- 21 . Η προειδοποιήση του πρίγκιπα της Alchten -

THE CURSED KINGDOMS

-NIXGOTSARCASM

~•~

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ FELICITY ΠΕΡΠΑΤΑΓΕ πέρα-δώθε στο δωμάτιο της αγχωμένη. Δεν μπορούσε με τίποτα να ηρεμούσε το σώμα της, πόσο μάλλον να απέβαλε εκείνη την ένταση που είχε από την ημέρα που άνοιξε τα μάτια. Αισθανόταν εγκλωβισμένη. Έριξε το σώμα στην καρέκλα και κοίταξε έξω από το παράθυρο, καρφώνοντας τον αγκώνα στο μπράτσο και ακουμπώντας τα δάχτυλα στον κρόταφο της. Σούφρωσε τα φρύδια δημιουργώντας μια ρυτίδα ανάμεσα τους. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και το μάσησε κάτι δεύτερα πάρα πολύ ενοχλημένη.

Ο επίσημος γάμος της ήταν μόλις την επόμενη μέρα, γι' αυτό και οι καλεσμένοι γέμιζαν τα τεράστια σκαλιά στην είσοδο του παλατιού. Επικρατούσε απίστευτος χαμός σε κάθε γωνία του κτηρίου. Οι υπηρέτριες και οι φρουροί ετοίμαζαν τα δωμάτια των καταξιωμένων καλεσμένων που θα έμεναν στο παλάτι και παράλληλα τους χώρους για τον γάμο. Ήξεραν ότι δεν υπήρχε στιγμή για ξεκούραση. Έπρεπε όλα να ήταν τέλεια, να έφταναν τις προσδοκίες του πρίγκιπα. Άλλωστε όλα γινόντουσαν για την δική του ικανοποίηση.

Αν η πριγκίπισσα Felicity δεν είχε βγει από το δωμάτιο της τρεις μέρες πριν, η βασίλισσα ήταν έτοιμη να ακύρωνε τον γάμο με την ευλογία του συζύγου της. Έμεινε άναυδη εκείνο το πρωινό που η πριγκίπισσα έκατσε για φαγητό μαζί τους, ντυμένη και στολισμένη όπως πάντα. Δεν μίλησε βέβαια σε κανέναν και κράταγε το ανέκφραστο πρόσωπο της στο πιάτο μπροστά της. Δοκίμασε λίγο από την βελουτέ σούπα και έφυγε συγχωρώντας τον εαυτό της στον βασιλιά ότι ήταν ακόμη αδιάθετη, οι δυο γεροδεμένοι αλλόκοτοι φρουροί να μην άφηναν το πλευρό της στιγμή.

Η Marianne ήταν η μοναδική που παρατήρησε την θλίψη στα μάτια της συζύγου του αδελφού της. Φαινόταν δυστυχισμένη και κουρασμένη. Παρόλο που το πρόσωπο της ήταν αγγελικό και πανέμορφο όπως πάντα, διέκρινε τους κόκκινους λεκέδες κάτω από τα μάτια της. Έκλαιγε. Την λυπήθηκε. Ποιος ήξερε τι πέρναγε μόνη στο δωμάτιο της και πόσο υπέφερε εξαιτίας της κατάρας, ειδικά όταν μαθεύτηκε ότι η Artemis ήταν εξαφανισμένη. Φήμες έλεγαν ότι παράτησε την πριγκίπισσα της επειδή φοβήθηκε την κατάρα, μην της έπαιρνε ο βασιλιάς της Engros Emeslands το κεφάλι που ήταν ανίκανη να προστάτευε την κόρη του. Κάθε φορά που η Marianne πάντως μάζευε το κουράγιο να πήγαινε στο δωμάτιο της νεαρής πριγκίπισσας, οι αυστηρές διαταγές της μητέρας της την σταμάταγαν. Δεν επιτρεπόταν σε κανέναν από το βασίλειο της Alchten να ενδιαφερόταν για την υγεία της γυναίκας του Charles-Ernest.

Η Felicity σηκώθηκε από την θέση της. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και λύγισε το κεφάλι στο πλάι του παραθύρου. Κοίταγε όλους αυτούς τους καταξιωμένους καλεσμένους που είχαν έρθει για τον δικό της γάμο. Ήταν τρομαχτικό στην καρδιά και στο μυαλό της πόσοι άνθρωποι θα παραβρίσκονταν. Είχε μεγαλώσει μόνη και απομονωμένη. Ξαφνικά ήταν αναγκασμένη να αντιμετώπιζε έναν κόσμο τόσο απαίσιο, ο οποίος την έκανε να ένιωθε περισσότερη μοναξιά. Δεν είχε σταματήσει να αναρωτιόταν τι την περίμενε με την επιστροφή του Charles-Ernest.

Τα μάτια της βούρκωσαν. Της έλειπε η Artemis. Ένιωθε προδομένη από όλους. Για κάποιον λόγο κανείς δεν της εξηγούσε τι είχε συμβεί στην συνοδό της και γιατί δεν ήταν στο πλευρό της όταν ξύπνησε. Γράπωσε τον Kirk εκνευρισμένη και τον τάραξε, να μην σταμάταγε να έκλαιγε για όσο του ζητούσε εξηγήσεις. Φοβόταν. Δεν ήθελε να είχε φύγει δίχως κάποιο αντίο. Άλλωστε η Artemis ήταν η μοναδική που είχε καταφέρει να έφτανε ως την Alchten μαζί της. Ήταν ό,τι της είχε απομείνει από την Engros Emeslands. Πλέον ήταν μια ξένη ανάμεσα σε πλάσματα της Titania και τα καθάρματα της Alchten.

Δεν μίλαγε στους φρουρούς της και κυρίως επειδή δεν της αποκάλυπταν τι είχε συμβεί στην Artemis. Το χάσμα στις σχέσεις που είχε μαζί τους ήταν προφανέστατο, όμως δεν μπορούσαν να της εξηγούσαν κάτι που ούτε οι ίδιοι γνώριζαν στ' αλήθεια. Αφότου άφησαν το σώμα της Artemis στο μοτέλ που τους είπε ο πρίγκιπας, έφυγαν δίχως να κοίταζαν πίσω. Η προτεραιότητα τους ήταν η υγεία της πριγκίπισσας Felicity, ειδικά μετά το τελευταίο συμβάν που κόντεψαν να την έχαναν. Για χατίρι της Artemis έπρεπε να την πρόσεχαν μέχρι που να επέστρεφε η ίδια. Ήλπιζαν στην τελική ο βασιλιάς τους να μπορούσε να την ηρεμούσε και να της εξηγούσε την κατάσταση.

«Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ CHARLES-ERNEST VON ALDRINGEN ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ ΤΗΣ ALCHTEN!»

Η Felicity αμέσως αντέδρασε στα λόγια του κήρυκα. Ίσιωσε την πλάτη και ακούμπησε τις παλάμες στο κρύο μάρμαρο στον πάτο του παραθύρου με τον ενθουσιασμό ξεκάθαρο στο πρόσωπο της. Είχε περάσει ένας μήνας μακριά από τον Charles-Ernest, κάθε βράδυ να κοίταγε το φεγγάρι και να σκεφτόταν την πρώτη βραδιά που πέρασαν μαζί. Της είχε λείψει και το αθώο μυαλό της φοβόταν ότι θα ξέχναγε το πρόσωπο του αν πέρναγαν κι άλλες μέρες μακριά του.

Δεν είχε ιδέα ότι είχε αρρωστήσει εξαιτίας του. Θυμόταν όμως στον ύπνο της να τον αισθάνεται κοντά της, σαν να την έκανε καλύτερα ο ίδιος και κανένας άλλος. Αν μίλαγε στην φρουρά της, μπορεί να γνώριζε την αλήθεια, αυτό αν επέμενε αρκετά. Πήρε μια βαθιά ανάσα με ένα χαμόγελο στα χείλη της, ακουμπώντας το χέρι ντελικάτα στην γραμμή του στήθους της. Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σκάσει. Έκλεισε το παράθυρο βιαστικά, φτιάχνοντας την κουρτίνα ύστερα. Πήγε στον καθρέπτη και ξεκίνησε να έφτιαχνε τα μαλλιά της, συγκεκριμένα το ρουζ στα μάγουλα της. Είχε αδυνατήσει αρκετά και φοβόταν μην δεν άρεσε στον σύζυγο της.

Αφότου ένιωσε σίγουρη με τον εαυτό της και την εμφάνιση της, σηκώθηκε από την καρέκλα τινάζοντας το φόρεμα της. Ο Charles-Ernest ήταν η μοναδική της ελπίδα να μάθαινε τι είχε συμβεί στην Artemis. Ήταν έτοιμη για όλα όσον αφορούσε αυτό το ζήτημα, ας έκλαιγε κάθε φορά που σκεφτόταν την πιθανότητα να την είχε χάσει για πάντα. Στάθηκε δυναμική. Ο Charles-Ernest της είχε ξεκαθαρίσει ότι την ήθελε να φερόταν σαν σωστή βασίλισσα. Δεν γινόταν να είχε αδυναμίες, τουλάχιστον τόσο εμφανίσιμες που θα τις εκμεταλλευόντουσαν οι άλλοι.

Βγήκε από το δωμάτιο με ένα ανέκφραστο πρόσωπο, τα μάγουλα της ροδοκόκκινα. Κράταγε τα δάχτυλα μπερδεμένα μπροστά. Όσο περπάταγε στον διάδρομο, τόσο χτύπαγε η καρδιά της. Ήταν αγχωμένη. Φοβόταν μην το είχε μετανιώσει ο πρίγκιπας και δεν την ήθελε. Αισθάνθηκε τα μάτια των υπηρετριών και των φρουρών να την εξέταζαν προσεχτικά. Όλο το παλάτι γνώριζε για την επιστροφή του πρίγκιπα, οπότε για πρώτη φορά μετά από έναν μήνα η Felicity έγινε το κέντρο της προσοχής. Περίμεναν πως και πως να έβλεπαν το ζευγάρι μαζί, να έβλεπαν την αντίδραση του Charles-Ernest.

Πως θα φερόταν ο σαδιστής πρίγκιπας στην γυναίκα του, ειδικά αφότου μάθαινε ότι ήταν άρρωστη εξαιτίας της κατάρας;

Στην είσοδο της Alchten τρία άλογα έκαναν την εμφάνιση τους αργά. Μπροστά με το κατάμαυρο άλογο ήταν ο πρίγκιπας Charles-Ernest von Aldringen, φορώντας έναν μανδύα της ίδιας απόχρωσης και την μάσκα στο πρόσωπο. Έσερνε πίσω του έναν άντρα τυλιγμένο και δεμένο σαν πτώμα, το πρόσωπο του λασπωμένο και ταλαιπωρημένο. Ο λαός, έχοντας καταλάβει την ταυτότητα του, έκανε στην άκρη να πέρναγε η χάρη του. Δεν τολμούσαν να ανακατεύονταν στα πόδια του. Ο Marin με τον Preston παρέμεναν σοβαροί, τα πρόσωπα τους να καθρέπτιζαν απίστευτη ταλαιπωρία. Άλλωστε ταξίδευαν τρία μερόνυχτα ασταμάτητα δίχως διαλλείματα μόνο για να έφταναν στην ώρα τους.

Με την επιστροφή των δυνάμεων του, ο Charles-Ernest παρέμεινε σιωπηλός. Δεν αντάλλαξε ούτε μια κουβέντα με τους ακόλουθους του. Εκείνοι το καταλάβαιναν από την αύρα του ότι είχε πολλά στο μυαλό του και δεν τον απασχολούσαν. Ήταν κρύα, απόμακρη και κυρίως πάρα πολύ σκοτεινή. Ακόμη και με την πλάτη γυρισμένη, ήξεραν ότι οι καλοδιάθετες ημέρες του πρίγκιπα είχαν τελειώσει. Το ταξίδι που είχαν κάνει και τα άτομα που είχαν συναντήσει, δεν είχαν βοηθήσει καθόλου στην πρόοδο της διάθεσης του πρίγκιπα. Αντιθέτως, είχε μαζέψει απίστευτο μίσος και απέχθεια.

Ο Preston ξελάφρωσε τους ώμους του ανακουφισμένος. Μόνο που αντίκρισε το παλάτι στην κορυφή της πόλης χάρηκε. Επιτέλους θα έτρωγε σωστό φαγητό, θα κοιμόταν στην αγκαλιά της καλής του και κυρίως σε ένα κρεβάτι της προκοπής. Δεν θα του έλειπαν καθόλου τα βράδια που πέρναγε αγκαλιάζοντας τον Marin, ο οποίος τον έσπρωχνε από πάνω του με αηδία. Έριξε τα μάτια στον Fernando και το χαμόγελο του κόπηκε αμέσως. Μισούσε αυτό το κάθαρμα με όλη του την ζωή. Δεν τον γέμιζε τύψεις που τον είχε δει να σερνόταν από την μια άκρη του βασιλείου στην άλλη. Το είχε χαρεί.

Ο πρίγκιπας σταμάτησε το άλογο του ακριβώς μπροστά από τα σκαλιά που οδηγούσαν πάνω στο παλάτι. Κατέβηκε αμέσως, κάνοντας νόημα στον Marin και τον Preston να έφευγαν. Ήταν ελεύθεροι για το υπόλοιπο της ημέρας όπως τους είχε υποσχεθεί. Είχε δουλειές που έπρεπε να κανόνιζε μόνος του, αφότου παρέδιδε το κάθαρμα στον πατέρα του. Καβάλησαν τα άλογα τους στην πίσω μεριά του παλατιού, όπου βρήκαν τον Kirk να τους περίμενε στους βασιλικούς στάβλους. Τους χαιρέτησε τυπικά, παρατηρώντας ότι ο Marin είχε αποκτήσει μια οικειότητα με τον Preston, ο οποίος προς μεγάλη του έκπληξη κουβαλούσε ήδη το στίγμα της Titania στο σώμα του. Είχε πολλά να μάθαινε και πολλά που έπρεπε να τους έλεγε επίσης.

Η κίνηση σταμάτησε για κάμποσα λεπτά σε όλο το παλάτι. Η προσοχή όλων ήταν στον πρίγκιπα. Είχαν ενημερωθεί ότι με την επιστροφή του, δεν θα χρειαζόταν να κατέβαζαν τα κεφάλια τους ή να απέφευγαν να τον κοιτάξουν. Γι' αυτό οι περίεργοι δεν μπορούσαν να έβγαζαν τα μάτια τους από το γεροδεμένο σώμα του πρίγκιπα Charles-Ernest. Η μάσκα και η κουκούλα έκρυβαν τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του, αν όχι τα πιο σημαντικά. Οι φρουροί και οι υπηρέτριες όμως, από συνήθειο έδειξαν τον σεβασμό τους και δεν τόλμησαν στιγμή να τον κοίταζαν.

Ο Charles-Ernest ξέδεσε τον Fernando από το άλογο. Άφησε το στόμα του δεμένο με το βρωμερό πανί, όπως τους καρπούς και τα πόδια του. Γράπωσε τα μαλλιά του και ξεκίνησε να τον σέρνει στα σκαλιά, η έκφραση του πίσω από την μάσκα σοβαρή. Ήταν κακοδιάθετος, τόσο που δεν θα δίσταζε να κρέμαγε τον προδότη και να ξέσπαγε τα νεύρα του επάνω στο ταλαιπωρημένο σώμα του. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του μετανιωμένου Fernando. Δεν υπήρχε γυρισμός όμως.

Ο πρίγκιπας έβγαλε την μάσκα μόνο όταν στάθηκε έξω από το δίπορτο της αίθουσας του θρόνου. Αισθάνθηκε τα μάτια της καλής του, γι' αυτό γύρισε το κεφάλι στο πλάι. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της Felicity την στιγμή που το πορφυρό του βλέμμα συναντήθηκε με το δικό της. Δεν τόλμησε να περπατήσει προς το μέρος του. Αντιθέτως σήκωσε λίγο το φόρεμα της στο πλάι και λύγισε τα γόνατα της. Κοίταξε τον άντρα στο πάτωμα και δεν έκρυψε την ανησυχία της για όσο στεκόταν μπροστά από τα σκαλιά. Ο Charles-Ernest έκανε νόημα να μην του άνοιγαν την πόρτα ακόμη.

Παράτησε τον Fernando στο πάτωμα δίχως να τον κοιτάξει. Ήταν τσαντισμένος. Έστρεψε το σώμα προς το μέρος της και την πλησίασε αργά, βγάζοντας τα μαύρα γάντια του, εξαφανίζοντας την μάσκα του με ένα νεύμα. Προσπέρασε τους καλεσμένους και τις υπηρέτριες που του άνοιγαν χώρο να περάσει με τα φρύδια σουφρωμένα, η σκοτεινή του αύρα να έπνιγε τους πάντες στον ίδιο όροφο. Σταμάτησε μπροστά της και την κοίταξε με εκείνο το υποτιμητικό, τρομαχτικό βλέμμα. Η Felicity έφερε τα χέρια πίσω από την πλάτη της αμέσως.

«Καλωσορίσατε, πρίγκιπα μ-»

«Έκλαιγες;» την ρώτησε με έναν απότομο τόνο φωνής, φέρνοντας τον αντίχειρα κάτω από το μάτι της. «Ποιος ο λόγος;» Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Τι σου έκαναν στο παλάτι;»

«Δεν με πείραξε κανείς, αν αυτό είναι που σε νοιάζει», μουρμούρισε η πριγκίπισσα με λιγότερη επισημότητα, η καρδιά της να έσκασε μόνο από την επαφή μαζί του. Ήταν παράφορα ερωτευμένη με αυτόν τον άντρα, ας μην την κοίταγε με την ίδια λαγνεία και αγάπη. «Υποθέτω ότι γνωρίζεις για την κατάσταση της Artemis. Πες μου που είναι, σε ικετεύω. Είναι καλά; Γιατί έφυγε και με άφησε;»

Ο Charles-Ernest ξεφύσησε κοφτά από το μικρό άνοιγμα στα χείλη του. Δεν είχε χρόνο να της εξηγούσε το όλο ζήτημα με την ψεύτικη ταυτότητα του Artem, πόσο μάλλον το σημαντικό παρελθόν του. Η Felicity κατάλαβε την δυσαρέσκεια του να το κουβέντιαζε και έφερε τα χέρια πίσω από την πλάτη της, να τα έσφιξε γερά. Συγκρατούσε τον εαυτό της να μην έκλαιγε στα πόδια του, να τον παρακάλαγε έστω για ένα κομμάτι της αλήθειας. Τόσες μέρες μόνη, ξύπνια μετά από ένα τρομαχτικό σκοτάδι, μακριά από την χώρα και την οικογένεια της. Ο πρίγκιπας δεν θα την καταλάβαινε ποτέ.

Της γύρισε την πλάτη κακοδιάθετος. Φόρεσε τα γάντια του πάλι και την άφησε με κατεβασμένο το κεφάλι. Έστρεψε για λίγα δεύτερα το βλέμμα του προς εκείνην, η τεράστια του πλάτη να έκρυβε το μικροκαμωμένο σώμα της συζύγου του. Έφερε τα δάχτυλα στο πάνω χείλος του σκεφτικός.

«Καλά είναι», ήταν το μοναδικό που της απάντησε και επέστρεψε έξω από την αίθουσα του θρόνου. «Θα μιλήσουμε μετά».

Τα λόγια του την παρηγόρησαν. Ζωγράφισε ένα χαμόγελο στα χείλη της και δεν τόλμησε να σήκωνε το κεφάλι, όχι για όσο τα δάκρυα της έπεφταν στο κόκκινο χαλί. Γράπωσε το φόρεμα της ευχαριστημένη, η ψυχή της ανακουφισμένη επιτέλους που μάθαινε ότι τουλάχιστον ήταν καλά. Καθάρισε τα δάκρυα της αμέσως και αποφάσισε να δρούσε άμεσα. Για όσο ετοίμαζε ζεστό νερό στον σύζυγο της, ο οποίος επέστρεψε από ένα κουραστικό ταξίδι, θα απολογούταν για την απότομη συμπεριφορά της στους φρουρούς που είχαν φροντίσει να μην ένιωθε στιγμή μόνη.

Ο Fernando άρπαξε την ευκαιρία να σερνόταν λίγο πιο πέρα για όσο ο πρίγκιπας ήταν απασχολημένος με μια γυναίκα. Είχε ακούσει τις ημέρες που προσπαθούσε να κρυφτεί από τον Charles-Ernest ότι είχε παντρευτεί μια γυναίκα που θύμιζε θεά. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός στην ομορφιά της. Ακόμη και που βρισκόταν πλακωμένος, άπλυτος και λερωμένος με αίμα στον διάδρομο του παλατιού, δεν μπόρεσε να μην σαγηνευόταν από την ομορφιά της. Οι φρουροί παραδίπλα τον κοίταγαν που είχε τολμήσει να κουνιόταν από το σημείο που τον είχε αφήσει ο πρίγκιπας και γέλασαν λιγάκι. Ήταν θρασύτατος για κάποιον που είχε συρθεί ως το παλάτι.

Την στιγμή που ο πρίγκιπας γύρισε από την άλλη και άφησε την σύζυγο του πίσω, ο Fernando σταμάτησε να κουνιόταν. Χάζευε την πανέμορφη πορτοκαλομάλλα και αναρωτιόταν τι μυρωδιά θα είχε, την αίσθηση του δέρματος της, τι επιφωνήματα θα ξέφευγαν από τα ροδοκόκκινα χείλη της. Ήξερε ότι είχε φτάσει στο τέλος της ζωής του, γι' αυτό δεν τον ένοιαζε που χάζευε την όμορφη γυναίκα παραπέρα. Χαιρόταν λιγάκι κιόλας που είχε την τύχη να αντίκριζε έναν άγγελο ενώ στα τελευταία του. Ξαφνικά το παπούτσι του Charles-Ernest τον κλώτσησε στο πρόσωπο και τον έστειλε πίσω στην θέση που τον είχε αφήσει. Άρπαξε τα μαλλιά του και τον κοίταξε μέσα στην ψυχή του με εκείνα τα πορφυρά τρομακτικά του μάτια. Δεν γινόταν να μην έτρεμε πάντα όταν ερχόταν αντιμέτωπος με αυτά.

«Είσαι τυχερός που ο βασιλιάς σε θέλει ζωντανό», μίλησε ο πρίγκιπας, ένας τόνος φωνής ανατριχιαστικός, αμέσως να έστειλε ένα ρίγος σε όλη του την σπονδυλική στήλη.

Χτύπησε το δίπορτο και περίμενε λίγα δεύτερα πριν εκείνο να άνοιγε για να πέρναγε μέσα. Την στιγμή εκείνη τον προσπέρασαν τέσσερις άντρες ντυμένοι με ρούχα μαύρα. Οι τρεις ήταν γεροδεμένοι, ενώ ο-μάλλον-αρχηγός τους ήταν μικρόσωμος σε σχέση με την κτηνώδη παρουσία του Charles-Ernest. Σούφρωσε τα φρύδια όταν παρατήρησε ότι είχαν την καρφίτσα της Μεγάλης Εκκλησίας στα ρούχα τους, η ριγέ κορδέλα στα μπράτσα τους. Ο αρχηγός τους κοίταξε τον πρίγκιπα στα μάτια και αμέσως χαμογέλασε πλάγια, τα μάτια του μισόκλειστα να καθρέπτιζαν μια σαδιστική, πονηρή σκέψη. Προσπέρασαν τον Charles-Ernest δίχως περαιτέρω λέξεις ή αντιδράσεις, ο ίδιος να επέλεξε να τους αγνοούσε.

Ο πρίγκιπας κράτησε εκείνη την ενοχλημένη, αν όχι τσαντισμένη, έκφραση στο πρόσωπο του και σέρνοντας τον Fernando δίπλα του, περπάτησε μέσα. Ο βηματισμός του ήταν βαρύς όπως πάντα, η παρουσία του τρανή και τρομαχτική. Λύγισε το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι και με μια απλή κίνηση, πέταξε τον προδότη στα λιγοστά σκαλιά που οδηγούσαν στους δυο βασιλικούς θρόνους. Έφερε το χέρι στην καρδιά του και έριξε το σκοτεινό βλέμμα στον πατέρα του, ο οποίος ήταν ασυνήθιστα ανέκφραστος και σκεφτικός. Ο Charles-Ernest σήκωσε λίγο το φρύδι του ερωτηματικά, όμως δεν πρόδωσε τις σκέψεις του. Δεν του ξέφυγε ότι η βασίλισσα έκρυβε ένα μικρό χαμογελάκι πίσω από την ανοιχτή βεντάλια της.

«Μπράβο, γιε μου. Δεν με απογοητεύεις ποτέ», μίλησε ο βασιλιάς της Alchten, η μουντάδα στην φωνή του να πρόδιδε το πόσο αδιάφορος ήταν στ' αλήθεια με ό,τι γινόταν μπροστά του. «Καλώς ήρθες πάλι στο παλάτι».

«Τιμή μου, Μεγαλειότατε». Ο Charles-Ernest έριξε τα μάτια στην Marianne στο πλάι που στεκόταν σιωπηλή, τα μάτια της βουρκωμένα. Η Bella έφερε το χέρι στο δικό της και την κράτησε. Κατέβασε το κεφάλι ελαφρώς μπροστά στον πρίγκιπα και κράτησε την πριγκίπισσα κοντά της, η οποία έτρεμε. Οι πληγές ήταν ακόμη ανοιχτές, ας είχε γιατρευτεί εξωτερικά. «Τι επιθυμείτε να κάνετε με τον προδότη λοιπόν;»

Στην αίθουσα βρίσκονταν οι σύμβουλοι και μόνο η πριγκίπισσα Marianne με την Bella. Ο Benet απέφευγε να τον κοιτάξει και κράταγε το βλέμμα του κάτω, τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Ο βασιλιάς σηκώθηκε και όλοι ίσιωσαν τις πλάτες τους, εκτός από τον Charles-Ernest. Ήταν προβληματισμένος. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και την στιγμή που ο Fernando προσπάθησε να καθίσει μπροστά από τον Μεγαλειότατο, έφερε την μαύρη αρβύλα πίσω από το κεφάλι του και το κόλλησε στο κόκκινο χαλί. Ο βασιλιάς Karkan κοίταξε τον πρώην γαμπρό του με αηδία, η δυσαρέσκεια ξεκάθαρη στο γέρικο πρόσωπο του.

«Δεν είναι δική μου απόφαση να πάρω», μουρμούρισε με μια απαλή ανάσα και ακούμπησε το χέρι στο πηγούνι του. «Αλήθεια, τι σκεφτόσουν, βρωμερό κάθαρμα, όταν τόλμησες να μπεις στο παλάτι μου και να με εξαπατήσεις;» Ο Fernando δεν μπορούσε να κουνηθεί, τα δακρυσμένα μάτια του στον πρίγκιπα, του οποίου η αύρα ήταν ό,τι πιο τρομαχτικό είχε αντιμετωπίσει. «Νόμιζες ότι δεν θα μαθαίναμε τι έκανες στην καημένη την κόρη μου;» Η Marianne δεν μπορούσε να κουνηθεί, οι εφιαλτικές μέρες στο πλευρό εκείνου του άντρα να την στοίχειωναν. Ο βασιλιάς έφερε το χέρι στο μούσι του και το πείραξε με ένα σαδιστικό βλέμμα. «Μην ανησυχείς όμως. Έχω στείλει ήδη ακόλουθους να σκοτώσουν ό,τι αγαπάς και να κάψουν ό,τι σου ανήκει. Τόσο μπορώ να φροντίσω να συμβεί, ζήσεις, δεν ζήσεις».

Ο Charles-Ernest έβγαλε το πόδι από το κεφάλι του Fernando και έκανε στην άκρη όταν ο βασιλιάς ξεκίνησε να περπατά προς την Marianne. Έριξε φευγαλέα τα μάτια στον γιο του και σε σχέση με τις άλλες φορές φαινόταν πιο ταλαιπωρημένος. Τα κενά του πορφυρά μάτια είχαν μαύρους κύκλους, ενώ το δέρμα του ήταν πιο χλωμό απ' ότι συνήθως. Δεν περίμενε να υπήρχε ποτέ μέρα που θα τον έβλεπε εξαντλημένο, σαν να χρειαζόταν ένα διάλλειμα από όλες αυτές τις δουλειές που του έδινε ο πατέρας του. Μεγάλωσε το χαμόγελο του ευχαριστημένος και στάθηκε μπροστά από την πριγκίπισσα Marianne.

«Πες μου, καλή μου, τι επιθυμείς να κάνουμε μαζί του;» την ρώτησε ο βασιλιάς, κάτι που την άφησε σοκαρισμένη. Της σήκωσε το πηγούνι με το δάχτυλο. Τα μάτια της ήταν πάρα πολύ κενά, όλα τα τραύματα και ο πόνος να φαινόντουσαν σαν μια ατελείωτη άβυσσο μέσα σε εκείνα. Ο πατέρας της πήρε μια βαθιά ανάσα κάπως θλιμμένος. «Δεν θα κάνω τίποτα που δεν σου αρέσει».

Η Marianne κράτησε το χέρι της Bella σφιχτά, παρόλο που εκείνη είχε απομακρυνθεί για να σεβόταν την παρουσία του βασιλιά. Χρειάστηκε αρκετό κουράγιο για να ρίξει τα μάτια στον άντρα που την πρόδωσε. Της προκαλούσε αναγούλα. Έφερε την παλάμη στα χείλη της και συγκράτησε τον εαυτό της όμως. Δεν τολμούσε να επέτρεπε κάτι τέτοιο μπροστά στον βασιλιά, πόσο μάλλον τον αδελφό της που έφυγε ένα μήνα από το πλευρό της αγαπημένης του για να έπιανε εκείνον τον προδότη. Καθάρισε τα βουρκωμένα μάτια της και έστρεψε το κεφάλι από την άλλη.

«Για εμένα αυτός ο άνθρωπος έχει τελειώσει. Θα το αφήσω στο χέρι του πρίγκιπα να κρίνει την μοίρα του. Άλλωστε αν δεν ήταν αυτό το σκουπίδι, ο αδελφός μου θα μπορούσε να έμενε στο πλευρό της γυναίκας του, όχι να κυνήγαγε αυτόν», μίλησε, κρύβοντας καλά το τρέμουλο στην φωνή της.

Η Bella τής χάρισε αμέσως ένα χαμόγελο, αυτό να την έκανε να αισθανόταν καλύτερα με την απόφαση της. Δεν της άφησε το χέρι στιγμή. Ο βασιλιάς χάρηκε με την φιλία της κόρης του και το πόσο την βοηθούσε να γιάτρευε εκείνες τις βαθιές πληγές. Έστρεψε την προσοχή πίσω στον Fernando, ο οποίος πλέον καθόταν πάνω στα γόνατα του με τα χίλια ζόρια. Το σώμα του ήταν πιασμένο και ταλαιπωρημένο. Είχε αίματα και γρατζουνιές παντού, να είχε αποκτήσει μια ανόσια στην αίσθηση του πόνου, τόσες μέρες που σερνόταν ζωντανός. Κράτησε το κεφάλι κρεμασμένο στο στήθος του, τα δάκρυα του να καθάριζαν την βρωμιά στα μάγουλα του.

«Τι προνόμιο, Charles-Ernest, να τον τιμωρήσεις ο ίδιος», γέλασε με έναν ελαφρώς κοροϊδευτικό τόνο ο βασιλιάς Karkan και έσφιξε με το χέρι τον ώμο του γιού του. Κράτησε το χαμόγελο στα χείλη του, μέσα του να χαιρόταν λίγο παραπάνω με το πόσο ανάποδα πήγαιναν όλα στην ζωή του γιού του τελευταία. Μπορεί να γέλαγε δυνατά αν ήξερε όλη την αλήθεια πίσω από την ταλαιπωρία του. Λύγισε κοντά στο αυτί του. «Μην με απογοητεύσεις».

Ο Charles-Ernest έφερε το χέρι στην καρδιά του και λύγισε λίγο μπροστά. Απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Ο βασιλιάς επέστρεψε στον θρόνο του και βολεύτηκε στην θέση του, λυγίζοντας το κεφάλι στην γροθιά του. Περίμενε πως και πως να τελείωνε με αυτό το ζήτημα για να μπορούσε να ανακοίνωνε ο ίδιος τα απρόσμενα νέα στον γιο του. Ήταν τόσο περίεργος να έβλεπε την αντίδραση του. Λάτρευε όταν όλα πήγαιναν στραβά στην ζωή του πρίγκιπα.

Ο Charles-Ernest κατάλαβε ότι κάτι απασχολούσε τον Μεγαλειότατο, όμως δεν έπραττε βιαστικά. Ό,τι ήταν αυτό που ήθελε να του έλεγε, θα φρόντιζε να έδειχνε ότι δεν τον ένοιαζε, όπως πάντα άλλωστε. Στάθηκε πίσω από τον Fernando και τον άρπαξε για άλλη μια φορά από τα μαλλιά ανέκφραστος. Έριξε το ανέκφραστο βλέμμα στην αδελφή του. Δεν χρειαζόταν καμιά ιδιοφυΐα να καταλάβαινε ότι η ψυχή της δεν θα άντεχε ό,τι θα ερχόταν μετά. Της έδωσε το περιθώριο να ζήταγε άδεια να έφευγε, αλλά δεν το έκανε. Η Marianne κούνησε λιγάκι το κεφάλι, έτσι να έδινε το πάσο να συνέχιζε.

Έβγαλε το μαντίλι από τα χείλη του άλλου και τον άφησε να έπαιρνε βαθιές ανάσες κουρασμένος. Ο Fernando κούνησε το σαγόνι του μουδιασμένος. Τον πόναγε τόσο που ούτε να μιλούσε δεν μπορούσε. Πριν προλάβαινε να έλεγε έστω μια λέξη, ο πρίγκιπας τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον τράβηξε πίσω, αναγκάζοντας τον να κρατήσει την πλάτη ίσια, ενώ ο ίδιος έφερε τα χείλη κοντά στο αυτί του. Ο Fernando έτρεμε ολόκληρος, η μυρωδιά θανάτου από τον πρίγκιπα να τρύπαγε τα βρώμικα ρουθούνια του.

«Τι έχεις να πεις για τον εαυτό σου;» τον ρώτησε ο Charles-Ernest, τα μάτια του προδότη να έπεσαν σε εκείνον αμέσως.

«Πόσα... χρυσά... νομίσματα για... την... σύζυγο σου;» γέλασε ο Fernando, οι ανάσες κοφτές να γλιστρούσαν από τα σχισμένα και πρησμένα χείλη του.

Ο Charles-Ernest παρέμεινε ανέκφραστος. Η Marianne ήταν έτοιμη να του ορμούσε όμως ευτυχώς την κράτησε η πιστή ακόλουθος της πίσω. Δεν θα ήταν σεμνό μπροστά στους σύμβουλους και τον βασιλιά. Τα αγριεμένα και κουρασμένα μάτια της έμειναν επάνω του, κάτι το οποίο τον χαροποιούσε ιδιαίτερα. Ο πρίγκιπας του άφησε τα μαλλιά ελεύθερα, καμία αντίδραση στο χλωμό πρόσωπο του. Ο βασιλιάς Karkan κοίταγε το θέαμα μπροστά του με ενθουσιασμό, η γυναίκα του στο πλευρό του να είχε μια αηδιασμένη έκφραση στο πρόσωπο της. Ένα γελάκι ξέφυγε από τα χείλη του Fernando για όσο έβηχε αίμα.

Με μια απότομη κίνηση ο Charles-Ernest τον έριξε με πλάτη στο πάτωμα. Ακούμπησε το παπούτσι στο στήθος του και τον κράτησε κολλημένο κάτω. Έβγαλε το σπαθί από την θήκη του και έκοψε το ύφασμα το οποίο κράταγε τους καρπούς του Fernando δεμένους. Το έβαλε πίσω στην θέση του και λύγισε τα γόνατα για να ερχόταν κοντά στο πρόσωπο του άλλου, πρώτη φορά να φάνηκε η δυσαρέσκεια πάνω του. Ξέδεσε το μικρό σακί από την ζώνη του παντελονιού του και έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα. Με επιδέξιο τρόπο, το γλίστρησε από το ένα δάχτυλο στο άλλο μέχρι που το τίναξε στον αέρα και το έπιασε. Έριξε τα μάτια σε εκείνο και ύστερα πίσω στο αυτάρεσκο χαμόγελο του Fernando.

«Χρυσά νομίσματα;» αναρωτήθηκε ο Charles-Ernest, παριστάνοντας τον ξαφνιασμένο. Άρπαξε ξαφνικά τον γιακά του προδότη και τον έφερε κοντά στο πρόσωπο του, τα πορφυρά του μάτια να γυάλισαν αμέσως. Όλοι ανατρίχιασαν στο κρύο αεράκι, η Marianne να κοίταγε το θέαμα σοκαρισμένη, τα φρύδια της σουφρωμένα. Ντρεπόταν εκ μέρους του πρώην συζύγου της για τα λόγια που ξεστόμισε. «Οι θρόνοι όλων των βασιλείων δεν αρκούν να με πείσουν να δώσω την γυναίκα μου σε όποιον και να μου τους προσφέρει». Δεν σκέφτηκε τα λόγια του όταν άφησε τον θυμό μέσα του να βράσει. Ήταν εξοργισμένος. «Έχεις περισσότερο θράσος απ' ότι περίμενα, Fernando van Lowey».

Τον κόλλησε πάλι στο πάτωμα και ξεκίνησε ένα-ένα να έβαζε νομίσματα μέσα στο στόμα του. Ο Fernando δεν είχε την δύναμη να κουνιόταν, πόσο μάλλον να προσπαθούσε να ξέφευγε ή να πάλευε για την ελευθερία του. Η γεύση των νομισμάτων του προκαλούσαν αναγούλα, η μεταλλική, πικρή αίσθηση να ήταν αηδιαστική. Κοίταγε τον πρίγκιπα πλέον με θυμό, η ενοχλημένη έκφραση να μην πέρασε απαρατήρητη από τους θεατές. Ο Charles-Ernest σήκωσε την γωνία του χείλους ελαφρώς και του έκλεισε το στόμα, δένοντας το πανί ξανά από πάνω. Δεν τολμούσαν ούτε οι φρουροί να καθάριζαν τον ιδρώτα τους από το άγχος, τέτοια ένταση που επικρατούσε στην αίθουσα του θρόνου.

«Για δέκα χρόνια κατάφερες να εξαπατήσεις την βασιλική οικογένεια», μίλησε ο πρίγκιπας, ο σαδισμός στον τόνο της φωνής του να ήταν ξεκάθαρος. Σήκωσε το αριστερό χέρι του Fernando και το εξέτασε. «Τι ιδανικό που έχεις δέκα δάχτυλα». Πριν προλάβαινε να αντιδράσει, ο πρίγκιπας του έσπασε τον αντίχειρα με μια απότομη κίνηση. Το επιφώνημα πόνου ξεγλίστρησε μέσα από το πανί. Η γροθιά του Charles-Ernest τον βρήκε αμέσως στο σαγόνι, το γόνατο του κολλημένο ακριβώς δίπλα από την ταλαιπωρημένη μέση του. Άρπαξε τον γιακά άλλη μια φορά για να τον έφερνε κοντά του. «Για κάθε ήχο που σου ξεφεύγει, θα φροντίζω να σου σπάσω τα δόντια. Να σε δω να τα φτύνεις μετά».

Ο δείκτης έσπασε επόμενος, με τον Fernando να έκλαιγε από τον πόνο για όσο φώναζε απελπισμένα. Η γροθιά του πρίγκιπα ήταν πιο δυνατή από την προηγούμενη. Το αίμα έσταζε στο πλάι του πανιού και κάτω στο κόκκινο χαλί. Ο Fernando δεν έμαθε το μάθημα του και στο τρίτο σπασμένο δάχτυλο, οι στριγκλιές του έγιναν πιο δυνατές. Αυτήν την φορά η μπουνιά του Charles-Ernest τον έκανε να έβηχε το αίμα του, το πανί απλά να λερωνόταν περισσότερο.

Ο βασιλιάς έριξε τα μάτια αλλού, τα φρύδια του σουφρωμένα. Ήξερε ότι ο γιος του ήταν βίαιος άντρας, όμως αυτήν την φορά μπορούσε να δει το πάθος στα πορφυρά μάτια του. Τόσα χρόνια στο πλευρό του να ακολουθούσε πιστά όλες τις εντολές που του έδινε, δεν έδειχνε ποτέ συναισθήματα, έστω ένα σημάδι ότι είχε ανθρωπιά μέσα του. Περπάταγε ανέκφραστος, να μην υπήρχε κάτι να τον ενθουσίαζε ή να του έδινε έναν λόγο να πέρναγε καλά. Ήταν άναυδος με την συμπεριφορά που εκδήλωνε εκείνη την στιγμή. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν όντως ήθελε εκείνη την πριγκίπισσα τόσο. Βούλιαξε πίσω στην θέση του πάρα πολύ προβληματισμένος.

Η Marianne σταμάτησε να κοιτάει όταν ο Fernando ξεκίνησε να πνιγόταν στον εμετό και το αίμα του. Δεν μπορούσε να καταπιεί το σάλιο του εξαιτίας των κερμάτων, τα σπασμένα δόντια του να είχαν μπερδευτεί ανάμεσα τους. Είχε ξαπλώσει πίσω με ένα κενό, οριακά νεκρό βλέμμα και κοίταγε το φως έξω από το παλάτι με θολή όραση εξαιτίας των δακρύων που δεν είχαν σταματήσει να κυλούσαν. Τα δάχτυλα του ήταν όλα σπασμένα. Είχε λερώσει το χαλί, τα ρούχα και τον εαυτό του με αίμα και εμετό. Ο Charles-Ernest ίσιωσε το σώμα και στάθηκε με μια ενοχλημένη έκφραση. Καθάρισε τις δυο σταλίδες αίμα κάτω από το μάτι του με το μανίκι, τα γάντια του τόσο λερωμένα που έσταζαν στο χαλί.

«Μεγαλειότατε, τολμώ να πω μπροστά σας ότι θεωρώ πως ο Fernando van Lowey τιμωρήθηκε κατάλληλα για τα εγκλήματα που διέπραξε», μίλησε με έναν ανατριχιαστικά ήρεμο τόνο στην φωνή του, ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά του για να έδειχνε τον σεβασμό του στο βασιλικό ζευγάρι.

Η βασίλισσα Celestine έφερε το πίσω μέρος του χεριού στα χείλη της να συγκρατούσε τον εμετό. Το πρόσωπο του Fernando ήταν αγνώριστο, πόσο μάλλον εκείνη η βρωμιά που είχε ήταν ανυπόφορη. Ο θετός γιος της ήταν ένα τέρας. Έσπαγε τα δάχτυλα του άλλου δίχως έλεος, πόσο μάλλον δεν υπήρχε ίχνος δισταγμού στις πράξεις του. Κράταγε ένα ψυχωτικό, σαδιστικό βλέμμα στα πορφυρά μάτια του. Τίναξε την βεντάλια ανοιχτή και κοίταξε αλλού με τα φρύδια σουφρωμένα. Παρόλο που δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, φοβόταν την αντίδραση του πρίγκιπα όταν μάθαινε τι είχε συμβεί πίσω από την πλάτη του.

«Θες να τον αφήσεις ελεύθερο;» αναρωτήθηκε ο βασιλιάς Karkan και λύγισε το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι.

«Αδιαφορώ για την ζωή του». Σιωπή. Ο Benet έφερε την γροθιά στα χείλη του και καθάρισε τον λαιμό του. «Ζήσει, πεθάνει, εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου».

«Σήκω, Fernando van Lowey». Ούτε που μπορούσε να κουνήσει το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού του. Η ασέβεια προς τον βασιλιά ήταν τρομερή. Πριν προλάβαιναν οι φρουροί να κουνηθούν, ο πρίγκιπας τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον ανάγκασε να σταθεί όρθιος μπροστά στο βασιλικό ζευγάρι. Όλοι απέφυγαν να τον κοίταγαν κατάματα, τόσο άθλια που ήταν η κατάσταση του. «Εξαφανίσου από το παλάτι μου, καθίκι. Τυχερός είσαι με την συμπόνια που δείξαμε».

Ο πρίγκιπας τον άφησε ελεύθερο. Μόνο τότε έβγαλε τα λερωμένα με αίμα γάντια του και τα πέταξε στο πρόσωπο του Fernando με τεράστια αηδία. Εκείνος στην αρχή ούτε που κουνήθηκε, το πανί δεμένο πάνω από το στόμα του που έσταζε τα σάλια στο πλάι. Δεν έβλεπε καθαρά. Δεν ένιωθε τα χέρια του. Πόναγε, έκλαιγε, υπέφερε. Δεν τολμούσε να έκανε κάτι απερίσκεπτο πάλι. Ήταν σίγουρος ότι θα πέθαινε επιτόπου, όμως αυτό που ζούσε ήταν χειρότερο από τον θάνατο. Έσερνε τα πόδια του στο κόκκινο χαλί αργά, παρακαλώντας την Μεγάλη Εκκλησία να έδειχνε έλεος, όμως ήξερε ότι δεν υπήρχε Θεός που θα τον άκουγε. Σταμάτησε ένα μετρό μακριά από το δίπορτο.

«Κατάρα χειρότερη να σας πέσει, γαμημένο βασίλειο της Alchten

Τα τελευταία λόγια τα άκουσε μόνο ο Charles-Ernest ως ο βασιλιάς της μαύρης μαγείας και της κατάρας. Πάντα άκουγε τις ολόκαρδες κατάρες, ειδικά εκείνες με απίστευτο μίσος και απέχθεια. Δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Ακούμπησε ξανά το χέρι στο στήθος και λύγισε μπροστά ανέκφραστος την στιγμή που ο κορμός του σώματος του Fernando εξαφανίστηκε. Τα πόδια του έπεσαν κάτω αμέσως, όλοι στην αίθουσα να ταράχτηκαν, κάποια επιφωνήματα να γλιστρούσαν από τα χείλη τους τρομοκρατημένα. Τα κέρματα γλίστρησαν στο μαρμάρινο δάπεδο. Δεν υπήρχε πουθενά ίχνος του πάνω μέρους του. Η Marianne έφερε το χέρι στα χείλη και έπαιρνε βαθιές ανάσες, ενώ η Bella έκλεισε τα μάτια και γύρισε από την άλλη.

«Μεγαλειότατε, με συγχωρείτε αλλά υπάρχουν κάποια προσωπικά ζητήματα τα οποία πρέπει να κοιτάξω. Μου επιτρέπετε να αποχωρήσω και να ετοιμαστώ για τον γάμο μου αύριο-»

«Ναι, ναι, σχετικά με αυτό», τον διέκοψε ο βασιλιάς αρκετά ταραγμένος που είδε τον Fernando να κόβεται στην μέση σε κλάσμα δευτερολέπτου, ο Charles-Ernest να μην κουνήθηκε εκατοστό από την θέση του. «Ο γάμος ακυρώνεται».

«Ορίστε

Η διάθεση του Charles-Ernest χάλασε περισσότερο. Η Bella θεώρησε ότι ήταν κατάλληλη στιγμή να έπαιρνε την Marianne από την αίθουσα του θρόνου και να έφευγε. Τα νεύρα του πρίγκιπα δεν ήταν κάτι που ήθελε να αντιμετώπιζε. Λύγισε μπροστά στο βασιλικό ζευγάρι και της έκαναν νόημα να έφευγε. Πήρε την καημένη, βασανισμένη πριγκίπισσα, η οποία έκλαιγε και με το ζόρι έπαιρνε βαθιές ανάσες, και κατευθύνθηκαν απευθείας για το δωμάτιο της. Κοίταξε τα χρυσά νομίσματα, που είχε βάλει ο Charles-Ernest στο στόμα του Fernando, χάμω στο πάτωμα να είναι λερωμένα με αίμα. Συγκράτησε τον εμετό της. Ο πρίγκιπας ήταν ακόμη πιο τρομαχτικός απ' ότι είχε ακούσει. Το δίπορτο έκλεισε πίσω από την πλάτη του πρίγκιπα.

«Η σύζυγος σου επηρεάστηκε από την κατάρα και έπεσε άρρωστη στο κρεβάτι, γι' αυτό έστειλα ένα γράμμα στον πατέρα της, ενημερώνοντας τον για την κατάσταση της. Μόλις πριν έμαθα ότι έστειλε την Μεγάλη Εκκλησία να την πάρει και να την πάει πίσω στην Engros Emeslands». Ο βασιλιάς χάιδεψε το μέτωπο του, η ένταση απίστευτη στην αίθουσα. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να πάω ενάντια στον λόγο της Μεγάλης Εκκλησίας, ούτε θέλω πόλεμο με το γειτονικό βασίλειο».

«Δεν θεωρήσατε ότι έπρεπε να με ρωτήσετε πρώτα ως σύζυγο της;» Ο Charles-Ernest έσφιξε την λαβή του σπαθιού του και σούφρωσε τα φρύδια. «Ξεχνάτε ότι ο ιερέας ευλόγησε τον γάμο μας πριν έναν μήνα, Μεγαλειότατε; Η Felicity είναι ολοκληρωτικά γυναίκα μου».

«Charles-Ernest, τολμάς να εναντιώνεσαι στον λόγο μου; Δεν θα αφήσω να συμβεί ό,τι έγινε στην Vivian σε μια ξένη κοπέλα-»

«Μεγαλειότατε», μίλησε ο πρίγκιπας, ο τόνος της φωνής του να μην υψώθηκε καθόλου, παρόλα αυτά να ακουγόταν αρκετά αυταρχικός, «αναφέρεστε στην δική μου σύζυγο, όχι σε μια ξένη κοπέλα». Σήκωσε το κεφάλι και πρώτη φορά κοίταξε τον βασιλιά με εχθρικότητα, σαν να τον προειδοποιούσε μια και καλή. «Είναι δική μου ευθύνη η υγεία της». Κατέβασε πάλι το βλέμμα, ο βασιλιάς να έπαιρνε κοφτές ανάσες ήδη από τα νεύρα του. «Θα σας ζητήσω να συμβουλεύεστε εμένα πριν την δώσετε στον οποιονδήποτε».

«Θες να σε αφήσω δεμένο στο κέντρο της πόλης για παραδειγματισμό, αναθεματισμένο παιδί;!» φώναξε ο βασιλιάς Karkan και τινάχτηκε από τον θρόνο του. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι να μου λες να σε συμβουλευτώ;» Περπάτησε προς το μέρος του και τον έπιασε από τον γιακά. Ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να φερόταν έτσι στον πρίγκιπα δίχως να έχανε κάποιο μέρος του σώματος του. «Για όσο ζεις στην σκιά μου, Charles, θα μάθεις να με σέβεσαι. Αν τολμάς να φέρεσαι έτσι, θα το πληρώσεις. Δεν έχεις καμιά εξουσία, βάλ' το καλά στο μυαλό σου». Τον έφερε κοντά, τα μάτια του ορθάνοιχτα για όσο ο Charles-Ernest τον κοίταγε ανέκφραστος. «Είμαι βασιλιάς και είσαι ένα τίποτα, ένας καταραμένος, ένας φονιάς. Αν δεν ήταν το αίμα μου να κυλάει στις φλέβες σου, θα ήσουν ένα σκουπίδι».

Έσπρωξε τον γιο του πίσω με δύναμη, αλλά δεν έπεσε κάτω. Ο πρίγκιπας έσφιξε το σαγόνι και δεν αντέδρασε σε τίποτα. Κράτησε το βλέμμα κάτω και έφερε το χέρι στην καρδιά του για άλλη μια φορά. Παρέμενε ψύχραιμος, παρόλο που συγκρατούσε τον εαυτό του με νύχια και με δόντια να μην αποκεφάλιζε τον πατέρα του. Ο βασιλιάς έφερε το ένα χέρι στον κρόταφο εκνευρισμένος και το άλλο στην μέση του.

«Ο γάμος θα γίνει κανονικά», επέμεινε ο Charles-Ernest με έναν ήρεμο τόνο φωνής.

«Άλλη μια φορά να εναντιωθείς-»

«Εγώ και η πριγκίπισσα Felicity θα παντρευτούμε μπροστά σε όλους τους καλεσμένους αύριο».

«CHARLES-ERNEST!»

Η βροντερή φωνή του βασιλιά ακούστηκε σε όλο το παλάτι. Δεν τον είχαν ακούσει ποτέ να φωνάζει έτσι. Άρπαξε το σπαθί ενός φρουρού και το έφερε στον λαιμό του γιού του. Έτρεμε από τα νεύρα. Δεν το πίστευε ότι το ίδιο του το αίμα εναντιωνόταν σε εκείνον για μια γυναίκα. Τον κοίταγε στα μάτια και έβλεπε ένα κενό, μια άβυσσο που τον κοίταζε πίσω. Ο πρίγκιπας δεν κουνήθηκε, όμως η οργή μέσα του τάραξε όλα τα πλάσματα της Titania έστω για λίγα λεπτά. Η βασίλισσα μπόρεσε να διέκρινε μια αύρα στον θετό γιο της που δεν είχε ξαναδεί, τόσο αυταρχική και τρομαχτική που την μούδιασε ολόκληρη. Ασυνείδητα αναρωτήθηκε τι τέρας ήταν αυτός, δύναμη που άρμοζε σε έναν Θεό. Την κοίταξε για λίγο και αμέσως σφράγισε τα χείλη της.

Δεν τολμούσε να εναντιωνόταν, πόσο μάλλον να έδειχνε ότι είχε καταλάβει για την σκοτεινή πλευρά του.

«Μην ξαναδώσεις την γυναίκα μου σε αγνώστους. Πατέρα, όποιος τολμήσει να την αγγίξει δίχως την άδεια μου, θα τους σκοτώσω». Τα μάτια του στον πατέρα του. «Όλους».

Ο βασιλιάς κοκάλωσε στην θέση του. Πρώτη φορά ο Charles-Ernest τον αποκάλεσε πατέρα του. Τα πορφυρά του μάτια γούρλωσαν, ένα χαμόγελο στα χείλη του. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος στην αναφορά του να σκότωνε τους πάντες για χάρη της. Το πιο σοκαριστικό όμως ήταν εκείνο το ψυχωτικό χαμόγελο. Ο Charles-Ernest δεν ήξερε ποτέ από τέτοια. Δεν είχε άτομο που ήθελε να προστάτευε τόσο που θα τολμούσε να εναντιωνόταν στον ίδιο του τον πατέρα. Κάτι πάνω του ήταν διαφορετικό. Ο βασιλιάς Karkan δεν τόλμησε να κουνιόταν ούτε ένα εκατοστό. Είχε αναγνωρίσει την ήττα του.

«Με συγχωρείτε τώρα, αλλά πρέπει να πάω να φέρω την σύζυγο μου πίσω. Έχουμε έναν γάμο να ολοκληρώσουμε». Ο Charles-Ernest έκανε ένα βήμα πίσω. «Αν ο πατέρας της ανησυχεί τόσο, να έρθει να την δει ο ίδιος».

Ο πρίγκιπας δεν μίλησε άλλο. Αφότου έδειξε τον σεβασμό του στο βασιλικό ζευγάρι, τους γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να περπατάει προς το δίπορτο. Προσπέρασε τα πόδια του Fernando και βγήκε από την αίθουσα με σφιγμένες τις γροθιές του. Συγκρατήθηκε αρκετά. Παρόλο που η υπομονή του ήταν αρκετά εξαντλημένη τις τελευταίες μέρες, το κεφάλι του γεμάτο με τα προβλήματα που είχαν προκύψει, κατάφερε να μην τραβούσε το σπαθί από την θήκη, δίνοντας ένα τέλος σε ό,τι έχτιζε τόσα χρόνια. Μια κοφτή εκπνοή ξεγλίστρησε από τα χείλη του για όσο περπάταγε στον διάδρομο κακοδιάθετος.

«Βασιλιά μου», του μίλησε ο Barban τηλεπαθητικά, αυτό να μην σταμάτησε τον γρήγορο βηματισμό του Charles-Ernest. «Ακόλουθοι της Μεγάλης Εκκλησίας πήραν την πριγκίπισσα δίχως την θέληση της. Χρησιμοποιήσαν μαγεία και μεταφέρθηκαν εκτός της πόλης αμέσως μετά, εκβιάζοντας μας ότι θα έλεγαν στον βασιλιά Karkan πως δεν είμαστε η πραγματική φρουρά της πριγκίπισσας».

«Που είσαι;»

«Στην ταράτσα. Ο Kirk προσπαθεί να τους εντοπίσει στα δάση πέρα».

«Πρίγκιπα μου», πετάχτηκε από το πουθενά ο Preston, καθαρός και πλυμένος, να τον ακολουθούσε καθώς κατέβαινε τα μπροστινά σκαλιά. Άλλωστε ο πρίγκιπας είχε περάσει μια ώρα στην αίθουσα του θρόνου λύνοντας το ζήτημα του Fernando van Lowey. «Έμαθα ότι η Μεγάλη Εκκλησία πήρε την πριγκίπισσα Felicity. Τι θέλετε να κάνουμε; Να ετοιμάσω τα άλογ-»

«Όχι. Θα την βρω μόνος μου. Μην κουνηθείτε από το παλάτι», τον πρόσταξε, τινάζοντας το χέρι στο πλάι για να τον σταμάταγε. Στάθηκε για λίγο μπροστά από το άλογο του, τα μάτια των υπολοίπων γύρω επάνω στο ελκυστικό πρόσωπο του πρίγκιπα. «Φρόντισε να συνεχιστούν οι ετοιμασίες του γάμου κανονικά». Με ένα νεύμα φόρεσε την μάσκα για να απέφευγε και άλλα βλέμματα επάνω του. «Θα επιστρέψω το βράδυ».

«Μάλιστα, πρίγκιπα μου». Ο Preston έφερε το χέρι στην καρδιά, ενώ ο Charles-Ernest ανέβηκε στο άλογο του. Κοίταξε τον πρίγκιπα με μια ανησυχία στο πρόσωπο του. Δεν χαιρόταν με το πόσο στραβά πήγαιναν τα πράγματα τελευταία στην ζωή του βασιλιά του. «Να προσέχετε».

Άφησε τον πιστό ακόλουθο του πίσω και ξεκίνησε αμέσως για την έξοδο της πόλης της Alchten. Μπορούσε να διακρίνει την μυρωδιά της σε όλη την διαδρομή. Δεν ήξερε από συναισθήματα, όμως για κάποιον λόγο η πριγκίπισσα ήταν τεράστια αδυναμία του. Μπορεί να έφταιγε ότι την έβλεπε ως έναν κρίκο, με την βοήθεια της να κατακτούσε το βασίλειο της Engros Emeslands. Εννοούσε όμως τα λόγια που τόλμησε και ξεστόμισε στην παρουσία του πατέρα του. Θα σκότωνε όποιον τολμούσε και την άγγιζε πέρα από τον ίδιο. Ακολούθησε την ξεχωριστή μυρωδιά της και σε όλη την διαδρομή αγνόησε τον κόμπο στο στήθος του.

Η Felicity έκλεισε τα βρεγμένα με δάκρυα μάτια για όσο έτρεμε από τον φόβο. Για δεύτερη φορά επικαλέστηκε στον σύζυγο της να την έσωζε από το μαρτύριο που ζούσε στα χέρια των αλητών της Μεγάλης Εκκλησίας...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top