Κεφάλαιο 11: Οι περιπέτειες του Αλέξανδρου
Η άμαξα με επιβάτη τον Αλέξανδρο στα χαλινάρια τον Γιώργο και συνοδηγό τον Αντώνη, είχε περάσει με επιτυχία τα σύνορα του Βορρά, καθώς ο Αλέξανδρος κρύφτηκε κάτω από μια κουβέρτα στο πίσω μέρος όπου βρισκόταν και ο φύλακας ήταν τόσο νυσταγμένος που δεν έδωσε σημασία και δεν τους υποπτεύθηκε καν. Είχε σχεδόν ξημερώσει τώρα και το πρώτο αχνό φως του ήλιου άρχισε να φωτίζει το δάσος το οποίο διέσχιζαν. Ο Αλέξανδρος ξύπνησε και άνοιξε το παραθυράκι που βρισκόταν στο μπροστινό μέρος για να κοιτάξει τους δυο κατασκόπους που τον έσωσαν.
"Καλημέρα." τους είπε. "Πού βρισκόμαστε;"
"Καλημέρα, Υψηλότατε. Διασχίζουμε το Πρώτο Δάσος και σχεδόν φτάνουμε στο τέλος του." ανέλαβε να απαντήσει ο Αντώνης. "Σύντομα θα απλωθεί μπροστά μας η καταπράσινη Πεδιάδα των Στρατοπέδων."
"Ακόμα στο Πρώτο Δάσος είμαστε; Δεν πάει πιο γρήγορα αυτή η άμαξα;" διαμαρτυρήθηκε ο Αλέξανδρος, που δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στην αγκαλιά της Χριστίνας.
"Αν πάμε πιο γρήγορα, θα σκοτωθείτε εκεί πίσω, Υψηλότατε. Οι δρόμοι είναι μες στις πέτρες εδώ." απάντησε ο Γιώργος.
"Και γιατί περνάμε μέσα από το δάσος, που είναι πιο επικίνδυνο και δεν πήγαμε από την Πεδιάδα της Αναγέννησης, στα ανατολικά;"
"Γιατί στην συγκεκριμένη πεδιάδα υπάρχουν πολλά χωριά σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και δεν θέλουμε να ρισκάρουμε να μας δουν από τα φρούρια τους. Εκτός αυτού, ο αδελφός σας μπορεί να έχει ήδη στείλει κατασκόπους να μας κυνηγήσουν, οι οποίοι αν τυχόν πάνε από εκεί θα είναι πιο εύκολο να μας εντοπίσουν από μακριά λόγω του ανοιχτού ορίζοντα." Εξήγησε ο Αντώνης.
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκαν καλπασμοί αλόγων και διέκριναν μια κίνηση στα δέντρα μπροστά τους.
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε ο Αλέξανδρος.
"Κρυφτείτε, Υψηλότατε. Νομίζω πως είναι Βόρειοι κατάσκοποι." του είπε ο Αντώνης. Ο Αλέξανδρος έκλεισε το παραθυράκι και κάθισε σκυφτός ανάμεσα στα καθίσματα της άμαξας.
Μόλις οι άγνωστοι τους πλησίασαν κι άλλο, κατάλαβαν όντως πως ήταν Βόρειοι κατάσκοποι, γιατί φορούσαν κόκκινες κάπες με κουκούλες. Σταμάτησαν μπροστά τους, μπλοκάροντας το δρόμο, και ο Γιώργος κατάφερε τελευταία στιγμή να σταματήσει τα δύο άλογα που μετέφεραν την άμαξα.
"Καλημέρα, κύριοι! Μήπως θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν έλεγχο στην άμαξα σας;" είπε ένας απ' τους Βόρειους. Ακόμα δύο καβαλάρηδες σταμάτησαν μπροστά τους, και οι πέντε συνολικά κατάσκοποι κατέβηκαν από τα άλογα.
"Καλοί μου άνθρωποι, δεν υπάρχει τίποτα να δείτε." είπε ο Αντώνης φορώντας το πιο ευγενικό του χαμόγελο. Κατέβηκε απ΄την άμαξα και πλησίασε τον αρχηγό απ' ότι φαινόταν της ομάδας. Ευτυχώς,εκείνος και ο Γιώργος δεν είχαν φορέσει τις χαρακτηριστικές μπλε κάπες, αλλά γκρίζες, οπότε δεν τους γνώρισαν πως ήταν Νότιοι.
"Σας διαβεβαιώ ότι πρόκειται απλά για έλεγχο ρουτίνας." επέμεινε ο επικεφαλής της ομάδας. "Η Αρχικατάσκοπος Έλσα έχει διατάξει να σταματάμε και να ελέγχουμε οτιδήποτε κινείται στα δάση." Και κίνησε προς το πίσω μέρος της άμαξας, μα ο Αντώνης μπήκε πάλι μπροστά του, εκνευρισμένος με την επιμονή του.
"Κι εγώ σε διαβεβαιώ ότι δεν υπάρχει τίποτα να δείτε. Είμαστε απλοί έμποροι και το μόνο που κουβαλάμε στην άμαξα είναι σακιά με πατάτες." του είπε.
"Τότε, δεν θα σας πειράζει να ρίξουμε μια ματιά..." είπε υποψιασμένος ο άλλος. Ο Αντώνης έβγαλε το ένα από τα δύο μαχαίρια του και το έβαλε στο λαιμό του αντιπάλου του.
"Φυσικά και μας πειράζει. Δεν δώσαμε τη συγκατάθεση μας." γρύλισε. Οι υπόλοιποι κατάσκοποι τράβηξαν μαχαίρια και σπαθιά και επιτέθηκαν στον Αντώνη, και ο Γιώργος πήδησε από την άμαξα τραβώντας και αυτός το ξίφος του για να βοηθήσει.
Ο Αλέξανδρος άκουγε τις φωνές και τη μάχη ανάμεσα στους κατασκόπους.
Δεν θα τα καταφέρουν! σκέφτηκε. Είναι μόνο δύο και οι άλλοι τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε. Θα τους σκοτώσουν και μετά θα με ανακαλύψουν, και τότε θα με πάνε πίσω στον Βορρά και σε αυτόν! Όχι, δεν ταπεινώνομαι ξανά στους Βόρειους. Δεν γυρίζω πίσω! Πρέπει να κάνω κάτι.
Πλησίασε αργά την πόρτα της άμαξας, την άνοιξε και κατέβηκε αργά κάτω. Κρύφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα, κολλώντας το σώμα του επάνω στην άμαξα, κι έπειτα πήρε βαθιά ανάσα. Οι ήχοι των σπαθιών που συγκρούονταν μεταξύ τους συνεχιζόταν μπροστά.
Ή τώρα ή ποτέ. σκέφτηκε και έφυγε τρέχοντας.
Κρύφτηκε ξανά πίσω από κάτι θάμνους, ενώ οι άλλοι απ' ότι φάνηκε δεν τον πρόσεξαν, απορροφημένοι καθώς ήταν από τη μάχη. Από εκεί που ήταν έβλεπε πολύ καλά τους δυο κατασκόπους να μονομαχούν με πέντε εχθρικούς.
Πρέπει να φύγω, πριν καταλάβουν τίποτα. είπε από μέσα του. Σύρθηκε προς τα πίσω, σε έναν άλλο θάμνο, κι από εκεί σε ένα δέντρο. Είχε απομακρυνθεί αρκετά. Είδε έναν Βόρειο να ξεφεύγει από τη μάχη και να κοιτάει έκπληκτος την ανοιχτή πόρτα της άμαξας, έπειτα να ελέγχει το εσωτερικό της...
"Κάποιον έκρυβαν εδώ! Δραπέτευσε!" τον άκουσε να φωνάζει στους συντρόφους του. Δεν έμεινε για να δει τη συνέχεια. Ελάχιστα τον ενδιέφεραν οι ζωές του Αντώνη και του Γιώργου. Μόνο η δική του ζωή τον ένοιαζε τώρα και η εκδίκηση.
Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έφυγε μακριά μέσα στο δάσος, τόσο μακριά που δεν άκουγε πλέων τη φασαρία από τη σύγκρουση μεταξύ των κατασκόπων. Σταμάτησε για λίγο μέχρι να βρει την αναπνοή του. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν, μόνο δέντρα έβλεπε τριγύρω. Δεν είχε σημασία όμως. Θα συνέχιζε μόνος και με τα πόδια. Προτιμούσε να περιπλανιέται για ώρες στο δάσος μέχρι να βγει σε κάποια πεδιάδα και να συνεχίσει προς νότια, παρά να πέσει στα χέρια των ανόητων κατασκόπων της Έλσας οι οποίοι θα τον πήγαιναν κατευθείαν ενώπιον του αδελφού του.
Δεν είχε ιδέα πόση ώρα περπατούσε έτσι. Πάντως το φως του ήλιου που περνούσε μέσα απ' τα δέντρα ολοένα και δυνάμωνε και η ζέστη τον έκανε να ιδρώνει. Δεν συνάντησε άλλους κατασκόπους, άλλωστε το δάσος ήταν τεράστιο και περπατούσε εκτός δρόμων και μονοπατιών, μέσα από πυκνά χορτάρια και ηλίθια λουλούδια που του έκοβαν το δρόμο. Συχαινόταν τα έντομα και συνέχεια τα έδιωχνε από μπροστά του.
Μετά από αρκετή ώρα, ή ώρες, κατάφερε να βγει από εκείνο το αναθεματισμένο δάσος. Μπροστά του απλωνόταν μια απέραντη καταπράσινη πεδιάδα, μία από τις πολλές του Κεντρικού Βασιλείου. Ένιωθε εξουθενωμένος, διψούσε και πεινούσε, όμως έπρεπε να συνεχίσει αν δεν ήθελε να τον προλάβουν οι στρατιώτες ή οι κατάσκοποι που θα έστελνε ο αδελφός του. Ήταν σίγουρος ότι ήδη θα είχε μαθευτεί το γεγονός της φυγής του και όλοι οι αξιωματικοί θα είχαν τρελαθεί. Κάτω από άλλες συνθήκες θα χαιρόταν με αυτή τη σκέψη, τώρα όμως δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να το ευχαριστηθεί ακόμα. Ήταν άοπλος, χωρίς άλογο, είχε χαθεί με τους δύο κατασκόπους που τον φυγάδευσαν και δεν είχε ιδέα αν θα τον ξαναβρούν. Έπρεπε να συνεχίσει μόνος του.
Μετά από αρκετή ακόμα ώρα γρήγορου περπατήματος, διέκρινε στο βάθος ένα χωριό. Σκέφτηκε ότι δεν άντεχε άλλο, ότι θα προλάβαινε να ξαποστάσει σε κάποιο πανδοχείο έστω και για λίγο. Πιθανότατα κανείς δεν θα τον αναγνώριζε, γιατί τα ρούχα του, αν και πανάκριβα, ήταν σε άθλια κατάσταση. Το παντελόνι του είχε σκιστεί σε χαμόκλαδα και ρίζες δέντρων μέσα στο δάσος και το πουκάμισο του είχε τσαλακωθεί από τον ιδρώτα και όλη αυτή την ταλαιπωρία. Το σακάκι του το είχε βγάλει και το είχε πετάξει κάπου στο δάσος, μην αντέχοντας άλλο να το φοράει με τέτοια ζέστη.
Έφτασε στο χωριό με όσες δυνάμεις διέθετε για να τρέξει και πέρασε τα τείχη του, στα οποία όλως παραδόξως δεν υπήρχε ούτε ένας φρουρός. Το χωριό ήταν σχετικά ήσυχο και οι ελάχιστοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους τον κοιτούσαν περίεργα. Σίγουρα θα νόμιζαν πως ήταν ζητιάνος ή κάτι τέτοιο.
Έφτασε σε ένα πανδοχείο. Στον κυρίως χώρο, δίπλα από το γραφείο υποδοχής βρισκόταν η τραπεζαρία με καμιά δεκαριά μεγάλα ξύλινα τραπέζια και στο βάθος της ένα μπαρ. Στο γραφείο καθόταν ένας μεσήλικας, περιποιημένος κύριος, αν και ντυμένος φτωχικά. Σηκώθηκε αμέσως και τον πλησίασε.
"Τι θες εδώ, ζητιάνε;! Δεν ξαναδίνω τζάμπα φαΐ! Δίνε του!" φώναξε και τον έσπρωξε άγρια προς την πόρτα. Ο Αλέξανδρος άπλωσε τα χέρια του μπροστά ως ένδειξη άμυνας. Φόρεσε το πιο ικετευτικό του βλέμμα και είπε:
"Ηρεμήστε, καλέ μου άνθρωπε. Δεν είμαι ζητιάνος. Στην πραγματικότητα είμαι πλούσιος, αλλά μου συνέβη κάτι τρομερό. Έπεσα θύμα ληστείας... Λίγο νερό δώστε μου μόνο και θα σας εξηγήσω τα πάντα." Ο πανδοχέας τον επεξεργάστηκε από την κορυφή ως τα νύχια και έπειτα είπε:
"Χμμ... Όντως, δεν μου φαίνεσαι για ζητιάνος. Φαίνεσαι ταλαιπωρημένος βέβαια, αλλά από τον τρόπο που μου μίλησες δείχνεις να είσαι ευγενικής καταγωγής, νεαρέ. Ποιο είναι το όνομα σου;"
"Ε... Αχιλλέας." είπε ψέματα ο Αλέξανδρος, γιατί αν έλεγε το αληθινό του όνομα, ίσως τον υποψιαζόταν ο πανδοχέας.
"Λοιπόν, Αχιλλέα, έλα μαζί μου. Θα σου δώσω να πιεις νερό και να φας, έτσι και αντιληφθώ όμως ότι μου λες ψέματα, δεν θα διστάσω να φέρω το σπαθί μου." Και τον οδήγησε στα δεξιά της αίθουσας, σε ένα τραπέζι.
Κάθισαν και η γυναίκα του πανδοχέα, μια στρουμπουλή κοκκινομάλλα, έφερε μια κανάτα με νερό στον Αλέξανδρο και ένα ποτήρι.
"Λοιπόν, νεαρέ, για πες μου, τι σου συνέβη;" τον ρώτησε ο πανδοχέας. Ο Αλέξανδρος αφού άδειασε τρία ποτήρια νερό, ξεκίνησε να αφηγείται την ιστορία που είχε πλάσει ήδη στο πονηρό μυαλό του.
"Λοιπόν, καλέ μου κύριε, όπως σας είπα και πριν, έπεσα θύμα ληστείας στο Πρώτο Δάσος σήμερα τα ξημερώματα, καθώς το διέσχιζα, έχοντας ξεκινήσει από τον Βορρά με το άλογο μου και λίγες προμήθειες, αρκετά χρήματα και ένα σπαθί για να επισκεφθώ τα ξαδέλφια μου στον Νότο. Το ξέρω πως ήταν απερισκεψία να διασχίσω αυτό το δάσος ύστερα από τις φήμες που κυκλοφορούν για τους ληστές μέσα στα δάση γενικά του βασιλείου σας, όμως πίστεψα πως ήταν απλά φήμες. Έτσι, μου επιτέθηκαν ληστές και απειλώντας με με όπλα, μου πήραν τα τρόφιμα, τα χρήματα, το άλογο μου και ό,τι άλλο είχα και με άφησαν έτσι άοπλο και πεζό να περιπλανιέμαι κινδυνεύοντας στο δάσος. Έτσι έκανα όλη εκείνη την απόσταση από εκεί, βγήκα στην πεδιάδα και ήρθα ως εδώ με τα πόδια, πεινασμένος και διψασμένος. Το ξέρω ότι ίσως έπρεπε να γυρίσω πίσω στον Βορρά εφόσον ήταν πιο κοντά, όμως πραγματικά πρέπει να πάω να βρω τα ξαδέλφια μου. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου." και τον κοίταξε πάλι παρακλητικά.
Ο πανδοχέας το σκέφτηκε λίγο και τελικά φάνηκε να πιστεύει την ψεύτικη ιστορία του.
"Χμμμ... Λυπάμαι πολύ για αυτό που σου συνέβη. Να υποθέσω πως δεν έχεις καθόλου λεφτά να με πληρώσεις;" Ο Αλέξανδρος είχε μια ιδέα. Άγγιξε το στήθος του, και θυμήθηκε ότι φορούσε ένα χρυσό φυλαχτό που φορούσε, δώρο της μητέρας του. Δεν ήθελε να το αποχωριστεί, όμως έπρεπε αν ήθελε να τον βοηθήσει πραγματικά ο πανδοχέας. Το έβγαλε και είπε:
"Έχω αυτό. Είναι αληθινό ατόφιο χρυσάφι. Μπορείτε να δείτε και μόνος σας. Ελπίζω να σας κάνει." Ο πανδοχέας το πήρε στα χέρια του, το επεξεργάστηκε λίγο και είπε:
"Είναι όντως αληθινό, και φτάνει και με το παραπάνω για ένα δωμάτιο και φαγητό."
"Σας παρακαλώ." είπε ο Αλέξανδρος. "Θα χρειαστώ επίσης άλογο, καινούργια ρούχα και οπλισμό για να μπορέσω να συνεχίσω το ταξίδι μου προς τον Νότο. Μόνο εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε."
"Εντάξει." είπε ο πανδοχέας. "Είσαι ένας πολύ ευγενικός νέος, Αχιλλέα. Αυτό το μενταγιόν μπορεί άνετα να πληρώσει όλα αυτά που μου είπες. Για αρχή, θα θέλεις να φας. Σίγουρα θα πεινάς πολύ, ε;" Ο Αλέξανδρος ένευσε. "Πολύ καλά λοιπόν. Κάθισε εδώ και εγώ θα πω στη γυναίκα μου να σε περιποιηθεί."
Ο Αλέξανδρος περίμενε, με την αγωνία μη φτάσουν στο χωριό κατάσκοποι του Περικλής και τον αναζητήσουν. Η ώρα περνούσε όμως και για καλή του τύχη κανένας δεν ερχόταν. Μονάχα κάτι τυχαίοι πελάτες μπήκαν στο πανδοχείο, κάτοικοι απ' ότι φαινόταν του χωριού. Λίγη ώρα μετά, η γυναίκα του πανδοχέα του σέρβιρε ψητό κρέας με λαχανικά και μπύρα για να πιει. Η μπύρα ήταν κερασμένη απ' τον πανδοχέα. Ο Αλέξανδρος έφαγε με όρεξη το νόστιμο γεύμα και όταν η γυναίκα του πρόσφερε και ένα γλυκό με σοκολάτα για επιδόρπιο, δεν είπε όχι. Το απόλαυσε και αυτό και μετά ανέβηκε σε ένα δωμάτιο που του έδωσε και ξεκουράστηκε για δύο ώρες.
Ύστερα ο πανδοχέας, Παύλος όπως του συστήθηκε, του βρήκε μερικά καινούργια ρούχα σε ουδέτερα χρώματα: μια λευκή πουκαμίσα, μπεζ παντελόνι και έναν καφέ μανδύα με κουκούλα. Επίσης του έδωσε ένα σπαθί και μια ζώνη για να το ζέψει επάνω του. Τέλος, πήγαν στους στάβλους για να του βρει άλογο. Του έφερε ένα κατάλευκο, με μακριά χαίτη και δυνατά πόδια. Του είχε φορέσει ήδη τη σέλα του.
"Αυτή είναι η Χιονάτη, ένα από τα πιο γρήγορα και συνάμα έξυπνα άλογα που έχουμε. Μπορείς να την κρατήσεις." είπε και του παρέδωσε το χαλινάρι της. Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε τι να πει.
"Είναι πανέμορφη." είπε τελικά χαϊδεύοντας τη μουσούδα της. Εκείνη χλιμίντρισε απαλά.
"Φαίνεται πως σε συμπάθησε." του είπε γελώντας ο Παύλος. "Θα τα πάτε μια χαρά εσείς οι δύο."
"Δεν θέλω να τη στερειθήτε." είπε ο Πρίγκιπας, που για λίγο είχε ξεχάσει τους σατανικούς σκοπούς του μπροστά στη θέα εκείνου του πανέμορφου αλόγου.
"Μη σε νοιάζει αυτό. Έχουμε πολλά άλογα και είναι πολύ δύσκολο να τα πουλήσουμε όλα σε αυτό το μικρό χωριό. Και η Χιονάτη δεν μπορεί να ζει κλεισμένη σε στάβλο. Της αρέσει πολύ να τρέχει και αυτό θα το διαπιστώσεις και μόνος σου."
Έπειτα φόρτωσαν ένα σακίδιο με τρόφιμα και νερό στη σέλα της Χιονάτης. Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει.
"Ευχαριστώ, κύριε Παύλο. Για όλα."
"Να μην ευχαριστείς. Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι τόσο ευγενικοί νεαροί σαν εσένα στα μέρη μας. Αν σε φέρει ο δρόμος ξανά στο χωριό μας στην επιστροφή σου στον Βορρά, θα χαρώ πολύ να τα ξαναπούμε και να σε φιλοξενήσουμε για παραπάνω."
"Ναι, σίγουρα θα σας επισκεφθώ στο γυρισμό." είπε ο Αλέξανδρος, παρόλο που ήξερε ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ. Ανέβηκε στη Χιονάτη και αφού χαιρέτησε τον ευγενικό πανδοχέα, τράβηξε τα χαλινάρια και άρχισε να καλπάζει γρήγορα ως την έξοδο του χωριού.
*********************************************************************
"Να πάρει!" φώναξε ο Περικλής έξαλλος και κάρφωσε ένα μαχαίρι με δύναμη επάνω στον χάρτη και συγκεκριμένα στο Βασίλειο του Νότου. Βρισκόταν στην Αίθουσα Συμβουλίων με τη μητέρα του, την Άννα, τον Φάνη και την Έλσα.
"Καλά, είστε εντελώς ηλίθιοι;! Είναι δυνατόν να δραπέτευσε ο Αλέξανδρος;!"
"Πρόσεχε τη γλώσσα σου, Περικλή." του είπε η Κάτια.
"Όπως θέλω θα μιλάω! Εγώ είμαι ο βασιλιάς τώρα, μάνα!" της φώναξε ο Περικλής. Η Άννα τον κοιτούσε με απογοήτευση και φόβο, όχι για τον ίδιο όσο για τη συνέχεια. Ωραία είχε ξημερώσει η πρώτη μέρα του γάμου τους μετά τη μαγευτική πρώτη νύχτα...
"Ζητώ συγνώμη εκ μέρους των φρουρών μου, Μεγαλειότατε." είπε ο Φάνης σκύβοντας το κεφάλι αμήχανα. "Μα απ' ότι μου είπαν οι φύλακες του κρατουμένου, οι κατάσκοποι της Χριστίνας τους έπιασαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Σκότωσαν τον εξωτερικό φύλακα των υπογείων και εκείνους τους τραυμάτισαν. Πολεμούσαν πολύ δυναμικά και ήταν πολύ δύσκολο να αμυνθούν. Ήταν τυχεροί που δεν τους σκότωσαν."
"Τύχη το λες εσύ αυτό;" τον πλησίασε νευριασμένος ο Περικλής. "Αν ο Αλέξανδρος συνωμοτήσει με τη Χριστίνα, ίσως πεθάνουν περισσότερα άτομα από έναν φρουρό!" φώναξε κι έπειτα πήρε ανάσα για να ηρεμήσει. "Λοιπόν. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτό που έγινε. Μπορούμε όμως, να αποτρέψουμε αυτά που πρόκειται να γίνουν. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Αλέξανδρος κατευθύνεται προς Νότο τώρα που μιλάμε. Σίγουρα θα πάει να βρει τη Χριστίνα. Και απ' ότι καταλάβαμε όλοι από το χθεσινοβραδινό γεγονός, εκείνη και οι δικοί της είναι ικανοί για όλα. Έλσα!"
"Μάλιστα, Μεγαλειότατε." είπε η Αρχικατάσκοπος και πήγε κοντά του.
"Να ειδοποιηθούν όλοι οι δικοί σου στα δάση και να τρέξουν όσο πιο γρήγορα γίνεται προς τον Νότο. Να αναζητήσουν τον Αλέξανδρο ή αλλιώς οποιοδήποτε ίχνος του που θα μας οδηγήσει σε αυτόν."
"Όπως διατάξατε." αποκρίθηκε και έφυγε αμέσως για να πάει να βρει τη πιστή βοηθό της τη Μαριάντζελα. Της είπε τι έγινε και πώς ήταν η κατάσταση τώρα και της έδωσε οδηγίες:
"Στείλε ανιχνευτές σε όλα τα δάση, να ειδοποιήσουν όσους δικούς μας περιπολούν ήδη εκεί και ψάξτε παντού για τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο, σε όσα δάση και χωριά βρίσκονται στην κατεύθυνση προς τον Νότο."
"Εντάξει, Αρχηγέ." συμφώνησε εκείνη. "Και αν δεν τον βρούμε πουθενά, θα τον αναζητήσουμε στον Νότο και θα εγκατασταθούμε εκεί αν είναι δυνατόν."
"Καλή ιδέα." της είπε. "Ακόμα και αν δεν τον βρείτε, τουλάχιστον να παρακολουθήσετε την κατάσταση εκεί και να περιμένετε την επόμενη κίνηση του. Όμως φύγετε αμέσως, γιατί καλύτερα θα είναι να τον προλάβετε προτού φτάσει εκεί."
"Μάλιστα. Θα κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε." είπε η Μαριάντζελα και έφυγε τρέχοντας.
Η αγωνία ολονών ήταν μεγάλη. Τι θα σχεδίαζε άραγε ο Αλέξανδρος αν έφτανε στον Νότο και συναντούσε τη Χριστίνα. Οι αξιωματικοι δεν ήξεραν αν έπρεπε να εμπιστευτούν τον νεο τους βασιλιά. Έβλεπαν ότι κυριεύοταν από οργή με το παραμικρό και φοβούνταν ότι θα έπαιρνε βιαστικές και λανθασμένες αποφάσεις. Ήλπιζαν μόνο η μητέρα του και προηγούμενη βασίλισσα κατάφερνε να τον ηρεμήσει και να τον συμβουλεύσει σωστά.
********************************
Ο Αλέξανδρος κάλπαζε διασχίζοντας τις απέραντες πεδιάδες του Κεντρικού Βασιλείου. Ένιωθε πιο ελεύθερος από ποτέ. Η Χιονάτη ήταν όντως πολύ γρήγορο άλογο και λάτρευε τον τρόπο που έτρεχε σαν τον άνεμο και ένιωθε τον αέρα στα μαλλιά του. Έκανε ελάχιστες στάσεις μόνο για νερό και μονάχα για λίγα λεπτά. Δεν ήθελε να το ρισκάρει και να τον προλάβουν αυτοί που θα είχε στείλει ήδη ο Περικλής να τον κυνηγήσουν.
Πέρασε την Πρωτεύουσα, που ήταν μία μεγάλη πόλη στο κέντρο ακριβώς του Κεντρικού Βασιλείου, περιφραγμένη γύρω- γύρω και αρκετά μεγάλη σε μέγεθος. Εκεί ζούσε η πλειοψηφία των Κεντρικών κατοίκων και βρισκόταν επίσης και το Κάστρο όπου ζούσε ο βασιλιάς τους, ένας άντρας μυστήριος που ελάχιστα γνώριζαν οι άλλοι λαοί για εκείνον. Οι περισσότεροι Κεντρικοί πάντως τον μισούσαν και τον χαρακτήριζαν ως τύραννο, καθότι είχε πάρει την εξουσία με τη βία και καταπίεζε τον λαό του, κυρίως τους φτωχούς, με φόρους και αυστηρούς νόμους.
Ο ήλιος βάδιζε προς τη δύση του, πέρα στο Δυτικό Βασίλειο, όταν ο Αλέξανδρος με τη Χιονάτη μπήκαν στο Τελευταίο ή αλλιώς Μεγάλο Δάσος, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο ολόκληρης της χώρας. Λεγόταν Τελευταίο, επειδή ήταν το τελευταίο δάσος που συναντούσες πριν φτάσεις στα σύνορα του Κεντρικού και του Νότιου Βασιλείου.
Η Χιονάτη πλέων βάδιζε με πιο αργό βηματισμό, επειδή ήταν αδύνατον να τρέξει ανάμεσα σε τόσα δέντρα. Το δάσος ήταν πολύ πυκνό και σκοτεινό, οι αχτίνες του ήλιου ελάχιστα περνούσαν μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές. Ξαφνικά, ο Αλέξανδρος διέκρινε μια κίνηση στα αριστερά του. Διέκρινε μια σκοτεινή φιγούρα επάνω σε ένα σκούρο άλογο, και απομακρύνθηκε προς τα δεξιά φοβούμενος μην ήταν κανένας κατάσκοπος που τον αναζητούσε. Τότε όμως, είδε και απ' τα δεξιά του να πλησιάζει μια φιγούρα σε άλογο, κι ύστερα κι άλλες δύο. Άλλοι δύο καβαλάρηδες εμφανίστηκαν στα αριστερά. Τίναξε τα χαλινάρια της Χιονάτης και την οδήγησε τρέχοντας ευθεία και πηδώντας βράχους και πεσμένους κορμούς δέντρων. Οι καβαλάρηδες όμως τον έφτασαν και τον περικύκλωσαν από παντού. Δύο όρμησαν μπροστά του και του έκοψαν απότομα τον δρόμο, αναγκάζοντας τη Χιονάτη να σηκωθεί χλιμιντρίζοντας στα δυο της πόδια και να σταματήσει φοβισμένη. Είχαν όλοι καλυμμένα τα πρόσωπα τους με μαύρα μαντίλια και οι ενδυμασίες τους ήταν σκούρες.
Έντρομος ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε πως δεν ήταν κατάσκοποι, αλλά ληστές. Ήταν μια ομάδα σχεδόν δέκα ατόμων και ήταν μόνος του. Δεν είχε ελπίδες να αντισταθεί. Δεν θα έπεφτε όμως και χωρίς μάχη. Ήταν ένας περήφανος γιος ενός σπουδαίου βασιλιά. Τράβηξε το σπαθί απ' τη θήκη του και το σήκωσε ψηλά.
"Αν θέλετε να με ληστέψετε, θα πρέπει να πολεμήσετε μαζί μου πρώτα!" τους φώναξε. Ο ένας από αυτούς, μάλλον ο αρχηγός τους θα ήταν, ύψωσε προς το μέρος του το σπαθί του και είπε:
"Μη μας προκαλείς, ξένε! Δώσε μας ό,τι έχεις και θα σε αφήσουμε να ζήσεις! Μη μας κάνεις να χρησιμοποιήσουμε βία!"
"Όχι! Αυτό δεν πρόκειται να γίνει!" φώναξε ο Αλέξανδρος. "Είμαι ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος, ανόητοι! Δεν παραδίνομαι ποτέ!" Οι ληστές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι έπειτα ξέσπασαν σε γέλια.
"Ρε δεν πας να λες ότι είσαι και ο Βασιλιάς Στέλιος;! Δεκάρα δεν δίνουμε! Επάνω του όλοι, αδέλφια!"
Μεμιάς όρμησαν όλοι με τα σπαθιά τους και ο Αλέξανδρος άρχισε να μονομαχεί μαζί τους με μεγάλη δυσκολία επάνω στα άλογα. Η Χιονάτη χλιμίντριζε σαν δαιμονισμένη διαρκώς. Κάποια στιγμή, το σπαθί του έφυγε απ' το χέρι. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε και αυτός. Έπειτα μερικοί από αυτούς πήδησαν απ' τα άλογα και άρχισαν να τον κλωτσάνε με μανία μέσα στη λάσπη όπου είχε πέσει. Ένας του έσκισε το πανωφόρι και το παντελόνι σε μια προσπάθεια να του τα κλέψουν και αυτά, του πήραν το πουγκί με τα νομίσματα που είχε στερεωμένο στη ζώνη και τον άφησαν έτσι μισό- αναίσθητο. Κάποιος του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα, μια γροθιά στο αριστερό του μάτι που τον ζάλισε και τον έκανε να βλέπει θολά.
Έπειτα άκουσε πανηγυρισμούς μεταξύ τους και το χλιμίντρισμα της Χιονάτης, πριν ανέβουν πάλι όλοι στα άλογα τους και τους ακούσει να απομακρύνονται. Γύρισε με μεγάλη δυσκολία ανάσκελα και είδε μέσα στη θολούρα του την ομάδα να φεύγει έχοντας πάρει και τη Χιονάτη μαζί τους.
Να λοιπόν που είχε πει ψέματα στον πανδοχέα ότι τον είχαν ληστέψει και τώρα αυτό του συνέβη στα αλήθεια. Του πήραν τα λεφτά, το σπαθί, το άλογο του, όλα. Έπρεπε να συνεχίσει όμως. Ήταν ένας μαχητής, και τώρα που είχε φτάσει τόσο κοντά στον Νότο και στη Χριστίνα δεν θα το έβαζε κάτω. Τώρα το πώς θα την έβρισκε, αυτό ήταν άλλο θέμα. Έφερε για μια ακόμα φορά τη μορφή της στο μυαλό του και με μεγάλη δυσκολία, βογκώντας απ' τους πόνους σε όλο του το σώμα απ' το ξύλο που έφαγε, σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει μέσα στο δάσος.
Η νύχτα έπεσε βαριά. Τώρα το δάσος ήταν ακόμα πιο επικίνδυνο, άκουγε διάφορους θορύβους και έτρεμε στην ιδέα μην του επιτεθεί κάποιο άγριο ζώο. Πεινούσε πάλι και ακόμα περισσότερο διψούσε, κρύωνε και ένιωθε την υγρασία να του περονιάζει τα κόκαλα και τα χτυπήματα να πονάνε ακόμα περισσότερο. Είχε κάνει τόσο δρόμο και ακόμα να βγει από εκείνο το αναθεματισμένο δάσος. Πήγε να σωριαστεί δυο- τρεις φορές, όμως πάντα στεκόταν ξανά στα πόδια του.
Τελικά, κάποια στιγμή, τα δέντρα γύρω του άρχισαν ολοένα και να αραιώνουν, ώσπου απλώθηκε μπροστά του η καταπράσινη αλλά σκοτεινή Τελευταία Πεδιάδα και στο βάθος τα κτήρια του Βασιλείου του Νότου. Κάποια από αυτά ήταν φωτισμένα. Ο Αλέξανδρος έβγαλε μια κραυγή θριάμβου, έπειτα δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε λιπόθυμος στο υγρό από την υγρασία γρασίδι.
******************************
Στο επόμενο κεφάλαιο (Το σχέδιο):
Ο Αλέξανδρος φθάνει στον Νότο, συναντά τη Χριστίνα και γνωρίζεται με τους θείους του, με τους οποίους συνωμοτεί και όλοι μαζί καταστρώνουν ένα πανούργο σχέδιο εκδίκησης.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top