ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19: Η χιονοθύελλα

Λίγες μέρες μετά το θάνατο του Μάξιμου, έπεσε βαρύ πένθος στο στρατόπεδο των Βορειοδυτικών και οι μάχες διακόπηκαν προσωρινά. Τον έθαψαν λίγο πιο πέρα απ' το στρατόπεδο και του έκαναν μια πρόχειρη κηδεία, γιατί ήταν αδύνατον να σταλεί η σωρός του στο αντίπαλο βασίλειο του Νότου. Το ίδιο απόγευμα, ο Κωνσταντίνος καθόταν με τον Περικλή και την Κάτια στην Κεντρική Σκηνή. Ξαφνικά, μπήκε μέσα ένας αγγελιοφόρος και έφερε ένα χαρμόσυνο νέο στον Κωνσταντίνο: η γυναίκα του, η Ευγενία, είχε γεννήσει ένα υγιέστατο αγοράκι. Ο Κωνσταντίνος χάρηκε αφάνταστα για αυτό, αλλά συγχρόνως λυπόταν που δεν μπορούσε ακόμα να πάει στο Χωριό της Αναγέννησης.

Ένας μήνας πέρασε από τότε. Οι μάχες συνεχίστηκαν, αλλά οι κακές καιρικές συνθήκες τις είχαν δυσκολέψει περισσότερο. Λόγω όμως μιας ξαφνικής χιονόπτωσης που είχε ξεσπάσει ένα πρωί, διακόπηκε ο πόλεμος. Το ίδιο βράδυ, μια τρομερή χιονοθύελλα είχε καταπλήξει το Βόρειο Βασίλειο και το πεδίο της μάχης. Αργά τη νύχτα, η Κάτια δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί είχε πολλές τύψεις και ενοχές.

Εγώ τα προκάλεσα όλα αυτά. Έλεγε από μέσα της. Εγώ τους έβαλα να τσακωθούν.

«Όποιος παντρευτεί πρώτος, θα γίνει βασιλιάς.» κορόιδευε τον εαυτό της. «Πώς μου ήρθε να το πω αυτό; Και δεν σταματάει αυτός ο ρημαδιασμένος ο πόλεμος. Ένας απ' τους δυο θα σκοτωθεί, είμαι σίγουρη. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ!» φώναξε και πετάχτηκε έξω απ' τη σκηνή.

Ξυπόλητη, με ένα λυτό άσπρο νυχτικό και τα μαλλιά της λυτά, άρχισε να περιφέρεται σε όλο το στρατόπεδο μες στη χιονοθύελλα, χωρίς να έχει ιδέα που πηγαίνει. Βάδιζε με δυσκολία δεξιά κι αριστερά σαν φάντασμα. Δύο φρουροί την πρόσεξαν και ξύπνησαν αμέσως τη Γιάννα, η οποία ξύπνησε την Έλσα με την οποία μοιράζονταν την ίδια σκηνή. Βγήκαν και οι δυο έξω και την πλησίασαν τρέχοντας μες στο κρύο, όσο μπορούσαν να τρέξουν βέβαια με τον αέρα να τις σπρώχνει σαν μανιασμένος.

«Μεγαλειοτάτη, τι κάνετε;! Είστε τρελή;!» της φώναξε η Γιάννα και την πήραν για να την πάνε στο ιατρείο.

«Μπορεί να αρρωστήσετε πολύ βαριά με αυτά που κάνετε, το ξέρετε;!» της φώναξε κι η Έλσα αγανακτισμένη.

Εκείνη όμως δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Μονολογούσε σε μια δικιά της γλώσσα και το μόνο που καταλάβαιναν ήταν το όνομα του Λεωνίδα. Έφτασαν επιτέλους στο ιατρείο, όπου ήταν η Ξένια.

«Ω, Θεέ μου, τι έπαθε;» ρώτησε τις δύο κοπέλες.

«Τρελάθηκε. Βγήκε μες στη χιονοθύελλα με το νυχτικό, όπως τη βλέπεις.» είπε η Έλσα.

«Υπάρχει πολύ σοβαρός κίνδυνος να αρρωστήσει.» είπε η Γιάννα. Την έβαλαν να ξαπλώσει και την κουκούλωσαν. Όταν ζεστάθηκε λίγο, συνειδητοποίησε που βρισκόταν και τι γινόταν και ξέσπασε σε λυγμούς και δάκρυα.

«Ελάτε τώρα, δεν έγινε και τίποτα.» προσπάθησε να την καθησυχάσει η Έλσα.

«Όχι, ας την να ξεσπάσει.» της είπε η Ξένια. «Θα νιώσει καλύτερα.»

«Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον βασιλιά.» είπε η Γιάννα στην Κατάσκοπο. «Να δει τι κατάφερε με τους πολέμους του.»

Η Έλσα πήγε γρήγορα στην Κεντρική Σκηνή, όπου βρισκόταν ο Περικλής μαζί με τον Φάνη ξύπνιοι. Ο Φάνης είδε πως η Έλσα ήταν λίγο ταραγμένη και σηκώθηκε αμέσως.

«Αγάπη μου; Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε.

«Η βασίλισσα Κάτια.»

«Τι έπαθε;!» φώναξε ο Περικλής με το που άκουσε το όνομα της μητέρας του.

«Βγήκε έξω με το νυχτικό και έκοβε βόλτες σαν φάντασμα. Εγώ και η Γιάννα την πήγαμε στη σκηνή των τραυματιών.»

«Έρχομαι αμέσως.» είπε ο Περικλής και άρχισε να φοράει κασκόλ, γάντια και παλτό.

Σε λίγα λεπτά ο Περικλής, ο Φάνης, η Άννα και η Έλσα έτρεχαν μες στη χιονοθύελλα προς το ιατρείο. Μπήκαν μέσα. Εκτός απ' τη Γιάννα, ήταν και η Σωτηρία με τον Ανδρέα εκεί και φρόντιζαν κάποιους τραυματίες. Ο Περικλής έτρεξε κατευθείαν στο κρεβάτι της μητέρας του. Φαινόταν πολύ αδύναμη, κουρασμένη και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Περικλής κατάλαβε πως η μητέρα του είχε αρχίσει να γερνάει. Τα ξανθά μαλλιά της είχαν αρχίσει ν' ασπρίζουν απ' τη στενοχώρια της.

«Μητέρα...»

Η Κάτια γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.

«Περικλή; Άννα; Ήρθατε παιδιά μου;» ψιθύρισε.

«Ναι, μητέρα. Εδώ είμαστε, μη φοβάστε.» της είπε η Άννα. Η Κάτια έπιασε το χέρι του γιου της.

«Πότε θα σταματήσει ο πόλεμος;» ρώτησε.

«Δεν ξέρω, μητέρα.» απάντησε ο γιος της. Εκείνη τη στιγμή, η Γιάννα ξέσπασε:

«Είδατε λοιπόν τι καταφέρατε με τις έχθρες και τους πολέμους σας;! Την αρρωστήσατε τη μάνα σας!»

«Εγώ φταίω;!» φώναξε ο Περικλής. «Εσείς την κουβαλήσατε εδώ! Εγώ επέμενα απ' την αρχή να μείνει πίσω στον Βορρά!»

«Ο Αλέξανδρος φταίει! Εκείνος ξεκίνησε τον πόλεμο!» επενέβη η Άννα.

«Δεν νομίζω πως είναι η ώρα να ρίξουμε το φταίξιμο σε κάποιον.» είπε η Έλσα. «Ό,τι έγινε, έγινε.»

«Και τι θέλετε να κάνω τώρα; Να παραδοθώ σ' αυτούς, για να λήξει ο πόλεμος;» είπε ο Περικλής νευριασμένος. Κοίταξε πάλι την Κάτια.

«Πες μου, μητέρα, αυτό θες;»

Η Κάτια δεν είπε τίποτα, μόνο έκλεισε τα μάτια της εξαντλημένη. Η Γιάννα έπιασε το μέτωπο της και τους κοίταξε όλους έντρομη.

«Έχει πυρετό.» είπε, με το φόβο για το χειρότερο να φωλιάζει στις καρδιές ολονών. Στις μέρες που ακολούθησαν, η Γιάννα με την Ξένια και τους βοηθούς τους τη φρόντιζαν συνεχώς, ενώ η χιονοθύελλα σταματούσε και ξανάρχιζε. Ο πυρετός της δεν έλεγε να πέσει, ενώ είχε έναν πολύ άσχημο βήχα και ανάσαινε με δυσκολία. Τελικά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχε πάθει πνευμονία.

***********

Δεύτερο κεφάλαιο για σήμερα και τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά για τους Βόρειους, το ηθικό των οποίων θα είναι σίγουρα πεσμένο ύστερα από όλα αυτά.

Στο Κεφάλαιο 20 με τίτλο "Πίσω στον Βορρά": Η Γιάννα μεταφέρει την Κάτια πίσω στον Βορρά. Η Κάτια αρρωσταίνει πολύ σοβαρά, ο Περικλής ανεβαίνει στον Βορρά για να δει τη μαμά του. Ο πόλεμος συνεχίζεται.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top