ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20: Πίσω στον Βορρά
Η βασιλική οικογένεια του Βορείου Βασιλείου, καθώς και οι υπόλοιποι συγγενείς της Κάτιας, δηλαδή η Λίζα, ο Πέτρος κι ο Κωνσταντίνος, είχαν συγκεντρωθεί μαζί με τους γιατρούς στη σκηνή των τραυματιών για να δουν τι θα κάνουν.
«Γιάννα. Ποια είναι η κατάσταση της αυτή τη στιγμή;» ρώτησε ο Περικλής.
«Είναι πολύ άσχημα. Δεν μπορεί να μείνει άλλο εδώ. Πρέπει να μεταφερθεί στον Βορρά, στο ζεστό της παλάτι.»
«Συμφωνώ απόλυτα.» είπε ο Κωνσταντίνος. «Το κλίμα του παλατιού θα τη βοηθήσει να αναρρώσει πιο γρήγορα.»
«Όμως θα είναι πολύ δύσκολη η μεταφορά της.» είπε η Λίζα. «Παρόλο που η θύελλα έχει σταματήσει, ο ήλιος δεν λέει να βγει και ακόμα κάνει πολύ κρύο.»
«Πιστεύω πως θα τα καταφέρουμε.» είπε ο Φάνης. «Έχουμε πολλά άλογα που αντέχουν στο κρύο κι επιπλέον, θα τη ντύσουμε πολύ καλά και θα είναι σκεπασμένη με κουβέρτες μέσα στην άμαξα για να την κρατάνε ζεστή.»
«Ας ρωτήσουμε και την ίδια.» είπε ο Κωνσταντίνος και πλησίασε το κρεβάτι της Κάτιας.
Της κράτησε το χέρι και της είπε:
«Κάτια μου, θες να πας στον Βορρά, στο ζεστό σου κρεβάτι; Θα δεις και την κόρη σου. Η μητέρα μου, η Λουκία, θα είναι κι εκείνη εκεί. Ε; Θα έχεις καλή παρέα.»
«Ναι...» είπε η Κάτια με φωνή που μόλις ακούστηκε.
«Λοιπόν, νομίζω πως η απόφαση πάρθηκε.» είπε ο Κωνσταντίνος και κοίταξε τον Περικλή. «Τώρα η ευθύνη είναι όλη δική σου, ανιψιέ. Τι θα κάνεις; Θα πας μαζί της; Θα μείνεις εδώ; Τι διαταγές θα δώσεις;»
«Ένα- ένα, θείε Κωνσταντίνε.» είπε εκείνος. «Καταρχάς, η μητέρα μου με χρειάζεται. Θα πάω κι εγώ μαζί της, για να δω και τι κατάσταση επικρατεί στον Βορρά από τότε που φύγαμε.»
«Τότε θα έρθω κι εγώ μαζί.» είπε η Άννα.
«Όχι, αγάπη μου. Πρέπει να μείνεις εδώ. Εσύ θα είσαι επικεφαλής από εδώ και πέρα. Ο στρατός μας θα σε χρειαστεί όταν...» χαμήλωσε τη φωνή του. «Όταν οι μάχες θα συνεχιστούν. Εξάλλου, θα έχεις τον Φάνη στο πλευρό σου. Φάνη, να μου την προσέχεις.»
«Εννοείται, Μεγαλειότατε. Κι εσείς να προσέχετε τη Βασίλισσα Κάτια.»
«Εγώ μπορώ να έρθω;» ρώτησε η Έλσα.
«Όχι.» απάντησε ο Περικλής. «Οι κατάσκοποι σου σε χρειάζονται.»
«Και ιδιαίτερα η Ανίτα.» είπε αστειευόμενος ο Φάνης.
«Από γιατρούς ποιοι θα έρθουν;» ρώτησε η Γιάννα.
«Εσύ, η Σωτηρία κι ο Ανδρέας.» απάντησε ο Περικλής. «Νομίζω πως είστε αρκετοί. Η Ξένια με τους δικούς της γιατρούς θα είναι επικεφαλείς εδώ. Και τώρα περνάμε στο στάδιο της μεταφοράς. Πρώτα απ' όλα, πρέπει να στείλουμε δυο αγγελιοφόρους στο Παλάτι του Βορρά, ώστε να ειδοποιήσουμε έτσι τη γιαγιά μου και τους υπηρέτες να ετοιμάσουν το δωμάτιο της κατάλληλα. Έλσα, μπορείς να στείλεις τώρα δυο δικούς σου;»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Θα το φροντίσω αμέσως.» είπε η Έλσα και αφού φόρεσε το παλτό της βγήκε απ' τη σκηνή.
Ο Περικλής συνέχισε τις οδηγίες του:
«Εσύ, Φάνη, θέλω να αναλάβεις την ασφαλή μεταφορά μας. Ετοίμασε την άμαξα, τα άλογα και μερικούς φρουρούς που θα μας συνοδεύουν για ασφάλεια.»
«Πείτε πως έγινε, Μεγαλειότατε. Απόψε το βράδυ, θα είναι έτοιμη η άμαξα σας και αύριο το πρωί θα μπορέσει να γίνει η αναχώρηση σας.»
«Ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθεια σου, Στρατηγέ. Τώρα, όσοι θα φύγουμε αύριο καλό θα ήταν να ετοιμάσουμε τα πράγματα μας. Γιάννα, είσαι υπεύθυνη να ετοιμάσεις όλα τα πράγματα της μητέρας μου.» Γύρισε το βλέμμα του και κοίταξε κάπου στο κενό. «Δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ σ' αυτή την κόλαση.»
«Θα την ξαναδούμε, Περικλή;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Δεν ξέρω, θείε. Ίσως κάποια στιγμή, όταν γίνει καλά... Πίσω στις δουλειές μας τώρα. Θέλω επίσης να ειδοποιηθούν όλοι οι αξιωματικοί σας, καθώς και οι υπόλοιποι οι δικοί μου, ότι αύριο θα φύγω κι ότι από εδώ και στο εξής επικεφαλής στο στρατόπεδο θα είναι η Άννα. Το συμβούλιο έληξε. Γυρίστε όλοι στις δουλειές σας και εκτελέστε τις διαταγές μου.»
Λίγο μετά, η Άννα βοηθούσε τον Περικλή να μαζέψει τα πράγματα του στη σκηνή τους.
«Με τον αδελφό σου τι θα κάνεις;» τον ρώτησε κάποια στιγμή.
«Φρόντισε να μη μάθει τίποτα. Του αξίζει να μείνει στο σκοτάδι για όλα αυτά που έκανε.»
«Περικλή, είναι μητέρα του...»
«Είναι προδότης, Άννα! Δεν θεωρείται πλέον μέλος της οικογένειας μας. Είναι ένα Νότιο σκουλήκι. Και μην τον ξαναπείς αδελφό μου.»
Η Γιάννα ετοίμαζε κι εκείνη τα πράγματα της, ώσπου μπήκε μέσα στη σκηνή ο Θάνος.
«Γεια.» της είπε.
«Γεια σου, Θάνο. Τι κάνεις;»
«Καλά είμαι. Λυπάμαι για ό,τι έγινε. Πότε φεύγετε;»
«Γιατί, ανυπομονείς να φύγω;» ρώτησε η Γιάννα ανασηκώνοντας το φρύδι.
«Όχι, απεναντίας.» απάντησε εκείνος κατευθείαν. «Δεν θέλω να φύγεις γιατί... είσαι πολύ καλή και ικανή γιατρός. Όμως η Κάτια θα σε χρειαστεί πιο πολύ από εμάς.»
«Α. Τέλος πάντων, αύριο το πρωί φεύγουμε. Δεν θα ήταν ασφαλές να ταξιδέψουμε μέσα στη νύχτα.»
«Ναι, καταλαβαίνω.»
Η Γιάννα αποφάσισε να μπει στο θέμα. Στις περισσότερες μάχες ο Θάνος, που την έβλεπε από ψηλά, την είχε σώσει άπειρες φορές από βέβαιο τραυματισμό ή θάνατο, εκτοξεύοντας τα βέλη του σε όποιον εχθρό τολμούσε να της επιτεθεί.
«Θάνο, σ' ευχαριστώ που μ' έσωσες τόσες φορές στις μάχες. Ειλικρινά δεν βρίσκω κανέναν τρόπο να σου το ξεπληρώσω αυτό. Και λυπάμαι.»
«Μην λυπάσαι. Δεν χρειάζεται να μου το ξεπληρώσεις.» της είπε και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.
«Λοιπόν, πρέπει να φύγω τώρα. Αύριο το πρωί θα έρθω να σ' αποχαιρετήσω. Καληνύχτα.»
«Καληνύχτα.» και έφυγε.
Την επόμενη μέρα το πρωί, όλα ήταν έτοιμα και η Κάτια με τη συνοδεία της ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν. Η Γιάννα με την Έλσα την έντυσαν με ζεστά ρούχα, την έβαλαν σ' ένα φορείο και τη σκέπασαν με κουβέρτες. Με τη βοήθεια κάποιων γιατρών, φόρτωσαν το φορείο στην άμαξα και το στερέωσαν με γάντζους στις τέσσερις γωνίες του. Ο Περικλής πήρε παράμερα τη Λίζα, τον Κωνσταντίνο και την Άννα και τους είπε:
«Ακούστε με, πείτε σε όλους τους αξιωματικούς και στο στρατό, να μη μαθευτεί η αρρώστια της μητέρας μου στους εχθρούς, ούτε ο λόγος που έφυγα. Διότι θα χαρούν και μπορεί να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Άκουσες Άννα; Σε κανέναν μην το πείτε. Ούτε στον Αλέξανδρο.»
«Εγώ λέω να αφήσετε τα πείσματα και να συμφιλιωθείτε. Και οι τέσσερις βασιλείς.»
«Εμείς μ' αυτούς;» έκανε η Λίζα, εννοώντας τους Ανατολικούς. «Ξέχνα το. Είναι άπλυτοι, άξεστοι και θέλουν το λιμάνι μας, πράγμα που δεν πρόκειται να αποκτήσουν ποτέ.»
«Ούτε εμείς πρόκειται να συμφιλιωθούμε με τους Νότιους. Είναι μαφιόζοι και μόνο με τη βία ξέρουν να λύνουν τις διαφορές τους. Λοιπόν, ήρθε η ώρα να φύγουμε. Να κάνετε ό,τι σας είπα.» είπε ο Περικλής.
Οι άλλοι συμφώνησαν και πήγαν ν' ανέβουν στην άμαξα για να αποχαιρετήσουν την Κάτια, εκτός από την Άννα, που έμεινε εκεί εξακολουθώντας να τον κοιτάει.
«Κοίτα, ξέρω ότι δεν συμφωνείς με όλα αυτά, όμως όσο εγώ λείπω δεν θέλω να κάνεις καμιά βλακεία, εντάξει; Έτσι κι αλλιώς, αν περάσεις στο απέναντι στρατόπεδο, εκείνοι δεν θα δουν καν τη λευκή σημαία μες στο χιόνι και θα σε σκοτώσουν. Και δεν θέλω να σε χάσω. Εντάξει, αγάπη μου;»
«Εντάξει.» απάντησε τελικά η Άννα.
«Θα σε σκέφτομαι.» της είπε και τη φίλησε. «Σ' αγαπώ. Αντίο.»
Λίγο πιο πέρα, η Γιάννα, η Σωτηρία, ο Ανδρέας και ο οδηγός της άμαξας είχαν πάρει θέση για το ταξίδι. Την ώρα που ο Περικλής ανέβαινε κι εκείνος στην άμαξα, ο Κωνσταντίνος είχε αποχαιρετήσει την Κάτια και κατέβαινε.
«Πες στον Φάνη να φωνάξει τους φρουρούς, θείε.» του είπε. «Φεύγουμε.»
«Εντάξει.» απάντησε ο Κωνσταντίνος, ενώ αναρωτιόταν αν θα ξανάβλεπε ποτέ τα μεγάλα καστανά μάτια της Κάτιας.
Η άμαξα ξεκίνησε. Όλοι οι αξιωματικοί και φίλοι της Κάτιας έμειναν να την κοιτάζουν καθώς απομακρυνόταν, μέχρι που έγινε μόνο μια μικρή κουκκίδα στον ορίζοντα.
*************************************************************************
Τρίτο κεφάλαιο μέσα σε μια μέρα! Εντάξει έχω σπάσει το ρεκόρ μου νομίζω!
Στο Κεφάλαιο 21 (Ένα δυσάρεστο μήνυμα): Οι αγγελιοφόροι μεταφέρουν ένα μήνυμα στο πεδίο της μάχης, στην Άννα και στον Αλέξανδρο. Τι λέει άραγε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top