ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: Πόλεμος για Εκδίκηση
Η βασιλική οικογένεια του Βορρά δειπνούσε, ώσπου κατέφθασε ένας αγγελιοφόρος από τον Νότο.
"Μπορώ να μιλήσω στη Δεσποινίδα Ελσα;" ζήτησε.
"Με συγχωρείτε λίγο. " είπε η Έλσα και σηκώθηκε. Βγήκε λίγο έξω μαζί του και σε λίγα λεπτά επέστρεψε στο τραπέζι.
"Τι σου είπε;" τη ρώτησε ο Φάνης.
"Κανένα νέο απ' τον Νότο;" ζήτησε να μάθει ο Περικλής.
"Η Μαριαντζελα και η ομάδα της εγκαταστάθηκαν εκεί για να παρακολουθούν τις κινήσεις τους." Απάντησε η Έλσα. "Ωστόσο κανένα ίχνος του Πρίγκιπα Αλέξανδρου. Μόνο μια ομάδα ληστών συνάντησαν στο δρόμο τους, αλλά τους έχασαν."
Ο Περικλής πήρε μια έκφραση απογοήτευσης. Η Κάτια ανακούφιστηκε κατά βάθος, παρόλο που ανησυχούσε για τον γιο της. Αν τον έπιαναν, ποιος ξέρει τι θα του έκανε ο Περικλής, όχι για τιμωρία αλλά για να πάρει εκδίκηση για το απέραντο μίσος που έτρεφε για εκείνον. Όμως η Κάτια ήταν σίγουρη πως ο Αλέξανδρος ήταν ασφαλής, όπου κι αν ήταν. Έτσι κι αλλιώς, ήταν γεννημένος να επιβιώνει, όπως κι η ίδια.
*****************************************
Λίγες μέρες μετά, στον Νότο, όλες οι εφημερίδες έγραφαν το ίδιο θλιβερό νέο:
Ο Βασιλιάς Μάξιμος και η Βασίλισσα Ιουλία δολοφονήθηκαν. Ο δράστης παραμένει μέχρι στιγμής άγνωστος. Άγνωστο παραμένει επίσης ποιος θα αναλάβει τώρα τη διακυβέρνηση του βασιλείου, εφόσον δεν υπάρχει διάδοχος. Η Μαριαντζελα άφησε κάτω την εφημερίδα νευριασμένη και άρχισε να κάνει βόλτες στο σαλόνι του Αρχηγείου.
"Τι συμβαίνει, κυρία;" τη ρώτησε ο Άγγελος, ένας απ' τους δικούς της.
"Τι συμβαίνει;!" Φώναξε εκείνη. "Να τι συμβαίνει! Ο Νότος έμεινε χωρίς κυβέρνηση και μου μυρίζεται όλο αυτό δουλειά του Αλέξανδρου!"
Ο Άγγελος πήρε κι εκείνος την εφημερίδα και της έριξε μια ματιά. Εκείνη την ώρα, μπήκε βιαστικά ένας άλλος δικός της και της είπε:
«Κυρία! Υπάρχει συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία της πόλης! Νομίζω πως κάποιος θα βγάλει λόγο. Πρέπει να πάτε να μάθετε.»
«Πηγαίνω αμέσως.» Είπε η Μαριάντζελα.
Παρόλο που έκανε ζέστη, φόρεσε ένα ελαφρύ, αμάνικο πανωφόρι με κουκούλα την οποία κατέβασε ως τα μάτια της σχεδόν, για να μην την αναγνωρίσει ο Αλέξανδρος, αν τυχόν ήταν εκείνος που θα έβγαζε το λόγο. Πήγε στην πλατεία, χώθηκε ανάμεσα στο πλήθος και ρώτησε κάποιον:
«Συγνώμη, κύριε. Τι συμβαίνει;»
«Αποφασίστηκε για το ποιος θα πάρει το θρόνο, δεσποινίς. Τώρα θα βγάλει λόγο.» απάντησε εκείνος.
«Μήπως ξέρετε ποιος είναι;»
«Όχι. Κάποιος γαλαζοαίματος, λένε.»
Οι υποψίες της άρχισαν να πηγαίνουν στον Αλέξανδρο. Στο κέντρο της πλατείας είχαν στήσει ένα βάθρο. Γύρω του, είκοσι περίπου φρουροί το φρουρούσαν. Οι υποψίες της τελικά επιβεβαιώθηκαν, όταν είδε τον Αλέξανδρο να ανεβαίνει στο βάθρο μαζί με τη Χριστίνα. Το πλήθος σώπασε, περιμένοντας ν' ακούσει τα λόγια του.
«Λαέ του Νότου!» ξεκίνησε να λέει. «Όπως όλοι γνωρίζουμε, χθες τη νύχτα συνέβη ένα θλιβερό γεγονός. Ο Βασιλιάς Μάξιμος και η Βασίλισσα Ιουλία δολοφονήθηκαν. Εγώ, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος του Βορρά, πραγματικά στενοχωριέμαι για το βασίλειο σας που έμεινε χωρίς βασιλιά. Γι' αυτό, εφόσον εγώ κατάγομαι απ' το υπέροχο βασίλειο σας απ' την πλευρά της μητέρας μου, της Βασίλισσας Κάτιας του Βορρά, από εδώ και στο εξής αναλαμβάνω τη διακυβέρνηση, μαζί με τη Λαίδη Χριστίνα που μέχρι τώρα εκτελούσε καθήκοντα βασιλικής συμβούλου. Μια νέα εποχή ξεκινάει για το Βόρειο Βασίλειο! Εμπιστευθείτε με, για ένα καλύτερο αύριο!»
Μερικοί πολίτες άρχισαν να χειροκροτούν, κάποιοι άλλοι όμως άρχισαν να διαμαρτύρονται. Ο Νίκος και άλλοι δύο μαφιόζοι βοήθησαν τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα να αποχωρήσουν. Η Μαριάντζελα είδε τον Άγγελο δίπλα της.
«Το άκουσες αυτό;» τον ρώτησε.
«Ναι. Και δεν μ' αρέσει καθόλου. Ψάχναμε τον Αλέξανδρο τόσες μέρες κι εκείνος κατάφερε κι έγινε βασιλιάς του Νότου. Τώρα δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε.»
«Δεν μπορούμε να του κάνουμε τίποτα.» συμφώνησε η Μαριάντζελα. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε την επόμενη κίνηση του. Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Βασιλιά μας και τους άλλους στον Βορρά να έχουν το νου τους. Φρόντισε μόνο να μην ανησυχήσουν οι πολίτες.»
«Μάλιστα.» είπε ο Άγγελος και πήγε να ετοιμαστεί για να πάει στον Βορρά.
Βράδιασε. Ο Αλέξανδρος, η Χριστίνα, ο Νίκος, η Μαρία και ο παπάς είχαν συγκεντρωθεί στο εκκλησάκι στο πίσω μέρος του παλατιού του Νότου για να γίνει ο γάμος και μια πρόχειρη τελετή στέψης. Φορούσαν όλοι απλά ρούχα. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, ο Αλέξανδρος αναρωτιόταν πόσο σωστό ή λάθος ήταν αυτό που έκανε.
Ήταν πολύ λάθος, το ήξερε. Όμως τι σημασία είχε; Η δόξα και η εξουσία ήταν αυτά που ήθελε από την αρχή. Και ήταν ένας γλυκός πειρασμός. Μετά τον γάμο τους, έγινε μια πρόχειρη στέψη «ενώπιον του Θεού», όπως είπε ο παπάς. Μετά, ο Νίκος και η Μαρία πήγαν σπίτι τους. Ο Αλέξανδρος κι η Χριστίνα πήγαν στο παλάτι, όπου τους υποδέχθηκαν οι φρουροί και οι υπηρέτες που τώρα πλέον ήταν δικοί τους.
Έδωσαν μερικές εντολές, όπως για παράδειγμα να μην τους ενοχλήσει κανείς και πήγαν κατευθείαν στη βασιλική κρεβατοκάμαρα. Όλα τα σεντόνια είχαν αλλαχθεί και τα περισσότερα προσωπικά αντικείμενα των πρώην βασιλιάδων είχαν πεταχτεί. Κοιτάχτηκαν στα μάτια χωρίς να μιλάνε. Τι να έλεγαν άλλωστε;
Δεν είχαν ολοκληρώσει πριν το γάμο, όμως και οι δυο περίμεναν πώς και πώς αυτή τη στιγμή. Ωστόσο ο Αλέξανδρος, κάθε φορά που τη φιλούσε, ένιωθε κατά βάθος πως έκανε κάτι κακό, μια αμαρτία, όμως αυτό τον έκανε να την ποθεί ακόμα πιο πολύ. Εξακολουθώντας να μη μιλάνε, άρχισαν να φιλιούνται με πάθος που ολοένα μεγάλωνε. Γδύθηκαν βιαστικά κι έπεσαν στο κρεβάτι.
Η Χριστίνα ήξερε τι έκανε, φαινόταν πολύ έμπειρη και σίγουρα δεν ήταν ο πρώτος της.
Ο Αλέξανδρος, παρόλο που είχε πάει και με άλλες γυναίκες, μαζί της ένιωθε σαν πρωτάρης. Όμως τον ικανοποίησε όσο καμία άλλη. Τελείωσαν και ξάπλωσαν κι οι δυο ανάσκελα. Ο Αλέξανδρος δεν ένιωθε πλέον, ούτε τύψεις, ούτε έρωτα, ούτε τίποτα. Το μόνο που ένιωθε ήταν δίψα για εκδίκηση.
«Έλα εδώ.» της είπε και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Οι Βόρειοι θα μου το πληρώσουν πολύ ακριβά που μου στέρησαν το δικαίωμα να γίνω βασιλιάς.»
«Κι εγώ θα σε βοηθήσω.» του είπε η Χριστίνα.
Το πρωί που ξύπνησε αισθανόταν πιο κακός από ποτέ. Ήταν έτοιμος να κηρύξει πόλεμο στον Βορρά, είχε δει στον ύπνο του ότι σκότωνε τον Περικλή και είχε άπειρες ιδέες για τον τρόπο που θα το ανακοίνωνε στο λαό του. Όμως δεν ήταν ακόμα η ώρα. Έπρεπε πρώτα να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Γύρισε απ' την άλλη. Η Χριστίνα είχε ξυπνήσει κι εκείνη και τεντωνόταν.
«Καλημέρα, βασιλιά μου.» του είπε.
«Καλημέρα.» της είπε.
«Πρέπει να κατέβουμε κάτω.» είπε η Χριστίνα. «Θα έρθει ο καινούργιος Αρχηγός των Κατασκόπων μας.»
Ο Αλέξανδρος την αγκάλιασε και τη φίλησε.
«Πρέπει να πάρω το πρωινό μου πρώτα.» είπε και ανέβηκε από πάνω της. Έκαναν έρωτα για ακόμα μια φορά και μετά ντύθηκαν και κατέβηκαν στην τραπεζαρία. Οι υπηρέτες τους είχαν ετοιμάσει ένα πλούσιο πρωινό και ο Αντώνης, ο κατάσκοπος που είχε φυγαδεύσει τον Αλέξανδρο, ήρθε για να φάει μαζί τους.
Εκείνος ήταν πλέον ο καινούργιος Αρχικατάσκοπος.
«Καλημέρα στους καινούργιους βασιλιάδες.» είπε μόλις μπήκε στην αίθουσα.
«Καλημέρα στον καινούργιο Αρχηγό των Κατασκόπων.» είπε η Χριστίνα.
«Πάμε για πρωινό.» είπε ο Αλέξανδρος και κάθισαν στο τραπέζι.
«Ήσουν ο μόνος που θα μπορούσα να εμπιστευτώ για αυτό τον ρόλο, Αντώνη.» του είπε η Χριστίνα.
«Χαίρομαι που το ακούω από εσάς.» απάντησε εκείνος. «Αλήθεια, πώς επιβιώσατε μόνος σας, Μεγαλειότατε;» ρώτησε τον Αλέξανδρο.
Πρώτη φορά άκουγε κάποιον να τον αποκαλεί με αυτόν τον τίτλο. Το «Μεγαλειότατος» ακουγόταν πολύ ωραία.
«Δεν έχει σημασία.» απάντησε. «Σημασία έχει ότι αυτή τη στιγμή είμαι καλά, βρίσκομαι εδώ και τρώω πρωινό με δυο πολύ έμπιστα άτομα. Έτσι δεν είναι;»
«Ασφαλώς.» απάντησε ο Αντώνης. «Τι σκοπεύετε να κάνετε τώρα;»
Το λόγο πήρε η Χριστίνα:
«Ο πατέρας μου θα ξεκινήσει τις εγκληματικές δραστηριότητες μαζί με τους άλλους μαφιόζους και όταν οι κάτοικοι θα έχουν πλέον αγανακτήσει, ο σύζυγος μου θα ρίξει όλο το φταίξιμο στον Βασιλιά Περικλή και θα κηρύξουμε πόλεμο στους Βόρειους.»
«Εξαιρετική ιδέα!» είπε ο Αντώνης με ενθουσιασμό. «Όμως οι υπήκοοι σας θα θέλουν να πολεμήσουν;»
«Θα πολεμήσουν, είτε το θέλουν είτε όχι.» απάντησε ο Αλέξανδρος, χαμογελώντας σατανικά.
***********************************************************************************************
Στο Βόρειο Βασίλειο, ο Περικλής είχε μόλις πληροφορηθεί από τον Άγγελο ότι ο Αλέξανδρος είχε γίνει βασιλιάς του Νότου και είχε καλέσει όλους τους αξιωματικούς στο παλάτι.
«Πώς τόλμησε!» φώναξε, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. Κάποια ποτήρια έφυγαν, ενώ το μπολ με τα φρούτα αναποδογύρισε. Τόσο δυνατά χτύπησε το τραπέζι.
Η Άννα φοβόταν να τον ηρεμήσει. Κοίταξε τον Φάνη ανήσυχη, ο οποίος της έκανε ένα νόημα πως θα το χειριστεί εκείνος.
«Μα, τι συμβαίνει, Μεγαλειότατε;» ρώτησε η Έλσα.
«Ο Αλέξανδρος! Πήρε τη διακυβέρνηση του Νοτίου Βασιλείου! Κι εμείς τον ψάχναμε τόσον καιρό! Άχρηστοι όλοι σας! Σας ξέφυγε!»
Οι αξιωματικοί κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους.
«Τι σκοπεύετε να κάνετε τώρα;» ρώτησε ο Θάνος.
«Προς το παρόν θα περιμένω την επόμενη κίνηση του. Η οποία είμαι σίγουρος ποια θα είναι.» απάντησε ο Περικλής, ήρεμα αυτή τη φορά γιατί είχε ξεσπάσει.
«Μην ανησυχείτε, Μεγαλειότατε.» είπε ο Φάνης. «Δεν πρόκειται να κάνει καμία κίνηση διότι εμείς θα του κόψουμε τα πόδια έτσι και εισβάλλει στο βασίλειο μας. Άλλωστε, όλοι ξέρουμε ότι εμείς είμαστε οι πιο δυνατοί και οι πιο τρανοί απ' όλους.»
«Σας θέλω όλους σε ετοιμότητα.» είπε ο Περικλής. «Μπορεί να μας κάνει καμία έφοδο, γι' αυτό θέλω όλοι οι στρατιώτες και οι κατάσκοποι να έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα για κάθε ενδεχόμενο.»
************
Λίγες μέρες μετά, στον Νότο επικρατούσε πανικός. Οι μαφιόζοι επιτίθονταν σε αθώους πολίτες, λήστευαν, είχαν γίνει ανεξέλεγκτοι. Οι κατάσκοποι και η αστυνομία δεν μπορούσαν να τους σταματήσουν. Για την ακρίβεια, οι κατάσκοποι φυσικά και δεν έκαναν καν προσπάθεια να τους σταματήσουν, γιατί εκτελούσαν υπό τις διαταγές του Αντώνη και όλα έπρεπε να πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Η ομάδα της Μαριάντζελας, που βρισκόταν ακόμα εκεί, δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε εκείνοι τίποτα, γιατί οι εχθροί υπερτερούσαν σε αριθμό και η Υπαρχηγός δεν ήθελε να ρισκάρει να χάσει από τώρα δικούς της.
Μια φορά μάλιστα, οι μαφιόζοι ανατίναξαν ανενόχλητοι τις γραμμές του τρένου στο Κλεφτοχώρι, την ώρα που περνούσε το τρένο, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν και να σκοτωθούν πολλοί επιβάτες.
Οι πολίτες αποφάσισαν να εξεγερθούν. Βγήκαν στους δρόμους και άρχισαν τις διαδηλώσεις. Μέχρι που μια μέρα, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να βγάλει λόγο στην κεντρική πλατεία. Προστατευμένος από πολλούς φρουρούς, ανέβηκε στο βάθρο και άρχισε να λέει:
«Λαέ του Νότου! Καταλαβαίνω την ανησυχία σας για τις τρομοκρατικές επιθέσεις από μαφιόζους και φοβάμαι κι εγώ όσο κι εσείς διότι κινδυνεύει κι η δικιά μου ζωή! Ο Βασιλιάς του Βορρά, ο Περικλής, ευθύνεται για όλα αυτά!»
Οι διαδηλωτές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Μα τι λέει;» αναρωτήθηκε η Μαριάντζελα.
«Όπως ακούσατε, αγαπητοί μου πολίτες!» συνέχισε ο Αλέξανδρος. «Ο Βασιλιάς Περικλής, συνεργάζεται κρυφά με τους μαφιόζους και πλήρωσε κάποιους να με σκοτώσουν αλλά οι φρουροί μου τους κατατρόπωσαν! Αυτός ήταν που φρόντισε για τη δολοφονία των πρώην βασιλιάδων σας! Επίσης, δεν ήθελε να γίνει ο γάμος μου με τη Βασίλισσα Χριστίνα και προσπάθησε να με χωρίσει γιατί την ήθελε για τον εαυτό του!»
«Προδοσία! Αίσχος! Να πεθάνει ο Περικλής!» φώναξαν κάποιοι.
«Ψέματα! Ο Βασιλιάς Περικλής δεν θα έκανε ποτέ τέτοια πράγματα!» φώναξαν κάποιοι άλλοι.
Ακολούθησαν κάποιες αψιμαχίες μεταξύ των πολιτών, αλλά τότε επενέβη η φρουρά του Αλέξανδρου και τους σταμάτησαν.
«Ακούστε λοιπόν! Θα κάνουμε πόλεμο στους Βόρειους! Όσοι θέλετε να πολεμήσετε μαζί μου, θα σας φιλοξενήσω στο χωρίο του Παλατιού όπου θα είστε ασφαλείς απ' τους μαφιόζους! Όλοι οι υπόλοιποι, εξορίζω εσάς και τις οικογένειες σας εκτός των τειχών του Παλατιού!»
Τότε, πάλι ο λαός στράφηκε σε αψιμαχίες και βαρβαρότητες. Ένα μέρος του λαού φώναζε:
«Ζήτω ο Αλέξανδρος! Θάνατος στον Περικλή!» Κάποιοι άλλοι, που στην αρχή δεν τον υποστήριζαν, για την ασφάλεια τους απ' τους μαφιόζους πήγαν με το μέρος του, ενώ κάποιοι άλλοι συνέχισαν να φωνάζουν:
«Είσαι ψεύτης! Είσαι απατεώνας! Εκβιάζεις!»
Και άρχισαν να πετάνε ντομάτες και αυγά. Κάποια στιγμή, ο στρατηγός του Αλέξανδρου, ο Λευτέρης, έφαγε μια ντομάτα στο πρόσωπο. Γύρισε και κοίταξε νευριασμένος τον Αλέξανδρο.
«Αυτό ήταν, Μεγαλειότατε! Ας φύγουμε από εδώ!» του φώναξε.
«Γυρίζουμε πίσω στο Παλάτι!» διέταξε ο Αλέξανδρος και ανέβηκε στο άλογο του. «Ελάτε, πιστοί μου υπήκοοι!»
Όσοι ήταν μαζί του, τον ακολούθησαν. Ήταν περίπου η μισή πόλη.
«Ελάτε, πρέπει να την κάνουμε από εδώ.» είπε η Μαριάντζελα στους δικούς της. «Γρήγορα, γιατί θα κλείσουν τα σύνορα.» Έτρεξαν, ανέβηκαν στα άλογα τους και κάλπασαν ως το Αρχηγείο.
Εκεί, πολύ γρήγορα μάζεψαν τα πράγματα τους και χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγαν για τα Σύνορα. Εκεί, είδαν πολλές ομάδες από επαναστάτες που ήταν εναντίον του Αλέξανδρου να περνάνε τα σύνορα. Πιο πίσω, η φρουρά τους κυνηγούσε. Ελάχιστοι σκοτώθηκαν.
«Που πάνε όλοι αυτοί κυρία;» ρώτησε ένας κατάσκοπος.
«Μάλλον θα καταφύγουν σε χωριά.» είπε η Μαριάντζελα.
Μετά από ελάχιστες στάσεις, έφτασαν την άλλη μέρα το πρωί στο παλάτι του Βόρειου βασιλείου. Η Μαριάντζελα μπήκε λαχανιασμένη στην αίθουσα συμβουλίων και είδε τους Αξιωματικούς και τη βασιλική οικογένεια. Συζητούσαν για τις πιθανότητες να κάνει ο Αλέξανδρος έφοδο.
«Καλημέρα.» τους είπε και όλοι γύρισαν και την κοίταξαν έκπληκτοι.
«Μαριάντζελα; Τι έκπληξη είναι αυτή; Έφυγες απ' τον Νότο;» απόρησε η Έλσα.
«Έπρεπε να φύγω, για το λόγο ότι έκλεισαν τα σύνορα του Νοτίου Βασιλείου και για να σας πω ένα δυστυχές γεγονός, πριν μαθευτεί από αγγελιοφόρους.»
Παρόλο που κάποιοι κατάλαβαν τι θα έλεγε, η Έλσα ζήτησε να γίνει πιο συγκεκριμένη:
«Πες μας, μη μας κρατάς σε αγωνία!»
«Ο Αλέξανδρος κήρυξε πόλεμο εναντίον μας.»
«Σας το είπα εγώ! Το ήξερα ότι θα στραφεί εναντίον μας, μόνο και μόνο για να πάρει εκδίκηση!» φώναξε για άλλη μια φορά ο Περικλής.
Η Κάτια πετάχτηκε απ' τη θέση της και φώναξε:
«Δεν θα επιτρέψω να συμβεί αυτό!»
«Μητέρα, ηρέμησε μην πάθεις τίποτα.»
«Μην με ειρωνεύεσαι εμένα! Έτσι και σκοτωθεί κάποιος απ' τους δυο σας, θα αυτοκτονήσω, σας το λέω.»
«Ηρεμήστε, Μεγαλειοτάτη. Θα γίνουν διαπραγματεύσεις πρώτα για να δούμε τι θα γίνει.» την ηρέμησε η Έλσα.
Το μεσημέρι, κάθισαν όλοι μαζί να φάνε. Ήταν όλοι σιωπηλοί. Η Κάτια με το ζόρι έφαγε δυο μπουκιές. Ο Περικλής έφαγε βιαστικά και αποσύρθηκε στο δωμάτιο του για να συλλογιστεί. Ο Φάνης, η Έλσα και όλοι οι υπόλοιποι αξιωματικοί πήγαν στην αίθουσα συμβουλίων, για να σχεδιάσουν πιθανή έφοδο ή πόλεμο.
Μετά από κάποιες ώρες έφτασε στο Παλάτι ένας αγγελιοφόρος του Κεντρικού Βασιλείου με ένα γράμμα για τον βασιλιά. Στην είσοδο του παλατιού τον σταμάτησαν οι φρουροί και τον ρώτησαν:
«Τι θα θέλατε παρακαλώ; Απαγορεύεται η είσοδος σε αγνώστους.»
«Είμαι αγγελιοφόρος απ' το Κεντρικό Βασίλειο και μεταφέρω ένα επείγον γράμμα για τον Βασιλιά σας.» είπε και έδειξε το γράμμα.
«Καλώς. Άσε τα πράγματα σου στο πλάι.» είπε ο φρουρός.
Ένας άλλος φρουρός τον συνόδευσε μέχρι την αίθουσα του Συμβουλίου, όπου εκεί βρίσκονταν ακόμα οι Αξιωματικοί και μόλις είχε έρθει ο Περικλής.
«Βασιλιά, έχω ένα επείγον γράμμα για εσάς.» του είπε.
Σηκώθηκε ο Περικλής, το πήρε, το άνοιξε και είπε ξαφνιασμένος:
«Διαπραγματεύσεις στο Κεντρικό Βασίλειο; Από πού κι ως που;»
«Τι συμβαίνει Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Φάνης.
«Διαβάστε και σε εμάς το γράμμα, Μεγαλειότατε.» είπε η Έλσα. Ο Περικλής διάβασε το γράμμα:
«Παρακαλείται η βασιλική οικογένεια του Βορείου Βασιλείου να παρευρεθεί αύριο το μεσημέρι στην Αίθουσα Συμβουλίων του Κεντρικού Βασιλείου για διαπραγματεύσεις. Ο Βασιλιάς του Κεντρικού Βασιλείου, Στέλιος.»
«Διαπραγματεύσεις; Για ποιες διαπραγματεύσεις;» αναρωτήθηκε ο Φάνης.
«Δουλειά του Αλέξανδρου μου μυρίζεται.» είπε ο Περικλής. «Θα είναι για τον πόλεμο εναντίον μας!» φώναξε.
«Μη συγχύζεστε, Μεγαλειότατε.» τον καθησύχασε ο Φάνης. «Θα πάμε μαζί, ώστε να μάθουμε το λόγο για τον οποίο θα γίνει η διαπραγμάτευση.»
Εκείνη τη στιγμή, μπήκε η Κάτια στην αίθουσα και φώναξε:
«Τι συμβαίνει Περικλή;! Γιατί φωνάζεις;!»
«Γιατί ο αγαπημένος σου γιος θα κάνει πόλεμο και θα γίνουν πρώτα διαπραγματεύσεις στο Κεντρικό Βασίλειο. Θα τον κάνει τελικά τον πόλεμο εναντίον μας, ο ηλίθιος.»
«Πρόσεχε πως μιλάς για τον αδελφό σου!» φώναξε η Κάτια και του έδωσε ένα χαστούκι. «Μπορεί να μας κάνει πόλεμο, αλλά δεν παύει να είναι αδελφός σου! Θα πάμε όλοι μαζί στις διαπραγματεύσεις.»
«Δεν με νοιάζει. Τον μισώ απ' τη στιγμή που γεννηθήκαμε.» είπε ο Περικλής και πήγε να κλειστεί στο δωμάτιο του.
Αυτά τα λόγια πλήγωσαν σαν μαχαίρι την καρδιά της Κάτιας.
«Μεγαλειοτάτη; Είστε καλά; Είστε έτοιμη να λιποθυμήσετε.» είπε η Έλσα και με τη βοήθεια της Γιάννας τη συνόδευσαν στο δωμάτιο της, όπου παρέμειναν εκεί μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Αργά το βράδυ, ο Φάνης με τη βοήθεια των βοηθών του, των υπηκόων του και των αξιωματικών, έφτιαξε τη βασιλική άμαξα, σέλωσε τα άλογα και σχεδίασε την ασφαλή μεταφορά τους.
*****
Κεφάλαιο μετά από καιρό! Όχι ότι το έχουν διαβάσει και πολλοί μέχρι εδώ αλλά λέμε 😂
Πώς σας φάνηκε;
Στο Κεφάλαιο 14 (Οι διαπραγματεύσεις στο Κεντρικό Βασίλειο): Οι Βόρειοι πηγαίνουν στο Κεντρικό Βασίλειο, όπου γίνονται διαπραγματεύσεις με όλα τα υπόλοιπα βασίλεια. Η Δύση παίρνει το μέρος του Βορρά και η Ανατολή του Νότου. Πολλές εκπλήξεις και τσακωμοί περιμένουν τους ήρωες μας, και η Κάτια συναντά κι άλλα άτομα από το παρελθόν της. Ποιοι λέτε να είναι;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top