- 11 . Οι Τέσσερις Θεοί και η μετενσάρκωση του Πέμπτου -
THE CURSED KINGDOMS
-NIXGOTSARCASM
~•~
Η ΝΥΧΤΑ ΗΤΑΝ ΗΡΕΜΗ. Τα φύλλα των δέντρων ίσα που κουνιόντουσαν παρόλο που ήταν χειμώνας. Ο καιρός πάντα ήταν ωραίος στην Alchten. Ακόμη και όταν χιόνιζε ή έβρεχε, τηρούσε μια ομορφιά που δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Ήταν ευλογημένη να έδειχνε πάντα πανέμορφη και ας είχε ιστορία τραγική, σκοτεινή και βαμμένη με αίμα. Ήταν μέρος εθιστικό για όλους τους επισκέπτες, εφόσον πέρα από τις πανέμορφες πράσινες πεδιάδες, είχε λίμνες, ποτάμια και θάλασσα, να συνόρευε με τα δάση της Titania, η οποία έκρυβε τα δικά της μυστικά. Γεωγραφικά η Alchten ήταν το πιο τυχερό βασίλειο και πολλοί ήθελαν να την πολιορκήσουν, όχι για όσο ζούσε ο βασιλιάς Karkan και ο σαδιστής γιος του όμως. Κανείς δεν τολμούσε να εναντιωθεί στα δυο αυτά κεφάλια.
Ο ιερέας πότιζε τα λουλούδια που είχε στον κήπο πίσω από την εκκλησία. Εστίασε το βλέμμα του πέρα στο νεκροταφείο. Ο μόνος λόγος που θάφτηκε ο κατάσκοπος εκεί ήταν επειδή το ζήτησε ένα γράμμα από την Μεγάλη Εκκλησία και ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Ο Julian, ο πλέον νεκρός που τόλμησε να μπει απρόσκλητος στην αίθουσα του θρόνου, ήταν ένας καταξιωμένος ακόλουθος της Μεγάλης Εκκλησίας, γι' αυτό φρόντισαν έστω να θαβόταν ανθρώπινα και όχι να τον πετούσαν στο δάσος να τον τρώγανε τα άγρια ζώα. Ο ιερέας Faron δέχτηκε να γινόταν στο περιβόλι της δικής του εκκλησίας, μόνο επειδή αισθανόταν τύψεις που τον είχε προσκαλέσει στον θάνατο του.
Οι δυο φρουροί καθάρισαν τον ιδρώτα από τα μέτωπα τους και άρπαξαν τα φτυάρια τους κουρασμένοι. Πριν να έφευγαν, φρόντισαν να έφτυναν τον τάφο του Julian σαν να ήταν σκουπίδι που δεν άξιζε ανθρωπιά. Γέλασαν κοροϊδευτικά. Ούτε ένα δεύτερο ύστερα, γύρισαν τις πλάτες τους και ξεκίνησαν να συζητούν, να προσπαθούν να βρουν μια καλή ταβέρνα με όμορφες πόρνες για να πέρναγαν την νύχτα τους. Απομακρύνθηκαν αδιάφοροι, ήδη να είχαν ξεχάσει το ζήτημα του κατάσκοπου. Για εκείνους ήταν άλλη μια δουλειά με την όποια έπρεπε να τελειώνουν. Πέρα του ότι είχαν θάψει τόσα πτώματα εξαιτίας του πρίγκιπα, αυτή την φορά ήξεραν ότι έθαβαν προδότη του παλατιού, γι' αυτό και το έκαναν με το ζόρι περισσότερο από τις άλλες φορές.
Ο ιερέας Faron, νεαρός σε ηλικία, πήρε μια βαθιά ανάσα και φρόντισε την γαρδένια, κόβοντας με το ψαλίδι τα νεκρά φύλλα γύρω της. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σωστά, γι' αυτό έκοψε κατά λάθος το δάχτυλο του. Είδε την σταλιά αίματος σε εκείνο και δεν αντέδρασε καθόλου. Την καθάρισε στο μαύρο ρούχο του και ίσιωσε το σώμα του να σταθεί όρθιος. Τα μάτια του έπεσαν στο φεγγάρι. Αν και έμοιαζε ίδιο με την κάθε άλλη φορά που το κοίταγε, εκείνη την ημέρα το αισθάνθηκε διαφορετικό. Ήταν σαν να προσπαθούσε να μην φωτίσει την πόλη καθόλου. Είχε ένα χρώμα χλωμό και ίσα που φαινόταν ο δρόμος που οδηγούσε στην Alchten, πόσο μάλλον στο χωριό ακριβώς δίπλα.
Φύσηξε ένα κρύο αεράκι και αυτό έκανε τον ιερέα να κλείσει τα μάτια φευγαλέα για να το χαρεί. Δεν ήταν άντρας θαρραλέος. Όλοι τον πείραζαν στο χωριό και τα παιδιά τον τρόμαζαν συνέχεια εφόσον ήταν μεγάλος φοβιτσιάρης. Έφτιαξε τα στρογγυλά γυαλιά στο πρόσωπο του και άφησε την κανάτα με την οποία πότιζε πάντα τα λουλούδια του. Είχε παρατήσει το ψαλίδι στο χώμα. Λύγισε να το πάρει και το κοίταξε για λίγο. Έκοψε ένα ροζ γαρύφαλλο και ξεκίνησε να περπατά στα χώματα. Προσπέρασε τις ταφόπλακες των άλλων νεκρών και κοίταξε την νέα που προστέθηκε κάτι ώρες πριν. Julian Bauer. Μόλις εκείνη την στιγμή έμαθε το όνομα του ανθρώπου που θυσίασε την ζωή του για την Μεγάλη Εκκλησία.
Καθάρισε το σάλιο από την ημερομηνία θανάτου του με το μανίκι και άφησε το γαρύφαλλο στο χώμα. Τον λυπόταν. Όλες τις αδικοχαμένες ψυχές λυπόταν. Ο Faron δεν ήταν κακός άνθρωπος, ούτε ύπουλος. Ήταν ο ιερέας του λαού, κάποιος που έπαιζε με τα παιδιά και τα άφηνε να τον τρομάζουν, ο ίδιος που θα έδινε λουλούδια στις κυρίες και που θα άκουγε τον πόνο του κάθε περαστικού. Στο χωριό της Hallstat όλοι τον αγαπούσαν και ας τον θεωρούσαν μικρό για να συντηρεί την εκκλησία. Είχε πατήσει τα 30 χρόνια ζωής, όμως εκείνος μικροέδειχνε κι αυτό έκανε τους πάντες να τον θεωρούν πολύ νέο.
Πετάχτηκε ελαφρώς όταν άκουσε έναν θόρυβο πίσω του. Ήταν τα παιδιά που έτρεχαν να επιστρέψουν σπίτια τους. Χαιρέτησαν τον ιερέα, εκείνος να τους ζόρισε ένα ψεύτικο χαμόγελο και να έκανε το ίδιο με το χέρι του. Τα κοίταξε μέχρι που εξαφανίστηκαν στην νύχτα. Έκανε μια σύντομη προσευχή στους Θεούς να αναπαυόταν η ψυχή του Julian και ίσιωσε το σώμα του ξανά. Κοίταξε το δάχτυλο του και δεν είχε σταματήσει να αιμορραγεί, γι' αυτό αποφάσισε να έμπαινε στην Εκκλησία και να το τύλιγε με ένα κομμάτι ύφασμα. Δεν ήξερε να χρησιμοποιεί μαγεία και μια φορά που το είχε επιχειρήσει, έχασε ελαφρώς την όραση του, εξ ου και τα γυαλιά. Η Μεγάλη Εκκλησία τον έβαλε στην κατηγορία των ανίκανων και τον έστειλαν στην εκκλησία της Hallstat να επέβλεπε τα πάντα σε εκείνο το χωριό.
Ο Faron γνώριζε για την ιστορία της κατάρας μεταξύ των δυο βασιλείων. Όλοι οι μαθητευόμενοι της Μεγάλης Εκκλησίας την ήξεραν άλλωστε. Ήταν από τα πρώτα μαθήματα. Για όσο πέρναγαν τα χρόνια οι άνθρωποι δημιουργούσαν δικές τους εκδοχές και είχαν αλλάξει τόσο την ιστορία που λίγοι γνώριζαν την πραγματική. Αυτοί θα ήταν οι βασιλικές οικογένειες, τα κεφάλια της Μεγάλης Εκκλησίας και οι επιλεγμένοι μαθητευόμενοι. Ο Faron γνώριζε εκείνην που απλά έλεγε ότι μια κατάρα έπεσε στα δυο βασίλεια να μην μπορέσουν ποτέ να ενωθούν, αλλιώς όλοι θα πέθαιναν. Ούτε γνώριζε το πως η πριγκίπισσα είχε σκοτώσει τον σύζυγο της και τον είχε θυσιάσει στους Θεούς, ούτε ήξερε ότι αυτό έφερε χάσμα στην φιλία των τότε βασιλιάδων.
Ήταν αρκετά διστακτικός να πάντρευε την πριγκίπισσα Felicity με τον πρίγκιπα της Alchten, όμως δεν μπορούσε να έκανε και πολλά. Ήταν ένας απλός ιερέας, τον οποίο βρήκε ο Charles-Ernest, και γι' αυτό έπρεπε να έκανε ό,τι τον είχαν διατάξει. Περπάτησε προβληματισμένος μέχρι τα λουλούδια του και τα κοίταξε κάτω από το φως του φεγγαριού. Παρόλο που μόλις τα είχε φροντίσει, εκείνα είχαν σαπίσει. Δεν φάνηκε προβληματισμένος, ούτε στεναχωρημένος. Αντιθέτως αδιαφόρησε. Έφτιαξε τα γυαλιά του και αποφάσισε να ασχολούταν με εκείνα την επόμενη μέρα. Σκέφτηκε για λίγο την ημέρα του. Δεν περίμενε ποτέ να ήταν αυτός ο ιερέας που θα πάντρευε βασιλικό ζευγάρι. Αν και ήρθε ενάντια στον λόγο της Μεγάλης Εκκλησίας-ήταν αυστηροί με τους ιερείς ποτέ να μην εγκρίνανε βασιλικό γάμο-είχε καταλάβει ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Ο πρίγκιπας άλλωστε ήταν ξεκάθαρος.
Έκλεισε την ξύλινη πόρτα της εκκλησίας πίσω του και έσπρωξε το βαρύ σίδερο να την κλείδωνε. Με το που περπάτησε λίγο στον διάδρομο, στάθηκε όρθιος και κοκαλωμένος στην θέση του. Κοίταξε τα τέσσερα αγάλματα των Θεών ακριβώς μπροστά του, όμως το αισθανόταν, εκείνη την υποτιμητική και τρομαχτική παρουσία που είχε ο πρίγκιπας. Γύρισε το κεφάλι αργά και τον είδε που είχε ξαπλώσει στις πρώτες θέσεις, ξύλινες από κορμό κερασιάς. Είχε στηρίξει την θήκη με το σπαθί πάνω ακριβώς από το κεφάλι του. Είχε ακουμπήσει το ένα πόδι πάνω στο ξύλο, ενώ είχε καλύψει τα μάτια με το πίσω μέρος του χεριού του. Φαινόταν να κοιμόταν, αλλά στ' αλήθεια απλά ξεκουραζόταν για όσο περίμενε.
Ο ιερέας έπεσε αμέσως στα γόνατα με πλάτη τα αγάλματα των Θεών του. Έτρεμε ολόκληρος στην παρουσία του πρίγκιπα. Άλλωστε δεν μπορούσε να έβγαζε έτσι απλά τα κόκκινα διαπεραστικά μάτια από το μυαλό του. Δεν είχε δει ποτέ κάτι παρόμοιο και ήξερε ότι μόνο ένας επικίνδυνος άντρας σαν τον πρίγκιπα θα είχε κάτι τέτοιο. Κατέβασε το κεφάλι με σεβασμό και κράτησε την ανάσα του να μην ενοχλούσε τον Charles-Ernest, ο οποίος είχε χαλαρώσει το σώμα του, να μην πονούσε άλλο. Έπεσε τέτοια σιωπή που ακούστηκε μόνο ένας λύκος στο βάθος του δάσους πέρα από το νεκροταφείο της Hallstat.
«Πες μου, ιερέα, σε τι πιστεύει η Μεγάλη Εκκλησία. Ξέρεις;» μίλησε ο πρίγκιπας, η φωνή του ήρεμη και να ακούστηκε μόνο εξαιτίας της ηχούς στον χώρο της εκκλησίας.
«Στους τέσσερις παντοδύναμους Θεούς», απάντησε εκείνος και έφτιαξε τα γυαλιά πριν προλάβαιναν να πέσουν στο έδαφος από τον ιδρώτα.
«Μπορείς να τους ονομάσεις;» αναρωτήθηκε περισσότερο από το να τον πρόσταζε, δίχως να κουνιόταν από την θέση του, τόσο που είχε βολευτεί.
«Ο Θεός της Μοίρας, Janus, και ο μεγαλύτερος τους. Ο Θεός της Φύσης, Silvanus, και ο σοφότερος τους. Ο Θεός της Ζωής, Psychis, και ο κοντινότερος στους ανθρώπους του. Ο Θεός των Αστεριών, Astix, και ο οδηγός των ανθρώπων, πρίγκιπα μου», απάντησε σαν να διάβαζε ποίημα ο ιερέας και καθάρισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του με το μανίκι του.
«Silvanus», μουρμούρισε σκεφτικός ο Charles-Ernest, «Psychis», πλέον ακουγόταν σαν να παραμιλούσε στον ύπνο του, «Astix και Janus». Ένα γελάκι ξέφυγε από τα χείλη του, τόσο ειρωνικό που έκανε τον ιερέα να ανατριχιάσει αμέσως. «Οι τέσσερις Θεοί που έφτιαξαν την Μεγάλη Εκκλησία με σκοπό να προστατεύσουν τους ανθρώπους τους χρόνια και χρόνια πριν».
Ο ιερέας δεν τολμούσε να κουνηθεί για όσο ο πρίγκιπας μιλούσε. Αισθάνθηκε ένα κρύο αεράκι στον σβέρκο του, σαν κάποιο χέρι να μπήκε στο ρούχο του και να τον ενοχλούσε. Κοίταξε για λίγο πίσω του, όμως το μόνο που είδε ήταν τα τέσσερα αγάλματα των Θεών. Την στιγμή που έφερε το κεφάλι του στην ευθεία να το ξανακατεβάσει μπροστά στον πρίγκιπα, τον βρήκε στο πρόσωπο του, τόσο κοντά που αμέσως του τρύπησε τα ρουθούνια το άρωμα φρεσκάδας που πάντα είχε επάνω του ο Charles-Ernest. Ήταν ανέκφραστος και τόσο τρομαχτικός που ο Faron δεν μπόρεσε παρά να πέσει πίσω και πάνω στα σκαλάκια που οδηγούσαν στα αγάλματα.
«Πες μου, ιερέα», ίσιωσε το σώμα του ο πρίγκιπας, «γιατί η Μεγάλη Εκκλησία δοξάζει τον εαυτό της περισσότερο από τους Θεούς που την ιδρύσανε;» Η ερώτηση του ήταν ξεκάθαρα ρητορική, γι' αυτό ο Faron σφράγισε τα χείλη του και άφησε τα γυαλιά του ακατάστατα στο πρόσωπο του. «Το βιβλίο της Μεγάλης Εκκλησίας», το κράταγε στο χέρι του και το κούναγε για όσο περπάταγε μπροστά στα μάτια του ιερέα, «ω, δόξα την Μεγάλη Εκκλησία», ανέβασε λίγο τον τόνο της φωνής του, πετώντας το βιβλίο στο έδαφος, «η Μεγάλη Εκκλησία που μας σώζει από τα τέρατα της Titania και η Μεγάλη Εκκλησία που κρατά ειρήνη σε αυτόν τον κόσμο». Το βιβλίο ξαφνικά πήρε φωτιά και έγινε στάχτη, για όσο ο πρίγκιπας περπάταγε στην θέση την οποία είχε ξαπλώσει πριν, ρίχνοντας το σώμα του εκεί και απλώνοντας τα χέρια πίσω στην πλάτη. «Αν η Μεγάλη Εκκλησία τα έκανε όλα, οι Θεοί τι έκαναν;»
Σιωπή. Ο ιερέας δεν τολμούσε να ξανακουνηθεί, εφόσον η δυσαρέσκεια του πρίγκιπα φάνηκε αμέσως όταν το έκανε. Τον παρατηρούσε. Φαινόταν εξαντλημένος, ρούχα πεσμένα επάνω του σαν να βιαζόταν να φύγει από το παλάτι. Το μαλλί του ήταν πεσμένο μπροστά και αχτένιστο. Αν δεν ήξερε ότι ήταν ο πρίγκιπας, σίγουρα θα τον πέρναγε για κάποιον μεθύστακα από την πόλη, ο οποίος είχε πιάσει κάποιο αθώο κορίτσι και είχε έρθει να μετανιώσει μπροστά στο βιβλίο της Μεγάλης Εκκλησίας. Σε σχέση με όταν τον είχε δει νωρίτερα μέσα στην ημέρα, ο πρίγκιπας είχε τα χάλια του.
«Σας έμαθαν ποτέ για την μοίρα των Θεών;» ρώτησε ξαφνικά ο Charles-Ernest και σήκωσε το κεφάλι που κοίταζε το ταβάνι.
«Πέθαναν σε έναν πόλεμο μεταξύ τους», απάντησε με τεράστια επιφύλαξη ο ιερέας και λίγο κουνήθηκε να βολέψει το σώμα του καλύτερα, φτιάχνοντας ύστερα τα γυαλιά του.
«Όχι», πετάχτηκε ο Charles-Ernest και άρπαξε το σπαθί του, φέρνοντας το πίσω στην ζώνη του. «Οι Θεοί σκοτώθηκαν. Ξέρεις από ποιον;» Ο ιερέας κούνησε το κεφάλι αμέσως αρνητικά για όσο παρατηρούσε τον πρίγκιπα που περπάταγε προς τα αγάλματα να σταθεί ακριβώς μπροστά του. «Από τον πέμπτο αδελφό, τον Θεό του Σκότους».
Ο Faron κατάπιε το σάλιο του να βρέξει τον στεγνό λαιμό του, όμως δεν μπόρεσε να αισθανθεί διαφορά. Η αύρα ήταν βαριά και πολύ τρομαχτική. Είχε ανατριχιάσει ολόκληρος που ο πρίγκιπας στεκόταν λίγα βήματα μακριά από το πεσμένο σώμα του. Σήκωσε το κεφάλι να τον δει και εκείνος απλά παρατηρούσε τα αγάλματα με μια νεκρή έκφραση στο πρόσωπο του. Ήταν αψυχολόγητος και αυτό τρόμαζε τον ιερέα που είχε συνηθίσει να κάθεται με ανθρώπους που ήταν ανοιχτά βιβλία. Η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή από το άγχος, γιατί ήξερε την μοίρα του. Δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση ο πρίγκιπας να αισθανόταν μόνος και να ήρθε σε εκείνον για συζήτηση.
«Ο Θεός του Σκότους ερωτεύτηκε μια θνητή κοπέλα και αυτό δημιούργησε ένα μεγάλο χάσμα με τα υπόλοιπα αδέλφια. Γι' αυτό αποφάσισαν να τον σκοτώσουν, να τον τιμωρήσουν για την αμαρτία του. Ο θυμός και η εκδίκηση κατέστρεψε τα αδέρφια και τον κόσμο που είχαν δημιουργήσει, γι' αυτό ο Θεός της Μοίρας, την άλλαξε για να φέρει πίσω την ισορροπία. Έδωσε την δύναμη του Θεού του Σκότους στην γυναίκα του και την άφησε μια ζωή να ζήσει μόνη στα εδάφη της Titania. Έριξε το πτώμα του Θεού στην καρδιά του βασιλείου και έθαψε τα άλλα του αδέλφια στις υψηλότερες κορυφές. Εκ τότε κανείς δεν άκουσε για τους Θεούς ή για την καταραμένη γυναίκα που δεν θυμόταν τίποτα από την ζωή της ως άνθρωπος, υποθέτοντας ότι όλοι πέθαναν από παράνοια».
Ο Faron άκουγε με τεράστιο ενδιαφέρον αν και δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο που του τα έλεγε όλα αυτά. Ο Charles-Ernest δεν έβγαλε στιγμή τα μάτια από τα τέσσερα αγάλματα, τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του που δεν συνέχισε να μιλάει. Στήριξε τα δυο χέρια στην λαβή του σπαθιού και ξεφύσησε. Οι τέσσερις Θεοί είχαν ξεχαστεί από τον λαό, ο οποίος μόνο την Μεγάλη Εκκλησία δοξούσε και τα τέσσερα μεγάλα κεφάλια της. Οι πραγματικοί Θεοί και οι πραγματικοί ιδρυτές του κόσμου είχαν πεθάνει χρόνια πριν, τι στην πραγματικότητα τι στις καρδιές των ανθρώπων που τόσο αγαπούσαν.
«Πέμπτος Θεός;» αναρωτήθηκε ο Faron και έπεσε στα γόνατα του ξανά για να δείξει τον σεβασμό και την αφοσίωση στον πρίγκιπα του.
«Ο Θεός του Σκότους, Erebion», του έλυσε την απορία ο Charles-Ernest. «Προστάτης της μαύρης μαγείας και της κατάρας, δημιουργός του σκοταδιού και της νύχτας. Έκανε τον κάθε θάνατο ανώδυνο και φορές βοηθούσε τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν με τους αγαπημένους τους». Ο πρίγκιπας περπάτησε προς τον διάδρομο ανάμεσα από τις θέσεις και στάθηκε για λίγο. «Κανείς δεν μίλαγε για εκείνον που ξεχάστηκε το όνομα του σύντομα. Η Μεγάλη Εκκλησία παρόλο που δεν τον σέβεται, σίγουρα ξέρει να χρησιμοποιεί την δύναμη του για να εξαπλώσει την επιρροή της».
Ο Faron είχε μείνει εντυπωσιασμένος. Δεν είχε κανέναν λόγο να πίστευε έναν άνθρωπο του οποίου η φήμη ήταν λερωμένη με αίμα ανθρώπων αθώων. Ήταν σαδιστής και ανυπόμονος, σκότωνε καμιά φορά μόνο για να ικανοποιήσει την ανάγκη του για αίμα, ή έτσι είχε ακούσει από την φρουρά του παλατιού. Άντρας με ανάστημα τεράστιο και σώμα γεροδεμένο που θύμιζε κτήνος στην νύχτα. Όμως ο ιερέας τον θαύμαζε. Γυάλισαν τα μάτια του στο θέαμα του άντρα που είχε σηκώσει ξανά το κεφάλι και κοίταγε το ζωγραφισμένο με μεράκι ταβάνι της εκκλησίας. Το κατέβασε και γύρισε το κεφάλι αργά, με την άκρη του ματιού του να κοίταζε τον Faron.
«Πες μου, ιερέα, εσύ πιστεύεις στους Θεούς ή στην Μεγάλη Εκκλησία;» ρώτησε ο Charles-Ernest και τράβηξε αργά το σπαθί από την θήκη του σαν να ήθελε να τον προειδοποιήσει να προσέξει την απάντηση του.
«Στους Θεούς, πρίγκιπα μου», απάντησε με ειλικρίνεια, ασυνείδητα να έφερε το χέρι στην καρδιά του.
Ο Faron ήταν όντως λάτρης των Θεών από μικρό παιδί, εξ ου και ο μόνος λόγος που πήγε στην Μεγάλη Εκκλησία. Ήλπιζε εκεί να τους γνώριζε καλύτερα και να ερχόταν κοντά τους όσον αφορούσε την πίστη του. Εκεί όμως έμαθε ότι τα ονόματα τους είχαν ξεχαστεί. Άλλοι ιερείς τιμούσαν την Μεγάλη Εκκλησία περισσότερο από τους Θεούς που την ίδρυσαν. Αυτό ήταν ένα μυστικό το οποίο κράταγε κρυμμένο στην ψυχή του. Δάκρυα κύλισαν στα μάγουλα του συγκινημένος που ο πρίγκιπας τον καταλάβαινε σαν να του είχε διαβάσει την καρδιά. Τον παρατήρησε που τον πλησίαζε σέρνοντας την μύτη του κοφτερού σπαθιού του στο μαρμάρινο έδαφος της εκκλησίας. Ασυνείδητα ξεκίνησε να κλαίει. Φοβόταν για την ζωή του και ας αισθανόταν υπέροχα που δεν ήταν ο μοναδικός που δεν εμπιστευόταν πλήρως την Μεγάλη Εκκλησία.
«Αν μου το απάνταγε αυτό κάποιος άλλος, αλήθεια δεν θα τον πίστευα», μίλησε τόσο σοβαρός ο πρίγκιπας, τα κόκκινα μάτια του εστιασμένα βαριεστημένα στα αγάλματα των Θεών πίσω από τον ιερέα. «Δεν θεωρώ ότι πρέπει να λατρεύεις τους Θεούς περισσότερο από την Μεγάλη Εκκλησία, αλλά σίγουρα χρειάζονται μεγαλύτερο σεβασμό από εκείνους τους αυτάρεσκους. Τουλάχιστον», λύγισε τα γόνατα για να έρθει στο ύψος του ιερέα, «εκείνοι όντως έκαναν κάτι».
Ο Charles-Ernest παρατήρησε τα δάκρυα του ιερέα αδιάφορος. Είχε μια νεκρή, κουρασμένη έκφραση στο πρόσωπο του. Στηρίχθηκε στο σπαθί του και τον κοίταξε για ολόκληρα λεπτά σκεφτικός. Κατά βάθος δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Κάτι τον σταμάταγε και ήξερε πολύ καλά τι ευθυνόταν, πόσο μάλλον ποιος. Σήκωσε τα μάτια και είδε το άγαλμα του Janus. Είχε τα μάτια του καλυμμένα με ύφασμα, τα μακριά μαλλιά του να έπεφταν ίσια σαν μεταξένιο ύφασμα μέχρι τα γόνατα του. Ανάμεσα τους ήταν ο μοναδικός που έδειχνε ήρεμος στο πρόσωπο, ένα χαμόγελο πλάγιο που ταίριαζε στον ύπουλο και πονηρό εαυτό του. Στα δάχτυλα του αγάλματος ήταν μπερδεμένο το κόκκινο νήμα της Μοίρας το οποίο πάντα κράταγε ο Θεός, ενώ όλο το σώμα του ήταν τυλιγμένο με επιδέσμους.
«Ξέρεις τι να κάνεις», μίλησε ο πρίγκιπας και σήκωσε το σώμα του να σταθεί όρθιος μπροστά από το ιερέα. Του πέταξε το ψαλίδι με το οποίο φρόντιζε τα λουλούδια του προηγουμένως και τον άφησε να τον κοιτάει με τα δακρυσμένα μάτια του. «Ο κατάσκοπος που προσκάλεσες χάλασε τον γάμο μου με την πριγκίπισσα Felicity και δυσαρέστησε τον πατέρα μου. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να πηγαίνω με τα νερά του για να μου δώσει τον θρόνο επιτέλους αυτός ο σεξομανής κωλόγερος; Δεν πεθαίνει κιόλας, όχι για κάτι».
Ο Charles-Ernest σήκωσε τους ώμους με αδιαφορία και είχε γυρίσει ήδη την πλάτη στον ιερέα, ο οποίος σιγοέκλαιγε ενώ κοίταγε το ψαλίδι. Ο πρίγκιπας τέντωσε τα χέρια, όντας τόσο κουρασμένος που ήθελε απλά να κοιμηθεί για να ανακτήσει τις δυνάμεις του, ένας πόνος στο στήθος του να μην τον άφηνε ήσυχο. Δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί με τίποτα και κανέναν, όμως ο ιερέας ήταν ένα ζήτημα το οποίο έπρεπε να λύσει πριν να ασχολούταν η Μεγάλη Εκκλησία. Ήταν σίγουρος ότι θα έστελναν κάποιον να ρωτήσει τον ιερέα τι είδε και τι συνέβη στην αίθουσα του θρόνου στο παλάτι της Alchten. Άλλωστε πάντα με ύπουλους και πισώπλατους τρόπους λειτουργούσαν, να έστελναν κατασκόπους παντού. Το πως κατάφερναν να τηρήσουν καλές σχέσεις με τα δυο βασίλεια ήταν κάτι το οποίο αναρωτιόταν ακόμη και ο Charles-Ernest.
«Πρίγκιπα μου, εγώ...» ήθελε να μιλήσει ο ιερέας Faron όμως δεν μπορούσε. Κατά βάθος γνώριζε καλά ότι έπρεπε να πληρώσει το τίμημα της προδοσίας του έτσι αν ήθελε να ζούσε. «Καταλαβαίνω».
Ο Faron συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία του να ζούσε κάμποσα χρόνια παραπάνω. Σήκωσε το κεφάλι και παρατήρησε τον πρίγκιπα που τον κοίταγε ανέκφραστος, η μύτη του σπαθιού ακόμη καρφωμένη στο πάτωμα. Περίμενε με απίστευτη υπομονή. Ήθελε να δει την αντίδραση του ιερέα. Του έκανε νόημα με το χέρι να βιαστεί, γι' αυτό ο Faron πήρε το ψαλίδι στο χέρι του και παρατήρησε πόσο έτρεμε. Φοβόταν. Άλλωστε έτσι ήταν από την φύση του, από μικρό παιδί. Όσο και να ήθελε να έμενε πιστός στον πρίγκιπα και να του έκανε την χάρη, δεν μπορούσε.
Έχασε την ευκαιρία του από την στιγμή που σταμάτησε να έχει τον έλεγχο του σώματος του. Ξαφνικά το πρόσωπο του μούδιασε και ούτε να κλάψει δεν μπορούσε. Ο Charles-Ernest λύγισε το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι, το θέαμα μπροστά του να μην τον κλόνιζε καθόλου συναισθηματικά. Ο ιερέας έφερε το ψαλίδι στην γλώσσα του και την έκοψε μεμιάς, δίχως να έτρεμε. Είχε χάσει την κάθε επαφή με το σώμα του, τα μάτια του κενά και να είχαν πάρει ένα χρώμα βυσσινί. Με το που βαρέθηκε ο πρίγκιπας, τίναξε το χέρι και μόνο τότε άφησε τον Faron να πέσει κάτω και να φωνάξει από τον πόνο. Η φωνή του ηχούσε σε όλη την εκκλησία, να υπέφερε τόσο που αισθανόταν ότι θα πνιγόταν στο αίμα του ανά πάσα στιγμή. Πόναγε, τόσο που προτιμούσε τον θάνατο για πρώτη φορά.
«Είχες την ευκαιρία να μην χάσεις την γλώσσα σου, όμως προτίμησες να την χρησιμοποιήσεις για να καλέσεις την Μεγάλη Εκκλησία στον γάμο δίχως την συγκατάθεση μου», μίλησε ο Charles-Ernest, το βλέμμα του τόσο σκοτεινό που πρώτη φορά έδειχνε πόσο τσαντισμένος ήταν στ' αλήθεια.
Ο ιερέας κλαίγοντας κοίταξε την γλώσσα του και προσπάθησε να την πιάσει, με το άλλο χέρι να κράταγε το στόμα του, από το οποίο δεν σταμάταγε το αίμα. Η άκρη του σπαθιού βρήκε ακριβώς την μέση του χεριού και καρφώθηκε στο πάτωμα, για δεύτερη φορά ο ιερέας να σπάραζε από τον πόνο. Το παπούτσι του πρίγκιπα πάτησε την γλώσσα και την έκανε λιώμα. Με το που σήκωσε το πόδι, την κλώτσησε πέρα, ένα όρνιο που περίμενε στο παράθυρο να την πήρε και να πέταξε αμέσως μακριά, ευχαριστώντας τον βασιλιά του για το δώρο. Ο Faron σήκωσε το βλέμμα ικετεύοντας για έλεος. Δεν θα άντεχε άλλο βάσανο η ψυχή του.
«Αλήθεια, να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που σου χάρισε την ζωή, γιατί αν ήταν στο χέρι μου, θα με ικέτευες να σε σκοτώσω», μουρμούρισε ο Charles-Ernest λυγισμένος στα γόνατα του για να κοιτάξει τον ιερέα καλά στα μάτια. «Θα ξανάρθω, γι' αυτό κράτα την πόρτα ανοιχτή και», στάθηκε όρθιος τραβώντας το σπαθί από το χέρι του άλλου, βάζοντας το στην θήκη του, «το στόμα κλειστό. Από 'δω και πέρα, υπηρετείς μονάχα εμένα. Κατάλαβες;»
Ο Faron με δακρυσμένα μάτια κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Τόσο ήθελε ο Charles-Ernest για να έμενε ευχαριστημένος μαζί του. Κατέβασε ύστερα το κεφάλι για να δείξει τον σεβασμό στον πρίγκιπα και έμεινε έτσι, κοιτώντας τα παπούτσια του που περπάταγε προς την εξώπορτα. Δεν είχε σταματήσει να κλαίει, σφίγγοντας το ένα χέρι στα χείλη του, το άλλο σε γροθιά. Η αύρα του πρίγκιπα ήταν τόσο σκοτεινή και μαύρη που έκανε τα ζωντανά να τηρούσαν απόσταση. Μόνο τα πλάσματα της Titania τον είχαν συνηθίσει, αν και εκείνα θα το σκεφτόντουσαν αρκετά να τον πλησίαζαν όταν πατούσε πόδι στο βασίλειο του. Δεν τους συμπεριφερόταν και με ιδιαίτερη τρυφερότητα.
Έπεσε σιωπή στην εκκλησία, το μόνο που να ακουγόταν να ήταν τα κλάματα του ιερέα. Έτρεμε ολόκληρος. Δίχως να το είχε καταλάβει, είχε κατουρήσει τα ρούχα του από τον τρόμο. Με το που κατάφερε να ηρεμήσει λιγάκι, παρατήρησε ότι το χέρι του δεν είχε καμιά πληγή και το στόμα του δεν έσταζε αίμα. Έφερε τα δάχτυλα στο στόμα του, αλλά δεν αισθάνθηκε την γλώσσα του. Οι δυο πληγές του όμως είχαν γιατρευτεί. Ένας πόνος στο στήθος τον έκανε να σκίσει την ρόμπα του και να δει τι του συνέβαινε. Του είχε αποτυπωθεί ένα τατουάζ το οποίο είχε τέσσερα κεφάλια δράκων σε έναν κύκλο, ένα σπαθί να διαπερνούσε στο κέντρο. Δεν χρειάστηκε να καταλάβει ότι αυτό ήταν το σύμβολο της Titania. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά και ακούμπησε με τέτοια δύναμη το μέτωπο στο πάτωμα που του άνοιξε πληγή.
Δεν ήταν ηλίθιος να μην καταλάβαινε ότι ο Charles-Ernest ήταν ο βασιλιάς του Σκότους... η ίδια η μετενσάρκωση του Πέμπτου Θεού.
Στο βάθος της Εκκλησίας, στο ψηλό παράθυρο στην σκεπή, καθόταν η Artemis κουκουλιασμένη. Είχε μείνει δίχως λέξεις. Έτρεμε τόσο που έπιασε τα μπράτσα της γερά και προσπάθησε να ηρεμήσει. Ήξερε ότι ο Charles-Ernest ήταν επικίνδυνος, αλλά δεν περίμενε τέτοιον σαδισμό. Δεν είχε ακούσει τα λόγια του, όμως μόνο από τον τρόπο που ανάγκασε τον ιερέα να έκοβε την γλώσσα του και μόνο που την τάισε σε ένα όρνιο ύστερα, έφτανε να καταλάβει ότι ο πρίγκιπας ήταν άνθρωπος στον οποίο έπρεπε να έδινε την ψυχή της αν την ζητούσε, αλλιώς η μοίρα της θα ήταν χειρότερη από κάθε βασανιστήριο της Μεγάλης Εκκλησίας.
Γύρισε το κεφάλι της πίσω να τον δει που ανέβαινε στο άλογο και τον έπιασε να την κοιτάει. Έφερε την παλάμη στα χείλη της και δεν κουνήθηκε καθόλου, ελπίζοντας ότι αυτό θα αρκούσε να νομίζει εκείνος ότι ήταν η φαντασία του. Τα κενά του μάτια έφυγαν από πάνω της ξεφυσώντας και πήρε το άλογο του περπατώντας έξω από το μικρό χωριό. Για χάρη της γυναίκας του έκανε τα στραβά μάτια. Ήταν όμως η πρώτη και τελευταία φορά. Την επόμενη, όχι μόνο θα της έπαιρνε το κεφάλι, θα φρόντιζε να σκότωνε και την ίδια την Felicity, κι ας μην την είχε βάλει να τον παρακολουθεί. Σε αυτά τα ζητήματα ο Charles-Ernest ήταν τόσο αυστηρός που δεν είχε περιθώριο κανείς να αμφισβητήσει την βούληση του. Η Artemis εκείνο το βράδυ εξαφανίστηκε δίχως να κοιτάξει πίσω της, επιστρέφοντας στο παλάτι σαν να μην είχε βγει ποτέ από εκεί.
Ο πρίγκιπας στάθηκε για λίγο στο δάσος που οδηγούσε στην Titania και έφερε το χέρι στο κεφάλι του. Από την στιγμή που ζευγάρωσε με την Felicity και κατάφερε να της διώξει την μυρωδιά, αισθανόταν έναν πόνο στο στήθος του. Ήξερε ότι ήταν η κατάρα, εφόσον διαισθανόταν την δύναμη της, συγκεκριμένα της μητέρας του, η οποία την είχε αποδεχτεί και την είχε αφήσει να μαστιγώνει τα βασίλεια για τόσα χρόνια. Παρόλο που ήταν ο βασιλιάς του Σκότους και της μαγείας, αυτή την φορά δεν μπορούσε να αναιρέσει την κατάρα, πόσο μάλλον τον πόνο που του προκαλούσε. Ανέβηκε στο άλογο του και το άφησε να τον οδηγήσει στην καρδιά της Titania. Με το που πάτησε πόδι μέσα, τα ζώα διαισθάνθηκαν την αδιαθεσία του βασιλιά, γι' αυτό προσευχήθηκαν για την καλή του υγεία ανήσυχα.
Ο Charles-Ernest έπεσε ζαλισμένος στο έδαφος και έσυρε τα πόδια στον ανοιχτό χώρο στο κέντρο του δάσους. Αισθανόταν αδύναμος. Έπεσε στα γόνατα του και όταν έβηξε στην παλάμη του, είδε αίμα. Παρόλο που ήταν αθάνατος πλέον και είχε ανοσία στην μαγεία, αυτή την φορά δεν έπιανε. Έσφιξε την μια γροθιά στο χώμα ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε το σπαθί του καρφωμένο στο έδαφος. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το μικρό λοφάκι, στην κορυφή του ο τάφος της μητέρας του τον οποίο είχε σκάψει με τα δυο του χέρια. Θαύμαζε την δύναμη της, αλλά εκείνος ήταν πιο δυνατός. Δεν θα την άφηνε να είναι καλύτερη από τον ίδιο.
Σήκωσε το σώμα στηρίζοντας το στο σπαθί και κοίταξε πίσω του. Είδε τα πλάσματα της Titania που παρέμεναν κρυμμένα στο σκοτάδι της νύχτας. Τα μάτια τους ήταν επάνω του. Αισθανόταν τον φόβο τους. Δεν ήθελαν να έχαναν τον βασιλιά τους, εφόσον ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να βγει εκτός της Titania και να ζούσε τον έξω κόσμο για εκείνα. Ο Charles-Ernest έκλεισε τα μάτια και έπεσε αναίσθητος στο έδαφος, εφόσον είχε χάσει πλέον όλες τις δυνάμεις τους να στεκόταν όρθιος. Ας παρίστανε τον τρανό στα μάτια του ιερέα και της Artemis﮲ στ' αλήθεια υπέφερε. Πονούσε ασταμάτητα από την στιγμή που της αποτύπωσε το τατουάζ στο σώμα της, γι' αυτό και έφυγε με το που αποκοιμήθηκε εκείνη. Το αίμα του στο χώμα θα άφηνε λεκέ που δεν θα έφευγε ποτέ.
Εκείνο το βράδυ ήταν σιωπηλό σε σχέση με τα υπόλοιπα, ένα μαύρο νέφος πάνω από την Titania. Τα πλάσματα θρηνούσαν τον βασιλιά τους. Η βασίλισσα Melissa τινάχτηκε στον ύπνο της κλαίγοντας και τίποτα δεν την ηρεμούσε, ούτε οι υπηρέτριες της, ούτε ο βασιλιάς της Engros Emeslands. Οι τέσσερις φρουροί της Felicity έμειναν στο πλευρό της ανήσυχοι να κοιτούσαν το φεγγάρι και να προσευχόντουσαν για την καλή υγεία του βασιλιά, ενώ η ίδια...
Η ίδια κοιμόταν με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top