ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17: Η πρώτη μάχη

Νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας, σηκώθηκαν όλοι για να υποδεχτούν το στρατό, που θα ερχόταν υπό την καθοδήγηση του Άκη και της Στέλλας. Τους είδαν να έρχονται απ' τα Βόρεια. Μπροστά πήγαιναν καμαρωτοί, επάνω στ' άλογα τους και με κόκκινες στολές, ο Άκης και η Στέλλα. Ο Άκης κρατούσε τη σημαία του Βορρά, η οποία κυμάτιζε περήφανη. Ακολουθούσε η κόκκινη στρατιά τους: καβαλάρηδες, τοξότες, πεζοί, βοηθοί, νοσοκόμοι, όλοι ήταν εκεί. Η βασιλική οικογένεια τους υποδέχτηκε θερμά.

«Πώς ήταν η διαδρομή απ' τον Βορρά ως εδώ;» ρώτησε ο Φάνης τον Άκη, την ώρα που ο στρατός προσπαθούσε να τακτοποιηθεί.

«Μια χαρά.» απάντησε εκείνος.

«Ευτυχώς, δεν μας έτυχε κανένα απρόοπτο.» απάντησε η Στέλλα.

Λίγο πιο πέρα, μπροστά απ' το ρυάκι, στεκόταν ο Περικλής και κοιτούσε με μίσος απέναντι. Οι εχθροί είχαν φτάσει. Τους αναγνώρισε από τις σημαίες, την μπλε με τον άσπρο αετό των Νοτίων και την κίτρινη με το κόκκινο άλογο των Ανατολικών. Ο Φάνης τον πλησίασε.

«Ήρθαν.» είπε ο Περικλής, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Ο Φάνης διέκρινε στο βάθος τους δύο διαφορετικούς στρατούς που είχαν μόλις στήσει τις σκηνές τους.

«Ελάτε.» του είπε. «Δεν κερδίζετε τίποτα με το να κάθεστε εδώ να τους κοιτάτε.»

Εκείνη την ώρα, έφτασε τρέχοντας η Έλσα.

«Δεν μπορώ να τη βρω πουθενά.» είπε.

«Ποια;» γύρισε και τη ρώτησε ο Φάνης.

«Τη Μαριάντζελα. Βέβαια είναι λίγο δύσκολο να ψάξω μέσα σ' αυτό το χαμό που επικρατεί, αλλά αν είχε επιστρέψει δεν θα ερχόταν να μας βρει;»

«Χμμ... Έχεις δίκιο.» είπε ο Φάνης. Εκείνη την ώρα, έφτασε και η Ανίτα.

«Τίποτα.» τους είπε. «Ανέβηκα στο ύψωμα και κοίταξα, αλλά δεν βρήκα κανένα ίχνος ούτε της Μαριάντζελας, ούτε των Δυτικών.»

Κοιτάχτηκαν για λίγο ανήσυχοι.

«Λέτε να της έτυχε τίποτα; Πολλά συμβαίνουν σ' αυτά τα μέρη...»

«Δεν έπρεπε να τη στείλουμε μόνη της.» είπε η Έλσα.

«Εσείς τι λέτε, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Φάνης τον Περικλή, που δεν συμμετείχε στη συζήτηση.

«Ε;» έκανε εκείνος αφηρημένος.

«Καλά... Αφήστε, το κανονίζω εγώ.»

«Ναι, ναι, κανόνισε το εσύ, Στρατηγέ. Εγώ πάω καμιά βόλτα.» και άρχισε να περπατά κατά μήκος του ρυακιού.

«Είναι καλά;» ρώτησε η Ανίτα.

«Μια χαρά είναι. Μην ανησυχείς γι' αυτόν. Για τη Μαριάντζελα πρέπει να ανησυχούμε τώρα.» είπε ο Φάνης.

«Να πάω να τη βρω;» πρότεινε η Ανίτα.

«Ξέχνα το.» είπε η Έλσα. «Δεν σ' αφήνω να πας κι εσύ μόνη σου.»

«Εγώ προτείνω να πάει μαζί με τον Ανέστη και τον Γιώργο. Καλύτερα τρεις από έναν.» είπε ο Φάνης.

«Καλή ιδέα.» συμφώνησε η Έλσα.

Λίγο μετά, ο Ανέστης, ο Γιώργος και η Ανίτα ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Ο Φάνης τους έδωσε οδηγίες:

«Δεν θέλω να βιαστείτε. Θέλω να ψάξετε στο δρόμο για τη Δύση τη Μαριάντζελα με προσοχή. Αν δεν βρείτε ίχνος της, πηγαίνετε στο Δυτικό Βασίλειο, μάθετε το λόγο της καθυστέρησης και ρωτήστε και εκεί μήπως την είδαν.»

«Μάλιστα, Στρατηγέ.» είπε ο Γιώργος.

«Ωραία. Να προσέχετε. Πηγαίνετε τώρα.» Ανέβηκαν στ' άλογα τους και έφυγαν προς τα δυτικά. Δεν μπορεί. Σκέφτηκε ο Φάνης. Τουλάχιστον ένας από τους τρεις θα επιστρέψει.

Μετά, έδωσαν στους πολίτες που θα πολεμούσαν ασπίδες, πανοπλίες και οπλισμό, δηλαδή σπαθιά, τόξα και βέλη.To μεσημέρι έκαναν προπόνηση και το απόγευμα τους άφησαν ελεύθερους, για να ξεκουραστούν και ο Περικλής με τους αξιωματικούς του πήγαν στην Κεντρική Σκηνή για να καταστρώσουν σχέδια για την πρώτη μάχη, που θα γινόταν την επόμενη μέρα. Τους διέκοψαν δυο φρουροί τους.

«Συγνώμη, Μεγαλειότατε.» είπε ο ένας. «Είναι ένας αγγελιοφόρος του Αλέξανδρου απ' έξω. Κρατούσε λευκή σημαία και τον αφήσαμε να περάσει. Έχει ένα επείγον μήνυμα για εσάς.»

Η λευκή σημαία σήμαινε πως είχε έρθει με φιλικές διαθέσεις και όχι για πόλεμο.

«Εντάξει.» είπε ο Περικλής. «Φέρτε τον μέσα.» Ο αγγελιοφόρος μπήκε στη σκηνή, λιγάκι φοβισμένος που βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Καθάρισε το λαιμό του και είπε:

«Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος και ο Σουλτάνος Νίκος θέλουν να έρθουν σε ένα σύντομο συμβούλιο με εσάς, Μεγαλειότατε. Θα πρέπει να παρευρεθείτε μόνο εσείς και ένας αξιωματικός σας αν θέλετε. Το ίδιο ισχύει και για τους συμμάχους σας. Άοπλοι όμως.»

«Πολύ καλά. Πες τους να μας περιμένουν σε δέκα λεπτά μπροστά απ' το ρυάκι.»

Ο αγγελιοφόρος έφυγε και ο Περικλής πήρε τον Φάνη και τον Κωνσταντίνο και κίνησαν για το ρυάκι. Έφτασαν στην όχθη του. Απέναντι στέκονταν ο Αλέξανδρος με τον Λευτέρη απ' τους Νότιους και ο Νίκος με την Έφη, την Αρχηγό των Κατασκόπων της Ανατολής. Στάθηκαν απέναντι τους και τους κοιτούσαν, περιμένοντας να πει κάποιος την πρώτη κουβέντα.

«Τι σόι βασίλειο είναι αυτό με τα μοβ;» ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Είμαστε απ' το Χωριό της Αναγέννησης, ένα μικρό ανεξάρτητο χωριό του Κεντρικού Βασιλείου.» δήλωσε ο Κωνσταντίνος. «Εγώ είμαι ο Κωνσταντίνος, ο άρχοντας τους. Μάζεψα στρατό από όλα τα γύρω χωριά και όσους ξέφυγαν από εσένα. Και δυστυχώς, είσαι ανιψιός μου.»

«Ανιψιός σου; Από πού;»

«Είμαι ο αδελφός του πατέρα σου.»

«Δεν καταλαβαίνω. Θα έπρεπε να βρίσκεσαι δυο μέτρα κάτω απ' τη γη τώρα, όχι να βοηθάς τους Βόρειους.»

«Δεν ήρθαμε εδώ για να λύσουμε τα οικογενειακά μας.» τον διέκοψε ο Περικλής.

Ο αδελφός του τον κοίταξε σαν να τον λυπόταν, με ειρωνικό τρόπο όμως.

«Τι κρίμα που οι φίλοι σας οι Δυτικοί δεν ήρθαν...» έκανε ειρωνικά.

«Θα έρθουν.» γρύλισε ο Φάνης.

«Δεν πιστεύω.» είπε ο Νίκος. «Σας πρόδωσαν. Κρίμα, γιατί θα θέλαμε πολύ να τους κάνουμε κομματάκια.»

«Θα σας λιώσουμε.» είπε ο Αλέξανδρος.

«Χα!» έκανε ο Περικλής. «Κοίτα τον στρατό μου και κοίτα και τον δικό σου. Θα 'πρεπε να είχες παραιτηθεί ήδη, Αλέξανδρε.»

«Ποτέ.» είπε ο Αλέξανδρος και κοιτάχτηκαν όλοι απειλητικά.

«Περιμένουμε κι άλλα στρατεύματα αύριο.» είπε η Έφη. «Μαζί μ' αυτά, θα είμαστε περισσότεροι.»

Η Κάτια τους κοιτούσε από μακριά. Αν δεν ήξερε κάποιος ότι τσακώνονται, θα έβλεπε αυτή την εικόνα πολύ όμορφη: εφτά ανθρώπους να συζητούν στις δύο όχθες ενός ρυακιού, ενώ ο ήλιος κρυβόταν σιγά- σιγά πίσω απ' τα βουνά του Δυτικού Βασιλείου που φαίνονταν στο βάθος. Η Κάτια όμως ήξερε πολύ καλά πως οι γιοι της δεν συζητούσαν ήρεμα. Και ίσως να ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπε έτσι, τον έναν απέναντι απ' τον άλλον, έστω κι αν απλά λογομαχούσαν.

Γιατί να μην έχω μια τελευταία ευκαιρία να τους συμφιλιώσω; Σκέφτηκε δακρύζοντας. Όλοι θα 'πρεπε να έχουν μια τελευταία ευκαιρία.

Σκούπισε τα δάκρυα κι άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους. Ο Λευτέρης την είδε και έκανε νόημα στον Αλέξανδρο να κοιτάξει.

«Τι τρέλα θα κάνει πάλι;» είπε ο Αλέξανδρος και όλοι γύρισαν και την κοίταξαν.

«Αρκετά!» φώναξε εκείνη.

«Γύρνα πίσω, μητέρα.» της είπε ο Περικλής.

«Όχι.» του είπε και στάθηκε δίπλα του. «Περικλή, Αλέξανδρε... Σας αγαπώ.» και μπήκε μέσα στο ρυάκι τσαλαβουτώντας.

Έφτασε ακριβώς στη μέση, όπου το νερό της έφτανε ως το γόνατο.

«Τι στο καλό κάνεις;!» φώναξε ο Περικλής.

«Σταματήστε το όσο είναι καιρός αυτό. Όλοι σας.»

«Κάτια, φύγε από εκεί.» της είπε ο Κωνσταντίνος με ήρεμο τόνο.

«Δεν πρόκειται να φύγω από εδώ αν δεν συμφιλιωθείτε.»

«Ποτέ.» είπαν τα δυο αδέλφια. Ο Νίκος έβγαλε ένα όπλο και τη σημάδεψε.

«Ένα βήμα να κάνεις ακόμα προς το στρατόπεδο μας, στην άναψα.» της είπε.

«Μητέρα γύρνα πίσω!» φώναξε ο Περικλής.

«Δεν φοβάμαι το θάνατο, αγαπητέ Σουλτάνε Νίκο. Έχω περάσει τόσα στη ζωή μου, που δεν με νοιάζει και να πεθάνω.»

«Είπαμε άοπλοι!» φώναξε νευριασμένος στον Νίκο ο Φάνης.

«Εμπρός λοιπόν, σκότωσε με.» συνέχισε η Κάτια κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος των αντιπάλων.

Την ίδια στιγμή, ο Αλέξανδρος όρμησε πάνω στον Νίκο και του άρπαξε το όπλο.

«Κάτια!» φώναξε ο Κωνσταντίνος. Βούτηξε κι εκείνος στο νερό, την άρπαξε και την έβγαλε έξω παρά τις διαμαρτυρίες της, ενώ συγχρόνως ο Νίκος πάλευε με τον Αλέξανδρο για να πάρει πίσω το όπλο του. Ο Αλέξανδρος το πέταξε στον αέρα κι εκείνο προσγειώθηκε στα χέρια του Φάνη.

«Κατάσχεται.» είπε ο Φάνης και το στερέωσε στη ζώνη του.

Άρχισαν να απομακρύνονται ο ένας απ' τον άλλον, καθώς ο Αλέξανδρος φώναζε:

«Δεν τελειώσαμε ακόμα, Περικλή! Θα τα πούμε στη μάχη!» Γύρισαν πίσω στο στρατόπεδο και εξήγησαν στους άλλους τι έγινε.

«Δεν είχε σκοπό να σας σκοτώσει, Μεγαλειοτάτη.» είπε ο Φάνης στην Κάτια. «Κοιτάξτε. Το όπλο είναι άδειο από σφαίρες.» Εκείνη δεν είπε τίποτα. Αργότερα, όταν βράδιασε, έφαγαν όλοι στις σκηνές τους και έπεσαν για ύπνο νωρίς, για να είναι ξεκούραστοι για τη μάχη της επόμενης ημέρας.

Ξημέρωσε. Η μέρα που περίμεναν όλοι, ή τουλάχιστον σχεδόν όλοι, είχε φτάσει. Σηκώθηκαν όλοι πυρετωδώς και άρχισαν τις προετοιμασίες. Καθώς η Έλσα έδινε εντολές στον Άγγελο, μιας και οι δυο βοηθοί της έλειπαν ακόμα, την βρήκε ο Φάνης και της είπε:

«Δεν γύρισε κανένας. Ούτε ο Ανέστης, ούτε ο Γιώργος, ούτε η Ανίτα, ούτε η Μαριάντζελα. Και φυσικά κανένα νέο απ' τους Δυτικούς.»

«Θεέ μου! Τους χάσαμε. Χάσαμε τους βοηθούς μας. Έχασα την αδελφή μου.» είπε απελπισμένη η Έλσα.

Πλησίασε κι ο Περικλής.

«Κανένα νέο από τα άτομα που στείλατε;» ρώτησε.

«Αυτό λέγαμε τώρα, Μεγαλειότατε. Δεν μπορεί να σκοτώθηκαν όλοι.» απάντησε ο Φάνης.

«Ακριβώς, τέσσερα άτομα στείλαμε.» είπε η Έλσα. «Τουλάχιστον ένας θα έπρεπε να είχε επιστρέψει.»

«Τι κάνουμε τώρα; Τους χρειαζόμαστε.» είπε ο Άγγελος.

«Θα πολεμήσουμε με η χωρίς αυτούς.» είπε ο Περικλής. «Και αυτή είναι η τελευταία μου κουβέντα.» Έκανε να φύγει, μα ο Φάνης τον πρόλαβε και του είπε:

«Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, ακούστε και μια δεύτερη γνώμη.»

«Ορίστε, σ' ακούω!» είπε νευριασμένος ο Περικλής.

«Υπάρχει το ενδεχόμενο, επειδή όπως λέγαμε και χθες οι Δυτικοί θέλουν να είναι τέλειοι σε όλα, να τους κράτησαν ώστε να έρθουν όλοι μαζί. Προτείνω να τους περιμένουμε λίγο ακόμα.»

«Σταμάτα να λες πράγματα που δεν ισχύουν! Οι φίλοι σου μας πρόδωσαν και δεν πρόκειται να έρθουν!»

«Μα Μεγαλειότατε...»

«Τέρμα! Δεν ακούω τίποτα πια! Εγώ κάνω κουμάντο εδώ, εγώ είμαι ο βασιλιάς! Και γι αυτό σε διατάζω να γυρίσεις στη δουλειά σου!» φώναξε.

«Μάλιστα, ό,τι διατάξετε.»

Έτσι, ο καθένας επέστρεψε στη δουλειά του. Λίγο πιο μετά, άρχισαν οι προετοιμασίες των Αξιωματικών και των Βασιλιάδων. Ο Φάνης πήγε στη σκηνή του μαζί με την Έλσα, για να ετοιμαστούν.

«Αγάπη μου, μην ανησυχείς.» του είπε η Έλσα και τον καθησύχασε. «Δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψει ο ξάδελφος σου, ούτε οι βοηθοί μας. Θα έρθουν. Γι' αυτό το λόγο υπογράψαμε και τη συνθήκη συμμαχίας. Απλά ξέρεις πολύ καλά ότι θέλουν να είναι τέλειοι σε όλα.»

«Ευχαριστώ πολύ αγάπη μου, που με στηρίζεις. Αν δεν είχα κι εσένα, δεν ξέρω τι θα έκανα.»

«Αφού ξέρεις ότι μ' έχεις. Για πάντα...» είπε η Έλσα και ξεκίνησε ένα φιλί γεμάτο πάθος ανάμεσα τους.

Έβγαλαν τα ρούχα τους, τα οποία ούτως η άλλως θα άλλαζαν, και συνεχίζοντας να φιλιούνται και να αγγίζονται παντού έπεσαν στο σκληρό στρώμα της σκηνής και έκαναν έρωτα ως ένα μέσο να πάρουν ακόμα περισσότερο κουράγιο ο ένας απ' τον άλλον. Ήξεραν πολύ καλά και οι δυο πως αυτή η φορά και κάθε φορά μέχρι να λήξει ο πόλεμος, ίσως να ήταν η τελευταία τους. Ίσως ένας απ' τους δύο, ή και οι δύο, να σκοτώνονταν στη μάχη και να μην είχαν ξανά αυτή την ευκαιρία να αγκαλιάσουν, να φιλήσουν, να αγγίξουν ο ένας το σώμα του άλλου. Για αυτό και έκαναν έρωτα με τόσο πολύ πάθος.

Λίγο αργότερα, ο Φάνης και η Έλσα άρχισαν να ετοιμάζονται, αφού το πάθος είχε καταλαγιάσει και είχαν σβήσει τη φωτιά. Ο Φάνης έβαλε την επίσημη πολεμική στολή του, την οποία έδεσε η Έλσα και στη συνέχεια ο Φάνης φόρεσε στην Έλσα τη στολή του Κατασκόπου. Η τελευταία ώρα πριν τη μάχη είχε φτάσει και πήγαν μαζί με τους υπόλοιπους Αξιωματικούς και τον βασιλιά στην Κεντρική Σκηνή. Τότε, ξαφνικά, ακούστηκε το συνθηματικό βούκινο της Βορειοδυτικής συμμαχίας.

«Τι βούκινο είναι αυτό;» ρώτησε ο Χρήστος.

«Το δικό μας είναι, της συμμαχίας μας.» είπε ο Φάνης. Κι εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα στη σκηνή τρέχοντας ένας φρουρός, λαχανιασμένος και είπε:

«Οι Δυτικοί! Ήρθανε!»

«Επιτέλους.» είπε ο Φάνης.

«Σώπα, πώς κι έτσι;» είπε ειρωνικά ο Περικλής. Και αμέσως έφυγαν όλοι και ανέβηκαν στο ύψωμα για να τους προϋπαντήσουν.

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησαν όλοι, ήταν οι τέσσερις βοηθοί με τα άλογα τους που κόντευαν να φτάσουν. Η Μαριάντζελα κρατούσε θριαμβευτικά τη σημαία του Βορρά και έτσι τους αναγνώρισαν. Πολύ πιο πίσω, ερχόταν παραταγμένος όλος ο στρατός του Δυτικού Βασιλείου, με επικεφαλείς τη Λίζα και τον Πέτρο. Λίγο πιο πίσω έρχονταν ο Δημήτρης, η Μαριάννα και η Ξένια. Στην άλλη όχθη του ρυακιού, πάνω στο ύψωμα στεκόταν ο Αλέξανδρος, ο Νίκος, ο Λευτέρης κι ένας φρουρός Νότιος.

«Μεγαλειότατε, πιο μεγάλος είναι ο στρατός τους απ' τον δικό μας.» είπε ο φρουρός.

Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε, μίλησε όμως ο Λευτέρης στη θέση του:

«Αν ξαναπείς βλακεία, θα σε στείλω στο Κλεφτοχώρι εξορία.»

«Όχι, όχι! Λυπηθείτε με, έχω τρία στόματα να θρέψω! Μη μου το κάνετε αυτό.» ικέτευσε ο φρουρός.

«Ήρθανε και οι Δυτικοί, ε;» είπε ειρωνικά ο Αλέξανδρος. «Δεν πειράζει, στρατηγέ μου. Εμείς είμαστε πιο δυνατοί από αυτούς.»

«Αυτό εννοείται, βασιλιά μου. Η νίκη είναι δική μας.»

Την ίδια στιγμή, στην άλλη όχθη, έφτασαν και οι βοηθοί πάνω στο ύψωμα.

«Τι έγινε; Γιατί αργήσατε και δεν ήρθατε;» ρώτησε η Έλσα.

«Εμένα με κράτησαν για έκπληξη και για να έρθουμε όλοι μαζί.» απάντησε η Μαριάντζελα.

«Εμάς τους τρεις μας φιλοξένησαν και δεν μας άφησαν να έρθουμε, ώστε να έρθουμε κι εμείς μαζί.» είπε ο Γιώργος.

«Και γιατί δεν σας άφησαν;» απόρησε ο Φάνης.

«Ήταν ιδέα του Δημήτρη. Ήθελε να σας κάνει έκπληξη.»

«Άμα το πιάσω αυτό το παιδί στα χέρια μου...!!!» κι εκείνη τη στιγμή γέλασαν όλοι.

Ο Φάνης στράφηκε προς τον Περικλή και του είπε:

«Είδατε που σας είπα, βασιλιά μου, ότι θα έρθουν;»

«Οφείλω να σου ζητήσω συγνώμη, Στρατηγέ. Δεν έπρεπε να απελπιστώ τόσο.»

«Δεν μου οφείλετε τίποτα. Δεν πειράζει. Απλά έπρεπε να κάνουμε υπομονή και να είμαστε ψύχραιμοι.» Εκείνη την ώρα, κατέβηκαν όλοι απ' το ύψωμα και πλησίασαν τον πράσινο στρατό. Οι καουμπόηδες, απ' τη χαρά τους, πυροβολούσαν στον αέρα με τα πιστόλια τους. Η Λίζα κατέβηκε απ' το άλογο της κι έτρεξε χαρούμενη κι αγκάλιασε την Κάτια.

«Το ήξερα πως θα έρθετε, αδελφούλα.» είπε η Κάτια.

«Έχουμε πολλά να πούμε. Θα συζητήσουμε το βράδυ, όταν τελειώσει η μάχη.»

Ο Πέτρος πήγε κι εκείνος να συζητήσει μαζί τους, όπως κι ο Περικλής.

«Θείε, θεία. Οφείλω να πω ότι σας παρεξήγησα. Νόμιζα πως μας προδώσατε.»

«Δεν πειράζει, ανιψιέ μου.» τον καθησύχασε ο Πέτρος. «Σημασία έχει ότι τώρα είμαστε εδώ, θα πολεμήσουμε μαζί και θα τους λιώσουμε τους άπλυτους Ανατολικούς και τους εγωιστές Νότιους.» Ο Φάνης με την Έλσα πήγαν να χαιρετήσουν τον Δημήτρη, τη Μαριάννα και την Ξένια.

«Ρε ξάδελφε; Γιατί τους κράτησες και μας ανησύχησες;» είπε ο Φάνης αστειευόμενος.

«Αφού ξέρεις, ξάδελφε, ότι θέλω να κάνω πάντα εντυπωσιακή είσοδο και να είναι όλα τέλεια.» απάντησε ο Δυτικός στρατηγός.

«Αυτός είναι ο ξάδελφος μου...»

«Καλώς τη συνάδελφο μου, τη Μαριάννα.» είπε η Έλσα.

«Γεια σου ξαδέλφη.» είπε ο Φάνης. «Καλώς ήρθες.»

«Γεια σας παιδιά, καλώς σας βρήκα.» Η Αναστασία με την Τίνα ήταν κι εκείνες εκεί.

«Πώς θα τους ταΐζουμε όλους αυτούς;» ρώτησε η Τίνα.

«Θα τα καταφέρουμε.» απάντησε η Αναστασία. «Όλη μέρα, που αυτοί θα πολεμούν, εμείς θα μαγειρεύουμε. Άλλωστε, θα έχουν φέρει σίγουρα και δικούς τους μάγειρες να μας βοηθήσουν.»

Μέσα σε λίγα λεπτά οι Δυτικοί είχαν στήσει ήδη τις σκηνές τους και παρατάχθηκαν δίπλα στους Βόρειους, έτοιμοι για μάχη. Έτσι, απ' τη μια πλευρά της όχθης ήταν παραταγμένη η Νοτιοανατολική συμμαχία και απ' την άλλη πλευρά η Βορειοδυτική συμμαχία. Λίγο πριν ξεκινήσει η μάχη, ο Δημήτρης έβγαλε λόγο στον Δυτικό στρατό και ο Φάνης στον Βόρειο στρατό. Ο Κωνσταντίνος μίλησε κι εκείνος στους δικούς του. Και αμέσως μετά, ο Περικλής πήρε το λόγο για να μιλήσει γενικά για τη συμμαχία.

Η Άννα στεκόταν στο πλάι του. Ο νεαρός βασιλιάς ξεκίνησε να μιλάει:

«Εμπρός, Καβαλάρηδες, τοξότες, στρατιώτες και κατάσκοποι της Βορειοδυτικής συμμαχίας και γενναίοι πολεμιστές του τρανού Χωριού της Επανάστασης! Μη φοβάστε το θάνατο, γιατί θα πεθάνουμε σαν ήρωες! Τα βέλη θα πέφτουν βροχή! Τα σπαθιά θα βγάζουν φωτιές! Οι σφαίρες θα τους κάνουν κόσκινο! Κόκκινο αίμα θα χυθεί, σαν το χρώμα του Βορρά μας! Καλπάστε τώρα και τρέξτε μαζί μου και ακολουθήστε με για το τέλος του Νότου και της Ανατολής! Στον πόλεμο όλοι αδέλφια!»

«Στον πόλεμο!» απάντησαν όλοι μαζί.

«Θάνατος στον Νότο και στην Ανατολή!»

«Θάνατος!»

«Θάνατος στον Αλέξανδρο!»

«Θάνατος!»

Εκείνη τη στιγμή, η Κάτια, που βρισκόταν στη σκηνή μόνη της, άκουσε όσα έλεγε ο Περικλής και ξέσπασε σε λυγμούς και δάκρυα. Την ίδια στιγμή, ακούστηκαν τα δυο συνθηματικά βούκινα απ' τις δυο συμμαχίες.

ΕΤΣΙ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ...

Ο Περικλής και η Άννα πήραν θέση μπροστά από τον στρατό τους.

«Μείνε κοντά μου, Άννα.» της είπε. «Και κάνε ό,τι σου δίδαξα.»

«ΠΥΡ!» φώναξε ο Θάνος και τα βέλη απ' τους τοξότες του, όπως και απ' τους τοξότες των Νοτίων, έφυγαν απ' τα τόξα τους συγχρόνως. Κάποια συγκρούστηκαν μεταξύ τους, κάποια άλλα πέτυχαν μερικούς στρατιώτες και ελάχιστα σκότωσαν κάποιους άλλους.

Ο Περικλής και ο Αλέξανδρος κοιτάχτηκαν για μία ακόμα φορά με μίσος και φευγαλέα πέρασε απ' το μυαλό τους μια ανάμνηση: το παιχνίδι με τα σπαθιά. Μόνο που τώρα δεν ήταν παιχνίδι. Ήταν πραγματικός πόλεμος.

«ΕΠΙΘΕΣΗ!» φώναξαν και οι δυο μαζί και οι στρατοί όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλον. Οι κατάσκοποι έτρεξαν και χώθηκαν στο δάσος. Ο Περικλής συγκρούστηκε κατευθείαν με τον Αλέξανδρο.

«Θα σε σκοτώσω, βρομερέ προδότη!» του φώναξε καθώς μάχονταν με τα σπαθιά πάνω στα άλογα.

«Δεν θα καταλάβεις για πότε θα πεθάνεις!» του απάντησε ο μισητός αδελφός του.

Με την άκρη του ματιού του, ο Περικλής είδε την Άννα να μονομαχεί με τη Χριστίνα. Επικρατούσε ένα χάος. Η Στέλλα με μερικούς άλλους καβαλάρηδες ανακατεύτηκαν με τους καουμπόηδες της Δύσης και μάχονταν ενάντια στα χαντζάρια των Ανατολικών. Η Στέλλα έκανε πολύ ριψοκίνδυνες κινήσεις και σε κάποια φάση ανέβηκε με τα πόδια επάνω στη σέλα του αλόγου της και χαιρέτησε τον Άκη από μακριά.

«Έλα, μωρό μου, ξέσκισε τους όλους!» της φώναξε εκείνος.

Η Έλσα και οι δικοί της είχαν χωριστεί σε ομάδες και πήγαιναν σιωπηλά μέσα στο δάσος. Η ομάδα της Έλσας αποτελούνταν από την ίδια, την Αννίτα και τον Ανέστη και τον Γιώργο, που τους είχε στείλει ο Φάνης για να την προσέχουν εφόσον ο ίδιος είχε σαν βοηθό τον Χρήστο. Η Μαριάντζελα μαζί με τον Άγγελο, άλλον έναν δικό τους και τη βοήθεια μιας ομάδας Δυτικών ήταν σε άλλο σημείο προς τα δυτικά του δάσους.

«Ποια είναι η επόμενη κίνηση μας, αδελφή;» ρώτησε η Αννίτα την Έλσα.

«Αρχηγό θα με λες. Έχουμε πόλεμο τώρα. Λοιπόν. Βλέπεις εκεί στον απέναντι θάμνο την ομάδα;» της είπε χαμηλόφωνα.

«Ναι.»

«Αυτοί δεν μας έχουν δει. Θα συρθούμε ως εκεί και θα τους επιτεθούμε. Θα τους πιάσουμε απροετοίμαστους.» και καθώς πήγαιναν σέρνοντας τα σώματα τους προς την κρυμμένη ομάδα, η Αννίτα διέκρινε μια κίνηση μπροστά της και σηκώθηκε και είπε:

«Κάτι υπάρχει εκεί, πίσω απ' το δέντρο.»

«Πέσε κάτω ρε χαζό, θα μας πάρουν χαμπάρι.» της είπε η Έλσα.

Εκείνος που ήταν πίσω από το δέντρο όμως, ένας σωματώδης Ανατολικός κατάσκοπος, είδε την Αννίτα και όρμησε κατά πάνω της, βγάζοντας έναν βρυχηθμό και κρατώντας τη χαντζάρα του.

«Παναγία μου, ένα τέρας!» φώναξε η Αννίτα, παγωμένη απ' το φόβο της. Και λίγο πριν τη χτυπήσει θανάσιμα, ένα βέλος της Έλσας του τρύπησε το χέρι και τα σπαθιά του Ανέστη και του Γιώργου τον αποτελείωσαν.

Όλον αυτόν το σαματά, η ομάδα των Νοτίων κατασκόπων που ήταν μέσα στο θάμνο, τον άκουσαν και είδαν τον Ανέστη που σκότωσε τον σύμμαχο τους και αποφάσισαν να επέμβουν. Πετάχτηκαν και άρχισαν να μονομαχούν δύο από αυτούς με τον Ανέστη και τον Γιώργο και ένας άλλος όρμησε προς την Έλσα. Λίγο πριν τη φτάσει όμως, πετάχτηκε η Μαριάννα πάνω από ένα δέντρο μαζί με την ομάδα της και μαζί με όλους τους υπόλοιπους σκότωσαν όλη την Νότια ομάδα.

«Ευχαριστώ.» είπε η Έλσα στη Μαριάννα μετά για την πολύτιμη βοήθεια της.

«Παρακαλώ. Δεν κάνει τίποτα. Να θυμάστε ότι δεν είστε μόνοι σας και εξάλλου είσαι και η αγαπημένη του ξάδελφου μου.»

Στο κυρίως πεδίο της μάχης εκείνη τη στιγμή, ο Αλέξανδρος με τον Περικλή ακόμα πολεμούσαν, έχοντας πέσει από τα άλογα τους, αλλά χωρίς να έχει τραυματιστεί κανένας, σκοτώνοντας συγχρόνως τους γύρω αντιπάλους τους. Λίγο πιο πέρα, ο Φάνης πολεμούσε με μια ομάδα και δίπλα του ήταν η Άννα, η οποία σταμάτησε να πολεμάει με τη Χριστίνα, αφού καμιά απ' τις δυο τους δεν μπορούσε να νικήσει την άλλη.

Ο ήλιος έδυσε και έτσι η πρώτη μάχη τελείωσε. Αφού αποσύρθηκαν όλα τα στρατεύματα από το πεδίο της μάχης, οι αρχίατροι και των τεσσάρων βασιλείων άρχισαν να μαζεύουν νεκρούς και τραυματίες και να μεταφέρουν τους τραυματίες στη σκηνή των τραυματιών. Λίγο αργότερα, η βασιλική οικογένεια του Βορρά και οι αξιωματικοί τους κάθισαν να φάνε.

«Τι φαγητό έχει απόψε, μαγείρισσα Αναστασία;» ρώτησε ο Περικλής.

«Κοτόπουλο με λαχανικά.» απάντησε εκείνη. «Τίνα, ξεκίνα να σερβίρεις.» Η πιστή της φίλη και βοηθός της έκανε όπως της υπέδειξε.

Όταν έφαγαν, η Κάτια πήγε και κάθισε σε ένα βράχο κοντά στο ρυάκι και κοιτούσε απέναντι. Σε λίγα λεπτά, είδε δίπλα της τον Κωνσταντίνο.

«Γεια. Να καθίσω;» της είπε. Εκείνη του έκανε χώρο να καθίσει.

«Πώς τα πήγες όσο εμείς πολεμούσαμε;» τη ρώτησε.

«Καλύτερα απ' όσο περίμενα. Σας παρακολουθούσα βέβαια από μακριά και αγωνιούσα, αλλά είχα παρέα την Αναστασία και την Τίνα, βοήθησα να μαγειρέψουν κι έτσι πέρασαν γρήγορα οι ώρες.» Απ' τα μάτια της όμως, ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι έκλαιγε όλη μέρα.

«Κοίτα, συμφωνώ πως είναι δύσκολο.» της είπε. «Κι εγώ δεν ήθελα να αφήσω πίσω τη γυναίκα μου, που είναι και έγκυος, τις δύο κόρες μου, όμως δεν γινόταν αλλιώς.»

«Το ξέρω. Ο Αλέξανδρος είναι καλά;»

«Μια χαρά είναι, μην ανησυχείς. Μπορεί να πολεμάνε μεταξύ τους, αλλά πολεμάνε από εκδίκηση, από εγωισμό. Δεν πρόκειται να σκοτώσει ο ένας τον άλλον, γιατί και οι δυο είναι εξίσου καλοί και κάνουν τις ίδιες κινήσεις.»

«Ευχαριστώ πολύ που μου το είπες αυτό, Κωνσταντίνε. Με καθησύχασες. Γιατί δεν θέλω να πάθει κανένας απ' τους δύο κακό, άσχετα που μισούν ο ένας τον άλλον. Δεν παύουν να είναι παιδιά μου.»

«Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να το επιτρέψω αυτό, γιατί η οικογένεια σου είναι και δική μου.»

Εκείνη την ώρα, η Λίζα κι ο Πέτρος πήγαιναν κι εκείνοι να καθίσουν στο ρυάκι. Η Λίζα είδε την αδελφή της, τη φώναξε και τη χαιρέτησε. Η Κάτια τους έκανε νόημα να πλησιάσουν και είπε στον Κωνσταντίνο:

«Μ' αυτά και μ' εκείνα ξεχάστηκα. Έχω ένα σημαντικό άτομο να σου γνωρίσω. Δηλαδή όχι να σου γνωρίσω, διότι την ξέρεις ήδη.»

Ο Κωνσταντίνος την κοίταξε απορημένος. Οι βασιλιάδες της Δύσης τους πλησίασαν και τότε σηκώθηκαν απ' το βράχο. Πρώτος μίλησε ο Πέτρος:

«Μέσα σ' αυτό το χαμό δεν καταφέραμε να συστηθούμε, αξιότιμε Άρχοντα Κωνσταντίνε.»

«Κωνσταντίνε; Γνωριζόμαστε από κάπου;» ρώτησε η Λίζα, ενώ κοιτούσε τα γαλάζια μάτια του, που τόσο πολύ της θύμιζαν κάποιον... «Όμως όχι... Συγχώρησε με, είμαι πολύ ανόητη. Είχα έναν αδελφό Κωνσταντίνο, που σου έμοιαζε, όμως εκείνος δολοφονήθηκε πριν αρκετά χρόνια. Ούτε εγώ δεν θυμάμαι πόσα.»

«Κι όμως. Εγώ είμαι, ο αδελφός σου. Δεν δολοφονήθηκα, είμαι ζωντανός.»

«Δεν μπορεί... Δεν είναι δυνατόν... Αφού σε δολοφόνησαν, δεν μπορεί να είσαι ζωντανός.»

«Μα τι γίνεται εδώ;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Πέτρος.

Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε και τους διηγήθηκε την ιστορία, όπως την είχε διηγηθεί στην Κάτια.

«Αν είναι έτσι και βρισκόμασταν όντως σε κίνδυνο, τότε γιατί δεν με φυγαδεύσατε κι εμένα, να μ' έπαιρνε ο Μάριος μαζί του;» ρώτησε μετά η Λίζα, αφού πέρασε το πρώτο σοκ και σκούπισε κάποια δάκρυα της που έτρεξαν κατά τη διάρκεια της αφήγησης του.

«Διότι ήσουν πολύ μικρή για να φύγεις απ' τον τόπο σου. Γι' αυτό το λόγο, ο Λεωνίδας σε κράτησε και ορκίστηκε στον Μάριο να σε προστατεύει όπως σου είχε ορκιστεί κι εκείνος.»

«Τι; Μη μου πεις ότι είναι εδώ και ο Μάριος; Ζει; Έχεις νέα;»

«Δεν επικοινωνούσαμε λόγω του κινδύνου που υπήρχε και δεν έμαθα ποτέ σε ποιο μέρος της Ανατολής πήγε. Λογικά θα ζει, θα έχει προχωρήσει στη ζωή του και θα έχει κάνει και οικογένεια, όπως εμείς άλλωστε. Ας ελπίσουμε μόνο να μη βρίσκεται ανάμεσα στον Ανατολικό στρατό.»

«Έτσι και τον βρούμε, δεν θα τον πιάσω στα χέρια μου...;»

«Αφήστε τα τώρα αυτά.» είπε η Κάτια. «Έχουμε σημαντικότερα προβλήματα να λύσουμε.»

Και μ' αυτά τα τελευταία λόγια, επέστρεψαν στο στρατόπεδο, καληνύχτισαν ο ένας τον άλλον και πήγε ο καθένας στη σκηνή του.

***********************************

Χορταστικό κεφάλαιο, δεν μπορείτε να πείτε!! Δεν ήθελα να κόψω τη μάχη στη μέση, έτσι σας την έδωσα ολόκληρη.

Στο επόμενο κεφάλαιο θα έχουμε δύο τραυματισμούς και έναν θάνατο..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top