ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16: Μια ευχάριστη έκπληξη


Η μέρα της αναχώρησης έφτασε. Το πρωί, με τα λαλήματα των πετεινών, βγήκε ο τελάλης στην Κεντρική Πλατεία της Πόλης του Βορείου Βασιλείου και ανακοίνωσε πως θα έβγαζαν λόγο ο Βασιλιάς Περικλής και ο Στρατηγός Φάνης. Μετά από λίγα λεπτά και αφού συγκεντρώθηκε όλη η πόλη, έφτασε η βασιλική άμαξα με τη βασιλική οικογένεια. Αφού κατέβηκαν όλοι, μόνο ο Περικλής κι ο Φάνης ανέβηκαν στο βάθρο.

Ο Περικλής πήρε το λόγο και είπε:

«Αγαπητέ λαέ του Βορρά!» Εκείνη τη στιγμή το πλήθος άρχισε να ζητωκραυγάζει. «Μαζευτήκαμε εδώ σήμερα, για να σας ανακοινώσω την αναχώρηση της βασιλικής οικογένειας και όλων των στρατευμάτων του βασιλείου μας με προορισμό την πεδιάδα του Κεντρικού Βασιλείου όπου βρίσκεται το στρατόπεδο. Σε τρεις μέρες ακριβώς, εκεί θα γίνει ο πόλεμος! Μην ανησυχείτε, καλοί μου πολίτες, το βασίλειο μας είναι τόσο δυνατό και τρανό, όσο τα άλλα τέσσερα μαζί!»

Ο κόσμος από κάτω πάλι άρχισε να ζητωκραυγάζει.

«Η νίκη είναι σίγουρη και είναι δική μας! Θα γυρίσουμε θριαμβευτές! Δεν πρόκειται, κανένα άλλο βασίλειο, ούτε να μας εξοντώσει, ούτε να μας αφανίσει, ούτε να μας νικήσει! Και καλώ αυτή τη στιγμή στο βάθρο τον Στρατηγό Φάνη να μιλήσει.» Ο Φάνης ανέβηκε στο βάθρο.

«Ευχαριστώ πολύ, Μεγαλειότατε.»

Άρχισε να μιλάει:

«Αγαπητή βασιλική οικογένεια, αγαπητοί αξιωματικοί, αγαπητοί πολίτες και αγαπητέ στρατέ μου! Από σήμερα και μέχρι τη λήξη του πολέμου είναι μια σημαντική ημέρα για εμάς. Δεν θ' αγωνιστούμε μόνο για το συμφέρων μας ή για τη ζωή μας, ή για το βασίλειο μας, αλλά και για την ελευθερία μας! Γιατί αν νικήσει ο Αλέξανδρος, πράγμα το οποίο δεν θα επιτρέψουμε να γίνει, θα κυβερνήσει και το βασίλειο μας και θα μας έχει σκλάβους του! Γι' αυτό σας προσκαλώ όλους, όσοι είστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το πεδίο της μάχης. Θέλω να καλπάσετε μαζί μου και να τρέξετε μαζί μου και να μ' ακολουθήσετε, για να δείξουμε στα άλλα τα βασίλεια πόσο ενωμένοι και δυνατοί είμαστε. Σε τρεις μέρες που θα ξεκινήσει ο πόλεμος, θα πολεμήσουμε για την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας. Σε τρεις μέρες από σήμερα, που θα είναι 26 Σεπτέμβρη, η ημέρα αυτή θα ονομαστεί Ημέρα Ελευθερίας. Για αυτό, σας καλώ όλους, αδέλφια μου, να πάμε μαζί για τη νίκη και μόνο για τη νίκη...»

Εκείνη την ώρα έβγαλε το σπαθί του, το σήκωσε ψηλά και φώναξε:

«...Στον πόλεμο!» Το ίδιο έκανε κι ο Περικλής και εκείνη τη στιγμή έγινε πανζουρλισμός στην πόλη. Ο λαός ζητωκραύγαζε, πανηγύριζε και ήταν χαρούμενος όσο ποτέ άλλοτε. Ο Περικλής με τον Φάνη κατέβηκαν απ' το βάθρο, μπήκαν στη βασιλική άμαξα και ξεκίνησαν για το παλάτι για τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Σ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής, έδωσαν όλοι συγχαρητήρια στον Περικλή και στον Φάνη για τους υπέροχους λόγους τους. Μόνο η Κάτια δεν έλεγε τίποτα... Έφτασαν στο παλάτι, ετοίμασαν τα άλογα και με τη βοήθεια μερικών υπηρετών φόρτωσαν τις σκηνές, τα πράγματα τους, κουβέρτες και διάφορες άλλες προμήθειες.

Ο στρατός δεν θα αναχωρούσε μαζί τους. Θα πήγαινε στο στρατόπεδο την επόμενη μέρα.

«Είμαστε έτοιμοι για να ξεκινήσουμε, Στρατηγέ Φάνη;» ρώτησε ο Περικλής.

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε, όλα είναι έτοιμα.»

«Πρέπει να έρθω κι εγώ;» ρώτησε ο Χρήστος.

«Δεν σε υποχρεώνει κανείς.» απάντησε ο Περικλής. «Εσύ είσαι υπεύθυνος για τις μάχες στη θάλασσα. Αυτή η μάχη θα είναι στη στεριά.»

«Τότε θα μπορούσε να είναι ο βοηθός μου.» είπε ο Φάνης. «Κουνιάδε μου, σαν χάρη στο ζητάω. Σε θέλω δίπλα μου.»

«Εντάξει.» είπε ο Χρήστος. «Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω αν μείνω πίσω.»

«Ωραία.» είπε ο Περικλής. «Ας ξεκινήσουμε.»

Ξεκίνησαν με πολλές άμαξες και άλογα. Ήταν απόγευμα όταν έφτασαν. Έστησαν τις σκηνές. Όλοι βοήθησαν και μετά, ο Περικλής και ο Φάνης με τον Ανέστη και τον Γιώργο ανέβηκαν στο ύψωμα για να δουν από μακριά τους Δυτικούς να έρχονται να τους υποδεχτούν. Η ώρα είχε περάσει και ο ήλιος κόντευε να δύσει, όμως κανένα ίχνος των Καουμπόηδων απ' τη Δύση.

«Τελικά έκανα λάθος.» είπε ο Περικλής.

«Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Φάνης.

«Οι φίλοι σου οι Δυτικοί δεν θα έρθουν, Στρατηγέ.»

«Μα τι λέτε τώρα; Δεν είναι μόνο δικοί μου φίλοι, είναι ολονών μας. Να δείτε που από στιγμή σε στιγμή θα είναι εδώ.»

«Θα έπρεπε να ήταν ήδη εδώ.» είπε ο Περικλής και, συγκρατώντας το θυμό του, ανέβηκε στο άλογο του κι έφυγε.

«Πού πηγαίνετε;!» του φώναξε ο Φάνης, καθώς εκείνος κατευθυνόταν προς τις σκηνές.

«Έχει δίκιο.» του είπε μετά από λίγο ο Γιώργος. «Δεν μπορούμε να τους περιμένουμε για πάντα. Εγώ φεύγω.»

«Έρχομαι μαζί σου.» είπε ο Ανέστης κι άρχισαν κι εκείνοι να απομακρύνονται.

«Εντάξει, φύγετε!» τους φώναξε ο Φάνης. «Εγώ θα μείνω εδώ και θα τους περιμένω ως τη Δευτέρα Παρουσία! Ο ξάδελφος μου τουλάχιστον θα έρθει, θα το δείτε!»

Όταν έμεινε τελείως μόνος του όμως, κατάλαβε πως αυτό θα ήταν αδιανόητο. Θα ήταν αδύνατον ο Δημήτρης να ξεκινήσει με δικό του στράτευμα απ' τη Δύση χωρίς την εντολή της Βασίλισσας Λίζας, ακόμα κι αν ο ξάδελφος του ήθελε να τους βοηθήσει.

Βράδιασε για τα καλά. Ακόμα κανένα ίχνος απ' τα δυτικά του βασιλείου. Τότε, ο Φάνης κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να έρθουν.

Γεμάτος νεύρα, ανέβηκε πάλι στο άλογο του και κάλπασε με ταχύτητα μέχρι τις σκηνές. Βρήκε τον Περικλή και όλους τους αξιωματικούς στην κεντρική σκηνή. Εκείνη την ώρα, ο Περικλής φώναζε:

«Είναι προδότες!» είπε και κοπάνησε με δύναμη το ποτήρι του στο τραπέζι. Εκείνο έγινε θρύψαλα και το χέρι του μάτωσε απ' τα γυαλιά. Ο Φάνης μπήκε στη σκηνή αμίλητος και λυπημένος.

Ο Περικλής γύρισε προς το μέρος του και του είπε:

«Είδες που στα έλεγα; Τα φιλαράκια σου απ' τη Δύση δεν πρόκειται να έρθουν. Μας πρόδωσαν!» και ξανά χτύπησε το ματωμένο χέρι του στο τραπέζι.

«Μεγαλειότατε, το χέρι σας...» πήγε να πει η Γιάννα, αλλά τη διέκοψε:

«Παράτα με κι εσύ! Μια χαρά είμαι, δεν παθαίνω τίποτα.»

«Συμφωνώ, Μεγαλειότατε.» είπε ο Φάνης και κλότσησε με όλη του τη δύναμη μια καρέκλα. «Μας πρόδωσαν και οι φίλοι μας και τα ξαδέλφια μου.»

«Έλσα, πάρε θέση.» είπε ο Θάνος ψιθυριστά στην Έλσα. «Κάνε κάτι, γιατί έχουν χάσει κι οι δυο την ψυχραιμία τους και είμαστε χαμένοι.»

Η Έλσα αποφάσισε να επέμβει:

«Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά ας μην απογοητευόμαστε ακόμα.» είπε με ψυχραιμία.

«Έχεις δίκιο Έλσα.» είπε ο Περικλής. «Μπράβο σου.»

«Μπράβο αγάπη μου, γιατί μια τέτοια στιγμή, ο πανικός και η απογοήτευση θα μας κάνουν μεγάλο κακό.» είπε ο Φάνης. «Άλλωστε η ελπίδα πεθαίνει πάτα τελευταία.»

«Έχεις κάποια πρόταση;» ρώτησε ο Περικλής.

«Τι έχεις στο μυαλό σου;» τη ρώτησε ο Φάνης.

Η Έλσα απάντησε:

«Προτείνω να στείλω τη Μαριάντζελα στο Δυτικό Βασίλειο, ώστε να μάθει το λόγο για τον οποίο δεν ήρθαν. Μαριάντζελα, δέχεσαι να πας;»

«Εννοείται πως ναι. Μην ανησυχείτε. Θα πάω από μονοπάτια που ξέρω και σε τέσσερις ώρες θα είμαι πίσω.»

«Λαμπρή ιδέα.» είπε ο βασιλιάς.

Κι έτσι, η Μαριάντζελα πήρε το άλογο της και μερικές προμήθειες και ξεκίνησε. Όταν έφυγε, όλοι οι υπόλοιποι κάθισαν να φάνε.

Η μαγείρισσα, η Αναστασία που ήταν και μητέρα του Χρήστου, της Έλσας και της Ανίτας, τους σερβίρισε ρεβίθια με τη βοήθεια της βοηθού της, της Τίνας, που ήταν και η κολλητή της. Το φαγητό άρεσε σε όλους. Λίγο πριν σηκωθούν απ' το τραπέζι, άκουσαν ένα συνθηματικό βούκινο. Εκείνη την ώρα, ο Περικλής πετάχτηκε απ' το τραπέζι και αναρωτήθηκε:

«Τι βούκινο είναι αυτό;»

«Είναι δικό μας βούκινο.» απάντησε ο Φάνης.

Ξαφνικά, μπήκε μέσα στη σκηνή ένας φρουρός τρέχοντας και φώναξε λαχανιασμένος:

«Φοράνε μπλε! Είναι οι Νότιοι, δεχόμαστε επίθεση!» Ο Φάνης και ο Περικλής κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και πίστεψαν στα αλήθεια πως ήρθε το τέλος, επειδή δεν είχαν ακόμα στρατό. Βγήκαν όλοι έξω απ' τη σκηνή, κοιτάζοντας ανήσυχοι γύρω τους.

«Συναγερμός!» φώναξε ο Περικλής.

«Φρουρά, δεχόμαστε επίθεση! Πάρτε θέσεις άμυνας!» φώναξε ο Φάνης στους λιγοστούς φρουρούς που είχαν.

Ο Περικλής κι ο Φάνης όρμησαν στα άλογα τους και ανέβηκαν στο ύψωμα για να δουν. Εκείνη τη στιγμή παρατήρησε ένας φρουρός ότι είχαν διαφορετικό σύμβολο στις σημαίες και στις πανοπλίες.

«Στρατηγέ Φάνη! Δεν είναι μπλε, είναι μοβ και έχουν έναν άσπρο σταυρό αντί για άσπρο αετό.»

«Μοβ με άσπρο σταυρό;» αναρωτήθηκε ο Περικλής. «Δεν υπάρχει τέτοιο σύμβολο.»

Ο Φάνης πήρε τα κιάλια απ' το φρουρό, κοίταξε και είπε:

«Έχετε δίκιο, Μεγαλειότατε. Δεν υπάρχει τέτοιο σύμβολο. Είναι μοβ με άσπρο σταυρό. Και εκτός από αυτό, έρχονται σε μια φάλαγγα και δεν έρχονται με τακτική πολέμου.»

«Λες να είναι οι επαναστάτες που είπε η Μαριάντζελα, Φάνη;» ρώτησε ο Περικλής.

«Μπορεί και να είναι, για το λόγο ότι το συνθηματικό βούκινο ήταν δικό μας για να το αναγνωρίσουμε και επίσης έρχονται με σχηματισμό.»

Ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή, ένας από την ομάδα σήκωσε τη σημαία του Βορρά για αναγνώριση.

«Με γελούν τα μάτια μου;»

«Τι συμβαίνει, Στρατηγέ Φάνη;»

«Ένας από αυτούς σήκωσε το λάβαρο μας.»

«Δώσε μου τα κιάλια να δω.» Εν τω μεταξύ, όλος ο στρατός που υπήρχε είχε φτάσει στο ύψωμα για να τους αντιμετωπίσει.

«Όντως, έχεις δίκιο. Εξαιρετική παρατήρηση.» είπε ο Περικλής. «Είναι οι επαναστάτες.»

«Είδατε, Μεγαλειότατε, που ήρθε βοήθεια και απογοητευτήκαμε άδικα;»

«Πάντως, Δυτικοί δεν είναι.» είπε απογοητευμένος ο Περικλής.

«Τι έγινε; Είναι ο Αλέξανδρος;» ρώτησε η Κάτια, η οποία εκείνη τη στιγμή έφτασε μαζί με τη Γιάννα.

«Ευτυχώς όχι ακόμα, μητέρα.» είπε ο Περικλής.

«Τότε, ποιοι είναι;» ρώτησε η Γιάννα.

«Είναι επαναστάτες των χωριών του Κεντρικού Βασιλείου και όσοι γλίτωσαν απ' το Νότιο.» απάντησε ο Φάνης.

«Πάμε να τους υποδεχτούμε.» είπε ο Περικλής και πήγε με τον Φάνη, την Άννα, την Έλσα και πιο πίσω την Κάτια και τη Γιάννα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι γύρισαν πίσω κατόπιν διαταγής του Περικλή.

Συναντήθηκαν και ένας άντρας που απ' ότι φαινόταν ήταν ο αρχηγός τους κατέβηκε απ' το άλογο. Της Κάτιας της ήταν κάπως γνώριμος.

«Χαίρετε, Βασιλιά Περικλή και Βασίλισσα Άννα.» είπε και έκανε υπόκλιση μπροστά τους.

«Μου φαίνεται πως από κάπου σας ξέρω εσάς.» είπε η Κάτια, καθώς τον παρατηρούσε.

Είχε καστανά μαλλιά με γκρίζους κροτάφους και γαλάζια μάτια. Έκανε υπόκλιση μπροστά της και της φίλησε το χέρι σαν ιππότης.

«Κωνσταντίνος, Άρχοντας του χωριού της Αναγέννησης και αρχηγός όλων των επαναστατών εναντίον των Νοτίων. Χαιρετώ την υπέροχη Βασίλισσα Κάτια.»

«Καλώς ήλθατε.» είπε ο Περικλής.

«Κι όμως κάπου σας ξέρω. Το όνομα σας, αλλά και τα μάτια σας, κάτι μου θυμίζουν.» επέμεινε η Κάτια.

Ο Κωνσταντίνος της χαμογέλασε και της είπε:

«Ο κουνιάδος σου είμαι. Ο αδελφός του Λεωνίδα. Περικλή, είμαι θείος σου.» Ο Περικλής προσπαθούσε να καταλάβει, ενώ η Κάτια είχε μείνει άφωνη.

«Κώστα;» είπε. «Ζεις; Όχι, αποκλείεται. Δολοφονήθηκες...»

«Αναστήθηκα.» είπε γελώντας ο Κώστας και ευθύμησαν όλοι.

«Καλώς ήλθες, θείε.» είπε ο Περικλής.

«Σε τι οφείλουμε την επίσκεψη σας Άρχοντα Κωνσταντίνε;» ρώτησε ο Φάνης.

«Επαναστατήσαμε εναντίον των Νοτίων και λόγω του πολέμου των Τεσσάρων Βασιλείων, ήρθαμε να σας τιμήσουμε με την παρουσία μας και να σας βοηθήσουμε στον πόλεμο.»

«Τότε, είσαστε καλοδεχούμενοι.» είπε ο Περικλής. «Ελάτε να σας δείξω πού θα στρατοπεδεύσετε και εσείς, Άρχοντα Κωνσταντίνε, ελάτε στην Κεντρική Σκηνή.»

«Μα δεν καταλαβαίνω...» είπε η Κάτια.

«Δεν πειράζει. Θα στα εξηγήσω αργότερα ιδιαιτέρως.» είπε ο Κώστας.

Έτσι λοιπόν, ο στρατός των Επαναστατών πήγε να στήσει τις σκηνές και να στρατοπεδεύσει, ενώ όλοι οι υπόλοιποι γύρισαν στην κεντρική σκηνή. Κέρασαν τον Κωνσταντίνο ρεβίθια και ένα γλυκό για επιδόρπιο και στη συνέχεια έκαναν συμβούλιο για διάφορες τακτικές πολέμου. Εκείνη τη στιγμή, ο Κωνσταντίνος πετάχτηκε και είπε:

«Σας έχω έναν ιδιαίτερο καλεσμένο.»

«Ποιον;» αναρωτήθηκε ο Περικλής.

Ο Κωνσταντίνος έκανε νόημα σε έναν φρουρό του να φέρει τον καλεσμένο. Λίγα λεπτά μετά, εμφανίστηκε και είπε:

«Καλησπέρα.» Όλοι έμειναν έκπληκτοι.

«Βασιλιά Μάξιμε;» είπαν με μια ομοφωνία.

«Δεν μπορεί...» έκανε η Κάτια. «Σήμερα βρήκαν να αναστηθούν όλοι οι νεκροί;»

«Δυστυχώς, δεν αναστήθηκα, αλλά παρά τρίχα γλίτωσα το κατώφλι του θανάτου. Οι μαφιόζοι νόμιζαν πως με σκότωσαν, ενώ στην πραγματικότητα με είχαν τραυματίσει ελαφρά και παρίστανα τον νεκρό. Τους ξέφυγα και μετά βρέθηκα σ' ένα χωριό του Κεντρικού Βασιλείου, όπου εκεί με φιλοξένησε ο Κωνσταντίνος.» είπε ο Μάξιμος.

«Και η σύζυγος σας, η Βασίλισσα Ιουλία;» ρώτησε η Έλσα.

Ο Μάξιμος έσκυψε το κεφάλι.

«Δυστυχώς... εκείνη δεν κατάφερα να τη σώσω. Τη σκότωσαν μπροστά στα ίδια μου τα μάτια...»

«Τι; Μιλάς σοβαρά;» είπε η Κάτια.

«Δεν θέλω να το θυμάμαι, διότι μόνο κακό μου κάνει.»

«Τι άλλα νέα από τους εχθρούς;» ρώτησε ο Περικλής.

«Περικλή!» φώναξε η Κάτια.

«Σταμάτα, μητέρα. Πόλεμο έχουμε. Εχθρούς θα τους αποκαλώ όλους τους Νότιους. Ακόμα και τον Αλέξανδρο. Δεν είναι αδελφός μου πια.»

«Περικλή, συγκεντρώσου γιατί θα ξαναφάς χαστούκι!»

«Άκου να δεις...» της είπε απειλητικά ο Περικλής. «Δεν θα με κάνεις εσύ ρεζίλι μπροστά σε όλους με τις ηλιθιότητες σου. Εντάξει;!» της φώναξε.

Η Κάτια έφυγε νευριασμένη και ο Κωνσταντίνος την ακολούθησε για να την ηρεμήσει και να της εξηγήσει τι έγινε.

«Σας ακούω, βασιλιά Μάξιμε.» είπε ο Περικλής.

«Ο Αλέξανδρος μάζεψε ό,τι στρατό είχε διαθέσιμο και αύριο μαζί με τους Ανατολικούς θα στρατοπεδεύσουν στην άλλη όχθη. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.»

«Ανυπομονώ να ξεκινήσει...» είπε ο Περικλής με σατανικό ύφος. «...ο πόλεμος.»

Έλεγε τη λέξη «πόλεμος» και θα 'λεγε κανείς ότι το ευχαριστιόταν.

«Μεγαλειότατε, ψυχραιμία. Θα 'ρθει κι αυτή η στιγμή. Μη βιαζόμαστε, γιατί όποιος βιάζεται σκοντάφτει.» είπε ο Φάνης.

«Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα απ' το να προετοιμαζόμαστε αυτή τη στιγμή και να περιμένουμε να έρθουν.» συμπλήρωσε η Άννα.

«Να ρωτήσω κάτι άσχετο; Η Μαριάντζελα γιατί δεν γύρισε ακόμα;» αναρωτήθηκε η Έλσα. «Είπε πως σε τέσσερις ώρες θα είναι πίσω.»

«Λέτε να συνέβη κάτι, που είναι και μόνη της;» ρώτησε η Γιάννα.

«Μπα, δεν νομίζω, διότι ξέρει πολύ καλά τα μονοπάτια, είναι γρήγορη και είναι και πολύ καλή στο να υπερασπίζεται τον εαυτό της.» είπε η Ανίτα.

«Συμφωνώ σ' αυτό.» συμπλήρωσε η Έλσα.

«Μπορεί να μην είναι έτοιμοι οι Δυτικοί ακόμα και να περιμένει για να έρθει αύριο μαζί τους. Εξάλλου, κι επειδή τους γνωρίζω απ' τα ξαδέλφια μου και μέσα από τους φίλους, θέλουν να είναι τέλειοι σε ό,τι κάνουν. Δώστε τους λίγο χρόνο ακόμα, Μεγαλειότατε. Και να δείτε που θα έρθουν. Έχετε μου εμπιστοσύνη.» είπε ο Φάνης.

«Εντάξει, Στρατηγέ Φάνη. Σου έχω τυφλή εμπιστοσύνη.» Εκείνη τη στιγμή, ο Φάνης κοίταξε την Έλσα και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον. Ήξεραν ότι ο έρωτας τους είχε ανθίσει σε περίοδο πολέμου, όμως ήταν δυνατοί και θα ξεπερνούσαν κάθε δυσκολία για να παραμείνει η αγάπη τους- και κυρίως οι ίδιοι- ζωντανή, ακόμα και μέσα σε όλο αυτό το χάος.

Την ίδια στιγμή, πίσω απ' την κεντρική σκηνή, ο Κωνσταντίνος βρήκε την Κάτια να κάθεται πάνω σε κάτι ξύλα.

«Θα κρυώσεις με τόση υγρασία.» της είπε.

«Άσε με, σε παρακαλώ. Δεν αντέχω άλλες εκπλήξεις για σήμερα.»

«Δηλαδή... ο Λεωνίδας δεν σου είπε τίποτα;»

«Τι να μου πει;»

Ο Κωνσταντίνος κάθισε δίπλα της στα ξύλα.

«Ο Μάριος κι εγώ δεν δολοφονηθήκαμε.»

«Πώς; Μα... αφού μου το είπαν καθαρά. Βρήκαν τα πτώματα στα δωμάτια σας.»

«Έτσι σου είπαν, Κάτια. Όμως εσύ τα είδες; Μας είδες νεκρούς;»

«Όχι. Ήμουν στον Νότο τότε.»

«Τα φέρετρα είχαν τούβλα μέσα. Οι κηδείες μας ήταν ψεύτικες.»

«Μα γιατί;»

«Θέλαμε να πιστέψουν όλοι πως είμαστε νεκροί για να αποφύγουμε τους δολοφόνους, οι οποίοι είχαν βάλει στο μάτι όλη μας την οικογένεια. Ο πατέρας μας δολοφονήθηκε, η Άντζελα πέθανε από αρρώστια, η μητέρα σου ήταν στα πρόθυρα της τρέλας... Έτσι λοιπόν, συμφωνήσαμε με τον Λεωνίδα να πει σε όλους πως δολοφονηθήκαμε και αργότερα να πάρει ο ίδιος τη βασιλεία. Του είπαμε να φύγει κι εκείνος, όμως αρνήθηκε, λέγοντας μας πως ήταν ο διάδοχος και μας φυγάδευσε μέσα στη νύχτα. Φύγαμε χωριστά, για να μη γίνουμε στόχος οι δυο μας. Ο Μάριος πήγε στην Ανατολή και εγώ στο Χωριό της Αναγέννησης και κάθε τόσο, ο Λεωνίδας μας έγραφε για τα νέα που επικρατούσαν στον Βορρά. Ώσπου μας είπε ότι επανέφερε το σύστημα των κατασκόπων και οι πρώτοι κατάσκοποι εκτέλεσαν τους εχθρούς και πως, αν ήθελα, μπορούσα να γυρίσω πίσω. Όμως οι άνθρωποι του χωριού μ' είχαν κάνει άρχοντα τους και δεν μπορούσα να φύγω. Το αγάπησα αυτό το χωριό και αγάπησα και μία κοπέλα, την Ευγενία, με την οποία στη συνέχεια παντρευτήκαμε. Απ' τον Μάριο δεν είχα νέα και αργότερα δεν είχα ούτε απ' τον Λεωνίδα. Το τελευταίο γράμμα του έλεγε πως είχατε παντρευτεί και πως έμαθε ότι ο πατέρας μας ήταν... ό,τι ήταν, ξέρεις εσύ.»

Δεν μπορούσε να προφέρει τη λέξη βιαστής. Ακόμα κι εκείνον, που ήταν τόσο γενναίος, τον σοκάριζε.

«Αν είναι έτσι... τότε γιατί εμένα ο Λεωνίδας δεν μου είπε τίποτα;»

«Δεν ξέρω. Ήλπιζα πως θα στο έλεγε.»

«Και η μητέρα μου; Η Λίζα; Αφού δεν είδαν ούτε τα υποτιθέμενα πτώματα στα δωμάτια ούτε στις κηδείες σας, πώς πείστηκαν;»

«Είπαν πως τα σώματα μας ήταν κατακρεουργημένα και δεν θα άντεχαν να μας δουν, έτσι τα φέρετρα παρέμειναν κλειστά.»

«Και πώς μάθαινες νέα του Βορείου Βασιλείου και του Λεωνίδα, όταν διακόπηκε η επικοινωνία μεταξύ σας;»

«Καθώς είχε εμφανιστεί πλέον το σύστημα των κατασκόπων, έστελνα κατασκόπους μου σε όλα τα βασίλεια κι έτσι μάθαινα νέα και ήμουν πάντα μέσα στα πράγματα.»

«Έξυπνο...» είπε η Κάτια και μετά έμειναν σιωπηλοί. "Ποιοι αλλοι το ήξεραν;" ρώτησε μετά από λίγο.

"Ορισμένοι υπηρέτες οι οποίοι μας βοήθησαν, κάποιοι φρουροί που δεν άφησαν τη μητέρα σου και τη Λίζα να μπουν στα δωμάτια, ο τότε στρατηγός και η μητέρα μας. Δεν μπορούσαμε να της πούμε πως δολοφονηθήκαμε. Θα πέθαινε απ' τον καημό της."

"Μα γιατί ούτε εκείνη δεν μου είπε τίποτα;" Ρώτησε έκπληκτη η Κάτια.

"Τη βάλαμε να ορκιστεί να μην πει σε κανέναν την αλήθεια. Και από ότι φαίνεται, κράτησε παραπάνω από όσο χρειαζόταν τον όρκο της. Ίσως και να ήλπιζε ότι θα επιστρέψουμε κάποια μέρα και θα σου αποκαλύψουμε οι ίδιοι την αλήθεια. Και να που έγινε."

Μετά από λίγο, και αφού το σοκ όλων αυτών των αποκαλύψεων πέρασε, η Κάτια αναστέναξε μελαγχολικά.

«Είδες πώς καταντήσαμε;» του είπε. «Ο ένας μου γιος δεν με σέβεται, ενώ ο άλλος έχει στραφεί εναντίον μας. Πόσο ν' αντέξω ακόμα; Νιώθω λες και όλη μου η ζωή είναι γεμάτη με αλήθεια και ψέμα και δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ένα από το άλλο. Τα δυο μου παιδιά μισούν ο ένας τον άλλον, θα έρθουν σε πόλεμο μεταξύ τους κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό.»

Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να την καθησυχάσει λίγο, λέγοντας:

«Ο πόλεμος είναι κακό πράγμα, Κάτια. Σε αυτό συμφωνώ. Και είναι πολύ δύσκολο τα άτομα που αγαπάς να σε προδίδουν με αυτόν τον τρόπο. Όμως πρέπει να παραμείνεις δυνατή και απλά να περιμένεις να δεις τι θα γίνει και να προσεύχεσαι για το καλύτερο.»

«Φοβάμαι πως δεν είμαι αρκετά δυνατή, Κώστα. Δυνατά άτομα είναι ο Περικλής, ο Φάνης, η Έλσα...»

«Εγώ λέω πως είσαι. Γιατί η δύναμη βρίσκεται στην ψυχή. Κι εσύ έχεις τεράστια ψυχική δύναμη.»

Η Κάτια δεν άντεξε άλλο και δάκρυσε.

«Βλέπεις; Δεν έχω καθόλου ψυχική δύναμη. Κλαίω... Όλα εδώ μέσα, όλα στην ψυχή μου, έχουν καεί. Δεν μου έχει μείνει τίποτα πλέον.»

«Έλα τώρα, ηρέμησε. Όλα θα πάνε καλά. Ο Αλέξανδρος δεν θα πάθει κακό, στο εγγυώμαι εγώ. Το πιο πιθανό είναι να χάσει όλο τον στρατό του και τότε να καταλάβει το λάθος του και να γυρίσει σε εσάς, στην πραγματική του οικογένεια.» Η Κάτια τον αγκάλιασε. «Όλα θα πάνε καλά.» της είπε. «Στο υπόσχομαι.»

«Σε ευχαριστώ... Σε ευχαριστώ.» ψιθύρισε εκείνη.

«Πήγαινε για ύπνο, Κάτια. Είσαι κουρασμένη.»

«Εντάξει.» είπε η Κάτια.

Έβγαλε το μαντίλι της μητέρας της και σκούπισε τα μάτια της. Μετά, ο Κωνσταντίνος την πήγε μέχρι τη σκηνή της, είπαν «καληνύχτα» ο ένας στον άλλον κι εκείνος προχώρησε προς τη δική του σκηνή.

**********

Στο επόμενο κεφάλαιο ετοιμαστείτε για την πρώτη μάχη! Ο πόλεμος ξεκινάει...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top