ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22: Ο Νονός της Μαφίας

Καθώς απομακρύνονταν απ' το Στρατόπεδο, το χιόνι και το κρύο λιγόστευαν. Πέρασαν πεδιάδες, μερικά δάση και φυσικά το Τελευταίο Δάσος, όπου ευτυχώς δεν συνάντησαν κανέναν ληστή. Τέλος, έφτασαν στο Νότιο Βασίλειο την άλλη μέρα το πρωί, γιατί έκαναν και μια στάση έξω απ' το Τελευταίο Δάσος για να κοιμηθούν.

Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό από πάνω τους. Ο καιρός ήταν έτοιμος για βροχή. Όταν έφτασαν στα σύνορα, παρατήρησαν πως οι άντρες που τους άνοιξαν τις πύλες δεν ήταν φρουροί του Αλέξανδρου, αλλά μαυροντυμένοι άντρες.

«Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε ο Αλέξανδρος. «Ποιοι είστε εσείς;»

«Είμαστε μαφιόζοι.» απάντησε ένας από αυτούς. «Εμείς κάνουμε κουμάντο εδώ τώρα.» Ο Αλέξανδρος ήταν έτοιμος να τραβήξει το σπαθί του, όμως το άφησε όταν σκέφτηκε πως θα ήταν μάταιο: οι μαφιόζοι πολεμούσαν με όπλα.

Προχώρησαν στους δρόμους του Νότου, ενώ χοντρές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν. Το θέαμα που αντίκριζαν ήταν τρομακτικό. Ρημαγμένα σπίτια, φωτιές παντού, άστεγοι, ζητιάνοι, πυροβολισμοί που ακούγονταν από μακριά... Ακριβώς όπως του τα είχε διηγηθεί κάποτε η μητέρα του. Το Νότιο Βασίλειο είχε καταστραφεί ξανά και αυτή τη φορά ακόμα χειρότερα. Και για όλα αυτά έφταιγε ο Νίκος, που την έκανε για την Ανατολή κι άφησε στη θέση του έναν άπληστο και ασυγκράτητο κακοποιό.

«Τι έγινε εδώ;» ρώτησε η Χριστίνα.

«Μας το κατέστρεψαν, Χριστίνα.» της απάντησε. «Όσο λείπαμε σ' αυτόν τον ανόητο πόλεμο, οι μαφιόζοι του πατέρα σου έκαναν το βασίλειο μας σκέτη κόλαση.»

Έφτασαν στο λόφο του Παλατιού, ενώ η βροχή ολοένα και δυνάμωνε. Όλοι όσοι έμεναν εκεί μέσα ήταν μαφιόζικες οικογένειες. Ο Αλέξανδρος ήξερε ότι δεν τον πείραζαν λόγω της Χριστίνας, που ήταν η κόρη του πρώην αρχηγού τους. Έφτασαν έξω απ' την πύλη του Παλατιού και κατέβηκαν απ' τον Κεραυνό. Πλησίασαν την πύλη. Ένας μαυροντυμένος φρουρός με μουστάκι τους πλησίασε:

«Τι χαμπάρια, μάγκες;» τους είπε με βαριά, μάγκικη φωνή.

«Μπορούμε να μπούμε στο παλάτι μας;» ρώτησε νευριασμένος ο Αλέξανδρος, σφίγγοντας τις γροθιές του.

«Στο Παλάτι σας; Πρόσεχε πως μιλάς, μικρέ.»

«Είμαστε οι βασιλιάδες.» εξήγησε ήρεμα η Χριστίνα.

«Δεν έχουμε βασιλιάδες τώρα πια, μαντάμ.»

«Και ποιος κυβερνά, τότε;»

Ο άντρας έστριψε το μουστάκι του και απάντησε:

«Ο Βαγγέλας.»

«Ποιος είναι ο Βαγγέλας;»

«Ο Νονός.»

«Ποιος Νονός;»

«Ο Νονός της Μαφίας, μαντάμ. Ο αρχηγός που όρισε ο πατέρας σου πριν την κάνει με ελαφρά για την Ανατολή. Αυτός είναι ο άρχοντας του Νότου τώρα και το παλάτι είναι δικό του, είτε σας αρέσει είτε όχι.» Ο Αλέξανδρος ξέσπασε:

«Αρκετά! Άνοιξε μου τώρα αλλιώς θα σπάσω την πύλη! Ποιος είναι αυτός ο Βαγγέλας που παίρνει με τη βία την εξουσία, με πετάει έξω απ' το Παλάτι μου και κάνει κατάληψη σ' αυτό με το έτσι θέλω;!»

Ο φρουρός έβγαλε ένα πιστόλι και ο Αλέξανδρος πάγωσε.

«Πίστεψε με, δεν θες να τον γνωρίσεις.» του είπε.

«Έλα, πάμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα οι δυο μας.» είπε η Χριστίνα και τον τράβηξε μακριά από την πύλη. Πήραν τον Κεραυνό, κατέβηκαν απ' το λόφο και βρέθηκαν στο δρόμο. Ξαφνικά, ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε το μέγεθος της καταστροφής που είχε προκαλέσει. Αν δεν μισούσε τόσο τον αδελφό του, αν δεν είχε συμμαχήσει με τον Νίκο, τη Μαρία και τη Χριστίνα για τη δολοφονία του Μάξιμου και της Ιουλίας, με σκοπό να γίνει εκείνος βασιλιάς του Νότου και τέλος αν δεν είχε κηρύξει εκείνον τον ανόητο πόλεμο, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Και το κυριότερο, τώρα η μητέρα του θα πέθαινε εξαιτίας του. Γιατί ήξερε, βαθιά μέσα του, πως αυτό ήταν αλήθεια.

Έπρεπε να την είχε ακούσει απ' την αρχή. Δεν έπρεπε να παντρευτεί την ξαδέλφη του... Ξαδέλφη του... Τώρα συνειδητοποιούσε το μέγεθος της αμαρτίας τους και το βάρος της συγγένειας που είχαν και του ερχόταν να κάνει εμετό.

«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Χριστίνα.

«Τι κάνουμε;!» φώναξε εκείνος και την έσπρωξε. «Εσύ να μου πεις τι κάνουμε τώρα γιατί εσύ τα προκάλεσες όλα αυτά! Με παντρεύτηκες με σκοπό να με χρησιμοποιήσεις για να πάρεις τη βασιλεία του Νότου και συγχρόνως να βοηθήσεις τον πατέρα σου να γίνει σουλτάνος της Ανατολής, έτσι δεν είναι;! Αυτό ήταν το σχέδιο από την αρχή! Όλα τα άλλα περί συγγένειας με τον προηγούμενο σουλτάνο ήταν ψέματα! Όπως είναι ψέμα και το ότι είσαι έγκυος!»

«Άκουσε με.» είπε η Χριστίνα και πήγε να τον πιάσει από τα μπράτσα, όμως εκείνος την έσπρωξε πάλι.

«Μη μ' αγγίζεις! Σε σιχαίνομαι! Είσαι ξαδέλφη μου, Χριστίνα! Ξαδέλφη μου! Και το ήξερες απ' την αρχή πως είμαστε ξαδέλφια!» της φώναξε.

Η Χριστίνα έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:

«Έχεις δίκιο. Απ' την αρχή το ήξερα. Το μόνο που θέλαμε ήταν να αποκτήσει η μαφία λίγη περισσότερη εξουσία στον Νότο και ο μόνος τρόπος ήταν να γίνω βασίλισσα εγώ. Ήξερα από πάντα ότι η μητέρα μου είχε μια δίδυμη αδελφή η οποία ήταν η Βασίλισσα του Βορρά, όμως αν δεν το αποκαλύπταμε από την αρχή αυτό, θα κατάφερνα να σε κάνω να με ερωτευθείς για να σε παρασύρω. Το υπόλοιπο σχέδιο ήταν αλήθεια. Όπως επίσης ήταν αλήθεια και η συγγένεια του πατέρα μου με τον προηγούμενο Σουλτάνο της Ανατολής. Όμως δεν είχε ιδέα ότι θα γινόταν έτσι ο Νότος όσο εμείς θα λείπαμε. Δεν ήξερε τι άνθρωπος ήταν ο Βαγγέλας και προς Θεού, δεν ήθελε να καταντήσει έτσι το βασίλειο μας. Όσο για την εγκυμοσύνη μου, ψέμα ήταν κι αυτό. Το είπα για να μη με παρατήσεις αν τυχόν μάθαινες την αλήθεια.»

«Και να που τώρα την έμαθα. Κι εσύ τι κατάλαβες; Πραγματοποίησες το όνειρο το δικό σου και του πατέρα σου, όπως και της μητέρας σου να πάρει εκδίκηση από την αδελφή της. Όμως κοίτα τι κατάφερες. Τι καταφέραμε μάλλον, γιατί κι εγώ φταίω.» Έδειξε γύρω του.

«Λοιπόν, τι θα κάνουμε;»

«Κοίτα, εκτιμώ το ότι μου είπες την αλήθεια. Όμως δεν μπορώ να σε δω ερωτικά πια. Το γεγονός ότι ήξερες πως είμαστε ξαδέλφια απ' την αρχή και παρόλα αυτά με πλησίασες για να εκπληρώσεις το σχέδιο της οικογένειας σου... Λυπάμαι Χριστίνα αλλά αυτό ήταν πολύ αρρωστημένο.»

«Τι εννοείς; Θα χωρίσουμε;! Αλέξανδρε εγώ σε ερωτεύτηκα στα αλήθεια στη συνέχεια!» φώναξε η Χριστίνα κλαίγοντας, όμως εκείνος απλά την κοιτούσε με ανάμεικτα συναισθήματα αηδίας και οίκτου. «Σε παρακαλώ, Αλέξανδρε! Μη μου το κάνεις αυτό! Σ' αγάπησα στα αλήθεια!»

«Αρκετά!» της φώναξε. «Σταμάτα να κλαις! Δεν θα σε ωφελήσει! Τελειώσαμε, Χριστίνα. Τέρμα.»

Η Χριστίνα σκούπισε τα δάκρυα της και τίναξε περήφανα τα βρεγμένα μαλλιά της προς τα πίσω.

«Καλά λοιπόν. Κάποια στιγμή θα το μετανιώσεις, όμως τότε θα είναι πολύ αργά.» είπε.

«Πού θα πας;» τη ρώτησε.

«Στο στρατόπεδο, να βρω τους γονείς μου.» απάντησε και ανέβηκε στον Κεραυνό.

«Στάσου. Με τον Κεραυνό θα πας;»

«Ναι. Δεν μπορώ να περιμένω να έρθει ο στρατός μας για να πάρω την Αστραπή. Εξάλλου, είναι τραυματισμένη.»

Ο Αλέξανδρος, χωρίς να ξέρει γιατί, αποφάσισε να κάνει πίσω.

«Εντάξει. Δώσε μου τουλάχιστον τα πράγματα μου.» Η Χριστίνα ξεκρέμασε ένα σάκο με τα πράγματα του Αλέξανδρου και τον πέταξε κάτω.

«Αντίο.» είπε. Τράβηξε τα χαλινάρια και ο Κεραυνός άρχισε να τρέχει ώσπου εξαφανίστηκε μες στη βροχή.

Τι θα κάνω τώρα; Σκέφτηκε. Πρέπει να πάω στον Βορρά. Θα πάω στο σταθμό να πάρω το τρένο. Και ξεκίνησε.

Όταν έφτασε εκεί όμως, είδε πως ο σταθμός  ήταν κατεστραμμένος και πως είχαν κάνει και εκεί κατάληψη οι μαφιόζοι. Δεν πλησίασε όμως, γιατί τώρα δεν ήταν μαζί του η Χριστίνα. Άρχισε να περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους, ενώ η βροχή έπεφτε πλέον ασταμάτητα. Τώρα μετάνιωνε πραγματικά για ό,τι είχε κάνει. Εξαιτίας του μίσους του για τον αδελφό του, είχε παντρευτεί την ξαδέλφη του, είχε προδώσει την οικογένεια του και το βασίλειο του, είχε γίνει ένας κακός κι εκβιαστής βασιλιάς, είχε καταστρέψει το πανέμορφο βασίλειο του Νότου και τώρα η μητέρα του πέθαινε εξαιτίας του.

«Όχι...» μονολόγησε. «Δεν μου αξίζει να ζω! Είμαι ένας χαμένος! ΧΑΜΕΝΟΣ!» φώναξε κι έπεσε στα γόνατα χτυπώντας το έδαφος.

Και ξαφνικά, μέσα στη βροχή, είδε σαν μια μικρή αχτίνα ελπίδας ένα κάτασπρο άλογο να τρέχει προς το μέρος του. Πίσω του, η βροχή φάνηκε πως είχε αρχίσει να σταματάει και υπήρχε ένα ουράνιο τόξο. Ήταν η Χιονάτη. Είχε ξεφύγει απ' τους ληστές που την είχαν αρπάξει και το ένστικτο την οδήγησε στον κύριο της και μάλιστα πάνω στην ώρα!

«Χιονάτη!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Αλέξανδρος και σηκώθηκε. Η Χιονάτη σταμάτησε μπροστά του και έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του για να τη χαϊδέψει.

Εκείνος τη χάιδεψε στη μουσούδα και στη χαίτη και της είπε:

«Μου έλειψες. Τώρα όμως θέλω να με πας στον Βορρά όσο πιο γρήγορα μπορείς. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, αλλά... η μητέρα μου είναι πολύ άρρωστη και θα πεθάνει εξαιτίας μου.» Η Χιονάτη χλιμίντρισε, σαν να τον καταλάβαινε και του έκανε νόημα με το κεφάλι της ν' ανέβει στη σέλα. Κρέμασε το σακίδιο του, ανέβηκε και τράβηξε τα χαλινάρια. Όταν έφτασαν στα σύνορα η βροχή είχε πλέον σταματήσει.

Τα πέρασαν ανενόχλητοι, γιατί σ' αυτό το σημείο δεν υπήρχαν φύλακες. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να πάει μέσω Δύσης, παρόλο που ήταν ο πιο αργός δρόμος, γιατί ήταν ο πιο ασφαλής και επιπλέον, δεν ήθελε να συναντήσει ούτε τη Χριστίνα, ούτε το στρατό του και να πρέπει να τους εξηγεί τι έγινε. Το Δυτικό Βασίλειο ήταν κάπως έρημο. Οι περισσότεροι έλειπαν στον πόλεμο και όσοι είχαν μείνει δεν κυκλοφορούσαν στους δρόμους με τέτοιο κρύο, παρόλο που εκεί δεν χιόνιζε ούτε έβρεχε.

Μπήκε σ' ένα σαλούν που λεγόταν Το Στέκι του Καουμπόη, έφαγε για μεσημέρι, ξεκουράστηκε κι έπειτα συνέχισε το μακρύ του δρόμο για τον Βορρά.

******************************************************

Ο Αλέξανδρος κατάλαβε τα λάθη του, έστω και αργά. Θα καταφέρει να φτάσει στον Βορρά εγκαίρως; Όσο για τον Βαγγέλα, πρόκειται για έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα και θα τον γνωρίσουμε καλύτερα στη συνέχεια.

Στο Κεφάλαιο 23 (Ημέρα Αδελφότητας): Μετά από λίγες μέρες, υπογράφεται συμμαχία ανάμεσα σε Βόρειους και Νότιους, όμως τι θα γίνει με τους Ανατολικούς και τους Δυτικούς που ακόμα πολεμούν; Η Κάτια θα πεθάνει ή θα γίνει κάποιο θαύμα και θα ζήσει; Και το κυριότερο: θα συμφιλιωθούν επιτέλους τα παιδιά της;;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top