ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: Οι διαπραγματεύσεις στο Κεντρικό Βασίλειο
Την άλλη μέρα το πρωί, η Κάτια ξύπνησε και πετάχτηκε επάνω.
«Ωχ, το ταξίδι...» είπε, καθώς θυμήθηκε ότι δεν είχαν κάνει καμία προετοιμασία και έπρεπε να είχαν ήδη ξεκινήσει. Κοίταξε απέναντι, στην άλλη πλευρά του δωματίου, όπου κοιμούνταν σ' ένα καναπέ η Γιάννα και σ' έναν άλλο η Έλσα. Πήγε και τις ξύπνησε:
«Ξυπνήστε, κορίτσια. Πρέπει να φύγουμε.» τους είπε γεμάτη αγωνία.
Εκείνες σηκώθηκαν βιαστικά και πήγαν στο δωμάτιο της Έλσας για να ετοιμαστούν. Έπρεπε να φοράνε όλοι το επίσημο χρώμα του Βορρά, το κόκκινο και επειδή η Γιάννα δεν προλάβαινε να πάει σπίτι της, της έδωσε η Έλσα ένα κόκκινο φόρεμα. Η Κάτια ντύθηκε κι εκείνη βιαστικά, έπιασε τα μαλλιά της ψηλά και κατέβηκε κάτω τελείως άβαφη.
Έμεινε έκπληκτη μόλις είδε ότι οι άμαξες ήταν έτοιμες και όλοι ήταν έτοιμοι για αναχώρηση.
«Φάνη; Ποιος τα ετοίμασε όλα αυτά;» ρώτησε.
«Μα φυσικά εγώ, Μεγαλειοτάτη. Με βοήθησαν βέβαια οι βοηθοί μου και κάποιοι αξιωματικοί. Δεν είχε απομείνει κανένας άλλος, αφού εσείς κι ο γιος σας καταρρεύσατε χθες βράδυ.» απάντησε εκείνος.
«Ευχαριστώ. Όμως γιατί τόσοι φρουροί και στρατιώτες;»
«Για την ασφάλεια μας. Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορεί κανείς χωρίς φρουρά αυτές τις μέρες.»
«Σ' ευχαριστώ και πάλι.» του είπε χαμογελώντας και στράφηκε στον Περικλή.
Εκείνος όμως απέφυγε το βλέμμα της και είπε στον Φάνη:
«Τι περιμένουμε για να φύγουμε, στρατηγέ;»
«Τον Ναύαρχο Χρήστο.» απάντησε. «Παρόλο που η μάχη θα γίνει στη στεριά, οφείλει να έρθει μαζί μας για να δει τι απόφαση θα πάρουμε.»
«Εγώ ξέρω ποια απόφαση θα είναι αυτή.» είπε ο Περικλής, αποφασισμένος για όλα.
Εκείνη την ώρα, είδαν τον Χρήστο να καταφθάνει τρέχοντας πάνω στο κατάλευκο άλογο του, τον Φρέντη.
«Γιατί άργησες;» τον ρώτησε ο Φάνης. «Όλοι εσένα περιμέναμε.»
«Τσακωνόμουν με την Κατερίνα.» απάντησε εκείνος. «Τελικά χωρίσαμε.» Ο Θάνος πλησίασε με το δικό του άλογο, ένα γκρίζο με το όνομα Τζώρτζης.
«Που είσαι, ξάδελφε; Τι έγινε;» τον ρώτησε.
«Χώρισα με την Κατερίνα.» είπε ο Χρήστος.
Πλησίασαν και η Έλσα με τη Γιάννα. Εκείνες δεν θα έπαιρναν τα άλογα τους μαζί.
«Και οι δικοί σας τι θα πουν; Μην ξεχνάς ότι εκείνοι κανόνισαν τον αρραβώνα.» συνέχισε ο Θάνος.
«Η μητέρα μου το ξέρει ήδη. Το είχα συζητήσει μαζί της εδώ και καιρό ότι σκόπευα να τη χωρίσω. Τελικά το δέχτηκε. Πάνω από όλα η ευτυχία μου, είπε. Με τους γονείς της Κατερίνας θα έχουμε ένα θέμα.»
«Μακάρι να ήταν και οι δικοί μου γονείς τόσο ελαστικοί στο θέμα του αρραβώνα μου. Αλλά δεν με πειράζει. Μέχρι στιγμής δεν σχεδιάζω να χωρίσω με τη Μαίρη.» είπε και γέλασαν.
Η Έλσα παρατήρησε πως η Γιάννα απογοητεύθηκε με αυτά τα τελευταία λόγια του Θάνου.
«Αρκετά με τα ερωτικά σας!» φώναξε ο Φάνης. «Ώρα να φύγουμε.»
(Στην εικόνα βλέπουμε το σχεδιάγραμμα της συνοδείας με τις άμαξες. Ζητώ συγνώμη για την πρόχειρη δουλειά και που δεν είναι ίσιο. Παρακάτω τα εξηγώ και πιο αναλυτικά. Αν σας μπερδεύει η εικόνα, απλά αγνοήστε την!)
Το καραβάνι με τις άμαξες ξεκίνησε. Πρώτος πήγαινε ο Φάνης πάνω στο άλογο του. Πίσω ακολουθούσαν οι δύο πιστοί του βοηθοί, ο Ανέστης και ο Γιώργος, καβάλα στα δικά τους άλογα. Ακριβώς πίσω τους πήγαινε η βασιλική άμαξα που την έσερναν δυο άλογα. Μέσα βρίσκονταν ο Περικλής, η Άννα, η Κάτια, η Γιάννα και η Έλσα.
Στ' αριστερά της άμαξας πήγαινε η Ανίτα, η δεύτερη βοηθός της Έλσας και επίσης δίδυμη αδελφή της, επίσης στο άλογο της, την οποία ακολουθούσαν πεζοί δύο τοξότες και στη μέση ένας φρουρός, παραταγμένοι ο ένας πίσω απ' τον άλλον. Απ' τη δεξιά πλευρά της άμαξας πήγαινε η Μαριάντζελα με το άλογο της και την ακολουθούσαν επίσης δύο τοξότες κι ένας φρουρός.
Πίσω ακριβώς από την άμαξα, πήγαιναν επίσης σε άλογα η Στέλλα, η αρχηγός των καβαλάρηδων, ο Άκης, ο Συνταγματάρχης πεζικού και φίλος του Φάνη, και ανάμεσα τους ένας φρουρός πεζός. Τους ακολουθούσαν ο Χρήστος με τον Θάνο καβάλα στον Φρέντη και τον Τζώρτζη αντίστοιχα. Λίγο πιο πίσω πήγαινε η δεύτερη άμαξα, μέσα στην οποία βρίσκονταν δώδεκα φρουροί και τρεις υπηρέτες. Εκείνη περιφρουρούνταν επίσης από δύο τοξότες κι έναν φρουρό σε κάθε της πλευρά.
Πίσω από αυτήν βάδιζαν δύο φρουροί έφιπποι. Ανέβηκαν σ' ένα ύψωμα, απ' το οποίο φαινόταν μία απ' τις απέραντες πεδιάδες του Κεντρικού Βασιλείου. Ο Φάνης, επειδή διέκρινε κίνηση στην πεδιάδα απομακρύνθηκε λίγο απ' τους άλλους για να δει τι ήταν. Αμέσως μετά, ο Ανέστης κι ο Γιώργος τον ακολούθησαν. Ο Περικλής έβγαλε το κεφάλι του έξω απ' το παράθυρο της άμαξας και ρώτησε:
«Στρατηγέ Φάνη, τι βλέπεις;!»
«Βλέπω τους Δυτικούς στο βάθος της πεδιάδας, Μεγαλειότατε!» απάντησε ο Φάνης. «Πηγαίνουν κι εκείνοι προς την Πρωτεύουσα!»
«Κοιτάξτε, Στρατηγέ.» παρατήρησε ο Ανέστης. «Υπάρχουν ομαδούλες που πηγαίνουν προς τα χωριά.»
«Δίκιο έχεις. Μπράβο, Ανέστη. Καλή παρατήρηση.» είπε ο Φάνης και στράφηκε πάλι προς τις άμαξες.
Πήγε δίπλα στην άμαξα από τη μεριά του Περικλή και του είπε:
«Διακρίναμε και κάποιες ομαδούλες να πηγαίνουν προς τα χωριουδάκια, Μεγαλειότατε. Τι πιστεύετε ότι είναι;» Ο Περικλής πήρε τα κιάλια και κοίταξε λίγο έξω απ' το παράθυρο, πέρα στην πεδιάδα. Όντως, μερικές ομάδες αθώων πολιτών, άλλοι με άλογα, άλλοι με βόδια, άλλοι με τα πόδια, προχωρούσαν σε διάφορα χωριά του Κέντρου και μάλιστα σε κάποια χωριά παρατήρησε οχλαγωγία.
«Μάλλον ετοιμάζουν κάποια επανάσταση.» είπε.
Η Μαριάντζελα κοίταξε προς τα πίσω.
«Ναι, ξέρω.» είπε. «Τους είδα να φεύγουν απ' το Νότιο Βασίλειο. Ετοιμάζουν επανάσταση κατά του Αλέξανδρου και μάλλον θα έρθουν με το μέρος μας.» Η Έλσα έβγαλε κι εκείνη το κεφάλι της απ' έξω και τη ρώτησε:
«Και γιατί δεν μας το είπες νωρίτερα, Μαριάντζελα;»
«Ε... Πάνω στη σύγχυση μου, που να το θυμηθώ...;» απάντησε.
«Δεν πειράζει, Έλσα.» απάντησε ο Περικλής. «Μην τη μαλώνεις. Άλλωστε, η Μαριάντζελα έκανε μια χαρά τη δουλειά της και με το παραπάνω.»
Το ταξίδι τους συνεχίστηκε χωρίς απρόοπτα. Όσο περνούσαν οι ώρες και κόντευαν να φτάσουν στην Πρωτεύουσα, ο Περικλής φαινόταν όλο και πιο νευρικός. Η Άννα δεν τολμούσε ούτε να του μιλήσει, ούτε να τον ηρεμήσει, ούτε τίποτα. Γενικά τις τελευταίες ημέρες είχε γίνει απλησίαστος. Δεν υπήρχε ίχνος ρομαντισμού ή τρυφερότητας από μέρους του, όπως τον πρώτο καιρό.
Κι όμως, τώρα ο Περικλής την είχε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Αυτό μπορούσε να της το αποδείξει όταν βρίσκονταν μόνοι, στο κρεβάτι τους. Αλλά και πάλι, όταν τέλειωναν, εκείνος πάγωνε ξανά, γινόταν ψυχρός και αμίλητος.
Θεέ μου. Σκεφτόταν η Άννα. Αν δεν σκοτώσει τον αδελφό του, δεν θα ησυχάσει. Ο Περικλής, λες και διάβασε τη σκέψη της, της έπιασε απαλά το χέρι και το κράτησε ανάμεσα στα δικά του, χωρίς να μιλήσει.
Έφτασαν στην Πρωτεύουσα το μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε. Οι φρουροί της πόλης τους άνοιξαν τις πύλες με χαρά. Διέσχισαν μερικούς δρόμους. Η Πρωτεύουσα ήταν πολύ ωραία, γεμάτη κτήρια, εργοστάσια, καταστήματα... Αυτό το μέρος πήγαινε πολύ μπροστά! Έξω απ' το τεράστιο παλάτι του βασιλιά, που λεγόταν και Κάστρο, κατέβηκαν απ' τις άμαξες και τα άλογα και μπήκαν όλοι μέσα, εκτός από τους φρουρούς και τους υπηρέτες.
Διέσχισαν τους καταπράσινους κήπους ακολουθώντας έναν φρουρό που φορούσε το επίσημο χρώμα του Κεντρικού Βασιλείου: το καφέ.
Σταμάτησαν μπροστά από μια άλλη πύλη, μικρότερη απ' την κεντρική πύλη του Κάστρου. Ο Φάνης είχε πάρει μαζί του ένα μπαστούνι, το οποίο κουβαλούσε από την άμαξα.
«Τι το θες το μπαστούνι, Φάνη;» ρώτησε ο Περικλής.
«Θα σας πω μετά, Μεγαλειότατε.» είπε ο Φάνης και άρχισε να πηγαίνει κουτσαίνοντας και στηριζόμενος σε αυτό.
Όλοι τον κοιτούσαν παραξενευμένοι. Η Έλσα ανησύχησε στην αρχή, νόμιζε πως χτύπησε κάπου, αλλά δεν μίλησε. Στη συνέχεια κατάλαβε ότι ο σύντροφος της προσποιούνταν και είχε συγκεκριμένο λόγο που το έκανε αυτό.
«Παρακαλώ, περιμένετε εδώ ώσπου να καταφθάσουν και τα άλλα βασίλεια και να ακούσετε το διάγγελμα για να εισέλθετε.» τους είπε ο φρουρός κι έφυγε. Ο Φάνης είπε στον Περικλή, στην Κάτια, στην Έλσα και στη Γιάννα να τον ακολουθήσουν. Πήγαν σ' ένα δέντρο λίγο πιο πέρα. Άνοιξε το μπαστούνι του και τους έδειξε ότι μέσα είχε ένα σπαθί. Στην πραγματικότητα το μπαστούνι ήταν η θήκη του.
«Το κάνω για ασφάλεια.» εξήγησε. «Σίγουρα δεν θα μας επιτρέψουν να έχουμε οπλισμό, αλλά για να μην τύχει κάτι, αποφάσισα να φτιάξω αυτή την ειδική θήκη για να κρύψω έτσι το σπαθί μου.»
«Φανταστική ιδέα.» είπε ο Περικλής και γέλασαν με την έξυπνη αλλά και αστεία ιδέα του.
«Εδώ που τα λέμε, καλύτερα να είμαι κι εγώ οπλισμένη.» είπε η Έλσα. «Γιάννα, δώσε μου μερικά φάρμακα σου.»
Η Έλσα είχε πάντα μαζί της ένα τσαντάκι με όλα τα πράγματα της μέσα, δηλαδή ένα μικρό σπαθάκι, ένα πορτοφόλι με χρήματα και ένα μαντίλι. Η Γιάννα άνοιξε τη βαλίτσα της, μέσα στην οποία είχε φάρμακα και επιδέσμους για περίπτωση τραυματισμού. Έβγαλε μερικά φάρμακα και χάπια και τα έβαλε στο τσαντάκι της Έλσας.
«Για να μη φαίνεται το σπαθάκι.» εξήγησε η Έλσα στους υπόλοιπους.
«Συγχαρητήρια και στους δύο για τις υπέροχες ιδέες σας.» είπε η Κάτια.
«Ήρθαν οι Δυτικοί!» φώναξε η Άννα.
Όλοι γύρισαν και είδαν μια ομάδα με τις επίσημες, πράσινες καουμπόικες ενδυμασίες του Δυτικού Βασιλείου, το οποίο ήξεραν όλοι πως ήταν ένα ισχυρό βασίλειο με μεγάλη αγάπη στα άλογα, αλλά και στα όπλα και είχαν επίσης το καλύτερο σώμα κατασκόπων. Η ομάδα πλησίασε τους Βόρειους.
«Άλλαξαν βασιλιάδες. Μια ηλικιωμένη θυμάμαι εγώ.» παρατήρησε η Κάτια, ενώ κατάλαβε πως από κάπου ήξερε το καινούργιο βασιλικό ζεύγος.
Ο Φάνης αγκάλιασε φιλικά τον ξάδελφο του, τον Δημήτρη, που ήταν στρατηγός του Δυτικού Βασιλείου.
«Ξάδελφε! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» του είπε.
«Χρόνια και ζαμάνια.» είπε ο Δημήτρης με το ανέμελο ύφος του.
«Συνάδελφε!» φώναξε η Αρχικατάσκοπος των Δυτικών, η Μαριάννα και αγκαλιάστηκε με την Έλσα.
«Ξαδερφούλα!» είπε ο Φάνης στη Μαριάννα.
«Γεια σου ρε ξάδελφε Φάνη!» είπε η Μαριάννα.
Μετά ο Φάνης σύστησε την Έλσα στον Δημήτρη:
«Από εδώ ο Δημήτρης, ξάδελφος μου και Στρατηγός της Δύσης. Δημήτρη, η Έλσα, η Αρχικατάσκοπος μας και κοπέλα μου.»
«Χάρηκα.» είπε ο Δημήτρης.
«Κι εγώ.» απάντησε η Έλσα κι έκαναν θερμή χειραψία.
«Η Μαριάννα είναι αδελφή του και επίσης ξαδέλφη μας.» συμπλήρωσε ο Φάνης.
«Αλήθεια; Δεν μου είχες πει ποτέ πως έχεις συγγενείς στη Δύση. Με τη Μαριάννα είχε τύχει να γνωριστούμε σε μια συνάντηση μεταξύ κατασκόπων, σε ένα από τα δάση του Κέντρου, αλλά ούτε εκείνη μου είχε αναφέρει αντίστοιχα ότι ο Στρατηγός μας είναι ξάδελφος της.»
«Δεν έτυχε.» απάντησε η Μαριάννα. «Με συγχωρείς.»
«Δεν πειράζει. Άλλωστε τότε δεν ήμασταν ακόμα μαζί με τον Φάνη.»
Και στη βασιλική πλευρά όμως υπήρχαν συναντήσεις.
«Κάτια;» είπε η βασίλισσα των Δυτικών. «Δεν με θυμάσαι; Η Λίζα είμαι, η αδελφή σου.»
«Πώς;» έκανε η Κάτια. «Λίζα, ζεις;»
«Μα φυσικά. Γιατί να μη ζω;»
«Δεν είχα μάθει νέα σου. Νόμιζα ότι...»
«Κι εγώ είμαι ο Πέτρος, ο υπηρέτης που είχε γνωρίσει τότε η Λίζα στο παλάτι.» είπε ο βασιλιάς.
Το αρχικό σοκ της Κάτιας πέρασε και κατάφερε να ρωτήσει:
«Μα πως γίνατε βασιλιάδες;»
«Ζούσαμε πολύ καιρό στη Δύση. Από τότε που φύγαμε απ' τον Βορρά.» εξήγησε η Λίζα. «Εγώ βρήκα δουλειά στο παλάτι της Δύσης ως προσωπική υπηρέτρια της βασίλισσας, ενώ ο Πέτρος ως ιπποκόμος στους στάβλους. Η βασίλισσα με εμπιστευόταν πάρα πολύ και με είχε σαν κόρη της, έτσι με έχρησε βασιλική της ακόλουθο. Προχθές, δυστυχώς, άφησε την τελευταία της πνοή, καθώς είχε γεράσει πλέον. Πριν πεθάνει, διέταξε να γίνουμε βασιλιάδες εγώ κι ο άντρας μου, καθώς δεν είχε παντρευτεί ποτέ της για να κάνει παιδιά και εγώ, τόσα χρόνια στο πλάι της, προετοιμαζόμουν χωρίς να το ξέρω για να γίνω διάδοχος της στο θρόνο.»
Ο Περικλής, που παρακολουθούσε τη συζήτηση αποφάσισε να πάρει το λόγο:
«Χαίρομαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω, θεία Λίζα και θείε Πέτρο. Ελπίζω να μας βοηθήσετε στον πόλεμο με τους Νότιους.»
«Φυσικά και θα σας βοηθήσουμε.» είπε ο Πέτρος. «Άλλωστε, λένε πως οι Ανατολικοί θα πάρουν το μέρος των Νοτίων. Μας μισούν θανάσιμα και θα ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να πολεμήσουμε εναντίον τους.»
Στη συνέχεια, γνώρισαν και την αρχίατρο των Δυτικών, την Ξένια, καθώς και τον Γιάννη, τον ναύαρχο τους. Μετά από λίγο, η πύλη άνοιξε και βγήκε ένας φρουρός.
«Παρακαλούνται το Βόρειο και το Δυτικό Βασίλειο να εισέλθουν, αφού πρώτα αφήσουν τον οπλισμό τους στο πλάι και περάσουν από έλεγχο.» τους είπε.
Άρχισαν να μπαίνουν ένας- ένας. Ένας φρουρός σταμάτησε τον Φάνη, δείχνοντας του το μπαστούνι.
«Είμαι τραυματίας.» είπε ο Φάνης. «Δεν μπορείς να πάρεις το μπαστούνι από έναν τραυματία.»
«Καλά, περάστε.» είπε ο φρουρός. Ένας άλλος σταμάτησε την Έλσα.
«Για δείξτε μας τι κρύβετε στο τσαντάκι, δεσποινίς.» της είπε.
Εκείνη άνοιξε πολύ άνετα το καφετί τσαντάκι της και έδειξε στον φρουρό το περιεχόμενο του.
«Βλέπετε; Μόνο φάρμακα έχει.» είπε.
«Εντάξει, περάστε.» Πέρασαν όλοι την πύλη, ανέβηκαν κάτι σκαλιά και στη συνέχεια πέρασαν άλλη μια πύλη απ' την οποία μπήκαν στο εσωτερικό του κτηρίου, στην κεντρική αίθουσα.
«Από εδώ, παρακαλώ.» είπε ένας φρουρός και όλοι τον ακολούθησαν.
Μετά από αρκετούς διαδρόμους και πελώριες αίθουσες, έφτασαν τελικά στην Αίθουσα Συμβουλίων. Ήταν γκρίζα και με ελάχιστο φωτισμό από κεριά. Στο κέντρο ακριβώς υπήρχε ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με καρέκλες. Εκείνη την ώρα κατέφθασαν και οι Νότιοι και οι Ανατολικοί, με τις κίτρινες ενδυμασίες τους, οι οποίοι είχαν έρθει από διαφορετική είσοδο του παλατιού.
Μόλις ο Περικλής είδε τον Αλέξανδρο, το μυαλό του θόλωσε και έχασε κάθε έλεγχο. Τα δυο αδέλφια όρμησαν ο ένας καταπάνω στον άλλον.
«Ηλίθιε προδότη!» φώναξε ο Περικλής. «Με ποιους πας να τα βάλεις, ρε;! Θα σε διαλύσω!» Άρχισαν να σπρώχνονται.
«Εσύ φταις που παντρεύτηκες πρώτος και πήρες τη βασιλεία μέσα από τα χέρια μου! Με φυλάκισες και θα με εκτελούσες!» φώναξε ο Αλέξανδρος και του έδωσε μια μπουνιά στο στομάχι.
Ο Περικλής απάντησε ρίχνοντας του μια μπουνιά στο πρόσωπο. Οι δυο στρατηγοί των δυο βασιλιάδων είχαν μπει κι εκείνοι στη μάχη και ο Λευτέρης έφαγε μπουνιά από τον Φάνη. Η μύτη του άρχισε να τρέχει αίμα. Επικρατούσε ένας πανικός, καθώς και οι Δυτικοί τσακώνονταν με τους Ανατολικούς. Οι Κεντρικοί φρουροί στέκονταν ακίνητοι στις θέσεις τους.
«Εσείς γιατί δεν κάνετε τίποτα;» ρώτησε η Γιάννα έναν από αυτούς.
«Διότι δεν έχουμε διαταγή από τον βασιλιά μας.» απάντησε ο φρουρός.
Η Έλσα τσακωνόταν με τη Χριστίνα:
«Εσύ τα φταις όλα!» της φώναζε. «Εσύ τα προκάλεσες όλα αυτά! Δεν ντρέπεσαι;!»
«Παράτα με!» φώναξε η Χριστίνα και την έσπρωξε.
«Μη με σπρώχνεις εμένα!» φώναξε η Έλσα και την έσπρωξε πίσω. Εκείνη την ώρα, άκουσε την Κάτια να φωνάζει:
«Έλεος! Αίσχος! Τα παιδιά μου!» και λιποθύμησε.
Παράτησε αμέσως τη Χριστίνα κι έτρεξε κοντά της μαζί με τη Γιάννα να τη συνεφέρουν. Εκείνη την ώρα, μπήκε στην αίθουσα ο Βασιλιάς Στέλιος, γοητευτικός και επιβλητικός με τη μακριά καφέ μπέρτα του, καπνίζοντας ένα πούρο.
«Τι γίνεται εδώ;!» φώναξε. «Φρουροί, σταματήστε τους!» Αμέσως τότε όλοι οι φρουροί έτρεξαν και τους χώρισαν.
«Σε μισώ.» είπε ο Περικλής στον Αλέξανδρο.
«Εγώ να δεις.» απάντησε εκείνος.
«Τι πράγματα είναι αυτά;!» συνέχισε ο Στέλιος. «Έτσι λύνετε εσείς τις διαφορές σας;! Εδώ ήρθαμε για διαπραγματεύσεις, όχι για να πλακωθούμε! Όταν έρθει η ώρα, θα λύσετε τις διαφορές σας στη μάχη! Και τώρα σας παρακαλώ καθίστε.»
Κάθισαν σε καρέκλες που είχαν τα χρώματα τους: ο Στέλιος κάθισε σε μια λίγο μεγαλύτερη, καφέ πολυθρόνα. Δίπλα του κάθισαν οι Νότιοι σε μπλε καρέκλες και ακριβώς απέναντι οι Βόρειοι σε κόκκινες. Στα αριστερά των Βορείων κάθισαν οι Ανατολικοί ή Ανατολίτες, όπως τους έλεγαν και φυσικά απέναντι απ' τους Ανατολίτες οι Δυτικοί σε πράσινες καρέκλες.
(Κάπως έτσι! Δεν το έχω καθόλου με το σχέδιο 😭)
Τότε, η Κάτια είδε με έκπληξη ότι βασιλιάδες, σουλτάνοι δηλαδή, του Ανατολικού Βασιλείου είχαν γίνει ο Νίκος και η Μαρία.
Πότε πρόλαβαν; Σκέφτηκε. Ο Βασιλιάς Στέλιος άρχισε να μιλάει:
«Αγαπητοί προσκεκλημένοι, βασιλιάδες, βασιλικές οικογένειες και πάντων των παρευρισκομένων, σας κάλεσα εδώ σήμερα για να γίνουν διαπραγματεύσεις με θέμα τον πόλεμο που κήρυξε ο Βασιλιάς Αλέξανδρος στο Βόρειο Βασίλειο. Απ' ότι βλέπω, όλα τα βασίλεια αλλάξατε κυβέρνηση πρόσφατα, όμως οι διαμάχες συνεχίζονται, τόσο οι Νότιοι ενάντια στους Βόρειους, όσο και οι Ανατολικοί ενάντια στους Δυτικούς. Ας περάσουμε πρώτα στους Νότιους. Βασιλιά Αλέξανδρε, γιατί θέλετε να κάνετε πόλεμο στον αδελφό σας, Βασιλιά Περικλή και στο Βόρειο Βασίλειο;»
«Γιατί με πρόδωσαν.» είπε ο Αλέξανδρος. «Εγώ έπρεπε να γίνω ο βασιλιάς του Βορρά και το ήξεραν όλοι πολύ καλά αυτό.»
Ο Περικλής σηκώθηκε όρθιος.
«Ένσταση, Βασιλιά Στέλιο.»
«Απορρίπτεται. Συνεχίστε, Βασιλιά Αλέξανδρε.»
«Επιπλέον, ο Βασιλιάς Περικλής συνεργάζεται κρυφά με μαφιόζους και πλήρωσε κάποιους να με δολοφονήσουν.» Ο Περικλής σηκώθηκε πάλι.
«Λέει ψέματα!» φώναξε.
Εκείνη την ώρα, σηκώθηκε κι ο Φάνης και πήρε το λόγο:
«Θα μου επιτρέψετε να υποστηρίξω τον Βασιλιά Περικλή, καθώς όλον αυτόν τον καιρό ήταν μαζί με εμένα και με όλους τους υπόλοιπους αξιωματικούς και σχεδιάζαμε πιθανή έφοδο ή πόλεμο από τους Νότιους.»
«Κι εσύ τι μιλάς τώρα, ποιος σε ρώτησε;!» του φώναξε ο Αλέξανδρος.
Τότε όλοι σηκώθηκαν απ' τις θέσεις τους και λογομαχούσαν, εκτός απ' την Κάτια. Δεν μπορούσε να υποστηρίξει κανέναν. Δεν ήθελε να πάρει το μέρος κανενός από τους δύο γιους της. Άραγε αν ζούσε ο Λεωνίδας τι θα έκανε; Σίγουρα θα μπορούσε να το χειριστεί. Αλλά και να μην μπορούσε, τουλάχιστον θα τον είχε στο πλάι της. Ενώ τώρα ένιωθε πιο μόνη από ποτέ.
Όλοι εκεί μέσα, σε αυτήν την αίθουσα, είχαν το μυαλό τους στον πόλεμο. Όλοι, εκτός από την ίδια. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα όμως, καθώς δεν ήταν πλέον κανονική βασίλισσα. Το λάθος ήταν δικό της. Αν δεν έλεγε στους γιους της ότι όποιος παντρευτεί πρώτος θα πάρει το θρόνο, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε γίνει.
«Σιωπή!» φώναξε ο Στέλιος αγανακτισμένος.
Όλοι κάθισαν πάλι στις θέσεις τους.
«Λοιπόν.» συνέχισε. «Αφού δεν μπορώ να σας συμφιλιώσω με διαπραγματεύσεις, μόνο ένα πράγμα απομένει: πόλεμος.» Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η Κάτια κοίταξε ανήσυχη τους δυο γιους της, οι οποίοι κοιτάζονταν με μίσος, όπως πάντα.
«Οι Νότιοι θα πολεμήσουν με συμμάχους τους Ανατολικούς και οι Βόρειοι με συμμάχους τους Δυτικούς. Εάν κάποιος έχει αντίρρηση σε αυτό, παρακαλώ να το δηλώσει τώρα.»
Κανένας δεν είχε αντίρρηση. Όλοι συμφώνησαν.
«Ο πόλεμος θα αρχίσει σε ένα μήνα από τώρα, ώστε να προλάβετε όλοι να ετοιμαστείτε. Και τώρα, θα υπογράψετε τις συνθήκες συμμαχίας σας. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσουν δύο διαφορετικά γεύματα σε διαφορετικές αίθουσες, φυσικά. Οι Βόρειοι με τους Δυτικούς και οι Νότιοι με τους Ανατολικούς. Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε.» Με αυτά τα τελευταία λόγια, ο Στέλιος έληξε τις διαπραγματεύσεις.
Κανένας δεν είχε πλέον διάθεση να τσακωθεί. Οι αντίπαλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν να έλεγαν:
Θα τα πούμε στη μάχη. Καθώς ο Περικλής υπέγραφε συμμαχία με τη Λίζα, η Κάτια πλησίασε τη Μαρία.
«Λοιπόν, με μισείς τόσο πολύ που θα πολεμήσεις εναντίον μου;» τη ρώτησε.
Η Μαρία την κοίταξε μ' ένα υποτιμητικό βλέμμα και απάντησε:
«Απλά βοηθάω την κόρη μου.»
«Η οποία είναι παντρεμένη με τον γιο μου, τον ίδιο της τον ξάδελφο. Κι εσύ, αντί να αποτρέψεις αυτόν το γάμο, βοήθησες να γίνει.» Η Λίζα πλησίασε κι εκείνη τις δυο αδελφές της:
«Τι βλέπω; Μαρία; Απ' ότι φαίνεται, είμαστε όλη η οικογένεια εδώ.» είπε ειρωνικά.
«Λίζα, εσύ μια χαρά τα κατάφερες, γι' αυτό μη μιλάς καθόλου.» είπε η Μαρία. «Έγινες και βασίλισσα, τι άλλο θέλεις...»
«Αλήθεια, εσύ πώς έγινες βασίλισσα της Ανατολής;» ρώτησε η Κάτια τη Μαρία.
«Ήταν σουλτάνος ένας μακρινός ξάδελφος του Νίκου, ο οποίος πριν λίγες μέρες πέθανε κι επειδή δεν είχε άλλους συγγενείς, έγινε σουλτάνος ο Νίκος και μαζί του εγώ. Και πιστέψτε με, εμείς θα νικήσουμε, γιατί έχουμε τον πιο ισχυρό στρατό.» είπε η Μαρία με ύφος και έφυγε.
«Σιγά τον ισχυρό στρατό.» ειρωνεύτηκε η Λίζα. «Έχεις δει τις ενδυμασίες τους;» ρώτησε την Κάτια. «Είναι γελοίες! Δεν έχουν καθόλου στυλ.» Η Κάτια γέλασε αυθόρμητα και το ίδιο έκανε και η Λίζα.
«Χαίρομαι που είσαι αδελφή μου, Κάτια.» της είπε.
Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν. Είχαν περάσει τόσο καιρό χώρια... Είχαν τόσα πολλά να πουν... Όμως ο πόλεμος που ερχόταν δεν τους άφηνε τέτοια περιθώρια. Αφού τα τέσσερα βασίλεια υπέγραψαν τις συνθήκες, ένας φρουρός οδήγησε τους Βόρειους και τους Δυτικούς σε ένα σαλόνι για να περιμένουν να τους φωνάξουν για το γεύμα.
Η Γιάννα συζητούσε με την Έλσα. Ήταν φίλες απ' το σχολείο και είχαν σχεδόν μεγαλώσει μαζί. Λίγο πιο πέρα, ο Φάνης συζητούσε με τον Χρήστο και τον Θάνο.
«Σου αρέσει ο Θάνος.» είπε η Έλσα στη Γιάννα.
«Όχι.» είπε εκείνη.
«Έλα τώρα... Αφού σε βλέπω που τον κοιτάζεις τόση ώρα. Εξάλλου, όταν άκουσες πως δεν θέλει να χωρίσει με τη Μαίρη, είδα πως πειράχτηκες.»
«Αλήθεια; Τόσο πολύ φάνηκε;»
«Εγώ πάντως το πρόσεξα. Πάντως, αν θες να γίνει κάτι, ξάδελφος μου είναι έτσι κι αλλιώς οπότε μπορώ να τον πείσω...»
Η Γιάννα τη διέκοψε:
«Όχι, Έλσα, δεν χρειάζεται. Αφού είναι αρραβωνιασμένος με τη Μαίρη και είμαι σίγουρη πως την αγαπάει. Δεν θέλω να τους χωρίσω.» Η φίλη της την κοίταξε συμπονετικά.
«Είσαι ερωτευμένη μαζί του, έτσι;» τη ρώτησε. Η Γιάννα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Εκείνη την ώρα, ένας φρουρός μπήκε και τους είπε να τον ακολουθήσουν.
Μέσα από κάτι διαδρόμους τους οδήγησε σε μια μεγάλη, λαμπερή τραπεζαρία με ένα τεράστιο τραπέζι στη μέση. Καθώς η Κάτια έμπαινε, κάποιος τη σταμάτησε. Ήταν ο Στέλιος.
«Χαίρομαι που έγινες βασίλισσα, Κάτια.» της είπε. Εκείνη δεν ήξερε τι να του πει.
«Εμ, ξέρετε, Μεγαλειότατε, βασίλισσα έγινα πριν χρόνια και τώρα πια δεν είμαι. Είναι ο γιος μου.»
«Το ξέρω, αγαπητή μου. Γενικά χαίρομαι που έγινες βασίλισσα, όποτε κι αν έγινες. Ήσουν πολύ τυχερή που ξέφυγες από εκείνη την κόλαση.»
Η Κάτια είχε αρχίσει να πιστεύει πως ο βασιλιάς του Κέντρου δεν ήταν και πολύ στα καλά του.
«Τι εννοείτε;» τον ρώτησε.
«Για τον Νότο μιλάω, Κάτια. Ήταν μία κόλαση τότε που είχες έρθει. Ευτυχώς, εσύ ξέφυγες από εκεί. Το ίδιο κι εγώ.» Τον κοιτούσε, νιώθοντας τρομερή αμηχανία. «Δεν με θυμάσαι;» τη ρώτησε εκείνος.
«Όχι. Πάνε χρόνια από τότε που επέστρεψα στον Βορρά.»
«Είχες βοηθήσει εμένα και τα αδέλφια μου να ληστέψουμε μία τράπεζα, όμως μας έπιασε η αστυνομία.» της είπε χαμηλόφωνα.
Ξαφνικά, η Κάτια τον θυμήθηκε τον Στέλιο.
«Σε θυμήθηκα.» του είπε με έκπληξη. «Τι έγινε μετά, αφού σας έπιασαν; Και πώς έγινες βασιλιάς του Κέντρου; Ο Μιχάλης κι η Ανδριάνα; Τι απέγιναν;» Η μία ερώτηση μετά την άλλη. Ο Στέλιος έκανε νόημα στους υπηρέτες να σερβίρουν και πήρε την Κάτια κάπου πιο απόμερα για να μιλήσουν πιο ήσυχα.
Κάθισαν στο περβάζι ενός παραθύρου και ο Στέλιος άρχισε να καπνίζει ένα πούρο.
«Πολύ καπνίζεις.» του είπε η Κάτια.
«Το ξεκίνησα στη φυλακή.» είπε εκείνος. «Βλέπεις, ήταν η μόνη μου συντροφιά τότε. Ποτέ δεν κατάφερα να το κόψω.»
«Δεν μου είπες όμως, τι απέγιναν τα αδέλφια σου;»
Ο Στέλιος έκανε μια μεγάλη ρουφηξιά, βγάζοντας έτσι πολύ καπνό και της απάντησε:
«Την Ανδριάνα δεν την ξαναείδαμε. Την πήγαν στις γυναικείες φυλακές. Στις δικές μας φυλακές, τις αντρικές, στην αρχή το κελί μου ήταν δίπλα στο κελί του Μιχάλη κι έτσι τον έβλεπα κάθε μέρα, ώσπου τελικά τον πήραν και τον οδήγησαν στην εκτέλεση.»
«Λυπάμαι.» είπε η Κάτια. «Και μετά;»
«Μετά εγώ κατάφερα και δραπέτευσα και ήρθα εδώ. Τώρα το πώς έγινα βασιλιάς του Κέντρου και γιατί, καλύτερα να μην το μάθεις. Εσύ; Πώς κατάφερες και έφυγες απ' τον Νότο;»
Η Κάτια χαμογέλασε με μια μελαγχολία και είπε:
«Εγώ πούλησα το σπίτι μου, βρήκα ένα άλλο και από εκεί και πέρα άρχισα να πίνω πάρα πολύ. Ώσπου γνώρισα τον Νίκο, τον σημερινό βασιλιά της Ανατολής. Εκείνος με βοήθησε να κόψω το ποτό και μου υποσχέθηκε να με βοηθήσει να επιστρέψω στον Βορρά, την τελευταία στιγμή όμως με εγκατέλειψε. Έξι χρόνια μετά, επέστρεψα μόνη μου. Όλα τα άλλα είναι μπέρδεμα.»
Ακολούθησε μια μικρή σιωπή.
«Πώς με γνώρισες;» ρώτησε η Κάτια.
«Δεν ξεχνιέται τέτοια ομορφιά.» απάντησε, προς μεγάλη της έκπληξη, ο Στέλιος. «Μπορεί να πέρασαν τόσα χρόνια, όμως εσύ δεν άλλαξες καθόλου. Για μένα είσαι η ίδια, νέα και όμορφη κοπέλα που γνώρισα τότε στο μπαρ.»
«Υπερβάλλεις.» Η Κάτια ένιωθε αμήχανα.
«Καθόλου. Τόσα χρόνια δεν έπαψα στιγμή να σε σκέφτομαι. Στη φυλακή ήσουν η μόνη σκέψη που μου έδινε δύναμη.» της είπε και της έπιασε το χέρι. «Γλυκιά μου Κάτια...» Η Κάτια ένιωσε σαν να ξυπνάει από λήθαργο. Τι στο καλό έκανε; Ο Βασιλιάς του Κέντρου τη φλέρταρε και εκείνη τον άφηνε; Αυτός ο άνθρωπος είχε κακή φήμη σε όλα τα βασίλεια και μάλιστα οι κάτοικοι του Κέντρου ισχυρίζονταν πως ήταν τύραννος. Έλεγαν μάλιστα, πως είχε δολοφονήσει τον προηγούμενο βασιλιά για να του πάρει το στέμμα, κάνοντας το να φανεί σαν ατύχημα.
«Εμ... Με συγχωρείς... Πρέπει να πάω να φάω.» είπε και σηκώθηκε.
Χωρίς να γυρίσει να τον ξανακοιτάξει, κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία.
Στο Κεφ. 15 (Προετοιμασίες): Οι προετοιμασίες για τον πόλεμο. Κάποιοι επιστρέφουν απ' τους νεκρούς και έχουμε μια συνάντηση σε ένα χωριό του Κέντρου..
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top