Κεφάλαιο 15: Προετοιμασίες


Οι προετοιμασίες για τον πόλεμο που θα γινόταν σε έναν μήνα είχαν ήδη ξεκινήσει και στα τέσσερα βασίλεια. Ο Περικλής είχε αποφασίσει να μάθει στην Άννα πώς να πολεμάει με σπαθί, γιατί θα της χρειαζόταν. Την πήγε σε μια αίθουσα γεμάτη με σπαθιά.

«Το πρώτο πράγμα και το πιο σημαντικό είναι να επιλέξεις ένα σπαθί που να σου ταιριάζει.» της είπε. «Πάρε για παράδειγμα αυτό.» Έπιασε ένα μεγάλο, βασιλικό σπαθί με χρυσή λαβή και της το έδωσε.

Η Άννα το κράτησε και με τα δυο της χέρια, δεν κατάφερε όμως να το σηκώσει στον αέρα γιατί αυτό έπεσε με τη μύτη προς τα κάτω.

«Είναι βαρύ κι ασήκωτο.» είπε στον άντρα της.

«Έχεις δίκιο.» είπε εκείνος, βάζοντας το και πάλι στη θέση του. «Ίσως... αυτό;» Αυτή τη φορά, είχε βγάλει ένα άλλο, πιο μικρό, με μαύρη- χρυσή λαβή.

Εκείνο το σήκωσε με αρκετή ευκολία.

«Για κούνησε το μερικές φορές στον αέρα...» είπε ο Περικλής. Η Άννα το κούνησε λίγο πέρα- δώθε.

«Μ' αρέσει.» είπε.

«Ωραία. Αυτό σου ταιριάζει. Πάμε τώρα για προπόνηση.» Έβγαλε από ένα ράφι τη θήκη του, της την έδωσε και βγήκαν απ' την αίθουσα.

Πήγαν σε μια άλλη αίθουσα του παλατιού, όπου προπονούνταν ο Φάνης με μερικούς άλλους αξιωματικούς. Όλοι οι αξιωματικοί φιλοξενούνταν στο παλάτι όσο διαρκούσαν οι προετοιμασίες, για να είναι πάντα στη διάθεση του Φάνη. Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν ειδικές προπονητικές κούκλες και στο βάθος η σημαία του Βασιλείου του Βορρά, η κόκκινη με το χρυσό λιοντάρι.

Τους χαιρέτησαν όλους και πήραν θέση σε μια κούκλα.

«Λοιπόν, πρώτα απ' όλα, το ξίφος σου το κρατάς έτσι.» της είπε. Πήγε πίσω της και της έδειξε τη σωστή στάση του σώματος και του χεριού, προσπαθώντας να αγνοήσουν κι οι δυο το ρίγος που ένιωσαν όταν τα σώματα τους ήρθαν τόσο κοντά. Μετά, της έμαθε κάποιες κινήσεις, άμυνα και επίθεση. Η Άννα μάθαινε γρήγορα.

«Μπράβο, αγάπη μου.» της είπε μετά από δύο ώρες και καθώς ήταν και οι δύο κάθιδροι και λαχανιασμένοι. «Ξεκουράσου τώρα. Θα συνεχίσουμε αύριο.»

Το μεσημέρι έφαγαν όλοι μαζί και το απόγευμα, συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα συμβουλίων για να κάνουν σχέδια για τη μάχη. Στο μεγάλο τραπέζι είχε τοποθετηθεί ένας χάρτης που απεικόνιζε το στρατόπεδο.


«Έμαθα κάποια πράγματα για αυτό το στρατόπεδο.» είπε ο Φάνης. «Βρίσκεται βορειοδυτικά της Πρωτεύουσας. Εδώ υπάρχει ένα ύψωμα, το οποίο έχει αρκετά βράχια. Κάτω είναι μια μικρή πεδιάδα, όπου θα γίνει η κυρίως μάχη. Το πεζικό θα έρχεται από εδώ και το ιππικό από εδώ.»

Όλοι οι αξιωματικοί παρακολουθούσαν αφοσιωμένοι.

«Προτείνω να υπάρχουν και ελεύθεροι σκοπευτές, τοξότες δηλαδή, εδώ πάνω στα βράχια.» είπε ο Περικλής.

«Καλή ιδέα, Μεγαλειότατε. Μάχη θα γίνεται επίσης και στο δάσος που υπάρχει εδώ, μεταξύ των κατασκόπων.»

Κοίταξε την Έλσα.

«Συμφωνώ.» είπε εκείνη.

«Επίσης.» συνέχισε ο Φάνης. «Στη μέση του στρατοπέδου υπάρχει ένα μικρό ρυάκι, το οποίο άμα βρέξει θα γίνει λάσπη. Τι προτείνετε γι' αυτό, Μεγαλειότατε;»

«Προτείνω να μη σταματήσουμε από μια απλή βροχή. Δεν πρέπει να μας τρομάζει.» Η Κάτια παρακολουθούσε τελείως σιωπηλή, χωρίς να μπορεί να πάρει μέρος σε αυτό.

Δεν ήταν μόνο το ότι θα πολεμούσαν τα δυο παιδιά της μεταξύ τους, ήταν και ότι θα συγκρούονταν τα δυο βασίλεια της. Εκείνο στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε και εκείνο στο οποίο έζησε όλη σχεδόν τη ζωή της ως ενήλικη. Και απ' τα δύο είχε όμορφες αναμνήσεις.

«Εμείς θα κατασκηνώσουμε εδώ.» είπε ο Περικλής δείχνοντας ένα σημείο στα βόρεια του στρατοπέδου. «Εδώ θα τοποθετήσουμε την κεντρική σκηνή, όπου θα μένω εγώ και η οικογένεια μου και θα κάνουμε και τα συμβούλια μας. Τριγύρω θα είναι οι σκηνές των αξιωματικών, εδώ μπροστά οι σκηνές των στρατιωτών και δίπλα η σκηνή των τραυματιών.

Η Ανθή μπήκε κι εκείνη στην αίθουσα και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.

«Συγνώμη, Μεγαλειότατε, αλλά εδώ η σκηνή των τραυματιών δεν θα είναι εκτεθειμένη στους εχθρούς;» ρώτησε η Γιάννα.

«Όχι, καθόλου. Το πεδίο της μάχης είναι πιο μακριά.» απάντησε ο Περικλής.

«Επιπλέον, θα βάλουμε κάποιους φρουρούς τριγύρω της.» συμπλήρωσε ο Φάνης.

«Προτείνω να πάρω μια ομάδα από γιατρούς και να πολεμάμε κι εμείς.» είπε η Γιάννα. «Έτσι, θα βλέπουμε ποιος τραυματίζεται και θα τον μαζεύουμε αμέσως.»

Κοίταξε τον Θάνο κι εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα της.

«Θα χαρώ πολύ να βοηθήσω.» συμπλήρωσε.

«Συμφωνώ απόλυτα, Αρχίατρε Γιάννα.» είπε ο Περικλής. Η Ανθή δεν άντεξε άλλο:

«Αχ, τι ωραία! Μπορώ να πολεμήσω κι εγώ, Περικλή; Ε, σε παρακαλώ!» και κοίταξε τον αδελφό της ικετευτικά.

«Εσύ να μην ξεσηκώνεσαι.» τη μάλωσε ο Περικλής. «Είσαι μικρή ακόμα.»

Η Ανθή πήγε και κάθισε θυμωμένη δίπλα στη μητέρα της.

«Λοιπόν.» είπε ο βασιλιάς. «Συνεχίζουμε. Ο Αλέξανδρος είναι αδίστακτος. Δεν ξέρουμε πώς θα το αρχίσει και πότε θα σταματήσει... Εμείς όμως δεν πρέπει να φοβόμαστε.»

«Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, Μεγαλειότατε.» είπε ο Φάνης. «Προτείνω να στρατοπεδεύσουμε τρεις μέρες πριν στο στρατόπεδο, για να ετοιμαστούμε και να προπονηθούμε.»

«Συμφωνώ.» είπε ο Περικλής.

«Ας ειδοποιήσουμε και τους Δυτικούς, να έρθουν κι εκείνοι τρεις μέρες νωρίτερα.» πρότεινε η Άννα.

«Δίκιο έχεις.» είπε ο Περικλής. «Θα στείλω αγγελιοφόρο για να κανονίσουμε την ακριβή ημέρα και ώρα που θα γίνει η συνάντηση. Αυτά για σήμερα. Θα συνεχίσουμε αύριο, ίδια ώρα. Ελεύθεροι.» κι έληξε τη συνεδρίαση.

Βγαίνοντας από την αίθουσα, η Έλσα πλησίασε τη Γιάννα.

«Το κάνεις για τον Θάνο, έτσι;» τη ρώτησε.

«Ποιο;»

«Θες να πολεμήσεις κι εσύ για να είσαι κοντά του και να τον βοηθάς. Είδες τι κάνει ο έρωτας;» Η Γιάννα χαμογέλασε.

«Το κατάλαβες, ε; Ούτως ή άλλως όμως, είναι καθήκον μου να πολεμήσω για το βασίλειο μας. Αλλά, ναι, το κάνω και για τον Θάνο.»

Λίγες μέρες μετά, ο Περικλής διέταξε επιστράτευση. Στάλθηκε χαρτί σε όλους τους νέους άνδρες του Βορείου Βασιλείου, ηλικίες από δεκαπέντε έως σαράντα πέντε ετών, να πάνε να πολεμήσουν για τον βασιλιά τους. Πήγαν και κάποιες γυναίκες εθελοντικά. Όλοι οι υπόλοιποι θα έμεναν πίσω στον Βορρά, μαζί με μερικούς φρουρούς που θα επέλεγε ο Περικλής για να φυλάνε τα σύνορα.

***********

Στον Νότο, απ' την άλλη μεριά, η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Εφόσον ο Νίκος έμενε πλέον στο Ανατολικό Βασίλειο, εφόσον ήταν ο βασιλιάς του, στον Νότο όρισε κάποιον άλλον για τον αρχηγό της μαφίας, ο οποίος είχε πολύ χειρότερη φήμη. Κάποιοι πολίτες, οι οποίοι στην αρχή ήταν εναντίων του Αλέξανδρου και έμεναν εκτός των τειχών της πόλης, κάποιοι δολοφονήθηκαν από μαφιόζους, κάποιοι άλλοι κατάφεραν και πέρασαν τα σύνορα κι έτσι γλίτωσαν, ενώ οι περισσότεροι απ' αυτούς πήγαν αναγκαστικά με το μέρος του Αλέξανδρου για να σώσουν τη ζωή τους και φιλοξενήθηκαν και αυτοί εντός των τειχών του Χωριού του Παλατιού.

***********

Πάνω, στον Βορρά, μία εβδομάδα πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, έφτασε μια επιστολή από τον Βασιλιά Στέλιο, η οποία έλεγε ότι ο πόλεμος θα ξεκινάει από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση του και σε περίπτωση έκτακτων καιρικών συνθηκών, όπως για παράδειγμα σφοδρές καταιγίδες ή χιονοθύελλες, η μάχη θα διακόπτεται. Επίσης έλεγε ότι αν κάποιος από τους τέσσερις βασικούς βασιλιάδες, δηλαδή τον Περικλή, τον Αλέξανδρο, τη Λίζα και τον Νίκο, σκοτωθεί, μόνο τότε ο πόλεμος θα λήξει.

Αυτή η επιστολή στάλθηκε και στα τέσσερα βασίλεια, ώστε να υπάρχει μια συμφωνία. Στον Βορρά συνεχίζονταν πυρετωδώς οι προετοιμασίες για τον πόλεμο. Ο Περικλής με την Άννα, ο Φάνης, η Έλσα και όλοι οι υπόλοιποι αξιωματικοί έκαναν κάποια σεμινάρια και εκπαίδευαν τους πολίτες που θα λάβαιναν μέρος στον πόλεμο.

Όσοι από αυτούς δεν ήταν σε θέση να πολεμήσουν τους όρισαν ως βοηθούς. Οι ηλικίες μεταξύ δεκαπέντε και δεκαοχτώ, θα βοηθούσαν στη μεταφορά τροφίμων, όπλων και πρώτων βοηθειών. Από δεκαεννιά ως τριάντα πέντε θα πολεμούσαν κανονικά και από τριάντα έξι ως σαράντα πέντε ορίστηκαν ως σκοποί ή βοηθοί γιατρών και νοσοκόμων.

Ο Άκης πήρε τους ξιφομάχους για προπόνηση, ο Θάνος πήρε τους τοξότες, η Έλσα τους κατασκόπους, η Στέλλα τους καβαλάρηδες και η Γιάννα τους βοηθούς νοσοκόμων. Αυτές τις μέρες στο παλάτι επικρατούσε ένα χάος. Οι σιδεράδες δούλευαν σαν σκυλιά για να ετοιμάσουν πανοπλίες και σπαθιά.

*************************

Την ίδια στιγμή, κάπου σε ένα χωριό του Κεντρικού Βασιλείου, περπατούσε ένας άνδρας ταλαίπωρος, με σκισμένα ρούχα, διψασμένος και πεινασμένος, έχοντας τραβήξει πολλές κακουχίες, προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει κάποιο μέρος για να φάει και να ξεκουραστεί.

Καθώς περπατούσε, συνάντησε τυχαία δυο καβαλάρηδες, οι οποίοι ξαφνιάστηκαν που τον είδαν σ' αυτή την κατάσταση και τον ρώτησαν:

«Κύριε, είστε καλά;» Πριν προλάβει να απαντήσει όμως ο δύστυχος, λιποθύμησε. Μετά από δυο- τρεις ώρες, ενώ μόλις είχε βραδιάσει, ξύπνησε σε ένα μαλακό κρεβάτι, μέσα σ' ένα ζεστό δωμάτιο με τζάκι.

Κοίταξε τριγύρω του. Απέναντι, σε μια πολυθρόνα, καθόταν ένας άνδρας λίγο κάτω από πενήντα χρονών ο οποίος φορούσε μια μοβ στολή που επάνω στο στήθος είχε ένα σήμα μοβ με έναν άσπρο σταυρό.

Μοβ με άσπρο σταυρό; Σκέφτηκε. Δεν υπάρχει τέτοιο σήμα στη χώρα των Πέντε Βασιλείων. Και προσπάθησε να σηκωθεί.

«Αισθάνεστε καλά, κύριε;» ρώτησε ο άνδρας.

«Σχεδόν καλά, ευχαριστώ. Μπορείτε να μου πείτε που βρίσκομαι;»

«Πολύ ευχαρίστως.» απάντησε εκείνος και σηκώθηκε. «Βρισκόμαστε στο Χωριό της Αναγέννησης, ένα χωριό του Κεντρικού Βασιλείου κοντά στα σύνορα με τον Βορρά.»

Εκείνη τη στιγμή, ο άγνωστος ανακουφίστηκε.

«Ποιος είστε;» ρώτησε τον άντρα με τα μοβ.

«Κωνσταντίνος, Άρχοντας του Χωριού της Αναγέννησης και αρχηγός της επανάστασης εναντίον του Βασιλιά Αλέξανδρου. Εσείς;» είπε.

«Εγώ είμαι ο τέως βασιλιάς του Νοτίου Βασιλείου, ο Μάξιμος.»

«Ο τέως; Όλοι σας νομίζουν για νεκρό. Καλά, πώς βρεθήκατε εδώ;»

«Προσπάθησαν να με δολοφονήσουν, αλλά εγώ τους ξέφυγα. Δυστυχώς όμως, σκότωσαν τη γυναίκα μου, την Ιουλία.»

«Ναι, το γνωρίζω. Ελπίζω να ξέρετε ότι ο Αλέξανδρος έχει αναλάβει τη βασιλεία του Νότου. Παντρεύτηκε τη Χριστίνα κι ετοιμάζει πόλεμο εναντίον του Βορρά.»

«Α, το κάθαρμα! Κρίμα, και την εμπιστευόμουν τη Χριστίνα. Ξέρεις πότε θα γίνει ο πόλεμος;»

«Σε τέσσερις μέρες, αλλά οι Βόρειοι θα πάνε από αύριο στο στρατόπεδο να κατασκηνώσουν. Γνωρίζετε ότι οι Ανατολικοί πήραν το μέρος των Νοτίων και η Δύση των Βορείων;»

«Όχι, δεν το γνώριζα. Εννοείται ότι εμείς θα πάμε με το μέρος των Βορείων. Έτσι, Άρχοντα Κωνσταντίνε;»

«Μα και βέβαια, Μεγαλειότατε. Ούτε καν να το συζητάτε. Θέλετε να καλπάσετε μαζί μου και να πάμε μαζί στη μάχη; Αν θέλετε μπορείτε να μας οδηγήσετε κιόλας.»

«Ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε. Πάντα είναι χρήσιμος ένας βασιλιάς.»

«Αύριο το βράδυ θα πάμε στο Στρατόπεδο, στους Βόρειους.»

«Πόσους στρατιώτες έχεις μαζέψει, Άρχοντα Κωνσταντίνε;»

«Έχω μαζέψει αρκετούς, αλλά είναι ανά ομάδες σε κάποια τριγύρω χωριά κι αύριο το απόγευμα θα συγκεντρωθούμε εδώ για να ξεκινήσουμε. Θα παρακαλέσω όμως να φάτε κάτι και να ξεκουραστείτε για να είστε δυνατός αύριο που θα πάμε να συναντήσουμε τους Βόρειους.»

«Ναι, Άρχοντα Κωνσταντίνε. Τι καλό έχεις;»

Ο Κωνσταντίνος ανοίγοντας την πόρτα για να φύγει του απάντησε:

«Η γυναίκα μου μαγείρεψε κοτόπουλο με πατάτες. Εδώ δίπλα είναι το λουτρό, όπου σας έχω αφήσει μερικά καθαρά ρούχα. Όταν είστε έτοιμος, ανεβείτε επάνω.»

Ύστερα από κάποια λεπτά, ο Μάξιμος έκανε ένα μπάνιο, φόρεσε τα ρούχα που του είχε δώσει ο Κωνσταντίνος και ανέβηκε πάνω. Γνώρισε τη γυναίκα και τις κόρες του άρχοντα, οι οποίες υποκλίθηκαν με τιμή μπροστά του. Το βράδυ πέρασε πολύ ήσυχα, κάθισαν να φάνε όλοι σιωπηλοί και ύστερα ο Μάξιμος πήγε για ύπνο.

**********************************************

Οι προετοιμασίες για τον επερχόμενο πόλεμο συνεχίζονται πυρετωδώς και στα τέσσερα βασίλεια, όπως και στο νεοαναφερθέν Χωριό της Αναγέννησης. Εσείς, με ποιο βασίλειο είστε; Εγώ εννοείται πως είμαι team Βόρειοι, αλλά γουστάρω πολύ και τους Δυτικούς!!

Στο Κεφάλαιο 16 τώρα με τίτλο Μια ευχάριστη έκπληξη: Οι Βόρειοι κατασκηνώνουν στο στρατόπεδο τους, όπου περιμένουν τους Δυτικούς. Το βράδυ έρχεται, αλλά οι Δυτικοί πουθενά. Θα έρθουν τελικά ή θα τους προδώσουν; Και πώς θα υποδεχθούν οι Βόρειοι την άφιξη του Μάξιμου με μοβ σημαία;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top