ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21: Ένα δυσάρεστο μήνυμα
Η Κάτια ξύπνησε στο ζεστό κρεβάτι της. Ελάχιστα θυμόταν απ' το ταξίδι της προς τον Βορρά, γιατί ψηνόταν στον πυρετό. Θυμόταν τη Γιάννα να της βάζει κάθε δύο ώρες θερμόμετρο, τον Περικλή να της κρατάει το χέρι και να της λέει ενθαρρυντικά λόγια... Επίσης, θυμόταν πως είχαν σταματήσει γι' αρκετή ώρα, γιατί η άμαξα είχε κολλήσει στο χιόνι. Άνοιξε τα μάτια της. Δίπλα, σε μια καρέκλα, καθόταν η Λουκία.
«Κάτια! Κοριτσάκι μου, επιτέλους... Αχ, πόσο ανησύχησα όταν έμαθα πως αρρώστησες...!» της είπε συγκινημένη. «Πώς αισθάνεσαι τώρα;»
«Γκουχ... Γκουχ... Χάλια. Νομίζω πως η ώρα μου πλησιάζει, μητέρα.»
«Όχι, όχι, χρυσό μου. Μη λες τέτοια. Θα γίνεις καλά.»
Εκείνη την ώρα, μπήκε στο δωμάτιο ο Περικλής.
«Πήγαινε να ξεκουραστείς, γιαγιά.» είπε στη Λουκία. «Θα καθίσω εγώ μαζί της.»
«Πού είναι η Ανθή; Πού είναι η κορούλα μου;» ρώτησε η Κάτια.
«Θα στη στείλω να τη δεις, μόλις κατέβω.» είπε η Λουκία και βγήκε. Ο Περικλής κάθισε δίπλα της και την κοίταξε.
«Ο θείος είχε δίκιο.» της είπε. «Το περιβάλλον του παλατιού σου έκανε καλό. Έχεις αρχίσει να συνέρχεσαι.»
«Γκουχ... Γκουχ... Δεν νομίζω να κρατήσει για πολύ, γιε μου. Χάλια είμαι.»
«Τουλάχιστον τώρα είσαι στα ζεστά. Στο ταξίδι νομίζαμε πως δεν θα τα κατάφερνες. Και αργήσαμε πάρα πολύ να φτάσουμε, γιατί μετά μας έπιασε πάλι χιονοθύελλα. Έκανε τρομερό κρύο, μαμά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η μία ρόδα της άμαξας κόλλησε σε ένα παχύ στρώμα χιονιού και αργήσαμε πολύ να τη βγάλουμε.»
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο η Ανθή.
«Μαμά! Μανούλα!» φώναξε ενθουσιασμένη κι έτρεξε στην αγκαλιά της μητέρας της. «Μου έλειψες.»
«Κι εμένα μου έλειψες, κορούλα μου. Ήσουν φρόνιμο κορίτσι; Δεν πιστεύω να στενοχωρούσες τη γιαγιά...»
«Ε... Εντάξει. Έκανα μερικές αταξίες, γιατί βαριόμουν πάρα πολύ. Μέχρι που άρχισε το σχολείο κι έκανα καινούργιους φίλους.»
«Μπράβο.» είπε γελώντας η Κάτια, όμως την έπιασε πάλι εκείνος ο άσχημος βήχας και η δύσπνοια και ο Περικλής απομάκρυνε αμέσως την αδελφή του απ' το κρεβάτι.
«Πάω να φωνάξω τη Γιάννα.» είπε. «Έλα, πάμε Ανθή. Θα δεις αύριο πάλι τη μαμά.»
Έφυγαν και μετά από λίγο ήρθε η Γιάννα, κατάφερε να τη συνεφέρει λίγο και αφού της έβαλε θερμόμετρο της είπε:
«Ο πυρετός κατέβηκε λίγο, όμως είναι πολύ πιθανό να ξανανέβει. Μην διανοηθείτε να βγείτε έξω.»
«Εντάξει, Γιάννα.» είπε η Κάτια και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Ο ήλιος είχε βγει και πάλι στον ουρανό, που αυτό σήμαινε ότι ο πόλεμος θα συνεχιζόταν αφού ο καιρός καλυτέρευε.
«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη, Γιάννα.»
«Σας ακούω, Μεγαλειοτάτη.»
«Στο βασίλειο μας, κοντά στα σύνορα με τη Δύση, υπάρχει ένα βουνό που λέγεται Μεγάλο. Είναι περίπου μισή ωρίτσα από εδώ. Απ' την κορυφή του Μεγάλου Βουνού, αν κοιτάξεις με κιάλια, φαίνεται μακριά στο βάθος το στρατόπεδο. Ξέρω πως τώρα, λόγω της αρρώστιας μου, όλοι θα μου κρύβουν την αλήθεια για τον πόλεμο. Εγώ όμως θέλω να ξέρω την αλήθεια. Δεν θέλω να ζω μες στο ψέμα, ποτέ δεν μ' άρεσε αυτό. Θέλω, λοιπόν, όποτε μπορείς να ανεβαίνεις στο Μεγάλο Βουνό και να μου φέρνεις πληροφορίες απ' το στρατόπεδο. Μπορείς;»
Η Γιάννα το σκέφτηκε λίγο και μετά απάντησε:
«Το ξέρω πως σ' αυτό δεν θα συμφωνήσει ο γιος σας. Όμως είμαι κι εγώ κατά του πολέμου, όπως κι εσείς. Και ξέρω ότι αν είναι ο πόλεμος να συνεχιστεί, θα συνεχιστεί, είτε εσείς γίνετε καλά είτε όχι. Θα σας βοηθήσω. Θα μαζεύω ό,τι πληροφορίες μπορώ για εσάς.»
«Σ' ευχαριστώ. Να μείνει μεταξύ μας όμως, εντάξει;»
«Εντάξει.» Έτσι, την εβδομάδα που ακολούθησε, ο πόλεμος συνεχίστηκε κανονικά. Κανένας όμως απ' τους αντίπαλους δεν πρόσεξε πως ο Περικλής έλειπε. Η Γιάννα πολύ συχνά ανέβαινε στο βουνό, έβλεπε τι γινόταν και το μετέφερε στην Κάτια.
Και όσο ο πόλεμος συνεχιζόταν, τόσο η υγεία της πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο. Την Ανθή δεν την άφηναν πλέον να βλέπει τη μητέρα της γιατί υπήρχε κίνδυνος να κολλήσει. Τη δεύτερη εβδομάδα, η Κάτια βυθίστηκε σε βαθύ λήθαργο και δεν είχε πλέων καμία επαφή με το περιβάλλον. Η Γιάννα, η Σωτηρία κι ο Ανδρέας έκαναν ό,τι μπορούσαν, όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μια μέρα, η Κάτια άνοιξε τα μάτια της. Τα πάντα γύρω της ήταν θολά. Γύρισε και κοίταξε τη Γιάννα, η οποία καθόταν στην καρέκλα δίπλα της και διάβαζε.
«Γιάννα...» της είπε και η Γιάννα πετάχτηκε πάνω.
«Μεγαλειοτάτη;»
«Θα φύγω, Γιάννα. Δεν θ' αντέξω άλλο. Τελευταία μου επιθυμία... να δω για μια τελευταία φορά τα παιδιά μου. Και τα τρία παιδιά μου.»
Η Γιάννα δεν έχασε καιρό. Ειδοποίησε αμέσως τον Περικλή. Εκείνος έτρεξε αμέσως πάνω στο δωμάτιο της μητέρας του, εκείνη όμως είχε βυθιστεί και πάλι στο λήθαργο της και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητος.
«Δεν υπάρχει ελπίδα, Μεγαλειότατε.» του είπε η Γιάννα δακρυσμένη. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πραγματοποιήσουμε την τελευταία της επιθυμία.» Ο Περικλής συμφώνησε. Κατέβηκε κάτω στο γραφείο του και έγραψε δύο σύντομα γράμματα. Μετά πήγε και βρήκε τη Σωτηρία, της εξήγησε πώς είχαν τα πράγματα και της είπε:
«Θέλω να πας όσο πιο γρήγορα μπορείς στο στρατόπεδο και να παραδώσεις αυτά τα δύο γράμματα. Το ένα στην Άννα και το άλλο στον Αλέξανδρο. Έχω γράψει τα ονόματα τους επάνω. Εντάξει;»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Φεύγω τώρα αμέσως.»
Η Σωτηρία πήρε το άλογο της και έφτασε στο στρατόπεδο αργά το απόγευμα. Ο ήλιος είχε μόλις δύσει, όμως δεν υπήρξε μάχη εκείνη την ημέρα. Κατέβηκε απ' το άλογο και το έδωσε σ' έναν ιπποκόμο. Το χιόνι είχε λιώσει σχεδόν όλο. Βρήκε τον Βόρειο στρατηγό έξω απ' τη σκηνή του, να τινάζει τις μπότες του απ' το χιόνι.
«Νοσοκόμα Σωτηρία; Πώς κι από εδώ;» της είπε ο Φάνης.
«Η βασίλισσα Κάτια πεθαίνει, Φάνη. Πρέπει να βρω επειγόντως την Άννα. Την έχεις δει;»
«Η Κάτια; Ω, Θεέ μου... Έλα μαζί μου, νομίζω είναι στην Κεντρική Σκηνή.»
Μόλις η Άννα είδε τη Σωτηρία, κατάλαβε πως έφερνε άσχημα νέα απ' το λυπημένο ύφος της.
«Τι συμβαίνει, Σωτηρία;»
«Έχω ένα επείγον γράμμα για εσάς, Μεγαλειοτάτη. Ο σύζυγος σας το στέλνει. Έχω κι άλλο ένα για τον Βασιλιά Αλέξανδρο, γι' αυτό πρέπει να μου δώσετε μια λευκή σημαία να περάσω απέναντι...»
«Όχι. Κάθισε να ξεκουραστείς και θα πάω εγώ το γράμμα στον Αλέξανδρο.» Η Σωτηρία της έδωσε τα γράμματα. Εκείνη την ώρα μπήκε στη σκηνή η Έλσα και στάθηκε δίπλα στον Φάνη.
Η Άννα διάβασε το γράμμα:
Αγαπημένη μου Άννα,
Είχες δίκιο απ' την αρχή εσύ και τόσοι άλλοι που ήσασταν αντίθετοι σ' αυτόν τον πόλεμο. Η μητέρα μου πεθαίνει και οι μόνοι υπεύθυνοι για αυτό είμαστε εγώ και ο αδελφός μου. Έστειλα και σε εκείνον ένα γράμμα. Τώρα ξέρεις πιστεύω τι πρέπει να κάνεις. Λήξε αυτόν τον πόλεμο και στείλε τον κάθε στρατό στο βασίλειο του. Είναι διαταγή. Μόνο ο Αλέξανδρος από τους Νότιους να έρθει στον Βορρά. Όταν φτάσετε, μην αναστατώσετε τους πολίτες. Και μη βιαστείτε. Μόνο ο Αλέξανδρος να βιαστεί.
Σ' αγαπώ,
Περικλής.
«Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχη η Έλσα. Η Άννα διάβασε το γράμμα σε όσους ήταν στη σκηνή. Όλοι στενοχωρήθηκαν. Η Έλσα δάκρυσε και ο Φάνης την αγκάλιασε τρυφερά.
«Πρέπει να πάω να βρω τον Αλέξανδρο.» τους είπε η Άννα.
«Θα έρθουμε μαζί σας.» είπε ο Φάνης. «Θυμάστε τι υποσχέθηκα στον άντρα σας; Ότι θα σας προσέχω.»
«Όχι, θα πάω μόνη μου. Εσείς μαζέψτε το στρατό. Απόψε το βράδυ αναχωρούμε. Ο πόλεμος τελείωσε, αδέλφια.» και, αφού πήρε μια λευκή σημαία, έτρεξε ως το ρυάκι. Κομμάτια χιόνι υπήρχαν μέσα του και γύρω του.
Βούτηξε μέσα και ένιωσε το κρύο νερό να της τρυπάει τα πόδια. Όμως συνέχισε. Έφτασε στη μέση και άρχισε να κυματίζει τη σημαία για να τη δουν οι αντίπαλοι φρουροί. Την είδαν δύο απ' τους Νότιους και έτρεξαν λίγο παραξενευμένοι προς το μέρος της. Στο βάθος επικρατούσε πανικός. Την ίδια ώρα, στην Κεντρική Σκηνή των Νοτίων, βρισκόταν ο Αλέξανδρος με τη Χριστίνα. Μπήκε μέσα ο Λευτέρης λαχανιασμένος.
«Μεγαλειότατε. Γίνεται χαμός έξω.»
«Γιατί;»
«Ο μισός στρατός μας έχει ξεσηκωθεί εναντίων σας, θέλει να σταματήσει ο πόλεμος και ισχυρίζεται πως τους βάλατε να σκοτώνουν τα αδέλφια τους.»
«Μπορείς να γίνεις λίγο πιο σαφής;»
«Πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, κάποιοι δικοί μας επαναστάτησαν εναντίων μας και πήγαν με τους μοβ Επαναστάτες. Μερικοί δικοί μας στρατιώτες, λοιπόν, έτυχε να συγκρουστούν με πρώην Νότιους που γνώριζαν και σκότωσαν πολλούς συγγενείς και φίλους τους. Αυτά τα άτομα ήταν λίγα βέβαια, αλλά κατάφεραν να ξεσηκώσουν τον μισό στρατό μας. Ο άλλος μισός παραμένει πιστός σε εσάς.»
«Να πάρει...» είπε ο Αλέξανδρος. «Την πατήσαμε.»
Εκείνη την ώρα, μπήκε μέσα ένας φρουρός και είπε:
«Μεγαλειότατε, δεν θα το πιστέψετε. Πέρασε στο στρατόπεδο μας η Βασίλισσα Άννα, του Βορρά. Είχε λευκή σημαία και λέει πως έχει ένα επείγον γράμμα για εσάς.»
«Ωχ, αυτή μας έλειπε τώρα.» είπε η Χριστίνα.
«Φέρε τη μέσα.» διέταξε ο Αλέξανδρος. Ωστόσο η Άννα είχε μάθει για την επανάσταση που έκαναν οι στρατιώτες και κατά βάθος χαιρόταν, γιατί ίσως ο πόλεμος να σταματούσε έτσι κι αλλιώς.
Το δύσκολο κομμάτι θα ήταν να πείσουν τους ξεροκέφαλους Δυτικούς και Ανατολικούς να αποχωρήσουν. Μπήκε μέσα στη σκηνή την ώρα που ο Λευτέρης έβγαινε για να ηρεμήσει τον κόσμο απ' έξω που φώναζε συνθήματα κατά του Αλέξανδρου.
«Μπα; Πώς και μας κάνετε την τιμή, Βασίλισσα Άννα;» τη ρώτησε ο Αλέξανδρος με ειρωνικό τόνο.
«Δεν ήρθα για να μιλήσουμε σαν βασιλιάδες, Αλέξανδρε, αλλά σαν νύφη προς κουνιάδο. Μόλις έλαβα άσχημα νέα απ' τον Βορρά.»
«Απ' τον Βορρά; Και γιατί να μας νοιάζει εμάς;» κορόιδεψε και γέλασε μαζί με τη Χριστίνα.
«Η μητέρα σου πεθαίνει.»
Τα γέλια κόπηκαν απότομα και το πρόσωπο του Αλέξανδρου σκοτείνιασε.
«Τι;»
«Αυτό εδώ το γράμμα το έστειλε πριν από λίγο ο Περικλής, που έχει επιστρέψει στον Βορρά μαζί με τη μητέρα σας. Είναι για σένα.» Πήρε το γράμμα και με χέρια που έτρεμαν άρχισε να διαβάζει:
Βασιλιά Αλέξανδρε του Νότου,
Δεν σου ζητώ να συμφιλιωθείς μαζί μου, ούτε να σταματήσεις τον πόλεμο, ούτε να χωρίσεις τη Χριστίνα επειδή είναι ξαδέλφη μας. Το μόνο που σου ζητώ είναι να έρθεις επειγόντως στον Βορρά, γιατί η μητέρα μας πεθαίνει και ζήτησε να δει και τα τρία παιδιά της μαζί για μια τελευταία φορά. Σε περίπτωση που ο πόλεμος λήξει, στείλε τον Ανατολικό στρατό πίσω στο βασίλειο τους και τους δικούς σου πίσω στον Νότο και πες τους να μην τρομοκρατήσουν τους πολίτες.
Περικλής.
Ο Αλέξανδρος πάγωσε.
«Όχι... Δεν μπορεί...»
«Εγώ πρέπει να φύγω τώρα. Ο στρατός μου θα ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Πάρε το άλογο σου και πήγαινε στον Βορρά πιο γρήγορα από εμάς. Θα τα πούμε εκεί.» είπε η Άννα και έφυγε. Ο Αλέξανδρος δεν είχε πλέων καθόλου μίσος μέσα του. Δεν ήθελε να πολεμήσει άλλο.
«Αλέξανδρε...» άκουσε τη φωνή της Χριστίνας. Δεν της έδωσε σημασία. Σκεφτόταν πως αυτός ο πόλεμος ήταν η αιτία να αρρωστήσει η μητέρα του.
«Αλέξανδρε, άκουσε με.»
Πάλι δεν της έδωσε σημασία. Πετάχτηκε έξω απ' τη σκηνή και φώναξε σε όλους:
«Ο πόλεμος έληξε! Μπορείτε να γυρίσετε στα σπίτια σας!» Το πλήθος άρχισε να πανηγυρίζει, όμως ο Αλέξανδρος έκανε νόημα πως δεν είχε τελειώσει ακόμα. Η Χριστίνα ακόμα τον σκούνταγε.
«Ετοιμαστείτε να γυρίσετε στο βασίλειο μας! Η Βασίλισσα Χριστίνα θα σας οδηγήσει, γιατί εγώ πρέπει να πάω στον Βορρά διότι συνέβη ένα πολύ θλιβερό γεγονός.»
Κι άλλοι πανηγυρισμοί και ο στρατός άρχισε να ετοιμάζεται. Δεν τους ενδιέφερε καν να μάθουν ποιο ήταν το θλιβερό γεγονός στο οποίο αναφερόταν ο βασιλιάς τους.
«Ανάθεμα σε, Αλέξανδρε! Άκουσε τι έχω να σου πω!» φώναξε η Χριστίνα, όμως ο Αλέξανδρος έδωσε οδηγίες στον Λευτέρη:
«Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Νίκο και τον στρατό του να γυρίσουν πίσω στην Ανατολή.»
«Μα τι έγινε;»
«Θα μάθεις αργότερα. Πήγαινε τώρα.»
«Μάλιστα Μεγαλειότατε.»
«Αλέξανδρε!»
«Τι;!» φώναξε αγανακτισμένος.
«Μην πας στον Βορρά.»
«Είναι μητέρα μου! Δεν θα ρωτήσω εσένα αν θα πάω να τη δω η όχι!»
«Αλέξανδρε, σε παρακαλώ, μην πας σου λέω! Είναι παγίδα!»
«Παγίδα;» αναρωτήθηκε σκεπτικός.
«Ναι. Δεν είναι προφανές; Ο Περικλής σε μισεί, μην το ξεχνάς. Μόλις πατήσεις το πόδι σου στον Βορρά, θα σου έχουν στήσει καρτέρι και θα σε σκοτώσουν.»
«Αρκετά, Χριστίνα! Αρκετά με τις ανοησίες σου! Είναι μητέρα μου και αρρώστησε εξαιτίας μου και εξαιτίας του ηλίθιου πολέμου! Πάω να πάρω τον Κεραυνό!»
Γύρισε και κατευθύνθηκε προς τα άλογα, όμως η Χριστίνα τον πρόλαβε:
«Αλέξανδρε, δεν κάνει να συγχύζομαι στην κατάσταση μου, γι' αυτό κάνε μου σε παρακαλώ τη χάρη.» Τον κοίταξε στα μάτια. «Μην πας.»
«Στην κατάσταση σου;»
«Είμαι έγκυος.»
«Όχι...» Κι άλλο σοκ για τον Αλέξανδρο.
«Ναι.»
«Αποκλείεται. Αφού προσέχαμε. Εγώ επίτηδες πρόσεχα, για να μη γεννηθεί το παιδί μας σε περίοδο πολέμου.»
«Δηλαδή με λες ψεύτρα; Γιατί να σου πω ψέματα;»
Ο Αλέξανδρος γύρισε και κοίταξε προς το στρατόπεδο των Βορείων.
«Τελικά μπορεί και να έχεις δίκιο.» της είπε. «Ίσως είναι παγίδα. Δεν θα πάω. Θα έρθω μαζί σου στον Νότο, να δούμε τι γίνεται εκεί πέρα και ύστερα θ' αποφασίσουμε αν θα συνεχιστεί ο πόλεμος ή όχι.» Στο μεταξύ η Άννα είχε φτάσει στο στρατόπεδο των Βορείων. Μπροστά απ' την Κεντρική Σκηνή γινόταν ένας μικρός πανζουρλισμός. Οι Δυτικοί δεν έλεγαν με τίποτα να σταματήσουν τον πόλεμο με τους Ανατολικούς και δεν είχαν μαζέψει τα πράγματα τους.
Μόνο ο Δημήτρης και μερικοί δικοί του ήθελαν να επιστρέψουν πίσω στη Δύση. Το ίδιο γινόταν και απέναντι με τους Ανατολικούς. Τελικά, αποφασίστηκε ο Βόρειος και ο Νότιος στρατός να φύγουν, ενώ ο Δυτικός και Ανατολικός να μείνουν και να συνεχίσουν να πολεμούν μεταξύ τους. Ο Δημήτρης πήγε με τους Βόρειους για συμπαράσταση και ο Κωνσταντίνος κι οι δικοί του ξεκίνησαν το ταξίδι τους για το Χωριό της Αναγέννησης και τα γύρω χωριά. Οι δυο στρατοί ξεκίνησαν να αποχωρούν, ενώ είχε ήδη βραδιάσει.
Ο Αλέξανδρος και η Χριστίνα ξεκίνησαν και οι δυο με τον Κεραυνό, αφού το άλογο της Χριστίνας, η Αστραπή, ήταν τραυματισμένη. Φόρτωσαν και μερικές προμήθειες και έφυγαν πιο μπροστά απ' τον στρατό τους για να φτάσουν στον Νότο πιο γρήγορα.
**********************************************************************
Στο επόμενο κεφάλαιο: Μετά τη διακοπή του πολέμου ο Αλέξανδρος και η Χριστίνα γυρίζουν στον Νότο, όμως τα πράγματα δεν είναι όπως τα περίμεναν. Μόλις φτάνουν στο Παλάτι, μια δυσάρεστη έκπληξη τους περιμένει... Θα καταλάβει ο Αλέξανδρος τα λάθη του; Θα χωρίσει τη Χριστίνα; Είναι στα αλήθεια έγκυος; Θα προλάβει να ανέβει στον Βορρά εγκαίρως πριν το θάνατο της μητέρας του...;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top