- 19 . Η εκτέλεση του τέρατος της Katrakton -
THE CURSED KINGDOMS
-NIXGOTSARCASM
~•~
O CHARLES-ERNEST ΚΟΙΤΑΞΕ τα χέρια του για κάτι λεπτά. Καθισμένος στο κρεβάτι του, παρέμεινε σιωπηλός. Τον ενοχλούσε που δεν μπορούσε να χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του με άνεση. Αναρωτιόταν τι γινόταν στο βασίλειο και αν ο Kirk με τους υπόλοιπους τα έβγαζαν πέρα. Όσο και να προσπαθούσε να έβρισκε μια σύνδεση μαζί τους, το μόνο που κατάφερνε ήταν να έβηχε αίμα μέχρι που δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ήταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά τους και αυτό το έκανε πολύ δύσκολο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τα χέρια του ελεύθερα να πέσουν, οι αγκώνες του καρφωμένοι στα μπούτια του.
Έριξε τα μάτια έξω από το παράθυρο και η βροχή δεν είχε σταματήσει καθόλου. Παρόλο που είχε κοιμηθεί ένα οχτάωρο, το πέπλο της νύχτας παρέμενε στην πόλη της Katrakton. Δεν τον πείραζε που το φως ήταν λιγοστό στην περιοχή. Του διευκόλυνε την κίνηση δίχως να τράβαγε τα μάτια των γύρων του πάνω του. Σηκώθηκε αργά, περισσότερο κουρασμένος απ΄ ότι ήταν, και κοίταξε τον χάρτη που είχε στο τραπέζι του. Δεν έπρεπε να ξέχναγε τον λόγο που είχε απομακρυνθεί τόσο από το παλάτι της Alchten και αυτός ήταν να έβρισκε τον Fernando van Lowey.
Ο Marin επέστρεψε αρκετή ώρα αφότου ο Preston και ο Charles-Ernest είχαν βολευτεί στο μοτέλ. Κοιμόντουσαν σε τρία διαφορετικά δωμάτια. Ο δράκος βρήκε τον βασιλιά του και τον ενημέρωσε ότι η νεαρή Ella βρισκόταν κλειδωμένη στα κελιά της φρουράς. Του έδωσαν δέκα χρυσά νομίσματα που την παρέδωσε και όταν ρώτησε για το έγκλημα το οποίο κατηγορούταν, του απάντησαν ότι χρησιμοποίησε σκοτεινή μαγεία για να σκοτώσει τον σύζυγο της, έναν ιερέα και ύστερα για να κάψει την εκκλησία. Του είπαν ότι θα την κρέμαγαν στο κέντρο της πόλης την επόμενη μέρα όταν η καμπάνα θα χτύπαγε τέσσερις φορές. Ο Charles-Ernest τον άκουσε προσεκτικά και τον έδιωξε δίχως λέξη αφότου τελείωσε.
Την λυπόταν την νεαρή γυναίκα. Μπορεί η δουλειά του να ήταν να προστάτευε την πριγκίπισσα Felicity και να υπηρετούσε τυφλά τον βασιλιά του, όμως η Ella τον είχε συγκινήσει. Σε όλη την διαδρομή, εκείνη θα έκλαιγε και θα ζήταγε συγγνώμη, ακόμη και στον ύπνο της. Μπορούσε να αισθανθεί τον πόνο που της είχε προκαλέσει η κατάρα στο σώμα της. Δεν ήταν εύκολο άλλωστε. Το δέρμα των καταραμένων ανθρώπων θα σχιζόταν και θα σάπιζε για όσο τα κόκκαλα τους θα έσπαγαν για να παραμορφωθούν. Ήταν απλά οδυνηρό.
Φρόντισε να της έδινε τον μανδύα του για να κάλυπτε το σώμα της πριν την άφηνε στα κελιά της φρουράς. Σε όλη την επιστροφή ήταν σιωπηλός στην βροχή. Δεν μπορούσε να την βοήθαγε, εφόσον ήταν διαταγή του βασιλιά του να την άφηνε εκεί αβοήθητη. Δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο την έσωσε μόνο για να την σκότωναν την επόμενη ημέρα. Δεν αμφισβητούσε την κρίση του Charles-Ernest-δεν τολμούσε ούτε στις σκέψεις του να έκανε κάτι τέτοιο-όμως μέσα του αισθανόταν σχεδόν υπαίτιος για τον θάνατο της. Έτσι ήλπιζε τουλάχιστον να πήγαιναν στο κέντρο της πόλης την επόμενη μέρα. Δεν το ζήτησε από τον πρίγκιπα, αλλά ο δισταγμός του τον πρόδωσε.
Ο Charles-Ernest παρέμεινε σκεφτικός, το πουκάμισο που φόραγε ανοιχτό μέχρι τον αφαλό του. Είχε πυρετό και το γνώριζε καλά, όμως δεν έκανε καμία προσπάθεια να αισθανόταν καλύτερα. Δεν είχε χρόνο και σίγουρα δεν του άρεσε να έμενε μακριά από το παλάτι δίχως τις δυνάμεις του για πολύ. Η Katrakton ήταν τέσσερις ημέρες ταξίδι μακριά από το λιμάνι της Mahamon. Ήταν σίγουρος ότι ο Fernando είχε μάθει ότι κάποιος τον κυνήγαγε οπότε θα επιχειρούσε να το έσκαγε από το λιμάνι σε κάποιο γειτονικό βασίλειο, στο οποίο δεν είχαν εξουσία. Αν τολμούσαν να επιτεθούν στον οποιονδήποτε, θα σήμαινε πόλεμος. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει ακόμη, οπότε έπρεπε να βιαζόταν και να τον έβρισκε.
Είχε φύγει το πρωί νωρίς, ενώ οι δυο ακόλουθοι του ξεκουραζόντουσαν. Πλήρωσε κάποια ορφανά παιδιά να μάζευαν όσες πιο πολλές πληροφορίες μπορούσαν για τον Fernando van Lowey. Κάποια του είπαν ήδη ότι τον είχαν δει μόλις κάτι ημέρες πριν. Τον είχαν πολλά άτομα στο στόχαστρο, εφόσον ήρθε με λίγα νομίσματα και έφυγε με ένα σακί ολόκληρο. Αυτά δεν άρεσαν σε όσους έλεγχαν το χρήμα στην πόλη. Άλλωστε ο σκοπός ήταν να πτώχευαν οι πλούσιοι, όχι να πλούτιζαν οι φτωχοί. Έφυγε πριν προλάβαιναν να τον έπιαναν, κατευθυνόμενος ανατολικά, ακριβώς προς το λιμάνι που υποπτευόταν ο Charles-Ernest. Επειδή δεν ήθελε να τράβαγε προσοχή, υπολόγισε ότι θα του έπαιρνε σχεδόν δύο εβδομάδες να έφτανε. Είχαν περάσει ήδη πέντε ημέρες από την τελευταία φορά που εθεάθη, οπότε είχε αρκετό χρόνο στην διάθεση του.
Κάθισε στην καρέκλα και έφερε το χέρι στο μέτωπο του. Ήταν αρκετά εξαντλημένος από την χρήση της μαγείας. Έπρεπε να επέστρεφε στην Titania κάποια στιγμή για να ηρεμούσε το σώμα του από όλη την πίεση. Δεν είχε χρόνο και με το που έβρισκε τον Fernando, σκοπός του ήταν να επέστρεφε στο παλάτι της Alchten για τον γάμο του. Θα γινόταν τέτοιο γλέντι που δεν είχε συμβεί χρόνια και χρόνια σε κανένα βασίλειο. Άλλωστε η ένωση των δυο πιο ισχυρών βασιλείων σήμαινε πολλά και κυρίως το τέλος μια κατάρας που τους είχε εξαντλήσει. Είχε λοιπόν σχεδόν δύο εβδομάδες να επέστρεφε για τις προετοιμασίες.
Φευγαλέα σκέφτηκε την Felicity. Ο δεσμός μαζί της ήταν σχεδόν τέλειος. Είχε αρκετά να μάθει ακόμη μέχρι που να γινόταν το πιο χρήσιμο εργαλείο του, όμως φαινόταν πρόθυμη να τον ακολουθούσε και να τον υπηρετούσε, ακριβώς ό,τι περίμενε από εκείνην. Ήταν χρήσιμη, πονηρή και δυναμική. Δεν θα κέρδιζε τίποτα με τον θάνατο της, οπότε θα φρόντιζε να είχε μια καλή ζωή στο πλευρό του. Είχε στο μυαλό του διάφορα σχέδια για το πως θα χρησιμοποιούσε την σχέση τους σωστά, όμως δεν είχε ιδέα τι σκεφτόταν η ίδια. Δεν είχαν προλάβει να ιδωθούν πέρα από τον αναγκαστικό έρωτα που της έκανε. Δεν γινόταν να την άφηνε με την μυρωδιά που είχε στο παλάτι.
Σήκωσε το σώμα του αργά και ξεκίνησε να ντυνόταν. Καθάρισε τον ιδρώτα του με μια πετσέτα που του έφεραν και ήλπιζε ότι θα τελείωνε σύντομα την ημέρα του. Έριξε τον μαύρο μανδύα επάνω του και έφτιαξε το σπαθί στην θήκη του. Αφότου μάζεψε όλα τα πράγματα του, βγήκε από το δωμάτιο, την ίδια στιγμή να έβγαινε και ο Preston από το δικό του. Χαμογέλασε τόσο χαρούμενος που έβλεπε τον πρίγκιπα του. Έφερε αμέσως το χέρι στην καρδιά του και λύγισε ελαφρώς μπροστά τέρμα ευχαριστημένος. Ο Charles-Ernest ούτε που κούνησε το χειλάκι. Αντιθέτως κατέβηκε τα σκαλιά αρκετά σιωπηλός.
«Ξεκουραστήκατε, πρίγκιπα μου;»
«Ναι».
«Μάλιστα», χαχάνισε αμήχανα ο Preston και έξυσε το κεφάλι του. Ο πρίγκιπας δεν είχε καθόλου καλή διάθεση. «Δεν φαίνεται να αισθάνεστε καλά πάντως. Είστε σίγουρος ότι-»
Με το που ο Charles-Ernest γύρισε το κεφάλι πίσω και τον κοίταξε με το πιο κενό βλέμμα που είχε δει ο Preston στην ζωή του, μετάνιωσε την στιγμή που αποφάσισε να του έλεγε ό,τι σκεφτόταν. Όλο του το σώμα τσιτώθηκε και σφράγισε τα χείλη του αμέσως. Η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή. Ο πρίγκιπας τον αγνόησε και με το που κατέβηκε, περπάτησε αμέσως προς την έξοδο, αγνοώντας την κυρία του μοτέλ που καθάριζε κάτι τραπέζια. Ο Charles-Ernest έφτιαξε τον μανδύα του και φόρεσε την κουκούλα του αμέσως με το που βγήκαν από το κτήριο.
Η γυναίκα του μοτέλ τους είχε δει το προηγούμενο βράδυ και της φάνηκαν περίεργοι άντρες. Δεν ήθελε να σχολίαζε κάτι, εφόσον στην ζωή της είχε δει αρκετά άτομα που ήταν ύποπτοι. Η Katrakton άλλωστε φημιζόταν για τους αλήτες που είχε. Της είχε φανεί όμως αλλόκοτο που ο κύριος με τους δυο ακόλουθους είχε πληρώσει για όλα τα δωμάτια του μοτέλ και ζήτησε να έδιωχνε όλους τους υπόλοιπους. Όχι μόνο τις έδωσε τα διπλάσια χρυσά νομίσματα, αυτή ήταν η τελευταία φορά που της μίλησε. Δεν ζήτησε ούτε φαγητό ούτε τίποτα. Ήταν αρκετά μεγάλη σε ηλικία να γνώριζε ότι κάποιοι άνθρωποι δεν ήταν για να έμπλεκε κανείς μαζί τους. Δεν ασχολήθηκε μαζί τους και τους ξέχασε κιόλας όταν ετοιμαζόταν να πήγαινε στο κέντρο της πόλης.
Οι ντόπιοι ήταν καλοί στο να μάθαιναν τα νέα και το γεγονός ότι η φρουρά είχε πιάσει την υπεύθυνη για το συμβάν στην εκκλησία της Katrakton, ήταν κάτι που μεταξύ τους έγινε αρκετά συζητήσιμο. Πολλοί θα πήγαιναν να έφτυναν την καταραμένη κοπέλα. Όχι μόνο σκότωσε τον ιερέα τους, έκαψε και την εκκλησία. Έπρεπε να πλήρωνε το τίμημα ως προδότρια.
Μερικοί την λυπόντουσαν, εφόσον είχαν ακούσει ότι ήταν η Ella. Η νεαρή κοπέλα ήθελε να παντρευόταν τον καλό της, Edward, όμως η μητέρα του ήταν κάθετη ότι δεν την ήθελε στην οικογένεια. Κάποιοι μεταξύ τους ήταν σίγουροι ότι ήταν εκείνη που καταράστηκε την κοπέλα, αλλά δεν τολμούσαν να πουν κάτι. Φοβόντουσαν μην έβρισκαν καμιά ίδια μοίρα και δεν ήθελαν να έμπλεκαν με ανακρίσεις από την φρουρά ή την Μεγάλη Εκκλησία. Προτιμούσαν μια ζωή ήρεμη και μακριά από μπελάδες, όπως την είχαν καιρό τώρα.
«Ποια είναι η επόμενη κίνηση μας;» αναρωτήθηκε ο Preston και χασμουρήθηκε, εφόσον δεν είχε ξεκουραστεί καλά.
«Θα πάμε στο κέντρο της πόλης. Υπάρχει κάτι που με ενδιαφέρει να παρακολουθήσω», απάντησε ο πρίγκιπας και φόρεσε τα γάντια του, ο κόσμος γύρω του να τον αγνοούσε για όσο περπάταγαν προς τον ίδιο προορισμό.
Παρόλο που παρέμενε νύχτα στην Katrakton, η κίνηση ήταν αρκετή. Άνθρωποι είτε πέρναγαν καλά στις ταβέρνες ή μάζευαν τα σπίτια τους για να πήγαιναν στην πλατεία. Ο Marin ήταν σιωπηλός, κάτι που το παρατήρησε ο Preston αμέσως. Δεν ήταν ο σοβαρός εαυτός του που ήταν έτοιμος να υπηρετούσε τον βασιλιά του με την κάθε διαταγή που του έδινε. Αντιθέτως ήταν ανήσυχος, κουρασμένος... σκεφτικός. Κουτούλαγε ώμους και μπράτσα με πολλούς βιαστικούς περαστικούς. Ήταν ασυνήθιστο για εκείνον να ήταν τόσο απρόσεχτος, πόσο μάλλον αποκομμένος από τα πάντα γύρω του.
Ο Preston δάγκωσε το κομμάτι ψωμί που πρόλαβε να πάρει μαζί του για τον δρόμο και δεν έβγαλε τα μάτια από τον Marin. Δεν ήταν ο πιο έξυπνος όσον αφορούσε τις γνώσεις και τα βιβλία, όμως ήξερε έναν θλιμμένο άνθρωπο όταν τον έβλεπε. Κάτι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ που έριξε τον ασπρομάλλη δράκο σε σκέψεις. Ο νεαρός κοίταξε τον πρίγκιπα. Σε σχέση με το πως τον είχε αφήσει φαινόταν πιο καλοδιάθετος. Έριξε το βλέμμα στα πόδια του και παρατήρησε ότι ο βηματισμός του ήταν πιο αργός και ότι τα παπούτσια του σερνόντουσαν στο χώμα περισσότερο από τις άλλες φορές.
Δεν χρειάστηκε πολλή διορατικότητα. Ο πρίγκιπας Charles-Ernest προσπαθούσε να δείξει γερός ενώ στ' αλήθεια ήταν κουρασμένος και άρρωστος. Ο Preston μάσησε αργά, με το άλλο χέρι του να κράταγε τα λουριά των δυο αλόγων. Το τρίτο το είχε ο Marin, ενώ ο βασιλιάς τους προχώραγε μπροστά τους, φορώντας την μάσκα του. Ο νεαρός ακόλουθος τελείωσε το ψωμί του βιαστικά και καθάρισε τα χείλη του από ψίχουλα. Τελείως διακριτικά έφτασε στο πλευρό του Marin, τα μπράτσα τους ίσα να ακούμπαγαν.
«Είσαι ασυνήθιστα σιωπηλός σήμερα», μίλησε πρώτος ο Preston, φέρνοντας το χέρι κοντά στα χείλη του για να μην ακουγόταν μέχρι τα αυτιά του πρίγκιπα. «Δεν μπορώ παρά να σχολιάσω ότι σε άφησα με άλλη συμπεριφορά πριν την αποστολή που σου ανέθεσε ο πρίγκιπας Charles-Ernest».
«Δεν αφορούν οι υποθέσεις μου έναν απλό χωριάτη», μίλησε κοφτά ο φρουρός και έσφιξε το ένα χέρι στην λαβή του σπαθιού στην μέση του. «Άσε με ήσυχο».
«Ξέρεις, έχουμε περάσει τόσα μερόνυχτα μαζί, γιατί απλά δεν δίνεις μια ευκαιρία στην φιλία μας;»
Ο Preston δεν είχε πολλούς φίλους. Όλοι τον σιχαινόντουσαν στο χωριό του και τον θεωρούσαν μια απογοήτευση σε σχέση με τον αδελφό του που κατάφερε να γινόταν φρουρός στο παλάτι της Alchten. Τον έσπρωχναν πάντα στην απ' έξω, γι' αυτό προσπαθούσε. Έκανε τα πάντα να γινόταν πιο δυνατός, πιο έξυπνος, πιο καλός, να ένιωθε έστω για λίγο ότι άνηκε κάπου. Η δούκισσα Bella τού έδωσε σημασία και ήταν η μοναδική. Της μιλούσε και εκείνη άκουγε με ενδιαφέρον, με αγάπη στα μάτια της. Γι' αυτό και τόλμησε να σηκώσει σπαθί για χάρη της. Και θα το έκανε για όσο ήταν ζωντανός.
Ο πρίγκιπας της Alchten μπήκε στην ζωή του σαν ευλογία από τους Θεούς. Φορές αναρωτιόταν τον λόγο που τον εμπιστευόταν τόσο πολύ ή που τον κράταγε στο πλευρό του. Ακόμη δεν είχε δειχθεί τόσο άξιος με το σπαθί και δεν του έκοβε αρκετά. Θα έλεγε ό,τι σκεφτόταν και ας ήταν χαζό. Ο Charles-Ernest δεν είχε δείξει στιγμή ότι τον είχε πειράξει η παρουσία του νεαρού αγοριού και σε ό,τι στάσεις θα έκανε σε όλη την διάρκεια, θα του έδειχνε πως να χειριζόταν το σπαθί του καλύτερα. Δεν είχε ιδέα ότι ήταν ο μοναδικός που είχε την τιμή να κρατούσε το θρυλικό σπαθί, το Μαύρο Μάτι του Δράκου.
«Δεν χρειάζομαι την φιλία σου, Preston Kjallberg», γρύλισε ο Marin ιδιαίτερα κακοδιάθετος και τον έσπρωξε μακριά του. «Ο μόνος λόγος που σε ανέχομαι είναι επειδή έχεις τον σεβασμό του βασιλιά». Σταμάτησε απότομα και τον άρπαξε από τον γιακά. «Δεν θα καταλάβω ποτέ τι βρίσκει άξιο στο άδειο σου κεφάλι».
Ο Marin τον άφησε ελεύθερο και συνέχισε να περπατάει προς την πλατεία. Ο Preston έμεινε πίσω. Είχε πειστεί πλέον ότι κάτι είχε συμβεί και είχε επηρεάσει τον δράκο. Του φερόταν απαίσια από την πρώτη μέρα που χρειάστηκε να μοιραστούν το φαγητό και το χώμα για να κοιμηθούν, όμως το μίσος στην φωνή του ήταν βαθύ. Πήγαζε από κάπου αλλού και απλά ξέσπαγε στον Preston. Το νεαρό αγόρι έξυσε τον κρόταφο του μπερδεμένο. Δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα και είχε τόσα να μάθει. Συγχώρεσε για πολλοστή φορά την συμπεριφορά του Marin και έτρεξε κοντά του, θεωρώντας τον ακόμη φίλο του.
Ήταν η αγνή και ειλικρινής ψυχή του που είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον του Charles-Ernest.
Η πλατεία είχε τόσο κόσμο που ίσα που μπορούσαν να κουνηθούν. Ο Preston έδεσε τα άλογα και ακολούθησε τους άλλους δυο μέσα στο κοινό. Ο Charles-Ernest περπάτησε προς το πλάι, σπρώχνοντας όποιον τολμούσε να έμπαινε μπροστά του. Πολλοί τον έβρισαν και άλλοι έφτυναν όπου πάταγε με αηδία. Η προσοχή του ήταν εστιασμένη όμως μόνο στην σκηνή που είχαν στήσει. Όταν βρήκε το σημείο με την θέα που ήθελε, έσπρωξε έναν κύριο που κάπνιζε και του πήρε την καρέκλα. Την στιγμή που πήγε να αγανακτήσει, ο κύριος έκανε πίσω με την μύτη του σπαθιού του Charles-Ernest στον λαιμό του. Δεν τολμούσε να εναντιωνόταν σε κάποιον τόσο επικίνδυνο. Απλά έφυγε πιο πέρα βρίζοντας.
«Πρίγκιπα μου, τι κάνουμε εδώ;» ρώτησε ο Marin και λύγισε ελαφρώς μπροστά ως ένδειξη σεβασμού.
«Νόμιζα ότι ήθελες να έρθεις να παρακολουθήσεις την μοίρα της», απάντησε ο Charles-Ernest και έβγαλε την μάσκα του, αποκαλύπτοντας μια έκφραση που έδειχνε να απολάμβανε το όλο σκηνικό.
Ο Marin δεν γινόταν να έκρυβε τα πραγματικά συναισθήματα μπροστά στον βασιλιά που υπηρετούσε. Το βλέμμα του ήταν αρκετό. Τελικά δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να παρακολουθούσε την μοίρα εκείνης της νεαρής κοπέλας που παρέδωσε στην φρουρά το προηγούμενο βράδυ. Την λυπόταν. Για κάποιον λόγο-ούτε ο ίδιος μπορούσε να εξηγούσε στον εαυτό του-την συμπονούσε και το να την έβλεπε να βασανιζόταν ήταν το τελευταίο που ήθελε. Δεν τολμούσε να ζητούσε από τον βασιλιά του να έκανε κάτι. Γι' αυτό απλά τον κοίταξε επίμονα με το χέρι στο στήθος. Ήλπιζε. Ο Charles-Ernest έβγαλε το βλέμμα από πάνω του αδιάφορος.
«Κάτοικοι και φίλοι της Katrakton», ξεκίνησε την ομιλία του ο Gregory Tiltoth, ο εκπρόσωπος της πόλης, και στάθηκε στην σκηνή, «δεν θα σας κουράσω με περιττά λόγια μετά από μια βραδιά πένθους». Δυο άντρες πίσω του έσυραν την Ella μέχρι την σκηνή, οι καρποί και οι αστράγαλοι της αλυσοδεμένοι. Την είχαν δείρει και φαινόταν από τις μελανιές στο σώμα της, πόσο μάλλον το πρησμένο μάτι της. Ο Marin κοίταξε αμέσως αλλού. «Όχι μόνο χάσαμε τον αγαπητό ιερέα μας, Stingley, πενθούμε και τον χαμό του ανιψιού μου, Edward. Όλα εξαιτίας αυτής της καταραμένης γυναίκας!»
Ο Gregory γύρισε την προσοχή του προς εκείνην και την κλώτσησε στο στομάχι. Ήταν αδύναμη γι' αυτό δεν αντέδρασε καθόλου. Έμεινε κουλουριασμένη και πεσμένη πάνω στην ξύλινη σκηνή, τα μάτια της πάντα κενά και ανέκφραστα. Την άρπαξε από το μαλλί και την κοίταξε, στο πρόσωπο του να φαινόταν η καθαρή αηδία. Την άφησε ελεύθερη και έφτυσε ακριβώς στο πρόσωπο της. Ο Marin στο πλευρό του καθισμένου Charles-Ernest έσφιξε την λαβή του σπαθιού του, όμως δεν κουνήθηκε. Ο Preston σφράγισε τα χείλη σιωπηλός, παρακολουθώντας στενά τις κινήσεις όλων.
«Κατέστρεψες την εκκλησία μας και σκότωσες δυο αθώους άντρες», γρύλισε, το κοινό να ξεσηκωνόταν με την δυνατή και βροντερή φωνή του. «Δεν αξίζεις τίποτα πέρα από τον θάνατο, Ella Farthway!»
Όλοι φώναζαν με τις γροθιές σηκωμένες. Ανάμεσα τους προσπαθούσε να περπατήσει ο Janus, σπρώχνοντας όποιον έμπαινε μπροστά του. Έφτασε ακριβώς μπροστά από την σκηνή και στάθηκε αγχωμένος. Η Hannah ίσα που τον προλάβαινε. Με το που το έκανε, έφτιαξε τα γυαλιά της και κοίταξε την σκηνή σοκαρισμένη. Δεν είχε δει ποτέ στην ζωή της ζωντανή εκτέλεση. Κοίταξε την αβοήθητη κοπέλα στην σκηνή και κάτι της θύμιζε. Ο δάσκαλος της φαινόταν να άκουγε με προσοχή τι γινόταν, στο πρόσωπο του η ανησυχία να ήταν ξεκάθαρη.
«Δάσκαλε, τι κάνουμε εδώ; Δεν θα φεύγαμε σήμερα;» αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα και κόλλησε επάνω του άθελα της, εφόσον όλοι την έσπρωχναν.
«Ella Farthway, το έγκλημα σου είναι ασυγχώρητο! Δεν είσαι τίποτα παρά ένα τέρας στην ήρεμη πόλη μας». O Gregory έβγαλε το σπαθί από την θήκη του και το έφερε στον λαιμό της. Χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Η εκτέλεση με αποκεφαλισμό είναι σαν να της δίνουμε τον εύκολο θάνατο». Γύρισε το σώμα του προς το κοινό και σήκωσε τα χέρια με θρίαμβο. «Η Ella Farthway θα εκτελεστεί με κρεμάλα, το σώμα της καταδικασμένο σε λιθοβολισμό για μια εβδομάδα».
Ο μαζεμένος κόσμος ξεκίνησε να φωνάζει. Κάποιοι ήδη πέταγαν πέτρες στην σκηνή και ακριβώς επάνω στο εύθραυστο σώμα της. Ο Gregory γέλασε ευχαριστημένος και έκανε νόημα στην φρουρά να ετοίμαζαν την κρεμάλα. Στάθηκε στην άκρη φτιάχνοντας την ζώνη του και πειράζοντας το κίτρινο μούσι του ικανοποιημένος. Έριξε φευγαλέα τα μάτια στην μητέρα της νεαρής κοπέλας πέρα από όλον τον κόσμο, που έκλαιγε στο πλευρό του συζύγου της, και το χαμόγελο του κόπηκε αμέσως. Ούτε τους λυπόταν, ούτε νοιαζόταν. Κοίταξε αλλού.
«Δάσκαλε, αυτή δεν είναι η κοπέλα από την εκκλησία κάτι μέρες πριν;» ψιθύρισε η Hannah ελαφρώς τρομοκρατημένη. Ήταν σίγουρη ότι τελευταία φορά που την είδε, δεν φαινόταν ανθρώπινη και ούτε είχε καρδιά. Κοίταξε τον Janus μπερδεμένη, όμως εκείνος δεν είχε καθόλου την προσοχή του επάνω της. «Δάσκαλε;»
Εκεί που δεν το περίμενε, ο Janus σκαρφάλωσε και ανέβηκε την σκηνή. Αυτό τράβηξε την προσοχή όλων. Ο εξορκιστής έτρεξε στο πλευρό της Ella και έφερε τα χέρια του στο σώμα της. Δεν είχε όραση, γι' αυτό μόνο με το να την άγγιζε, μπορούσε να καταλάβει ποιου την μοίρα είχε στα χέρια του. Είδε και κατάλαβε τα πάντα. Ξαφνικά δυο άντρες τον άρπαξαν από τα μπράτσα και τον έσυραν ακριβώς στα πόδια του Gregory.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις, εξορκιστή;» ρώτησε ο εκπρόσωπος της πόλης και έφερε τα χέρια πίσω από την πλάτη, για όσο τηρούσε μια αυταρχική στάση απέναντι του. «Πως τολμάς και ανεβαίνεις εδώ πάνω δίχως άδεια εν ώρα μιας εκτέλεσης;»
«Γιατί προσπαθείς να εκτελέσεις μια αθώα κοπέλα;» έφερε αντίρρηση ο Janus και χάιδεψε το μπράτσο του ενώ ακόμη πεσμένος στα γόνατα του. Ο Marin είχε μείνει να παρακολουθούσε με τεράστιο σοκ, ο Preston το ίδιο. «Το ξέρεις καλά ότι δεν φταίει αυτή για την μοίρα του ανιψιού σου».
«Τι ξέρει ένας απλός ιερέας;» γέλασε ο Gregory και μαζί του όλο το κοινό. «Ήρθες στην πόλη μου για να μας απαλλάξεις από αυτό το τέρας. Η δουλειά σου έχει ολοκληρωθεί. Δεν είσαι σε θέση να κρίνεις από 'δω και πέρα για εμάς».
Το κοινό ξεκίνησε να φωνάζει πάλι, να έβριζε τον εξορκιστή, πόσο μάλλον να τον κορόιδευαν. Η Hannah κατάφερε να έφευγε από εκείνο το σημείο και στάθηκε σε ένα στενό πιο πέρα. Κρυμμένη πίσω από τον τοίχο και αγκαλιά με το βιβλίο της Μεγάλης Εκκλησίας, παρακολουθούσε το όλο σκηνικό με ενδιαφέρον.
«Αυτό που προσπαθείς να κάνεις είναι να σκοτώσεις ένα αθώο κορίτσι. Νομίζεις ότι θα δικαιώσεις τον θάνατο των άλλων δυο με το να στέλνεις στο τάφο άλλη μια καημένη ψυχή;»
Ο Gregory έχασε την υπομονή του. Κοίταξε τον πλέον όρθιο Janus και με το που κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, ο εκπρόσωπος τον άρπαξε από τον λαιμό. Ήταν δυνατός και το σώμα του γεμάτο από στίγματα πολέμου. Είχε αντέξει και είχε δει πολλά, γι' αυτό στα μάτια του ένας τυφλός εξορκιστής δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα μυρμήγκι. Ο Janus πάλεψε να τον έβγαζε από πάνω του, όμως ήταν μάταιο. Η δύναμη που είχε ο Gregory δεν συγκρινόταν. Με το ζόρι ανέπνεε, το σάλιο να γλιστρούσε από την γωνία του χειλιού του και στον λαιμό του. Οι μύτες των ποδιών του ίσα που πάταγαν κάτω.
«Τι ξέρει ένας εξορκιστής από δικαιοσύνη; Η δουλειά σου είναι να ασχολείσαι με κατάρες», μουρμούρισε ο Gregory και ξεκίνησε να τον σέρνει στην σκηνή. Τον πέταξε στο χώμα και έφτυσε στο πλάι, φτιάχνοντας την ζώνη του ξανά. Η αηδία στο πρόσωπο του ήταν ξεκάθαρη. «Μην με αναγκάσεις να σε καταγγείλω στην Μεγάλη Εκκλησία, εξορκιστή. Έκανες την δουλειά σου. Φύγε τώρα».
Οι εξορκιστές δεν είχαν τον σεβασμό του απλού λαού. Ακόμη και στην εκκλησία, η εξουσία που είχαν ήταν λιγοστή. Η δουλειά τους ήταν να ταξίδευαν από πόλη σε πόλη και όπου βρισκόντουσαν κατάρες ή εκρήξεις μαύρης μαγείας, να τις εξόντωναν. Παρόλο που απαιτούσε δύσκολη προπόνηση και καλή χρήση μαγείας, κανείς δεν κατανοούσε την βαρύτητα της δουλειάς. Οι ιερείς είχαν μια πιο αξιοπρεπής δουλειά και ήταν καταξιωμένοι, γι' αυτό ο χαμός ενός στην πόλη της Katrakton ήταν μεγάλο ζήτημα.
Ο Janus άρχισε να βήχει μανιωδώς, για όσο πάλευε να αναπνεύσει. Η Hannah δεν τόλμησε να τον πλησίαζε και ας ήθελε να τον βοηθούσε. Κάθισε στην γωνία του τοίχου και έστρεψε το βλέμμα πίσω στον Gregory. Η φρουρά σήκωσε την κρεμάλα, πέτρες να έπεφταν στο σώμα της γυναίκας για όσο κανείς δεν προσπαθούσε να την σώσει. Γρήγορα παράτησαν να ασχολούνται με τον νεαρό εξορκιστή. Είχε λερώσει την λευκή φορεσιά του με χώμα. Κατάφερε να συρθεί πιο πέρα για όσο τον κλώτσαγαν για να μπορούσαν να πλησίαζαν την σκηνή περισσότερο. Έσυρε τις παλάμες στο χώμα και με το που άγγιξε ένα παπούτσι, κοκάλωσε στην στάση του. Πεσμένος με τα γόνατα κάτω, σήκωσε το κεφάλι.
«Charlie;» αναρωτήθηκε ο Janus, ο πρίγκιπας να τον κοίταγε ανέκφραστος. «Τι κάνεις εδώ;» Προσπάθησε να σηκωθεί, όμως δεν είχε την δύναμη. Την στιγμή που πήγε ο Marin να τον βοηθήσει, ο Charles-Ernest σήκωσε το χέρι και τον σταμάτησε. «Γιατί το έκανες αυτό;» Καθάρισε με το μανίκι τα σάλια του. «Εσύ την έσωσες και την παρέδωσες στην φρουρά, έτσι δεν είναι;»
«Τι και αν το έκανα; Δεν θεωρείς ότι πρέπει να τιμωρηθεί για τις αμαρτίες της;» Η φωνή του πρίγκιπα ήταν ήρεμη και χαμηλή, ίσα να ακουγόταν στους τρεις άντρες γύρω του.
«Ποιες αμαρτίες της, Charlie;!» αγανάκτησε ο Janus και βούτηξε τα νύχια στο χώμα. «Το ξέρεις καλύτερα από όλους ότι δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν. Όποιος την καταράστηκε είναι υπαίτιος. Τι φταίει ένα αθώο κορίτσι που ήθελε να παντρευτεί τον αγαπημένο της;»
Ο Marin κοιτούσε τον βασιλιά του επίμονα. Συγκρατούσε κάθε νεύρο στο σώμα του να μην κουνιόταν από την θέση του. Αν έδειχνε αδυναμία σε μια θνητή, το κεφάλι του θα γινόταν ένα με το χώμα. Οι δράκοι φρουροί έπρεπε να ήταν στωικοί και δυναμικοί. Οι ευαισθησίες και ο οίκτος δεν τους άρμοζαν. Έσφιξε τα χέρια του και στάθηκε τσιτωμένος στην θέση του. Ο σεβασμός που είχε για τον βασιλιά του ήταν τόσο μεγάλος που δεν τολμούσε να έκανε κάποια κίνηση, όσο και να ήθελε. Ήλπιζε ο φίλος του Charles-Ernest να ήταν αρκετός να τον έπειθε να βοηθούσε την νεαρή κοπέλα.
«Πες μου, Janus», ένα σαδιστικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, το σκοτεινό του βλέμμα στον γονατισμένο εξορκιστή, «τι κερδίζω με το να σώζω μια γυναίκα; Οι θνητοί πεθαίνουν, η αδικία κυριαρχεί σε κάθε γωνία του κόσμου». Λύγισε ελαφρώς μπροστά. «Τι θες να κάνω εγώ για αυτό;»
Ο Janus σούφρωσε τα φρύδια του. Γνώριζε ότι ο βασιλιάς του Σκότους δεν είχε οίκτο για τίποτα. Δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος ή η ζωή. Τον ένοιαζαν οι στόχοι του, η εξουσία και η δύναμη. Δεν υπήρχε μεγαλύτερο τέρας από αυτόν και λίγα του προσέλκυαν το ενδιαφέρον. Βάρεσε την γροθιά του στο χώμα. Ο νεαρός εξορκιστής ήταν καλή ψυχή και δεν του άρεσε η αδικία, ας σήμαινε ότι έπρεπε να έπεφτε στο πόδια του φίλου του. Έσφιξε το σαγόνι εκνευρισμένος. Δεν είχε μάτια, όμως ένιωθε τον σαδισμό στην αύρα του φίλου του.
«Πρίγκιπα μου, επιτρέψτε μου να μιλήσω, σας παρακαλώ», πετάχτηκε ο Marin και αυτό τράβηξε το ενδιαφέρον όλων, ο Preston να ένιωθε ένα άγχος που του είχε δέσει το στομάχι σε κόμπο. Δεν του άρεσε τίποτα από αυτά που έβλεπε. «Ο εξορκιστής έχει δίκιο. Δεν είναι σωστό να αφήσουμε μια αθώα γυναίκα να πεθάνει, ειδικά τώρα που κουβαλάει το στίγμα της Titania».
Η εμπλοκή του Marin δεν άρεσε καθόλου στον πρίγκιπα. Τον κοίταξε με ένα βλέμμα εκνευρισμένο. Ο δράκος το κατάλαβε γι' αυτό έκανε ένα βήμα πίσω και κατέβασε το κεφάλι αμέσως. Ήταν πλέον σίγουρος ότι ο σεβασμός που είχε από τον βασιλιά ήταν πλέον ανύπαρκτος. Είχε τολμήσει να χωθεί στις υποθέσεις του και να μιλούσε σε μια στιγμή κακή. Δεν μπορούσε όμως να έλεγχε τον εαυτό του, ειδικά όταν έβλεπε την μαυρομάλλα γυναίκα στην σκηνή που έκλαιγε με ένα κενό βλέμμα για όσο την ετοίμαζαν για την κρεμάλα.
«Charlie, κάνε κάτι, σε παρακαλώ», μουρμούρισε ο Janus και ακούμπησε το μέτωπο στο χώμα, ο επίδεσμος στα μάτια του να βρεχόταν με τα δάκρυα του. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε να χυθεί άλλο αίμα αθώου».
Ο πρίγκιπας πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε διαβάσει τα συναισθήματα του φρουρού από την στιγμή που επέστρεψε το προηγούμενο βράδυ. Ο Marin συμπονούσε την γυναίκα τόσο που ήθελε να την προστάτευε. Αυτά τα συναισθήματα ήταν επικίνδυνα για έναν δράκο της Titania. Ήθελε να πίστευε ότι ο ακόλουθος του θα καταλάβαινε πόσο ανώριμα και χαζά φερόταν. Στο μυαλό του, ένας δράκος που ήταν πρόθυμος να διακινδύνευε το κεφάλι του για μια γυναίκα, του ήταν άχρηστος. Άγγιξε την μύτη του σπαθιού του στο έδαφος σοβαρός, τα σκοτεινά του μάτια να μην έφευγαν ποτέ από τον Marin. Την στιγμή που πήγε να μιλήσει, στο πλευρό του στάθηκε ο Preston, αυτό να του τράβηξε αμέσως την προσοχή.
«Τι μπορείς να δώσεις ως αντάλλαγμα στον πρίγκιπα της Alchten για να αποδεχτεί το αίτημα σου; Είναι προσβολή να ζητάς κάτι, δίχως να δίνεις, ειδικά στο όνομα του Μεγαλειότατου», μίλησε ο Preston, το ένα χέρι στην καρδιά του και το στήθος του ελαφρώς λυγισμένο μπροστά.
Ο Janus σφράγισε τα χείλη του. Τα λόγια του νεαρού αγοριού τον ξάφνιασαν. Ο Marin του έριξε τα ορθάνοιχτα μάτια σοκαρισμένος. Δεν περίμενε ποτέ από τον ανορθόγραφο χωριάτη να μίλαγε τόσο έξυπνα, εκ μέρους του βασιλιά κιόλας. Είδε την έκφραση του πρίγκιπα και κατάλαβε αμέσως πόσο ευχαριστημένος ήταν μαζί του. Πρώτη φορά μπορούσε να δει καθαρά για ποιον λόγο ήταν το δεξί του χέρι. Είχε αντιμετωπίσει την δικαιοσύνη και την αδικία τόσες φορές που είχε μάθει να έβαζε ένα φίλτρο στις πράξεις του.
«Εγώ», μουρμούρισε ο Janus και άκουσε το κοινό που φώναζε για την κοπέλα να κρεμαστεί, η στιγμή να έφτανε. Ήξερε ότι θα μετάνιωνε τα λόγια του, όμως ήταν τόσο καλόψυχος που δεν προτιμούσε να θυσίαζε μια αθώα κοπέλα. Θα έκανε τα πάντα για λιγότερη βία στον κόσμο. «Πρίγκιπα Charles-Ernest von Aldringen, είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω να πάρετε τις δυνάμεις σας πίσω ως αντάλλαγμα. Σας παρακαλώ, σώστε την κοπέλα».
Ο Charles-Ernest σηκώθηκε όρθιος αργά. Η στάση του ήταν τελείως διαφορετική. Ο Preston λύγισε μπροστά στην χάρη του. Ένιωσε το χέρι του πρίγκιπα στον ώμο του και χαμογέλασε ανακουφισμένος. Κατάφερε να έστρεφε την προσοχή του στον ίδιο και όχι στον δράκο. Έτσι όπως τον κοίταγε ο πρίγκιπας, ο Preston ήταν σίγουρος ότι θα σκότωνε τον κακόμοιρο. Ήταν φίλος του και ένιωσε την ανάγκη να τον βοηθούσε σε μια στιγμή αδυναμίας. Άλλωστε ήξερε ότι τα ζητήματα καρδιάς σήμαιναν πολλά. Θα έκανε το ίδιο για την αγαπημένη του.
«Έχεις μια εβδομάδα. Αν δεν τα καταφέρεις, θα σε σκοτώσω πριν το κάνει η Μεγάλη Εκκλησία», είπε ο Charles-Ernest λυγισμένος στο αυτί του φίλου του και τον προσπέρασε.
Κανείς δεν είχε δώσει σημασία στην συζήτηση των αντρών. Όλοι είχαν εστιάσει στην σκηνή. Η Ella στεκόταν όρθια στην σκηνή, οι αλυσίδες να την τράβαγαν προς το έδαφος. Ήταν εξαντλημένη από το κλάμα, η ψυχή της βαριά και κενή σαν την άβυσσο. Θυμόταν ό,τι είχε κάνει στον αγαπημένο της και στον ιερέα. Το στομάχι της ανακατευόταν συνέχεια, αλλά είχε ξεράσει τα πάντα, δεν είχε τίποτα άλλο. Ήθελε απλά να πέθαινε και ας ήταν με τον πιο βασανιστικό τρόπο. Άλλωστε δεν άξιζε να ζούσε μετά από κάτι τέτοιο.
«Αν κάποιος έχει κάτι να πει, ας το κάνει τώρα!» φώναξε ο Gregory στο κέντρο της σκηνής και κοίταξε το κοινό μπροστά του που φώναζε «κρεμάλα».
Τα μάτια του έπεσαν σε ένα χρυσό νόμισμα που κύλισε μέχρι τα πόδια του. Κατέβασε τα χέρια του και γύρισε το ερωτηματικό βλέμμα του προς τον άντρα πάνω στην σκηνή. Φορούσε έναν μανδύα μαύρο, η κουκούλα να κάλυπτε το πρόσωπο του. Ήταν όμως πανύψηλος και γεροδεμένος, έμοιαζε με θηρίο. Το κοινό σιγά-σιγά σώπασε. Η παρουσία αυτού του άντρα ήταν πιο υποτιμητική από του εξορκιστή. Δεν τολμούσαν να μιλήσουν. Η Hannah έφερε την παλάμη στα χείλη της σοκαρισμένη. Ό,τι ρούχο και να έριχνε επάνω του, εκείνη θα γνώριζε τον άντρα αυτόν παντού.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε ο Gregory με βροντερή φωνή και κράτησε την λαβή του σπαθιού του γερά, έτοιμος να το έβγαζε από την θήκη του αν χρειαζόταν.
«Θέλω να αγοράσω την ελευθερία αυτής της γυναίκας», απάντησε με ήρεμη φωνή ο άγνωστος.
Ο εκπρόσωπος την πόλης ξεκίνησε να γελά δυνατά για όσο χάιδευε το μούσι του. Στην αρχή το κοινό έμεινε σιωπηλό, όμως τα γέλια τους αντήχησαν παντού ύστερα. Ο Gregory στάθηκε αυταρχικά στην σκηνή και κοίταξε την Ella. Παρατήρησε το τρομοκρατημένο βλέμμα της και γι' αυτό σούφρωσε τα φρύδια του. Έτρεμε ολόκληρη. Από την στιγμή που την μάζεψαν από έναν ταξιδιώτη, πάντα κράταγε μια κενή έκφραση στο πρόσωπο. Πρώτη φορά αντιδρούσε σε κάτι και μάλλον ήταν στον άγνωστο άντρα στην σκηνή. Την αγνόησε και έστρεψε την προσοχή του στον άντρα απέναντι του. Σήκωσε το χέρι για να σωπάσει το κοινό.
«Πρώτη φορά μου ζητάνε να αγοράσουν έναν ετοιμοθάνατο», σκέφτηκε φωναχτά και καθάρισε τον λαιμό του με αμηχανία. «Χίλια χρυσά νομίσματα».
Ο Gregory γέλασε πονηρά. Δεν υπήρχε άνθρωπος που κουβάλαγε τόσα νομίσματα πάνω του, πόσο μάλλον που να ήταν τόσο πλούσιος σε εκείνα τα μέρη. Ο άγνωστος άντρας έβγαλε από το εσωτερικό του μανδύα του ένα σακί. Το γέλιο του εκπροσώπου κόπηκε απότομα. Γύρισε το σακί από την άλλη και έριξε όλα τα χρυσά νομίσματα του επάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Ήταν τετρακόσια, μπορεί και παραπάνω. Ο Gregory τον κοίταξε σοκαρισμένος. Τράβηξε την λαβή του σπαθιού του και το κράτησε μπροστά του.
«Πεντακόσια έντεκα χρυσά νομίσματα. Μέτρα τα αν θες», είπε ο άντρας και δεν κουνήθηκε καθόλου στην παρουσία του σπαθιού προς το μέρος του.
«Ποιος είσαι, ταξιδιώτη;! Κατέβασε την κουκούλα σου! Είναι διαταγή από τον εκπρόσωπο της Katrakton, ακόλουθο του βασιλείου της Alchten, Gregory Tiltoth!»
Ο τρόμος ήταν ξεκάθαρος στο πρόσωπο του. Κάτι σε αυτόν τον άντρα ήταν ασυνήθιστο επάνω του. Η παρουσία του ήταν τρομαχτική. Η φρουρά έσφιξε τα μπράτσα της Ella και την κράτησαν κοντά τους, τα άλλα τους χέρια στις λαβές των σπαθιών τους. Το κοινό παρακολουθούσε σοκαρισμένο τις απρόσμενες εξελίξεις.
«Ποιος είμαι;» αναρωτήθηκε ο άντρας με έναν τόνο σχεδόν ειρωνικό και επιτέλους περπάτησε. Η μύτη του σπαθιού άγγιξε το στήθος του και ούτε που επηρεάστηκε. «Τι σημασία έχει ποιος είμαι;»
Την στιγμή που ο Gregory κούνησε το σπαθί του με σκοπό να κόψει τον άντρα μπροστά του, εκείνος εξαφανίστηκε από μπροστά του. Ένιωσε ένα κρύο αεράκι να τον διαπερνά. Πρώτη φορά στην ζωή του είχε νιώσει τέτοιον τρόμο. Γύρισε πίσω του απότομα και είδε την φιγούρα του ξένου άντρα να στεκόταν εκεί. Ούτε που τον πρόλαβε με τα μάτια του. Κινήθηκε με τέτοια ευελιξία και ταχύτητα που θύμιζε ζουζούνι. Δεν είχε δει ποτέ τέτοια δεξιότητα.
«Άμα ήμουν στην θέση σου, θα έπαιρνα τα νομίσματα και θα έφευγα από αυτή την σκηνή», ακούστηκε ενοχλημένος ο άντρας με τον μαύρο μανδύα.
«Βγάλε την κουκούλα σου, δειλέ, και δείξε το πρόσωπο σου! Τολμάς να πολεμάς δίχως όνομα! Δειλέ, δειλέ, δειλέ!» φώναζε σαν μανιακός ο Gregory, κυρίως εξοργισμένος. Τον είχε κάνει ρεζίλι στην σκηνή.
Ο άντρας ξεφύσησε κοφτά. Έβγαλε το σπαθί από την θήκη του αργά. Η αύρα του είχε αλλάξει και κάτι έκανε τους πάντες να ανατριχιάσουν. Δεν ήταν η νύχτα, αλλά το σκοτάδι από την αύρα του άγνωστου άντρα. Το μαύρο σπαθί του έλαμψε από τα φώτα της πόλης. Πέρα του ότι ήταν πανέμορφο και δεν υπήρχε άλλο παρόμοιο, όλοι κατάλαβαν ότι αυτός δεν ήταν ένας απλός επισκέπτης. Φήμες έλεγαν για τον πρίγκιπα, ο οποίος κουβαλούσε ένα μαύρο σπαθί. Ο Gregory είχε ιδρώσει, η καρδιά του να χτύπαγε γρήγορα. Δεν ήθελε να το πίστευε στα μάτια του.
Δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα πίσω και για άλλη μια φορά, ο άντρας τον διαπέρασε σαν αεράκι. Του κόπηκε αμέσως η ανάσα. Η κουκούλα έπεσε από το κεφάλι του άντρα και εμφάνισε το ελκυστικό, χλωμό πρόσωπο του. Είχε μια έκφραση νεκρή, ένα σκοτάδι στο πρόσωπο του που δεν οφειλόταν στην νύχτα της Katrakton. Ο Gregory έπεσε κάτω και με το ζόρι ανέπνεε από τον τρόμο. Άγγιξε το σώμα του και παρατήρησε ότι δεν είχε ούτε μια πληγή επάνω του. Γύρισε αμέσως προς τον άντρα και τον είδε που κρατούσε την Ella στα χέρια του. Είχε κόψει τις αλυσίδες της σαν να ήταν χαρτί. Ο πανύψηλος άντρας έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι και κοίταξε τον εκπρόσωπο.
«Πήγαινε στο παλάτι της Alchten και ζήτα τα υπόλοιπα νομίσματα. Πες ότι σε έστειλε ο πρίγκιπας Charles-Ernest von Aldringen να τα μαζέψεις εκ μέρους του», μίλησε ο Charles-Ernest και ξεκίνησε να περπατάει. «Σεβαστό το θράσος σου να κρατήσεις το σπαθί σου μπροστά μου».
«Συγχωρέσετε με, Μεγαλειότατε!» φώναξε ο Gregory με όλη του την καρδιά.
Έπεσε στο ξύλινο πάτωμα να τον προσκυνήσει. Το κοινό τον μιμήθηκε αμέσως, όλοι τρομοκρατημένοι. Είχαν ακούσει ότι ο πρίγκιπας θα παντρευόταν και με τον γάμο του θα σταματούσε να ίσχυε ο νόμος που απαγόρευε τον καθένα να τον κοίταζε. Όμως η φήμη του δεν ήταν καλή. Όλοι τον περιέγραφαν ως το τέρας με το κατάμαυρο σπαθί που μπορούσε να αφανίσει ένα χωριό ολομόναχος. Δεν τολμούσαν να αναπνεύσουν στην παρουσία του.
Ο Charles-Ernest άφησε την Ella μπροστά από τον Janus. Η νεαρή κοπέλα είχε ανεβάσει πυρετό και ήταν άρρωστη, το σώμα της αδύναμο. Ο πρίγκιπας την κοίταξε για λίγα δεύτερα και ξεφύσησε κοφτά. Φόρεσε την κουκούλα του και σήκωσε το χέρι με νόημα να τον ακολουθήσουν οι δυο φρουροί. Το έκαναν δίχως δισταγμό. Περπάτησε μέσα από το κοινό που είχε πέσει στο χώμα να τον προσκυνά και άρπαξε το άλογο του.
«Τώρα τι, πρίγκιπα μου;» ρώτησε ο Preston με ένα ανακουφισμένο χαμόγελο.
«Τώρα», μίλησε αποφασιστικά ο Charles-Ernest, «θα σύρουμε το κάθαρμα Fernando van Lowey από το λιμάνι της Mahamon ως το παλάτι της Alchten. Αρκετά αποσυντονιστήκαμε».
«Μάλιστα, πρίγκιπα μου», είπαν ταυτόχρονα οι δυο φρουροί και κοιτάχτηκαν. Ο Marin κούνησε το κεφάλι στον Preston με ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης.
Οι τρεις άντρες θα είχαν ένα σύντομο ταξίδι μπροστά τους και αυτό επειδή ο Charles-Ernest ήταν αποφασισμένος να έφτανε στο βασίλειο του όσο πιο γρήγορα γινόταν, ειδικά τώρα που θα έπαιρνε τις δυνάμεις του πίσω. Έπρεπε να ετοιμαζόταν. Η Μεγάλη Εκκλησία έπραττε με ταχύτητα. Δεν μπορούσε να τους άφηνε να έπαιρναν το πάνω χέρι σε αυτόν τον πόλεμο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top