ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24: Ο τύραννος του Κέντρου
Η κατάσταση στο Κέντρο είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας διαμαρτύρονταν συνεχώς για τους πρόσθετους φόρους που ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν και των γύρω χωριών διαμαρτύρονταν για τη φτώχια που επικρατούσε στα χωριά τους. Ο Βασιλιάς Στέλιος, αναίσθητος όπως πάντα, δεν έκανε τίποτα για να το αλλάξει αυτό. Έτσι κι αλλιώς, έβγαινε έξω μόνο με σωματοφύλακες και για αυτό κανένας δεν τον πείραζε. Γιατί έπρεπε να ανησυχεί, λοιπόν;
Κατά τη διάρκεια του πολέμου των τεσσάρων βασιλείων, μάθαινε τα πάντα σχετικά με τις μάχες και τις εξελίξεις από αγγελιοφόρους και δικούς του κατασκόπους. Όταν έμαθε πως έληξε οριστικά ο πόλεμος, έγινε έξαλλος.
«Τους ανόητους!» φώναξε σ' ένα συμβούλιο που έκανε μόνο με τους αξιωματικούς του. «Πώς τόλμησαν να λήξουν τον πόλεμο;! Είπα εγώ να τον λήξουν;!»
«Με συγχωρείτε που επεμβαίνω, Μεγαλειότατε.» είπε η Μήνα, η αρχηγός των Κατασκόπων του που ήταν επίσης και η σύμβουλος του. «Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αντιδράτε έτσι. Αφού ακόμα και τώρα μπορείτε να εφαρμόσετε το σχέδιο σας. Ο στρατός τους είναι ήδη αδύναμος.»
«Ανόητη!» φώναξε ο Στέλιος. «Δεν έμαθες ότι συμφιλιώθηκαν;! Μαζί ενωμένα, τα τέσσερα βασίλεια θα γίνουν μια τεράστια δύναμη και θα μας νικήσουν!»
«Αυτό αποκλείεται, Μεγαλειότατε.» είπε ο Σταύρος, ο Συνταγματάρχης του Πεζικού. «Ο στρατός μας είναι πολύ ισχυρότερος από όλους τους υπόλοιπους μαζί. Θα τους κάνουμε σκόνη.»
«Χμ... Ίσως και να έχετε δίκιο.» είπε τελικά ο Στέλιος. «Αδέλφια μου, τώρα ήρθε η σειρά μας να πολεμήσουμε. Ακούστε το σχέδιο. Μήνα. Θέλω να στείλεις αγγελιοφόρους στα τέσσερα βασίλεια, να τους ειδοποιήσεις ότι την επόμενη εβδομάδα τους περιμένω για διαπραγματεύσεις. Θα παραδώσεις τέσσερα γράμματα που θα σου δώσω στους βασιλιάδες τους. Εσύ, Στρατηγέ Στάθη, θέλω να στείλεις δικούς σου σ' όλα τα χωριά μας για να τους πείσουν να έρθουν να πολεμήσουν μαζί μας. Και εγώ θα πάω αύριο να βγάλω λόγο στην Κεντρική Πλατεία. Το συμβούλιο έληξε. Εκτελέστε τις διαταγές μου.»
Βγαίνοντας από την Αίθουσα Συμβουλίων, ο Στάθης ήταν πολύ ανήσυχος και αντί να εκτελέσει τις διαταγές του βασιλιά, όπως έκαναν οι άλλοι, στάθηκε ακίνητος σε ένα παράθυρο του διαδρόμου και κοιτούσε έξω. Ο Θανάσης, ο Ναύαρχος του Κέντρου, που ήταν το μόνο άτομο που εμπιστευόταν εκεί μέσα, πήγε και του είπε:
«Τι έγινε; Δεν θα εκτελέσεις τη διαταγή του;»
«Θανάση, δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»
«Γιατί; Βασίλειο μας είναι, πρέπει να το υπηρετήσουμε.»
«Δεν μπορώ να πολεμήσω ενάντια στα παιδιά μου. Είναι αξιωματικοί του Βορρά, μην το ξεχνάς.»
Ο Στάθης είχε χωρίσει πριν λίγα χρόνια με τη σύζυγο του, με την οποία ζούσε στον Βορρά και έκτοτε μετακόμισε μόνιμα στο Κέντρο. Δεν είχε ξαναπαντρευτεί.
«Έχεις δίκιο.» απάντησε ο φίλος του. «Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση σου. Κι εδώ που τα λέμε...» Κοίταξε τριγύρω, μην τυχόν τους άκουγε κανένας, «...είναι κρίμα να καταστρέψουμε τέσσερα υπέροχα βασίλεια μόνο και μόνο για να επεκταθεί ο Στέλιος σ' όλο το νησί. Αρκετά ταλαιπώρησε εμάς και τα γύρω χωριά. Γι' αυτό θα σε βοηθήσω. Πρέπει να βρούμε μερικούς δικούς σου και να τους πείσουμε να βοηθήσουν κι εκείνοι. Ξέρεις κανέναν έμπιστο φρουρό ή στρατιώτη;»
«Ναι. Ξέρω τρία τέτοια άτομα που είναι κατά του Στέλιου και σίγουρα θα βοηθήσουν.» απάντησε ο Στάθης.
«Και τι θα κάνουμε;»
«Θα στείλουμε τον καθένα σε τρία διαφορετικά βασίλεια: Δύση, Ανατολή και Νότο, για να τους ειδοποιήσουν ότι πρόκειται για παγίδα.»
«Και στον Βορρά;»
«Στον Βορρά θα πάω εγώ ο ίδιος.»
«Τότε θα έρθω μαζί σου.»
«Όχι, δεν γίνεται να έρθεις. Χρειάζομαι κάποιον έμπιστο εδώ μέσα και ο μόνος είσαι εσύ. Φρόντισε να με καλύψεις όσο λείπω, γιατί αν μαθευτεί ότι πήγα στον Βορρά θα με θεωρήσουν προδότη.»
«Έγινε. Πότε φεύγεις;»
«Αύριο. Θα φτάσουν τα γράμματα του Στέλιου πρώτα.»
**********************************************************
Έτσι λοιπόν, την επόμενη μέρα, έφτασε στο Παλάτι του Βορρά ένας αγγελιοφόρος του Κεντρικού Βασιλείου και έδωσε ένα γράμμα στον Περικλή, καθώς συνεδρίαζε με τους αξιωματικούς του για το θέμα των μαφιόζων στον Νότο. Το διάβασε:
Παρακαλείται η αγαπητή οικογένεια του Βορείου Βασιλείου να παρευρεθεί την επόμενη Τετάρτη το μεσημέρι στην Αίθουσα Συμβουλίων του Κεντρικού Βασιλείου για διαπραγματεύσεις με όλα τα υπόλοιπα βασίλεια. Βασιλιάς Στέλιος του Κέντρου.
Ο Περικλής κοίταζε το γράμμα καχύποπτα.
«Τι συμβαίνει, αδελφέ;» τον ρώτησε ο Αλέξανδρος.
«Ο Βασιλιάς Στέλιος μας κάλεσε για διαπραγματεύσεις την επόμενη εβδομάδα. Τι μπορεί να θέλει;»
«Μήπως για το μαφιόζικο ζήτημα;»
«Όχι, δεν νομίζω. Γιατί αυτό αφορά το Νότιο Βασίλειο. Αυτός μας κάλεσε όλους.»
«Μήπως επειδή ο πόλεμος σταμάτησε χωρίς την άδεια του, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Φάνης.
«Μπορεί.» απάντησε ο Περικλής. «Τέλος πάντων, θα πάμε και θα δούμε.»
Την επόμενη μέρα το πρωί, καθώς η βασιλική οικογένεια έτρωγε πρωινό, μπήκε τρέχοντας στην τραπεζαρία ένας φρουρός.
«Μεγαλειότατε. Μπήκε στην Κεντρική Αίθουσα ο Βαγγέλας, ο αρχηγός των μαφιόζων του Νότου. Δεν μπορούσαμε να μην τον αφήσουμε να περάσει. Φοβηθήκαμε...» Ο Περικλής, αγανακτισμένος με τη δειλία των φρουρών του, σηκώθηκε και πήγε προς την Κεντρική Αίθουσα. Ακριβώς στην πόρτα της τραπεζαρίας όμως, είδε τον Αλέξανδρο να βγαίνει τρέχοντας προσπερνώντας τον.
Άρχισε να τρέχει κι εκείνος, φωνάζοντας στον αδελφό του:
«Αλέξανδρε, στάσου! Μην κάνεις καμιά βλακεία! Αλέξανδρε, έχει όπλο!» Ξοπίσω του πήγαιναν η Κάτια, η Έλσα, η Άννα και η Λουκία. Η Ανθή έτρεχε κι εκείνη, ενθουσιασμένη να δει τον περιβόητο Βαγγέλα. Μόλις όμως έφτασαν στην Κεντρική Αίθουσα, πάγωσαν. Ο Βαγγέλας ήταν ένας ψηλός και σωματώδης άντρας, με φαρδιούς ώμους και πλάτες, μαυροντυμένος... όμως παρόλα αυτά, ο Αλέξανδρος του όρμησε.
«Βρε παλιοσκουλήκι, θα σε πατήσω κάτω ρε! Πώς τόλμησες;! Πώς μπόρεσες;! Ο Νίκος σε εμπιστεύτηκε, ρε! Κατέστρεψες το βασίλειο μου!» του φώναζε.
Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο Βαγγέλας δεν τον χτύπησε ούτε τον έσπρωξε, όπως έκανε εκείνος. Χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα απ' τις γροθιές του, τον έπιασε απ' τους ώμους και τον ακινητοποίησε.
«Άκου να δεις, φιλαράκι.» του είπε με τη βαριά φωνή του.
Ωχ, τι πήγα να κάνω, ο ηλίθιος; Σκέφτηκε ο Αλέξανδρος. Τώρα θα με σαπίσει στο ξύλο, αν ο Περικλής δεν κάνει κάτι.
«Άφησε τον!» φώναξε η Κάτια.
«Φρουροί, πιάστε τον!» φώναξε ο Περικλής και όσοι φρουροί ήταν εκεί, όρμησαν καταπάνω του.
Εκείνη την ώρα, ο Φάνης με τον Άκη και τη Στέλλα μπήκαν στο παλάτι και τράβηξαν κι εκείνοι τα σπαθιά τους. Όμως ο Βαγγέλας σήκωσε το χέρι του ως ένδειξη ειρήνης.
«Φίλοι μου, δεν ήρθα για κακό σκοπό.» είπε σε όλους. Ο Περικλής διέταξε να σταματήσουν, όμως κανένας δεν έβαλε το σπαθί του μέσα.
«Τότε... μπορείς να με αφήσεις; Δεν νιώθω άνετα έτσι όπως με κρατάς.» είπε ο Αλέξανδρος. Ο Βαγγέλας τον άφησε και τον ρώτησε:
«Εσύ είσαι ο Αλέξανδρος;»
«Ναι. Γιατί, δεν σου γεμίζω το μάτι;»
«Το περίμενα. Τα παιδιά μου μίλησαν για κάποιον με τσαμπουκά όπως εσύ.»
«Κατέστρεψες το βασίλειο μου και πήρες το παλάτι μου!» φώναξε πάλι ο Αλέξανδρος.
Ο Περικλής πήγε και στάθηκε δίπλα του για να μην κάνει καμία τρέλα. Γιατί έτσι και αγρίευε ο Βαγγέλας κι έβγαζε κανένα όπλο, δεν συνέφερε κανέναν εκεί μέσα.
«Κι εσύ πρέπει να είσαι ο αδελφός του, ο Βασιλιάς του Βορρά.»
«Ναι, κύριε Βαγγέλα. Εγώ είμαι. Όμως ακούστε: εάν ήρθατε για διαπραγματεύσεις εκ μέρους του Νότου, καλύτερα να πάμε να καθίσουμε στην Αίθουσα Συμβουλίων.»
«Όχι, δεν θα κάτσω πολύ. Έχετε πολύ κρύο εδώ πάνω και ανυπομονώ να γυρίσω στον ηλιόλουστο Νότο να πούμε. Ήθελα απλά να σου πω, Αλέκο, ότι εγώ πήρα για λίγο το παλάτι σου, όσο έλειπες, για να κάμω την πλάκα μου. Να δω πως είναι να είσαι βασιλιάς, ρε παιδί μου. Σκόπευα να στο επιστρέψω αμέσως μόλις γυρίσεις απ' τον πόλεμο. Και όταν έμαθα ότι ο φρουρός μου δεν σ' άφησε να μπεις, μην ανησυχείς, τον ταχτοποίησα καλά.»
«Ναι, ε; Και οι καταστροφές που προκάλεσες; Τόσος κόσμος που σκοτώθηκε;» ρώτησε ο Αλέξανδρος νευριασμένος.
«Κατ' αρχάς, κι εσύ σκότωσες αρκετό κόσμο στον πόλεμο, οπότε δεν νομίζω να σε ενδιαφέρουν λίγα ανθρωπάκια παραπάνω. Κι όσο για τις καταστροφές, εγώ προσωπικά δεν έκαμα τίποτα. Οι μαφιόζοι μου τα έκαναν όλα κι εγώ, τόσον καιρό κλεισμένος στο Παλάτι, δεν πήρα χαμπάρι τίποτα. Όμως μην ανησυχείς, θα τους ταχτοποιήσω καλά κι αυτούς. Κι ύστερα μου 'ρθε κι αυτό το γράμμα από το Κεντρικό Βασίλειο που κανονικά πάει για σένα. Εγώ δεν θα μπορούσα να χειριστώ με τίποτα ένα τέτοιο θέμα.» και του έδωσε το γράμμα.
Ο Περικλής έκανε νόημα στους φρουρούς του να γυρίσουν στις δουλειές τους και διάβασε το γράμμα μαζί με τον αδελφό του.
«Έπρεπε να το περιμένω.» είπε μετά. «Είναι παρόμοιο με αυτό που έστειλε και σε εμάς. Σίγουρα θα το έχει στείλει και στα άλλα δύο βασίλεια.»
«Δεν ξέρω τι μπορεί να θέλει, όμως το παλάτι είναι και πάλι δικό σου, Αλέκο. Μπορείς να επιστρέψεις στον Νότο μαζί μου, για να σε προστατεύω κιόλας. Όσο για μένα, όταν επιστρέψουμε, θα βοηθήσω να διορθωθούν οι ζημιές και μετά θα πάρω τους δικούς μου και θα αποσυρθούμε στο Κλεφτοχώρι πάλι.»
«Εντάξει, αλλά θα υπογράψουμε συμφωνία να μην κινείστε εκτός των ορίων του Κλεφτοχωρίου και να μην παρενοχλείτε το τρένο όταν θα περνάει από εκεί.»
«Σύμφωνοι.» είπε ο Βαγγέλας.
«Και τώρα πάω να ετοιμάσω τα πράγματα μου. Περίμενε εδώ. Δεν θα αργήσω.» είπε ο Αλέξανδρος και πήγε πάνω να ετοιμαστεί.
«Πάντως εμένα δεν μ' αρέσουν καθόλου αυτές οι διαπραγματεύσεις, Μεγαλειότατε.» είπε ο Φάνης στον Περικλή, καθώς περίμεναν όλοι μαζί για να αποχαιρετήσουν τον Αλέξανδρο.
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό, Στρατηγέ;»
«Διότι δεν μας λέει το λόγο των διαπραγματεύσεων.»
Ο Άκης και η Στέλλα συμφώνησαν με τον Φάνη κι έτσι ο Περικλής μπήκε σε σκέψεις. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί όμως, γιατί εκείνη την ώρα κατέφθασε ο Χρήστος και είπε:
«Την προσοχή σας, παρακαλώ!» Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. «Έχω έναν επίτιμο καλεσμένο μαζί μου.» Δίπλα του στεκόταν ένας άντρας που του έμοιαζε, μεγαλύτερος όμως. Σαν να έβλεπες τον Χρήστο σε τριάντα χρόνια.
«Μπαμπά!» φώναξαν Έλσα και Αννίτα συγχρόνως κι έτρεξαν και τον αγκάλιασαν.
«Μεγαλειότατε, από εδώ ο Στρατηγός Στάθης του Κέντρου. Είναι πατέρας μας. Τον συνάντησα καθώς ερχόμουν εδώ.»
Ο Στάθης αντάλλαξε θερμές χειραψίες με τον Περικλή και με όσους αξιωματικούς βρίσκονταν στην αίθουσα.
«Χαίρομαι πάρα πολύ που σε γνωρίζω, Στρατηγέ Στάθη.» του είπε ο Περικλής. «Και εφόσον είσαι ο Στρατηγός του Κέντρου θα ξέρεις φαντάζομαι τι ετοιμάζει ο βασιλιάς σου.»
«Φυσικά και ξέρω, Βασιλιά του Βορρά. Γι' αυτό άλλωστε ήρθα. Αυτό που ετοιμάζει δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Είναι ένα πολύ σατανικό σχέδιο με σκοπό να κατακτήσει εσάς και τα υπόλοιπα τρία βασίλεια. Πρόκειται για μια μυστική συνομωσία ανάμεσα σ' εκείνον και σ' όλους τους αξιωματικούς του. Γι' αυτό κι εγώ έφυγα κρυφά για να σας ειδοποιήσω, κι ας θεωρούμαι προδότης. Το σχέδιο έχει ως εξής: Την άλλη εβδομάδα, που θα πάτε για διαπραγματεύσεις, σκοπεύει να κρατήσει όλους εσάς αιχμάλωτους και έπειτα να επιτεθεί απροειδοποίητα στα βασίλεια σας. Κι εφόσον ο λαός σας δεν θα έχει βασιλιάδες και αξιωματικούς, δεν θα είναι καθόλου σε θέση να πολεμήσουν και θα ηττηθούν. Και τότε ο Στέλιος θα γίνει πανίσχυρος αυτοκράτορας, με ένα ενιαίο βασίλειο και όλους τους υπόλοιπους σκλάβους του.»
Όταν τελείωσε, όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν αυτά που είχαν ακούσει. Ο Περικλής είχε μείνει άναυδος. Τέλος, μίλησε η Έλσα στον πατέρα της:
«Μπαμπά, δεν θεωρείσαι προδότης. Άλλωστε εμείς είμαστε η οικογένεια σου, οι Βόρειοι. Εδώ γεννήθηκες, εδώ μεγάλωσες, εδώ είναι το πραγματικό σου βασίλειο.»
«Έχεις δίκιο, κόρη μου. Αν όμως επιστρέψω στο Κέντρο και μάθει ο Στέλιος ότι σας ειδοποίησα, θα με εκτελέσει. Προς το παρόν με καλύπτει ο Θανάσης, ο Ναύαρχος μας και πολύ καλός μου φίλος. Είναι κι εκείνος μαζί μας. Γι' αυτό πρέπει να επιστρέψω το συντομότερο.»
«Πρέπει να μείνετε για να δούμε τι θα κάνουμε.» είπε τελικά ο Περικλής. «Καταρχάς, πρέπει να ειδοποιηθούν και οι υπόλοιποι σύμμαχοι μας. Οι Νότιοι θα ειδοποιηθούν απ' τον Αλέξανδρο και τον Βαγγέλα οι οποίοι θα φύγουν όπου να 'ναι. Που είναι ο Αλέξανδρος;»
«Εδώ είμαι.» απάντησε ο αδελφός του, που στεκόταν ανάμεσα στους άλλους κρατώντας το σάκο με τα πράγματα του. «Τα άκουσα όλα. Ο Βαγγέλας μπορεί να φύγει τώρα αν βιάζεται τόσο πολύ. Εγώ όμως θα μείνω λίγο ακόμα για να καταστρώσουμε κάποιο σχέδιο.»
«Όχι, θα περιμένω εσένα, βασιλιά μου.» είπε ο Βαγγέλας.
«Μην ανησυχείτε για τους Δυτικούς και τους Ανατολικούς.» είπε ο Στάθης. «Εκεί έστειλα δικούς μου αγγελιοφόρους, έμπιστα άτομα, όπως και στον Νότο. Εκεί όμως ποιος θα λάβει το μήνυμα;»
«Ο Στρατηγός μας, ο Λευτέρης.» απάντησε ο Βαγγέλας. «Πριν φύγω, πήγα και τον βρήκα, του εξήγησα και τον άφησα στο παλάτι για να προσέχει αν τυχόν γίνει κάτι μέχρι να επιστρέψω με τον βασιλιά.»
Μετά πήγαν όλοι μαζί στην αίθουσα Συμβουλίων κι αφού έφτασε κι ο Θάνος ξεκίνησαν συμβούλιο.
«Η απόφαση πρέπει να ληφθεί γρήγορα. Τι προτείνετε;» είπε ο Περικλής.
«Εγώ λέω να μην πάμε στις βρομώ-διαπραγματεύσεις του.» πρότεινε ο Άκης.
«Είτε πάτε είτε όχι, ο Στέλιος κάποια στιγμή θα επιτεθεί.» είπε ο Στάθης.
«Οπότε, δεν γλιτώνουμε τον πόλεμο. Ποια είναι η κατάσταση του στρατού μας, Φάνη;»
«Πολύ άσχημη, Μεγαλειότατε.» απάντησε απογοητευμένος. «Έχουμε μειωθεί κατά πολλούς και υπάρχουν πολλοί τραυματίες. Όσοι είναι σε θέση να πολεμήσουν, σίγουρα δεν θα έχουν την ψυχική δύναμη να αντεπιτεθούν σε μια τόσο μεγάλη στρατιωτική υπερδύναμη όπως είναι αυτή του Κέντρου.»
«Μα αυτό ήθελε να κάνει ο Στέλιος απ' την αρχή.» είπε ο Στάθης. «Εκμεταλλευόμενος το μίσος που είχατε μεταξύ σας με τους Νότιους, όπως και οι Δυτικοί με τους Ανατολίτες, δεν έκανε τίποτα για να σας συμφιλιώσει, παρά μόνο σας έβαλε να πολεμήσετε μεταξύ σας με σκοπό να χάσετε τις δυνάμεις σας. Και το πέτυχε.»
«Όχι! Δεν πέτυχε ακόμα τον τελικό σκοπό του!» φώναξε ο Περικλής και σηκώθηκε. «Δεν πρόκειται να τον αφήσω να τον πετύχει. Θα υπερασπιστούμε τα βασίλεια μας και αν χρειαστεί θα πεθάνουμε πολεμώντας!»
«Κι εγώ θα έρθω μαζί στου στο θάνατο, αδελφέ.» είπε ο Αλέξανδρος.
«Κι εγώ το ίδιο.» είπε η Άννα, αποφασισμένη.
«Κι εγώ, Μεγαλειότατε.» είπε ο Φάνης και στη συνέχεια, ένας- ένας, όλοι οι υπόλοιποι αξιωματικοί.
Η Κάτια ανατρίχιασε από φρίκη στη σκέψη ότι μπορεί και τα δύο παιδιά της να πέθαιναν στον πόλεμο και εκείνη να ζούσε και να γινόταν σκλάβα του Στέλιου. Όχι, καλύτερα να πέθαινε κι εκείνη. Όμως ήταν σίγουρη πως δεν θα την άφηναν να πολεμήσει.
«Λοιπόν, ακούστε.» είπε ο Περικλής. «Βρήκα τι θα κάνουμε. Ο Στέλιος μπορεί να έχει σχέδιο, κύριοι, αλλά εμείς έχουμε το δικό μας. Σε τρεις μέρες από τώρα, γιατί δεν γίνεται να καθυστερήσουμε περισσότερο, θα περικυκλώσουμε το παλάτι του Στέλιου απ' όλες τις μεριές: Βόρεια Πύλη, Νότια, Ανατολική και Δυτική, ο καθένας απ' τη μεριά του, μαζί με όλο το στρατό μας. Όλοι μαζί ενωμένοι, θα είμαστε σχεδόν τόσο δυνατοί όσο κι εκείνοι. Θα μιλήσουμε με τον Στέλιο και θα του ζητήσουμε να παραδοθεί, διαφορετικά θα επιτεθούμε στα καφέ σκουλήκια της λάσπης.» Έτσι αποκάλεσε κοροϊδευτικά τους Κεντρικούς.
«Πώς θα μπούμε στην Πρωτεύουσα αφού φρουρείται, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Θάνος.
«Θα φροντίσω έτσι ώστε να φρουρείται από δικά μου άτομα τη μέρα που θα μπείτε και θα σας αφήσουν. Το ίδιο και στο παλάτι. Αν τους μιλήσω, όλο και κάποιοι θα δεχθούν να μας βοηθήσουν.» είπε ο Στάθης.
«Δεν νομίζω να βρεις όσους χρειαζόμαστε. Οι περισσότεροι θα θέλουν να πολεμήσουν με το μέρος του βασιλείου τους, όπως ο καθένας θα έκανε.» είπε ο Περικλής κι έπειτα, αφού το σκέφτηκε λίγο, στράφηκε στην Έλσα:
«Πόσους κατασκόπους μπορείς να διαθέσεις, Αρχικατάσκοπε;»
«Όσους χρειαστεί ο πατέρας μου, Μεγαλειότατε. Έτσι κι αλλιώς, όταν ξεκινήσει η μάχη, θα έρθουν να μας βρουν.»
«Ωραία. Όμως θα χρειαστώ επικοινωνία με τους συμμάχους. Θα στείλεις επίσης, δύο άτομα στην Ανατολή και δύο στη Δύση, οι οποίοι θα παραδώσουν από ένα γράμμα στους βασιλιάδες τους με τις οδηγίες μου.»
«Και τι θα κάνουμε με το Χωριό της Αναγέννησης;» ρώτησε ο Φάνης. «Πώς θα ειδοποιηθεί ο Άρχοντας Κωνσταντίνος;»
«Ω... Ξέχασα να σας πω για τους φίλους σας τους Επαναστάτες.» είπε ο Στάθης. «Ο Στέλιος δεν μπορεί να δεχθεί την ανεξαρτησία τους και θα τους αναγκάσει να πολεμήσουν, όπως και τα γύρω χωριά. Δεν θα μπορέσουν να κάνουν αλλιώς. Αυτοί που πολέμησαν μαζί σας τώρα θα πολεμήσουν εναντίον σας.»
«Όχι!» φώναξε πάλι ο Περικλής. «Τους ξέρουμε καλά τους Επαναστάτες! Θα αντισταθούν! Δεν πρόκειται να πάνε με τα καφέ σκουλήκια!»
Στράφηκε πάλι στην Έλσα:
«Θα στείλεις κι εκεί αγγελιοφόρους, να τους ειδοποιήσουν, πριν φτάσουν οι άντρες του Στέλιου.»
«Μα, θα χρειαστώ πολλά άτομα και στον Βορρά, Μεγαλειότατε. Πρέπει να εντοπίσουν εάν υπάρχουν Κεντρικοί κατάσκοποι, γιατί αν υπάρχουν, θα γίνει αυτό που φοβόμαστε: ο Στέλιος θα μάθει το σχέδιο μας.»
«Επιπλέον», συμπλήρωσε ο Φάνης, «ο Στέλιος μπορεί να στέλνει ήδη στρατεύματα εκεί. Μπορεί να πιάσουν τους αγγελιοφόρους μας και να μη μάθουμε ποτέ αν έφτασαν εκεί.»
«Έχει δίκιο ο συνάδελφος Στρατηγός.» συμφώνησε ο Στάθης. «Τώρα που λείπω εγώ, ο Συνταγματάρχης του Πεζικού θα αναλάβει τα στρατεύματα και όσα χωριά αντισταθούν, ποιος ξέρει τι τύχη θα έχουν.»
«Τότε... τι μπορούμε να κάνουμε;» αναρωτήθηκε ο Περικλής.
«Να προσευχηθούμε ο Θεός να είναι μαζί τους.» είπε η Κάτια και όλοι συμφώνησαν.
Όταν το συμβούλιο έληξε, ο Περικλής έγραψε δύο γράμματα με οδηγίες για τους Δυτικούς και τους Ανατολικούς. Οι οδηγίες αυτές ήταν:
Πρώτον: Μην βγάλετε λόγο στους λαούς σας διότι μπορεί να υπάρχουν Κεντρικοί κατάσκοποι ανάμεσα τους. Οι πολίτες σας να ειδοποιηθούν όσο πιο μυστικά γίνεται.
Δεύτερον: Συγκεντρώστε όσο στρατό διαθέτετε.
Τρίτον: Οι κατάσκοποι σας να έχουν το νου τους, μην τυχόν και εντοπίσουν κατασκόπους του Στέλιου.
Τέταρτον και σημαντικότερο: Σε τρεις μέρες από τώρα, όλοι οι στρατοί μας θα συγκεντρωθούν έξω από τις τέσσερις πύλες της Πρωτεύουσας. Στις πύλες θα υπάρχουν δικοί μας κατάσκοποι μεταμφιεσμένοι σε Κεντρικούς και θα μας αφήσουν να περάσουμε. Χωρίς να πειράξουμε τους πολίτες, θα μπούμε στο Παλάτι και θα συναντηθούμε έξω από την Κεντρική Πύλη του. Εκεί θα διαπραγματευθούμε με τον Στέλιο. Η απόφαση του θα καθορίσει τη συνέχεια.
Ο Αλέξανδρος και ο Βαγγέλας έφυγαν για τον Νότο με τις ίδιες οδηγίες. Μετά έφυγε ο Στάθης, μεταμφιεσμένος, με δέκα από τους καλύτερους κατασκόπους της Έλσας να τον περιτριγυρίζουν από απόσταση και με πλήρη μυστικότητα. Αυτοί ήταν που θα μεταμφιέζονταν σε Κεντρικούς φρουρούς και για να μην τους καταλάβουν, θα πήγαιναν στο Κέντρο ανά ομάδες και θα έμπαιναν από διαφορετικές πύλες της Πρωτεύουσας. Έπειτα η Έλσα συγκέντρωσε τους υπόλοιπους δικούς της στο Αρχηγείο.
Στο μεταξύ είχε βραδιάσει. Ο Φάνης είχε πάει μαζί της για παρέα. Αρχικά, η Έλσα ενημέρωσε τους δικούς της για το πώς είχαν τα πράγματα και για το ύπουλο σχέδιο του Στέλιου.
«Ουυυ! Κάτω η τυραννία! Κάτω ο Στέλιος!» φώναζαν όλοι όταν τελείωσε. Μετά τους μίλησε για την απόφαση του Περικλή και για τα δικά τους σχέδια και τους έδωσε οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουν από εκεί και πέρα.
«Να έχετε το νου σας, σύντροφοι, διότι οι Κεντρικοί κατάσκοποι χώνουν τη μύτη τους παντού.»
«Μείνε ήσυχη.» της είπε η Μαριάντζελα. «Έτσι και βρούμε τίποτα τέτοιους, θα τους περιποιηθούμε καλά.»
«Ωραία. Και επειδή αρκετά καθυστερήσαμε, θα ορίσω δύο άτομα για να πάνε να παραδώσουν το μήνυμα με τις οδηγίες του Περικλή στη Δύση και δύο στην Ανατολή. Ποιοι θέλετε να πάτε; Θα πρέπει να ξεκινήσετε αμέσως όμως.»
Υπήρχαν αρκετοί εθελοντές, ανάμεσα τους και η Αννίτα.
«Δεν νομίζω πως η Αννίτα είναι καλή ιδέα.» της είπε ο Φάνης στο αυτί. «Θα κάνει καμιά βλακεία πάλι και θα μας κάψει. Πρέπει να πάνε οι πιο έμπειροι, γιατί είναι δύσκολη αποστολή. Μπορεί να τους ανακαλύψουν οι Κεντρικοί κατάσκοποι.»
«Ας της δώσουμε μια τελευταία ευκαιρία.» είπε η Έλσα.
«Αμάν με αυτό το πείσμα σου. Ωραία, στείλε αυτήν, να δούμε τι θα καταλάβεις. Αλλά θα πάει και ο Ανέστης μαζί. Γιατί αν κάνει καμιά βλακεία, μόνο εκείνος θα μπορέσει να τη σώσει.»
«Αφού αυτό νομίζεις...» είπε η Έλσα και στράφηκε στους δικούς της: «Λοιπόν! Η Μαριάντζελα κι ο Άγγελος θα πάνε στην Ανατολή και η Αννίτα στη Δύση μαζί με τον βοηθό του Στρατηγού, τον Ανέστη.»
Κάποιοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, απορημένοι με την απόφαση της αρχηγού τους. Όμως δέχτηκαν. Ο Φάνης πήγε και βρήκε τον Ανέστη και συναντήθηκαν με την Έλσα, τη Μαριάντζελα και τον Άγγελο στα σύνορα, μπροστά από μια απ' τις γέφυρες του Γκρεμού.
«Που είναι η Αννίτα;» ρώτησε ο Φάνης καθώς κατέβαιναν από τα άλογα.
«Την περιμένουμε, έχει βγει ραντεβού!» είπε η Έλσα, που ήταν κάπως αγχωμένη.
«Ραντεβού; Μα καλά, εδώ βιαζόμαστε να πάρουν οι σύμμαχοι το μήνυμα και αυτή βγήκε ραντεβού; Κι εσύ την άφησες;»
«Ε... Ήθελε να τον αποχαιρετήσει και είπε πως δεν θα αργήσει.»
«Ποιος είναι;»
«Δεν θες να ξέρεις με ποιον βγαίνει.»
«Γιατί; Έλα τώρα, πες μου.»
«Δεν έχουμε καιρό για τέτοια.» διέκοψε η Μαριάντζελα. «Να τη, έρχεται.»
Από μακριά, είδαν την Αννίτα να έρχεται, περπατώντας λες και πήγαινε περίπατο.
«Έλα τελείωνε! Βιαζόμαστε!» της φώναξε ο Φάνης. Εκείνη έτρεξε τα τελευταία μέτρα που έμειναν. Φορούσε ένα απλό, λεπτό παλτό και ήταν άοπλη, χωρίς προμήθειες και πεζή.
«Έτσι θα ταξιδέψεις;» τη ρώτησε η Μαριάντζελα. «Που είναι το άλογο σου τουλάχιστον;»
«Δεν πρόλαβα να πάω να το πάρω...»
«Δεν πειράζει. Θα ταξιδέψει πίσω μου.» είπε ο Ανέστης.
«Αχ, τι ωραία! Θα μου σώσεις πάλι τη ζωή, ήρωα μου;»
«Ωχ!» είπε ο Άγγελος στη Μαριάντζελα.
Ο Φάνης κοίταξε την Έλσα σαν να της έλεγε:
Αυτή θα μας κάψει πάλι.
«Λοιπόν! Πρέπει να ξεκινήσετε τώρα.» είπε η Έλσα. Έβγαλε τα γράμματα και έδωσε το ένα στη Μαριάντζελα και το άλλο στον Ανέστη.
«Μετά τι να κάνουμε;» ρώτησε η Μαριάντζελα. «Να επιστρέψουμε η όχι;»
«Πρέπει να επιστρέψετε το συντομότερο, γιατί θα σας χρειαστώ. Επιπλέον, πρέπει ο Μεγαλειότατος να μάθει ότι οι σύμμαχοι πήραν τα μηνύματα και συμφώνησαν. Και τώρα ξεκινήστε. Καλή τύχη σας εύχομαι.»
Ανέβηκαν στα άλογα, η Αννίτα πίσω απ' τον Ανέστη στο δικό του και ξεκίνησαν. Η Έλσα με τον Φάνη έμειναν να τους κοιτάζουν μέχρι να απομακρυνθούν. Τα τρία άλογα πέρασαν τη γέφυρα μαζί κι έπειτα αποχαιρετίστηκαν και τράβηξαν τα δύο για την Ανατολή και το ένα για τη Δύση.
***********************************************************************************************
Νυχτερινό κεφάλαιο απόψε (03:07 π.μ.) και ελπίζω να μην ξενυχτίσετε διαβάζοντας όπως εγώ γράφοντας, γιατί είναι και λίγο μεγάλο! Πώς σας φάνηκε;
Στο Κεφάλαιο 25 έχουμε κι άλλες προετοιμασίες. Ο λόγος φυσικά για τις προετοιμασίες για τον επερχόμενο πόλεμο. .
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top