουμε χάσει πολύ στρατό, Μεγαλειότατε.» του είπε ο στρατηγός. «Οι περισσότεροι από όσους επέζησαν έφυγαν για τα χωριά λόγω των καταστροφών απ' τους μαφιόζους.»

«Να στείλεις άτομα να τους φέρουν πίσω!» φώναξε ο Αλέξανδρος.

«Μα είναι πολύ επικίνδυνο. Απ' ότι με πληροφόρησαν, οι άντρες του Στέλιου κάνουν ήδη επιδρομές σε όλα τα Χωριά του Κέντρου. Μάζεψε με τη βία πολύ στρατό και όσοι αντιστάθηκαν, τους σκότωσε και έκαψε τα χωριά τους. Και συνεχίζει έτσι.»

Το μυαλό του Αλέξανδρου πήγε για λίγο στον θείο του, τον Κωνσταντίνο και στο Χωρίο της Αναγέννησης. Τι θα έκαναν αυτοί; Προφανώς θα είχαν την ίδια τύχη. Όμως έδιωξε αυτές τις σκέψεις, γιατί έπρεπε να συγκεντρωθεί στα δικά του στρατιωτικά σχέδια.

«Το καλό είναι», είπε ο Λευτέρης μετά από λίγο, «ότι μας έχουν απομείνει αρκετοί τοξότες.»

«Ωραία. Θα τους χρησιμοποιήσουμε. Θα τους βάλουμε πάνω στα τείχη. Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχηγό τους.»

«Μάλιστα.»

Ο Λευτέρης έφυγε και ο Αλέξανδρος κάθισε σε μια πολυθρόνα απελπισμένος.

Δεν θα τα καταφέρουμε. Σκεφτόταν. Μπορεί να πεθάνουμε στη μάχη, όμως μετά τι θ' απογίνουν οι άνθρωποι μας; Αυτό το καθίκι θα τους κατακτήσει. Όχι, πρέπει να επιζήσουμε. Πρέπει να σκεφτώ το λαό μου. Και καθώς αναλογιζόταν πόσες ελπίδες υπήρχαν να κερδίσουν, μπήκε τρέχοντας ένας φρουρός και φώναξε:

«Μεγαλειότατε! Ήρθαν οι μαφιόζοι!»

«Πες τους να περάσουν.» είπε ο Αλέξανδρος, που ήξερε πως δεν είχαν έρθει για κακό σκοπό.

Ένα πλήθος μαφιόζων μπήκε στην Κεντρική Αίθουσα με επικεφαλή τον Βαγγέλα.

«Καλημέρα, βασιλιά μου.» είπε.

«Καλημέρα. Τι μπορώ να κάνω για εσένα και τους άντρες σου;»

«Θέλουμε να πολεμήσουμε.» Ο Αλέξανδρος έμεινε άφωνος.

«Τι;»

«Αυτό που άκουσες. Είπα στους δικούς μου για εκείνο το σκουλήκι τον Στέλιο και συμφώνησαν όλοι πως το Νότιο Βασίλειο είναι και δικό μας και πρέπει να το υπερασπιστούμε.»

«Ευχαριστώ, όμως... Απλά δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ.» και γύρισε απ' την άλλη για να σκεφτεί.

Έπρεπε να πάρει την απόφαση γρήγορα. Οι μαφιόζοι πολεμούσαν με όπλα παρόμοια με εκείνα των καουμπόηδων της Δύσης, και στον πόλεμο θυμόταν καθαρά πώς εκείνοι γάζωναν με τις σφαίρες τους και σκότωναν πανεύκολα τους δικούς του. Οπότε, θα ήταν σίγουρα μια πολύτιμη βοήθεια, παρά την αναξιοπιστία τους. Τι είχε να χάσει, άλλωστε;

«Εντάξει.» γύρισε και είπε τελικά. Οι μαφιόζοι άρχισαν να πανηγυρίζουν.

«Αλλά θα ντυθείτε στα μπλε, όπως όλος ο υπόλοιπος στρατός.»

«Έγινε.» είπε ο Βαγγέλας και έδωσαν τα χέρια.

«Πηγαίνετε στον Λευτέρη τώρα, να σας στρατολογήσει και να σας δώσει πανοπλίες και στολές. Αύριο τέτοια ώρα θα ξεκινήσουμε.» και διέταξε ένα φρουρό να τους οδηγήσει στον Λευτέρη.

*********************************************************************************************

Στο μεταξύ στον Βορρά, η βασιλική οικογένεια έλαβε μια δυσάρεστη έκπληξη. Κάποιοι φρουροί τους ειδοποίησαν να βγουν γρήγορα έξω. Φόρεσαν όλοι τα παλτά τους και βγήκαν στο δρόμο μπροστά απ' το Παλάτι για να δουν. Από μακριά ερχόταν ένα πλήθος ανθρώπων, κουρασμένοι, με άλογα και άλλα ζώα ή με τα πόδια. Μόλις πλησίασαν λίγο, η Κάτια έπνιξε μια κραυγή: επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Κωνσταντίνος, με σκονισμένα ρούχα και με μάτια κατακόκκινα. Δίπλα του βάδιζε κατάκοπη η γυναίκα του, η Ευγενία, που κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό και οι κόρες τους.

Πίσω τους πήγαιναν οι δικοί τους, άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέροι. Κάποιοι μετέφεραν τραυματίες επάνω σε φορεία. Οι Βόρειοι τους πλησίασαν και η Κάτια έτρεξε και αγκάλιασε τον Κωνσταντίνο.

«Τι συνέβη, θείε;» ρώτησε ο Περικλής.

«Οι Κεντρικοί μας επιτέθηκαν.» απάντησε ο Κώστας. «Μας είπαν πως ετοίμαζαν επίθεση εναντίον των τεσσάρων βασιλείων και πως έπρεπε να πάμε να πολεμήσουμε μαζί τους. Εμείς αντισταθήκαμε, πολεμήσαμε, όμως τα νούμερα ήταν εναντίον μας. Σκότωσαν πολλούς από εμάς και πήραν όσους παραδόθηκαν. Μετά έβαλαν φωτιά στο χωριό μας. Όσοι γλίτωσαν είναι τώρα εδώ, μαζί μου, όπως και κάποια άτομα απ' τα γύρω χωριά.»

«Αυτό είναι αίσχος!» φώναξε ο Φάνης.

«Εσύ και η οικογένεια σου μπορείτε να βρείτε καταφύγιο στο παλάτι μας, θείε. Για τους υπόλοιπους θα βρούμε κάποια σπίτια που θα τους φιλοξενήσουν. Και οι τραυματίες θα μεταφερθούν στο νοσοκομείο.»

«Έχω αρκετούς άντρες που είναι σε θέση να πολεμήσουν, αν βέβαια σχεδιάζεις αντεπίθεση.» είπε ο Κώστας.

«Ναι, φυσικά και σχεδιάζω. Έλα να ξεκουραστείς λίγο και μετά θα συγκεντρώσουμε όσους μπορούμε.»

Αμέσως όλοι έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο Περικλής με την Άννα και την Κάτια οδήγησαν τον Κώστα, την οικογένεια του και μερικά ακόμα άτομα στο Παλάτι. Η επανένωση του Κωνσταντίνου με τη μητέρα του, τη Λουκία ήταν άκρως συγκινητική και έπειτα της σύστησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Η Γιάννα οδήγησε τους τραυματίες στο νοσοκομείο. Όσοι πολίτες του Χωριού της Αναγέννησης απέμειναν, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια αξιωματικών και κάποιων Βορείων πολιτών που προσφέρθηκαν. Στο Παλάτι, έδωσαν φαγητό και νερό στους φιλοξενούμενους, καθαρά ρούχα και δωμάτια για να ξεκουραστούν. Το απόγευμα, ο Κωνσταντίνος ειδοποίησε όσους δικούς του ήταν σε θέση να πολεμήσουν να πάνε να βρουν τον Στρατηγό Φάνη.

Εκείνος μαζί με τον Άκη, τη Στέλλα και τους υπόλοιπους αξιωματικούς τους ενέταξαν στα στρατεύματα τους, τους έδωσαν πανοπλίες, κόκκινες στολές και οπλισμό και άρχισαν να τους προπονούν μαζί με τους άλλους. Όλοι, Βόρειο Βασίλειο και Χωριό της Αναγέννησης είχαν γίνει ένα και θα πολεμούσαν ντυμένοι στα κόκκινα. Στο μεταξύ επέστρεψαν η Μαριάντζελα, ο Άγγελος, ο Ανέστης και η Αννίτα. Είπαν στον Περικλή πως ο Νίκος και η Λίζα είχαν συμφωνήσει με το σχέδιο τους και ότι ετοίμαζαν ήδη τους στρατούς τους.

Μετά ο Ανέστης πήγε και βρήκε τον Φάνη και την Έλσα σε μια από τις Αίθουσες Προπόνησης και τους είπε:

«Δεν την αντέχω άλλο. Συγνώμη δηλαδή, αλλά εγώ δεν ξαναπάω μαζί της.»

«Για την Αννίτα μιλάς;» ρώτησε η Έλσα.

«Ναι. Για ποια άλλη;»

«Γιατί, τι έκανε πάλι;» ρώτησε ο Φάνης.

«Ακούστε. Η αποστολή πήγε μια χαρά, παραδώσαμε το γράμμα στη Βασίλισσα Λίζα, ξεκουραστήκαμε λίγο και φύγαμε χωρίς να μας καταλάβει κανείς. Και καθώς περνούσαμε από ένα δάσος του Κεντρικού Βασιλείου, διακρίναμε αρκετά μακριά μας κάποια ύποπτη κίνηση. Σταμάτησα τον Μαξ, το άλογο μου και κατεβήκαμε.

Μείνε εδώ. Της είπα και πήγα κρυφά να τους παρακολουθήσω. Ήταν πέντε κουκουλοφόροι ληστές, όμως δεν μας είχαν δει. Και ξαφνικά, βλέπω δίπλα μου την Αννίτα.

Δεν σου είπα να μείνεις με τον Μαξ; Της είπα.

Δεν κατάλαβα, εγώ είμαι η κατάσκοπος. Εγώ πρέπει να τους παρακολουθήσω. Μου απάντησε.

Εντάξει. Αλλά κάνε ησυχία, ότι κι αν γίνει. Και εκείνη την ώρα, ένας από αυτούς πλησίασε προς το μέρος μας και εγώ μπήκα στο θάμνο, τραβώντας την κι αυτή μαζί μου. Κι ενώ δεν μας είχε δει, βγήκε η ηλίθια απ' το θάμνο και φώναξε:

Μας είδε! Μας είδε! Επίθεση! Και τότε αυτός και οι άλλοι τέσσερις όρμησαν εναντίον μας. Τους πολεμήσαμε και αφού σκοτώσαμε τους τρεις, οι άλλοι δύο τράπηκαν σε φυγή. Παρα τρίχα γλιτώσαμε. Όμως θα μπορούσαν να μη μας πάρουν είδηση και να αποφεύγαμε την άδικη αιματοχυσία, αν αυτή έκανε ησυχία.»

Ο Φάνης και η Έλσα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Είδες που στα έλεγα;» της είπε ο Φάνης. «Η τελευταία της ευκαιρία τελείωσε. Νομίζω πως η κατασκοπία δεν είναι αυτό που της ταιριάζει.»

«Και τι να κάνω; Να την αφήσω χωρίς δουλειά; Είναι αδελφή μου, δεν μπορώ.»

«Όχι, δεν θα μείνει χωρίς δουλειά. Αφού της αρέσει να κάνει φασαρία, ξέρω ακριβώς τι θα της ταιριάζει. Πάω να βρω τον Άκη.» Έφυγε και μετά από λίγο επέστρεψε με τον Συνταγματάρχη του Πεζικού. «Πού είναι η Αννίτα;» ρώτησε.

«Στην Κεντρική Αίθουσα με τη Μαριάντζελα.» απάντησε ο Ανέστης.

«Τι σχεδιάζεις, μωρό μου;» απόρησε η Έλσα.

«Θα δεις. Ελάτε μαζί μου να την προλάβουμε, πριν βγει πάλι ραντεβού.»

Πήγαν όλοι μαζί στην Κεντρική Αίθουσα και τη βρήκαν να συνομιλεί με τη Μαριάντζελα και τον Άγγελο. Χαιρετήθηκαν με τους άλλους και ο Φάνης της είπε:

«Λοιπόν. Αφού σου αρέσει τόσο πολύ να κάνεις φασαρία, δεν μπορείς να είσαι πια κατάσκοπος. Θα γίνεις στρατιώτισσα, και μάλιστα στην πρώτη γραμμή.»

«Αχ, τι ωραία!» φώναξε ενθουσιασμένη.

«Άκη, στρατολόγησε την στο Πεζικό και βάλε την στο στράτευμα του Ραφαήλ.»

«Μια χαρά. Θα είσαι μαζί με το αγόρι σου.» της είπε η Μαριάντζελα.

Η Αννίτα ενθουσιάστηκε πάλι.

«Ο Ραφαήλ είναι το αγόρι σου;» ρώτησε έκπληκτος ο Φάνης.

«Ναι καλέ, αυτός είναι. Φάνη, όλα τελευταίος τα μαθαίνεις.»

«Τέλος πάντων, έχουμε κι άλλες δουλειές.» είπε ο Άκης. «Έλα μαζί μου, να σε πάω στον δικό σου να σε αναλάβει, γιατί έχουμε μόνο λίγες ώρες κι εσύ έχεις πολλά να μάθεις.» Η αντίδραση του Ραφαήλ, του Λοχαγού του πρώτου στρατεύματος, ήταν λίγο αρνητική.

«Ρε Άκη, εδώ μου κάνει τη ζωή δύσκολη στη σχέση μας. Φαντάσου στο στρατό.» του είπε ενώ εκείνη προπονούνταν με τους άλλους στρατιώτες.

«Κι εμένα τι με νοιάζει; Εγώ διαταγές εκτελώ. Μου είπε ο Στρατηγός Φάνης να τη φέρω σε εσένα και το έκανα. Ανέλαβε την εσύ τώρα. Και μάλιστα στην πρώτη γραμμή, μην το ξεχάσεις.»

«Καλά, αφού είναι εντολή του στρατηγού... Πες του να μείνει ήσυχος. Θα γίνει η καλύτερη πολεμίστρια.»

Έτσι λοιπόν, οι προετοιμασίες συνεχίζονταν πυρετωδώς. Ο Περικλής έστειλε από έναν δικό του σε κάθε βασίλειο για να τους ενημερώσει για τις τελευταίες λεπτομέρειες. Βράδιασε. Η Κάτια ήταν χαμένη στις δικές της σκέψεις. Ο Στέλιος υπήρξε για λίγο φίλος της. Μπορεί η φιλία τους να κράτησε μόνο μερικές ώρες, όμως τότε είχε καταλάβει πως έκρυβε πολλή καλοσύνη μέσα του και τον θυμόταν πάντα όταν χωρίστηκαν, το ίδιο και τα αδέλφια του.

Όμως τώρα γιατί έγινε έτσι; Γιατί ήθελε να πολεμήσει ενάντια στα τέσσερα βασίλεια και ιδιαίτερα στο Νότιο, που ουσιαστικά από εκείνο καταγόταν; Δεν είχε αισθήματα; Όχι, σίγουρα είχε. Η Κάτια ήξερε ποια ήταν η αδυναμία του: ήταν η ίδια. Αν η ίδια πήγαινε εκεί και του μιλούσε, ίσως τον συγκινούσε λίγο και αυτός ίσως ματαίωνε τον πόλεμο. Γιατί είχε καταλάβει πως είχε αισθήματα για εκείνη, τότε που την είχε φλερτάρει μετά τις διαπραγματεύσεις που είχαν γίνει πριν τον πόλεμο των τεσσάρων βασιλείων.

Βρήκε τον Κωνσταντίνο σ' ένα διάδρομο.

«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη, Κωνσταντίνε, γιατί είσαι ο μόνος που μπορεί να με βοηθήσει.»

«Τι χάρη;»

«Θέλω να με μάθεις να πολεμάω.»

«Δεν έμαθες ποτέ;»

«Παλιότερα, ο Λεωνίδας μου είχε μάθει κάποια πράγματα, κυρίως σπαθί και λιγότερο τόξο. Όμως πέρασαν χρόνια από τότε και σχεδόν τα ξέχασα. Μπορείς να μου τα θυμίσεις η δεν προλαβαίνουμε;»

«Προλαβαίνουμε, όμως... γιατί θες να μάθεις;»

«Γιατί... Κοίτα. Ξέρω πως μπορεί να... χάσετε στο Κέντρο και ύστερα ο Στέλιος να έρθει εδώ να επιτεθεί. Και τότε εγώ κι η Ευγενία θα πρέπει να οδηγήσουμε το λαό στην αντεπίθεση. Να μην ξέρω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και το βασίλειο μου;»

«Εντάξει, μ' έπεισες.» της είπε χαμογελώντας. «Η Ευγενία ξέρει να πολεμάει. Τώρα θα πάμε να σε προπονήσω, ίσα- ίσα για να θυμηθείς κάποια βασικά πραγματάκια και τα υπόλοιπα θα στα μάθει η Ευγενία αύριο, όταν φύγουμε. Εντάξει;»

«Εντάξει.»

Πήγαν σε μια απ' τις αίθουσες προπόνησης. Με μόνο δύο ώρες, η Κάτια θυμήθηκε τα πάντα. Όταν την πήγε μέχρι το δωμάτιο της, του είπε:

«Σε ευχαριστώ για την προπόνηση. Και μην πεις τίποτα στον Περικλή, γιατί μπορεί να νομίζει άλλα.»

«Όπως για παράδειγμα... ότι σχεδιάζεις να ντυθείς στρατιώτης και να έρθεις να πολεμήσεις μαζί μας;»

«Ναι... Κάπως έτσι. Υποθετικά μιλώντας.»

«Ναι, εννοείται υποθετικά. Λοιπόν Κάτια, μην ανησυχείς. Δεν θα πω τίποτα στον γιο σου. Καληνύχτα.»

«Καληνύχτα.»

**************

Εσείς τι λέτε; Θέλει όντως να πάει μεταμφιεσμένη η Κάτια να πολεμήσει, η απλά της πέρασε σαν ιδέα απ' το μυαλό;

Το ξέρω ότι κάποιες σκηνές, όπως πχ αυτή με την Αννίτα είναι λίγο άκυρες, αλλά θέλω να ελαφρύνω κάπως το κλίμα και για αυτό προσθέτω και λίγο χιουμοριστικό στοιχείο μέσα. Αλλά επίσης θέλω να εμβαθύνω και σε ανθρώπινες σχέσεις και ιστορίες πέρα από τον πόλεμο.

Στο Κεφάλαιο 27 (Πόλεμος και αγάπη), έχουμε τον πόλεμο του Κεντρικού και μία πρόταση γάμου. 😉💘💍

***************

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top